ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D431
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αρ. Υπόθεσης: 1822/2012)
15 Σεπτεμβρίου, 2016
[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥ
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ΄ου η αίτηση.
---------
Α. Σ. Αγγελίδης, για την αιτήτρια.
Δ. Εργατούδη (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
Γ. Τριανταφυλλίδης με Ρ. Πασιουρτίδη (κα), για το ενδιαφερόμενο μέρος.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Mε την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια επιδιώκει:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση ημερομηνίας 3.9.2012 η οποία δημοσιεύτηκε την Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 21.9.2012 με την οποία κατόπιν επανεξέτασης διαρκούσης της εκκρεμοδικίας στην προσφυγή 1539/11, ανακάλεσε εκ νέου αυθαίρετα και άδικα την αρχική, νόμιμη, απόφαση του με αρ. 70-634 ημερομηνίας 16.6.2010 με την οποία διόρισε την αιτήτρια ως Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, από 23.7.2010, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση που δημοσιεύτηκε στην ίδια Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και με την οποία ως επακόλουθο της πιο πάνω υπό Α απόφασης του, διόρισε τον Ανδρέα Ανδρέου στη θέση του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου αναδρομικά από 28.9.2011 αντί και/ή στη θέση της αιτήτριας είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»
Η αιτήτρια, Επίκουρος Καθηγήτρια του Τμήματος Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής του Πανεπιστημίου Πειραιώς, διορίστηκε με την υπ΄ αρ. 70-634 απόφαση του ΥΣ, ημερ. 16.6.2010, κατόπιν εισήγησης του Υπουργού Οικονομικών, ως Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Επιτροπή) για πενταετή θητεία από 23.7.2010 μέχρι 22.7.2015.
Με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Aspis Holdings Public Company Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υποθ. Αρ. 1589/09, 12.8.2011, κρίθηκε ότι ο διορισμός των μελών της Επιτροπής, (στα οποία δεν συγκαταλεγόταν η αιτήτρια - καθότι δεν συμμετείχε στη σύνθεση της Επιτροπής - διορίστηκε αργότερα στις 16.6.2010), ήταν αντίθετος με το άρθρο 11(2) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμου, Ν. 73(Ι)/09: δεν διέθεταν το προβλεπόμενο προσόν της «εγνωσμένης πείρας και κατάρτισης στη χρηματαγορά και την κεφαλαιαγορά».
Κατ΄ ακολουθίαν του λόγου της Aspis (ανωτέρω) ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με επιστολή του ημερ. 30.8.2011 γνωμάτευσε ότι θα έπρεπε να ανακληθούν οι αποφάσεις του ΥΣ για διορισμό όλων των μελών της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένης και της απόφασης για διορισμό της αιτήτριας, εφόσον ο διορισμός της επίσης έπασχε για τον ίδιο λόγο.
Με αυτά τα δεδομένα, το ΥΣ στη συνεδρία του ημερ. 14.9.2011 και κατόπιν πρότασης του Υπουργού Οικονομικών, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 17(δ) του Νόμου, αποφάσισε να ανακαλέσει τις σχετικές αποφάσεις διορισμού του Πρόεδρου, της Αντιπροέδρου και των Μελών της Επιτροπής.
Στη συνέχεια το ΥΣ κατά τη συνεδρία του ημερ. 27.9.2011 ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από το άρθρο 13(1) του Νόμου, αφού εξέτασε τα προσόντα, την πείρα και την κατάρτιση των προτεινόμενων προσώπων, έκρινε ότι αυτά πληρούσαν τις απαιτήσεις του άρθρου 11 του Νόμου και διόρισε τα νέα μέλη της Επιτροπής, μεταξύ των οποίων και το ΕΜ Ανδρέα Ανδρέου ως Αντιπροέδρου για το υπόλοιπο της θητείας της αιτήτριας από 28.9.2011 μέχρι 22.7.2015.
Η αιτήτρια στις 23.11.2011, αντιδρώντας και κρίνοντας την ανακλητική απόφαση ημερ. 14.9.2011 ως παράνομη, καταχώρισε την Χρίστου ν. Kυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργικού Συμβουλίου, Υποθ. 1539/11, ημερ. 16.12.2014, ECLI:CY:AD:2014:D963, επιδιώκοντας την ακύρωση της.
Κατά την εξέταση της ανωτέρω προσφυγής το Δικαστήριο με την απόφαση του ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με δεδομένο ότι εφόσον επρόκειτο για δυσμενή πράξη θα έπρεπε να δοθεί στην αιτήτρια το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης:
«Η παρούσα περίπτωση αφορά ανάκληση ανακλητικής ελαττωματικής πράξης, δηλαδή της ανάκλησης του αρχικού διορισμού της αιτήτριας, χωρίς να έχει προηγηθεί, το προβλεπόμενο στις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και της φυσικής δικαιοσύνης, αλλά και νομοθετικά πλέον κατοχυρωμένο, δικαίωμα ακροάσεως. Δεδομένου ότι η ανάκληση ενεργεί για το μέλλον, όταν η πράξη που ανακαλείται είναι νόμιμη πράξη και αναδρομικά, όταν η πράξη είναι παράνομη, στην παρούσα περίπτωση η ανάκληση είχε ως αποτέλεσμα την εξ υπαρχής εξαφάνιση της πράξης. Αποκατέστησε δηλαδή την αιτήτρια στη νόμιμη θέση που βρισκόταν πριν από την έκδοση της παράνομης πράξης που είχε ανακληθεί. Η ανάκληση της παράνομης ανακλητικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, οδήγησε στην αναβίωση της αρχικής πράξης του διορισμού της αιτήτριας στη θέση του Αντιπροέδρου της Επιτροπής.
Με την ανάκληση της επίδικης ανακλητικής πράξης, αποκαταστάθηκε η νομιμότητα σχετικά με υφιστάμενη νομική κατάσταση, την οποία ανέτρεψε η παράνομη ανακλητική πράξη.
Στο σύγγραμμα του Α. Τάχου "Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιοˮ, 6η Έκδοση, σελ. 588, το ζήτημα τίθεται ως εξής:
"Η ανάκληση, η οποία συνεπάγεται την αναβίωση της αρχικής διοικητικής πράξης, που είχε παρανόμως ανακληθεί με την ανακαλούμενη πράξη, είναι πάντοτε επιτρεπτή με τις ίδιες προϋποθέσεις της αρχικής ανάκλησης, χωρίς μάλιστα έρευνα της συνδρομής των ουσιαστικών προϋποθέσεων έκδοσης της αρχικής εκείνης πράξης και χωρίς την τήρηση της προβλεπόμενης από το νόμο για την έκδοσή της διαδικασίας. Διότι με την ανάκληση της παράνομης ανακλητικής πράξης, δεν επιχειρείται εξ υπαρχής νέα για το μέλλον ρύθμιση, αλλά επιδιώκεται η αποκατάσταση της νομιμότητας σχετικά με υφιστάμενη νομική κατάσταση, την οποίαν ανέτρεψε η παράνομη ανακλητική πράξη (ΣΕ 312/1994, 3638/1996)."
Συνεπώς η αποκατάσταση της αιτήτριας, θα έπρεπε να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων και την αναδρομική καταβολή των δικαιωμάτων, που συνεπαγόταν η κατοχή της συγκεκριμένης θέσης, τα οποία στερήθηκε ως αποτέλεσμα της επίδικης ανάκλησης και για το χρονικό διάστημα που παρέμεινε αυτή σε ισχύ. Στην απουσία οποιουδήποτε στοιχείου που να διαφωτίζει για τις ενέργειες της διοίκησης προς αυτή την κατεύθυνση, διαπιστώνεται η ύπαρξη κατάλοιπου ζημίας από την προσβαλλόμενη πράξη, το οποίο δεν έχει εξαλειφθεί από τη μεταγενέστερη ανάκληση της 20/6/2012.
