ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 1 ΑΑΔ 546

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9693

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΡ. ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗ, Π. ΑΡΤΕΜΗ, Φ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΔΔ.

MEDCON CONSTRUCTION LIMITED,

Εφεσείοντες-εν αγόμενοι,

ν.

ΧΡ. ΜΑΡΝΕΡΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εφεσίβλητοι-εν άγοντες.

- - - - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 16.5.1997

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ

Για τους εφεσείοντες: κ. Δ. Αριστείδου.

Για τους εφεσίβλητους: κ. Κ. Μελάς.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΧΡ. ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Αρτέμης.

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι προσβάλλουν την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία απερρίφθη αίτηση τους για συνένωση των αγωγών 1799/94 και 1906/94.

Οι διαφορές στις δύο αυτές αγωγές προέκυψαν από σύμβαση υπεργολαβίας ημερ. 13.7.92 μεταξύ των διαδίκων, με την οποία οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι ανέλαβαν για λογαριασμό των εναγομένων-εφεσειόντων τις εργασίες ελαιοχρωματισμού, τοποθέτησης χαλιών, ψευδοροφών, επένδυσης τοίχων και άλλες σχετικές εργασίες στο ξενοδοχείο Pinewood στον Πεδουλά, έναντι του ποσού των £97.619,20. Είναι η θέση των εναγόντων-εφεσιβλήτων ότι αυτοί συμπλήρωσαν τις εργασίες αναφορικά με την προμήθεια και εγκατάσταση των ψευδοροφών, αλλά οι εφεσείοντες-εναγόμενοι παρέβησαν τη σύμβαση με το να μην επιτρέψουν σε αυτούς να εκτελέσουν τις υπόλοιπες εργασίες, αναθέτοντας τις σε τρίτους.

Η μεν αγωγή 1799/94 αφορά αξίωση των εφεσιβλήτων-εναγόντων με βάση τελικό πιστοποιητικό πληρωμής ημερ. 7.12.93 για τις εργασίες που εκτέλεσαν για την εγκατάσταση των ψευδοροφών, η δε αγωγή 1906/94 αφορά αξίωση τους για αποζημιώσεις για παράβαση της σύμβασης εκ μέρους των εφεσειόντων-εναγομένων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε τα ενώπιον του στοιχεία σε συνάρτιση με τη σχετική νομολογία, έκρινε ότι δεν ήταν περίπτωση που ενδεικνυόταν η συνένωση των αγωγών και απέρριψε το αίτημα των εφεσειόντων-εναγομένων.

Γενικά εκδίδεται διάταγμα συνένωσης όπου προκύπτει όφελος από τη συνεκδίκαση (Μακρίδης ν. Μιχαηλίδου Π.Ε. 7901, ημερ. 30.5.90). Το Δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία επί του προκειμένου, η άσκηση της οποίας εξαρτάται από τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και ασκείται κατά τρόπο που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των διαδίκων, περιορίζοντας τα έξοδα και επιταχύνοντας την απονομή της δικαιοσύνης, όπως ορθά τόνισε ο πρωτόδικος Δικαστής (Georghios Hadjiathanassiou v. Loizos Parperides and Others (1975) 1 C.L.R. 401, και Healey & Others v. A. Waddington & Sons Ltd and Others (1954) 1 All E.R. 861). Στην υπόθεση Hadjiathanassiou v. Parperides and Others (1975) 1 C.L.R. 401 γίνεται μιά ανάλυση του θέματος με αναφορά στη νομολογία και εξηγούνται οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες επεμβαίνει το Εφετείο στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου που περιλαμβάνουν και παράλειψη του να δώσει την πρέπουσα βαρύτητα στους παράγοντες που διέπουν το ζήτημα.

To βασικό επιχείρημα των εφεσειόντων ήταν ότι εγείρονται κοινά νομικά και πραγματικά σημεία στις δύο αγωγές που αλληλοεξαρτώνται και θα ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να συνεκδικασθούν.

Αντίθετα, ο συνήγορος των εφεσιβλήτων υποστήριξε ότι οι δύο αγωγές αφορούν δύο ξεχωριστά θέματα, ήτοι η μεν πρώτη απαίτηση για καθορισμένο ποσό, η δε δεύτερη, αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης, χωρίς κοινά νομικά ή πραγματικά θέματα.

Επισημαίνουμε ότι η υπεράσπιση των εφεσειόντων-εναγομένων στην πρώτη αγωγή είναι βασικά παραδοχή για την εκτέλεση της εργασίας και το ποσό με βάση το τελικό πιστοποιητικό πληρωμής ημερ. 7.12.93 και ισχυρισμός ότι το ποσό αυτό ξοφλήθηκε. Είναι έτσι προφανές ότι για να επιτύχουν στην υπεράσπιση τους οι εφεσείοντες θα πρέπει να ικανοποιήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι πράγματι εξόφλησαν το οφειλόμενο ποσό. Αν δεν κατορθώσουν τούτο τότε οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες δικαιούνται σε απόφαση.

Προκύπτει έτσι σαφώς ότι οποιαδήποτε και να είναι η έκβαση της δεύτερης αγωγής αυτή δεν μπορεί να επηρεάσει την έκβαση της πρώτης. Μπορεί, όπως υπέβαλε ο συνήγορος των εφεσειόντων, να υπάρχουν κοινοί μάρτυρες και μαρτυρία, η οποία να αναφέρεται στο σύνολο της σύμβασης αλλά οποιαδήποτε και να είναι αυτή η μαρτυρία δεν θα επηρεάζει την έκβαση της πρώτης αγωγής, εκτός εκείνη που θα αναφέρεται στην κατ΄ισχυρισμό εξόφληση του οφειλόμενου ποσού στην αγωγή 1799/94.

Έχουμε έτσι καταλήξει στο αβίαστο συμπέρασμα πως συνεκδίκαση των δύο αγωγών δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Αντίθετα, μία τέτοια διαδικασία δυνατόν να καθυστερήσει την εκδίκαση της αγωγής 1799/94, στην οποία το επίδικο θέμα είναι απλό και ένα, ενώ πολλά είναι τα εγειρόμενα θέματα στην άλλη αγωγή που εκδίκαση της προφανώς θα απαιτήσει πολύ μεγαλύτερο χρόνο.

Κρίνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στους παράγοντες που διέπουν το θέμα, δεν υπερέβη τα όρια της και δεν δικαιολογείται επέμβαση μας στα ευρήματα και την απόφαση στην οποία κατέληξε. Αντίθετα, κρίνουμε ότι ορθά απέρριψε το αίτημα για συνεκδίκαση.

Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται τα έξοδα της έφεσης υπέρ των εφεσιβλήτων-εναγόντων και εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων.

Δ.

Δ.

Δ.

/Χ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο