ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Ρούλα Ιάσωνος (κα) για CHRYSSES DEMETRIADES amp;amp;amp; CO LLC, για τους Αιτητές και στις δύο υποθέσεις. Διονύσης Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-09-30 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ-ΑΜΑΘΟΥΝΤΑΣ ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ. 1164/2011 amp;amp; 1279/2013, 30/9/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:D458

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

         ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ. 1164/2011 & 1279/2013.

 

30 Σεπτεμβρίου, 2016

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1164/2011

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 24, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ-ΑΜΑΘΟΥΝΤΑΣ,

Aιτητή,

-ΚΑΙ-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

  1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ
  2. ΤΜΗΜΑ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

----------------------

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1279/2013

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 24, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ-ΑΜΑΘΟΥΝΤΑΣ,

Aιτητή,

-ΚΑΙ-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

  1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ
  2. ΤΜΗΜΑ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

----------------------

Ρούλα Ιάσωνος (κα) για CHRYSSES DEMETRIADES & CO LLC, για τους Αιτητές και στις δύο υποθέσεις.

Διονύσης Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

----------------------

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Οι αιτητές ιδρύθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο το 1980 και λειτουργούν σύμφωνα με τον περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νόμο, Ν.1/71 (όπως τροποποιήθηκε).  Μεταξύ άλλων αρμοδιοτήτων και εξουσιών τους στη βάση των άρθρων 12 και 14 του Νόμου, είναι η αγορά με συμφωνία ακίνητης ιδιοκτησίας, μετά  την εξασφάλιση έγκρισης του Υπουργικού Συμβουλίου, με σκοπό την κατασκευή, προμήθεια συντήρηση, βελτίωση, τροποποίηση και λειτουργία κατάλληλων και επαρκών συστημάτων αποχετεύσεως λυμάτων και όμβριων υδάτων.

 

Γεγονότα στην Προσφυγή αρ. 1164/11

Ενόψει της επέκτασης του Κεντρικού Αποχετευτικού Συστήματος στα πλαίσια της Φάσης Β και μετά από εγκριτική απόφαση του Yπoυργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 13.12.2009, οι αιτητές αγόρασαν τα τεμάχια με αρ. 166 και 317 (Φ.Σχ.58/08, αρ.23005 και αρ. 21301 αντίστοιχα) στον Δήμο Κάτω Πολεμιδιών από την εταιρεία Vassos Agricultural Produce Traders Ltd  έναντι των ποσών των €843.000 και €757.000 αντίστοιχα, με σκοπό την κατασκευή σταθμού επεξεργασίας λυμάτων.

 

 Στις 29.12.2010 προσκομίστηκε σχετική δήλωση μεταβίβασης των παραπάνω τεμαχίων στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού, σύμφωνα με τον Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο αρ. 9 του 1965 (ως τροποποιήθηκε), και αφού ελέγχθηκε και έγινε δεκτή η εν λόγω δήλωση από τον αρμόδιο κτηματολόγο, οι αιτητές κλήθηκαν να καταβάλουν και κατέβαλαν ως μεταβιβαστικά τέλη το ποσό των €114.331,19 πλέον €2.56 για αντίγραφα τίτλων.

 

Ο Γενικός Διευθυντής των αιτητών, με επιστολή του ημερομηνίας 2.6.2011 ζήτησε την επιστροφή των τελών επικαλούμενος νομική γνωμάτευση, σύμφωνα με την οποία είχαν εφαρμογή οι πρόνοιες του άρθρου 7(1)(γ) του περί  Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος Νόμου Κεφ. 219 (εφεξής ο Νόμος), το οποίο έχει ως εξής:

 

 

«7.-(1)  Κανένα τέλος δεν επιβάλλεται ή εισπράττεται βάσει του Κεφαλαίου 3 του Πίνακα για την εγγραφή τίτλου ακίνητης ιδιοκτησίας-

 

(α) ....

 

(β) ....

 

(γ) η οποία αποκτήθηκε από κάποιο αγαθοεργό ίδρυμα ή οργανισμό κοινής ωφέλειας, όπου τέτοιο ίδρυμα ή οργανισμός δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα.

 

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, 'οικονομική δραστηριότητα΄ σημαίνει κάθε δραστηριότητα που συνίσταται στην προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά και η οποία, τουλάχιστον καταρχήν, ενδέχεται να ασκείται από ιδιωτικό νομικό πρόσωπο κερδοσκοπικού χαρακτήρα.»    