Ως εκ τούτου, η αιτήτρια διατηρεί το έννομο συμφέρον της προς συνέχιση της δίκης, η οποία δεν καταργείται.
[.]
Το δικαίωμα ακρόασης σε περιπτώσεις ανάκλησης της διοικητικής πράξης, έχει επιβεβαιωθεί και νομολογιακά. (Βλ. Minotavros Crete Transport (Cyprus) Ltd. ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 151).
Η παρούσα περίπτωση δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι εκφεύγει της πιο πάνω ρύθμισης. Οι καθ' ων η αίτηση, με έρεισμα την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή αρ. 1589/2009, για λόγους που αφορούσαν ουσιαστικά, ζήτημα έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας αναφορικά με την κατοχή των νόμιμων προσόντων των μελών του Συμβουλίου της Επιτροπής, προχώρησαν στην ανάκληση και του διορισμού της αιτήτριας, η οποία δεν συμμετείχε στην τότε σύνθεση του Συμβουλίου.
Επρόκειτο σαφώς για δυσμενή πράξη, που καθιστούσε απαραίτητη την προηγούμενη ακρόαση της αιτήτριας, γεγονός που αντιλήφθηκαν εκ των υστέρων βέβαια και κατόπιν υποδείξεως του Γενικού Εισαγγελέα, οι καθ' ων η αίτηση, ανακαλώντας την ανάκληση και δίδοντας τη δυνατότητα στην αιτήτρια να υποβάλει γραπτώς τις θέσεις και παραστάσεις της «αναφορικά με το ενδεχόμενο ανάκλησης της Απόφασης με αρ. 70.634 και ημερ. 16.6.2010».»
Προηγήθηκε όμως της έκδοσης της απόφασης στην Χρίστου (ανωτέρω) απόφαση σε άλλη υπόθεση, Ανδρέου ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου, Υποθ. Αρ. 570/06, ημερ. 15.3.2012, δυνάμει της οποίας ακυρώθηκε ως μη νόμιμη συγκρότηση του ΥΣ, λόγω της συμμετοχής του Κυβερνητικού Εκπροσώπου και του Υφυπουργού παρά τω Προέδρω, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις που έλαβε κατά τον ουσιώδη χρόνο να καθίστανται άκυρες λόγω έλλειψης αρμοδιότητας (Medcon Construction Ltd κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 441, Χ"Βασιλείου ν. Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού (1991) 1 Α.Α.Δ. 1005 και Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 145). Κατ΄ ακολουθίαν τούτου το ΥΣ κατά τη συνεδρία του ημερ. 20.6.2012, αποφάσισε, μετά από εισήγηση του Υπουργού Οικονομικών και έχοντας υπόψη τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 18.5.2012, προς συμμόρφωση με το λόγο της Ανδρέου (ανωτέρω), να ανακαλέσει τις αποφάσεις του ημερ. 14.9.2011 και 27.9.2011 με τις οποίες ανακλήθηκαν οι προηγούμενοι διορισμοί.
Το ΥΣ κατά τη συνεδρία του ημερ. 3.9.2012 αφού πρώτα ενημερώθηκε σχετικά με τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα προς τον Υπουργό Οικονομικών ημερ. 24.8.2012, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι οι λόγοι που προβάλλονται από την αιτήτρια για τη μη ανάκληση του αρχικού διορισμού της στη θέση Αντιπροέδρου, δεν αντιμάχονται της ορθότητας και νομιμότητας της γνωμάτευσης ημερ. 30.8.2011, στη βάση της οποίας έγινε η πρώτη ανάκληση του διορισμού της ημερ. 14.9.2011, αποφάσισε την ανάκληση της προσβαλλόμενης απόφασης υπ΄ αρ. 70-634 ημερ. 16.6.2010, με την οποία η αιτήτρια διορίστηκε στη θέση Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επιτροπής.
Με την ίδια απόφαση του το ΥΣ, μετά από πρόταση του Υπουργού Οικονομικών και αφού ικανοποιήθηκε ότι το ΕΜ πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11(2) του Νόμου, ασκώντας της εξουσίες που του παρέχονται από το εδάφιο (1) του άρθρου 13, αποφάσισε τον αναδρομικό διορισμό του ΕΜ στη θέση Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επιτροπής, για την περίοδο από 28.9.2011 έως 22.7.2015.
Με την παρούσα προσφυγή, η αιτήτρια προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση του ΥΣ ημερ. 3.9.2012, τόσο ως προς την ανάκληση του διορισμού της στη θέση Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επιτροπής ημερ. 16.6.2010, όσο και ως προς το διορισμό του ΕΜ στην ίδια θέση, επικαλούμενη αριθμό νομικών ισχυρισμών: Εσφαλμένα και υπό πλάνη ανακλήθηκε η απόφαση διορισμού της στη θέση Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επιτροπής ημερ. 16.6.2010. Θεωρεί η αιτήτρια ότι με την απόφαση Aspis (ανωτέρω) ως παράνομος κρίθηκε μόνο ο διορισμός των τότε μελών του Συμβουλίου και όχι της ίδιας, η οποία νομίμως διορίστηκε μεταγενέστερα. Συνεπώς δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο που παρήχθη από την εν λόγω απόφαση.
Παραπέμποντας δε στην ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χρίστου (ανωτέρω), υποστηρίζει ότι το ΥΣ έπρεπε να προβεί σε επανεξέταση με βάση το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος και όχι ανάκληση, αποκαθιστώντας την αμέσως στη θέση Αντιπροέδρου της Επιτροπής καταβάλλοντας της και όλα τα δικαιώματα της θέσης, συμμορφούμενο έτσι με την υποχρέωση του για επαναφορά των πραγμάτων στην προτεραία θέση.
Θα πρέπει να ξεκαθαριστεί καταρχήν ότι δεν τίθεται θέμα εξέτασης του ισχυρισμού της αιτήτριας ότι το δεδικασμένο που παρήχθη στην Aspis (ανωτέρω) δεν δέσμευε και την ίδια. Από τα στοιχεία του φακέλου και το όλο ιστορικό της ατυχούς αυτής υπόθεσης το όλο ζήτημα άπτεται των δύο ανακλητικών αποφάσεων του ΥΣ το οποίο μετά την έκδοση των ανωτέρω ακυρωτικών αποφάσεων (Aspis και Χρίστου) ενήργησε αναλόγως, οπότε και το ζήτημα θα περιοριστεί σε αυτές τις παραμέτρους.
Την ίδια θεώρηση έχω και ως προς τον έτερο ισχυρισμό ότι το ΥΣ θα πρέπει να προβεί σε επανεξέταση και όχι ανάκληση. Ό,τι προωθείται με το αιτητικό Α είναι ότι κατόπιν επανεξέτασης ανακλήθηκε εκ νέου αυθαίρετα η απόφαση των καθ΄ ων με την οποία διορίστηκε η αιτήτρια ως Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, δεν αποδίδει την κατάσταση πραγμάτων ως είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Επρόκειτο, θεωρώ, για δύο ανακλητικές πράξεις, οπότε το ζήτημα θα πρέπει να εξεταστεί κάτω από τις αρχές της ανάκλησης παράνομης ή νόμιμης, αναλόγως, διοικητικής πράξης.
Καθίσταται σαφές σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία, Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ν. Σάββα (2006) 3 A.A.Δ. 430, 439, ότι η ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χρίστου (ανωτέρω) αφορούσε την πρώτη ανάκληση και μόνο. Η επίδικη απόφαση ημερ. 3.9.2012 με την οποία ανακλήθηκε ο διορισμός της αιτήτριας και διορίστηκε το ΕΜ στη θέση Αντιπροέδρου, αφορούν ανεξάρτητη διαδικασία που ως τέτοια και θα πρέπει να εξεταστεί.