 

Δεδομένου ότι οι αιτητές είναι οργανισμός κοινής ωφέλειας που δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ζητήθηκε η άποψη του Εφόρου Κρατικών Ενισχύσεων (εφεξής ο «Έφορος»), ο οποίος με επιστολή ημερομηνίας 22.2.2011 απάντησε στους αιτητές, με κοινοποίηση στους καθ' ων η αίτηση, πως θεωρούσε ότι τα Συμβούλια Αποχετεύσεων ασκούν οικονομική δραστηριότητα. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

 

«3.  Νοείται ότι η αρμόδια αρχή για την ερμηνεία και εφαρμογή του Περί Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος (Τέλη και Δικαιώματα) Νόμου είναι αποκλειστικά το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και συνεπώς ο Έφορος δεν μπορεί να αποφανθεί για την ερμηνεία οποιασδήποτε έννοιας για σκοπούς εφαρμογής του πιο πάνω Νόμου.  Πέραν αυτού, στα πλαίσια των κανόνων των κρατικών ενισχύσεων για τους οποίους είμαι αρμόδιος θεωρώ ότι τα Συμβούλια Αποχετεύσεων ασκούν οικονομική δραστηριότητα, η οποία, σύμφωνα με το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ως η «προσφορά αγαθών και υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά»[1].  Στην περίπτωση των Συμβουλίων Αποχετεύσεων η οικονομική αυτή δραστηριότητα είναι η διαχείριση του κεντρικού αποχετευτικού συστήματος, για την οποία εισπράττουν αποχετευτικά τέλη από τους λήπτες αυτής της υπηρεσίας.  Πρόκειται, δηλαδή, καθαρά για προσφορά υπηρεσιών για την οποία εισπράττεται αμοιβή, η οποία είναι γενικότερα χαρακτηριστικό της οικονομικής δραστηριότητας. Η διάρθρωση της αγοράς στην οποία ασκείται αυτή η δραστηριότητα από μια επιχείρηση, εάν δηλαδή αυτή είναι μονοπωλιακή, ολιγοπωλιακή ή ελεύθερα ανταγωνιστική, δεν επηρεάζει την οικονομική φύση αυτής της δραστηριότητας. Ούτε επίσης ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι μία δραστηριότητα δεν είναι οικονομική επειδή εκτελείται κατόπιν αποφάσεων του κράτους στα πλαίσια της πολιτικής του ή/και της εκπλήρωσης υποχρεώσεών του.

 

4.  Σημειώνεται εν προκειμένω ότι στο κοινοτικό κεκτημένο υπάρχει η έννοια των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, δηλαδή οικονομικών δραστηριοτήτων κοινής ωφελείας οι οποίες ανατίθενται επίσημα από το κράτος σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις.  Σ΄ αυτές συμπεριλαμβάνονται συνήθως υπηρεσίες στους τομείς του ηλεκτρισμού, των τηλεπικοινωνιών, των ταχυδρομικών υπηρεσιών  όπως και η διαχείριση άλλων υποδομών κοινής ωφελείας.  Αυτές, ωστόσο, οι δραστηριότητες, παρότι μπορούν να θεωρηθούν ως «δημόσιες υπηρεσίες», δεν παύουν να συνιστούν οικονομικές δραστηριότητες στις οποίες εφαρμόζονται κατ΄ αρχήν οι κοινοτικοί κανόνες του ανταγωνισμού και της εσωτερικής αγοράς.»

 

Στις 23.6.2011 το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού απέρριψε το αίτημα των αιτητών για επιστροφή των τελών μεταβίβασης που εισπράχθηκαν για τον λόγο ότι τα Συμβούλια Αποχετεύσεων ασκούν οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με την παραπάνω επιστολή του Εφόρου.

 

Γεγονότα στην Προσφυγή αρ. 1279/13

 