Ανεξαρτήτως της ανάκλησης της πράξης ή απόφασης, αν κατά τη διάρκεια της ισχύος της έχουν παραχθεί αποτελέσματα ζημιογόνα για τον αιτητή, που δεν αντιμετωπίστηκαν ή εξαλείφθηκαν με την ανάκληση, η προσφυγή πρέπει να αποφασιστεί από το Δικαστήριο με σκοπό την ακύρωση, ώστε ο αιτητής να προωθήσει το αίτημα του για αποζημιώσεις (κατάλοιπο ζημιάς), όπως και έπραξε το Δικαστήριο στην Χρίστου (ανωτέρω) δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Στερείται συνεπώς η αιτήτρια εννόμου συμφέροντος να προωθεί εκ νέου ζητήματα που άπτονται της πρώτης ακυρωτικής απόφασης.
Η αιτήτρια υποβάλλει ότι η επίδικη ανάκληση έγινε κατά παράβαση του άρθρου 17(δ) του Νόμου, το οποίο προβλέπει τα της ανάκλησης διορισμού μέλους του Συμβουλίου. Προφανώς διαφεύγει της αιτήτριας ότι η ανάκληση του διορισμού της έγινε αυτεπαγγέλτως κατόπιν πρότασης του Υπουργού Οικονομικών προς το ΥΣ ημερ. 31.8.2012, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 17 του Νόμου, συνεπώς δεν ευσταθεί η θέση της:
«17. Ο διορισμός μέλους του Συμβουλίου ανακαλείται από το Υπουργικό Συμβούλιο στις ακόλουθες περιπτώσεις-
(α) σε περίπτωση παράβασης που προβλέπεται στο άρθρο 12(1), (2) ή (3)·
(β) σε περίπτωση καταδίκης για το αδίκημα της παράβασης της υποχρέωσης προς εχεμύθεια και της τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 31·
(γ) σε περίπτωση καταδίκης για αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα, το οποίο συνιστά κώλυμα διορισμού στη δημόσια υπηρεσία ή σε περίπτωση επιβολής της ποινής της φυλάκισης για την τέλεση οποιουδήποτε αδικήματος·
(δ) κατόπιν πρότασης του Υπουργού, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από εισήγηση του Συμβουλίου, η οποία υποβάλλεται με τη σύμφωνη γνώμη τριών τουλάχιστον μελών.»
Η αιτήτρια προωθεί περαιτέρω σειρά λόγων ακυρότητας ως προς τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης ως αναιτιολόγητης: δεν εξειδικεύονται λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επέβαλλαν την ανάκληση του διορισμού της, παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, προώθηση αλλότριου σκοπού και παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Τέλος, ότι το ΥΣ απεμπόλησε τις αρμοδιότητες του και χωρίς διεξαγωγή δέουσας έρευνας, δέσμια υιοθέτησε τις εσφαλμένες γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα.
Η ανάκληση διοικητικών πράξεων διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 54 του Ν. 158(1)/99. Πλούσια και σταθερή η νομολογία του Ανωτάτου (Aspis, Ανδρέου και Α. Τάχου: Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 6η έκδοση, σ. 588 και επ.).
Όπως αναπτύχθηκε στην Καλλιμάχου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 135:
«Η ανάκληση διοικητικής πράξης είναι νέα εκτελεστή διοικητική πράξη. Η ανάκληση εξ ολοκλήρου διοικητικής πράξης ενεργεί ex tunc και κατά το Ελλαδικό Δίκαιο η δίκη καταργείται, γιατί επέρχεται η εξαφάνιση του αντικειμένου της. Ο αιτητής δεν συνεχίζει να έχει έννομο συμφέρο. (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, 275 Τσάτσος - Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, Έκδοση Τρίτη, παράγραφος 188, σελ. 370 και επέκεινα· Σπηλιωτόπουλου - Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, Δεύτερη Έκδοση, σελ. 454· Αποφάσεις Σ.τ.Ε. 302/34, 1050/34, 18/35).»
Η αιτιολογία ανάκλησης «παράνομης» πράξης δεν απαιτείται να είναι σαφής και συγκεκριμένη, σε αντίθεση με ανάκληση νόμιμης πράξης. Εδώ ξεκάθαρα η διοίκηση ανακάλεσε παράνομη πράξη και/ή πράξεις. Σχετικά με το ζήτημα βλ. Δαγτόγλου: Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 5η έκδοση, σ. 385-386, § 716, όπου εξετάζονται οι νόμιμες διοικητικές πράξεις που δημιουργούν δικαιώματα ιδιωτών ή πραγματικές καταστάσεις, οι οποίες μπορούν να ανακληθούν καταρχήν μόνο για λόγους «επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος».
Παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης συντρέχει μόνο όταν η διοίκηση ανακαλεί μετά από πάροδο εύλογου χρόνου μια απόφαση της, έστω και αν αυτή είναι παράνομη, αν στο μεταξύ έχει δημιουργήσει δικαιώματα και γενικά ευνοϊκές για τον διοικούμενο καταστάσεις. (Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1964) 3 Α.Α.Δ. 326, 334, Moschovakis v. Cyprus Broadcasting Corporation (1988) 3 C.L.R. 750). Επιτρέπεται όμως η ανάκληση των παράνομων διοικητικών πράξεων και μετά από παρέλευση εύλογου χρόνου κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όταν ο ενδιαφερόμενος π.χ. ήταν ενήμερος για την παρανομία της πράξης κατά τον χρόνο έκδοσης της ή για λόγους δημόσιου συμφέροντος (Στασινόπουλος: Μαθήματα Διοικητικού Δικαίου, Έκδοση 1975, σ.326, Άρθρο 54(2) του Νόμου 158(Ι)/99, Γιάγκου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1976) 3 Α.Α.Δ. 101, 106).
Διερευνάται κατά πρώτον το εύλογο του χρόνου. Εδώ η διοίκηση προχώρησε θεωρώ εντός ευλόγου χρόνου στην ανάκληση, περίπου 2 ½ χρόνια (διορισμός αιτήτριας 16.6.2010 και ανάκληση του 3.9.2012).
Η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης ενεργεί εξ υπαρχής ex-tunc και επιφέρει εξαφάνιση του αντικειμένου της (Χρ. Καγιάς & Υιοι Λτδ ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3329, 3333). Το ανακλητικό αποτέλεσμα μιας πράξης δεν συναρτάται αναγκαστικά με την χρήση ρητής σχετικής διατύπωσης στην ανακλητική πράξη. Δυνατόν όμως να προκύπτει και σιωπηρά. Εξαιρετικά επιτρέπεται η σιωπηρή ανάκληση μιας διοικητικής πράξης αν αυτή προκύπτει από άλλη διοικητική πράξη όταν ρυθμίζει το ίδιο αντικείμενο (Στασινόπουλος (ανωτέρω), Αριστοτέλους κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 279, 292-293). Είναι σαφές όμως ότι η ανακλητική πράξη θα πρέπει να είναι ρητή.
Από τα στοιχεία του φακέλου και από την όλη διαδρομή των αποφάσεων και ανακλήσεων του ΥΣ θεωρώ ότι η ανάκληση της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν καθόλα νόμιμη, όπως προκύπτει από το σύνολο των πιο πάνω στοιχείων και επιβάλλετο προς αποκατάσταση της νομιμότητας, αφού η παρανομία της ανακληθείσας πράξης ήταν εμφανής και επιβεβαιώνετο πλήρως από τα λεχθέντα στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Aspis (ανωτέρω) που αφορούσε το ίδιο ακριβώς ζήτημα. Το ΥΣ μόλις διαπίστωσε την παρανομία ενήργησε μέσα στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης και επανόρθωσε εγκαίρως ανακαλώντας την πράξη αυτή (Μεταξά ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1711, 1725).
Αναμφίβολα η διατήρηση της αιτήτριας στη θέση της Αντιπροέδρου του Συμβουλίου με δεδομένο το λόγο (ratio) της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Aspis και Ανδρέου (ανωτέρω) πλήττει θεμελιώδεις θεσμούς της έννομης διοίκησης (Παρτζιώτης ν. ΣΕΚΕΠ (2005) 3 Α.Α.Δ. 303, 306). Η συνέχιση μιας τέτοιας παρανομίας δεν θα μπορούσε να επιτραπεί, εφόσον αν δεν ανακαλείτο ο διορισμός της, όλες οι αποφάσεις που θα λάμβανε η Επιτροπή με σύνθεση στην οποία η ίδια θα μετείχε, θα υπόκειντο σε ακύρωση ως παράνομες.
Η θέση της αιτήτριας ότι το ΥΣ απεμπόλησε τις αρμοδιότητες του και δέσμια υιοθέτησε τις εσφαλμένες γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα - εξωγενές στοιχείο - δεν ευσταθούν. Ο Γενικός Εισαγγελέας ως ο νομικός σύμβουλος της εκτελεστικής εξουσίας μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Aspis (ανωτέρω) έδωσε νομική του συμβουλή σχετικά με τη νομιμότητα του διορισμού της αιτήτριας, την οποία είχε ενώπιον του το ΥΣ κατά τη λήψη της δικής του απόφασης.
Εκ των πραγμάτων το ΥΣ έχοντας κατά νου τη γνωμάτευση από το Νομικό Σύμβουλο της Εκτελεστικής Εξουσίας (Γενικό Εισαγγελέα) και το δεσμευτικό δικαστικό λόγο - η απόφαση της Aspis δεν εφεσιβλήθη - υποχρεούτο εκ των πραγμάτων στη λήψη της απόφασης για ανάκληση. Με την ανάκληση αποκαταστάθηκε η νομιμότητα και απετράπησαν ενδεχόμενοι κίνδυνοι προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.
Τέλος, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση πάσχει γιατί δεν της δόθηκε το δικαίωμα για προηγούμενη ακρόαση, πριν την ανάκληση του διορισμού της, ως δυσμενούς πράξης και κατά παράβαση της ισχύουσας νομολογίας.
Ο πιο πάνω ισχυρισμός θα πρέπει ν΄ απορριφθεί. Το ΥΣ κατά τη συνεδρία του ημερ. 20.6.2012 αποφάσισε πρώτα να ανακαλέσει την απόφαση του ημερ. 14.9.2011 και προτού προβεί σε ενδεχόμενη εκ νέου ανάκληση, να παραχωρήσει στην αιτήτρια δικαίωμα ακρόασης, ζητώντας της να υποβάλει γραπτώς τις θέσεις ή και παραστάσεις της αναφορικά με το ενδεχόμενο ανάκλησης της απόφασης ημερ. 16.6.2010 με την οποία διορίστηκε στη θέση Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επιτροπής.
Με επιστολή τους ημερ. 28.6.2012 οι καθ΄ ων η αίτηση ενημέρωσαν την αιτήτρια για την πιο πάνω απόφαση τους, πληροφορώντας την παράλληλα και για το ενδεχόμενο ανάκλησης του διορισμού της.
Επομένως δόθηκε στην αιτήτρια το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, της υποβολής των θέσεων της γραπτώς, ως δυσμενούς για την ίδια πράξης (Μίχαλος Δημητρίου Λτδ κ.α. ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 675, 681), πράγμα που η αιτήτρια έπραξε με επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 9.8.2012.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Η αιτήτρια θα καταβάλει €1.200 έξοδα προς τους καθ΄ ων η αίτηση, πλέον ΦΠΑ αν επιβάλλεται.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