Στις 17.12.2012 προσκομίστηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού δήλωση μεταβίβασης του ακινήτου υπ΄ αριθμό εγγραφής 67468, τεμάχιο 707, Φ/Σχ. 59/010304, για το ποσό των €1.966.959,10.  Δικαιοπάροχος ήταν ο Δήμος Λεμεσού, μέσω του Δημάρχου Λεμεσού,    κ. Αντρέα Χρίστου, και δυο δημοτικών συμβούλων και αγοραστές/δικαιούχοι ήταν οι αιτητές μέσω του Δημάρχου/Προέδρου τους. Το ακίνητο αγοράστηκε για τη στέγαση των Κεντρικών Γραφείων των αιτητών.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός, αφού έκανε δεκτή τη δήλωση μεταβίβασης, εξέδωσε απόδειξη για πληρωμή μεταβιβαστικών τελών τα οποία ανέρχονταν στο ποσό των €150.522,32 και το εν λόγω ποσό πληρώθηκε με επιφύλαξη των δικαιωμάτων των αιτητών για ανάκτηση του. Με επιστολές τους ημερομηνίας 13.12.2012 και 10.1.2013 αντίστοιχα, οι αιτητές ζήτησαν την επιστροφή του ποσού ισχυριζόμενοι ότι είναι οργανισμός κοινής ωφέλειας, ο οποίος δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα και, ως εκ τούτου, σύμφωνα με το 7(1)(γ) του Νόμου πρέπει να απαλλαγούν από την καταβολή τελών μεταβίβασης. Στις 20.3.2013 οι καθ' ων η αίτηση απάντησαν αρνητικά υιοθετώντας την παραπάνω γνωμάτευση του Εφόρου, ημερομηνίας 22.2.2011.

 

Οι αιτητές προσβάλλουν τις δυο αποφάσεις ημερομηνίας 23.6.2011 και 20.3.2013, με τις οποίες οι καθ' ων η αίτηση αρνήθηκαν να τους επιστρέψουν τα αντίστοιχα τέλη τίτλου εγγραφής. Οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν, κατόπιν διατάγματος συνένωσης ημερομηνίας 5.11.2014.

 

Οι καθ΄ ων η αίτηση ήγειραν προδικαστικές ενστάσεις.  Η πρώτη αφορά στο έννομο συμφέρον των αιτητών.  Κατά τους καθ΄ ων η αίτηση, ελλείπει το έννομο συμφέρον των αιτητών, επειδή κατέβαλαν τα επίδικα ποσά αδιαμαρτύρητα. Παρά το ότι καταχωρήθηκε τροποποιημένη ένσταση και γραπτή αγόρευση προς υποστήριξη των προδικαστικών ενστάσεων, το συγκεκριμένο προδικαστικό θέμα φαίνεται να αποσύρθηκε με δήλωση της συνηγόρου των καθ' ων η αίτηση στις 9.7.2014 στην Υπόθεση αρ. 1164/2011. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις επιστολές ημερομηνίας 28.12.2010 και 13.12.2012 (Τεκμήρια 5 και 6), αντίγραφα των οποίων κατατέθηκαν από την συνήγορο των αιτητών (περιέχονται και στους διοικητικούς φακέλους), η καταβολή των τελών από τους αιτητές έγινε άνευ βλάβης των δικαιωμάτων τους.  Υπό το φως των πιο πάνω, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

 

Οι καθ' ων η αίτηση  εγείρουν και δεύτερη προδικαστική ένσταση προβάλλοντας ότι η προσβαλλόμενη πράξη αφορά σε χρηματική απαίτηση και/ή διαφορά, για την οποία αρμοδιότητα έχουν τα πολιτικά δικαστήρια. Συνεπώς θεωρούν ότι η υπόθεση δεν εμπίπτει στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι το επίμαχο άρθρο 7(1)(γ) του Νόμου, δεν προνοεί για την επιστροφή τελών, αλλά  εξ' υπαρχής εξαίρεση από την καταβολή, σε περίπτωση που οι αιτητές θεωρηθούν οργανισμός κοινής ωφέλειας που δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα και οι αιτητές το μόνο που αξιώνουν είναι την επιστροφή των τελών ως αχρεωστήτως καταβληθέντων.

 

Ούτε αυτή η προδικαστική ένσταση ευσταθεί. Οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εμπίπτουν στην ακυρωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Κατά τον Ν. Χαραλάμπους, «Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου» (δεύτερη έκδοση), σελ. 61, 67:

«Το βασικό κριτήριο για να αποφασίσουμε αν μια πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου ή του ιδιωτικού δικαίου είναι ο επιδιωκόμενος με την πράξη σκοπός.  Αν με την πράξη που εκδίδει ένα διοικητικό όργανο επιδιώκεται πρωταρχικά η εξυπηρέτηση  δημόσιου σκοπού, τότε η πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου και είναι προσβλητή με Προσφυγή σύμφωνα με το Άρθρο 146.  Δημόσιος σκοπός είναι εκείνος για τον οποίον εξ αντικειμένου το κοινό ή τμήμα του κοινού έχει συμφέρον στην ευόδωσή του.  Τούτο κατά κανόνα συμβαίνει αν η πράξη ανάγεται ή σχετίζεται με την επίτευξη των σκοπών ενός διοικητικού οργάνου.  Επίσης, το κριτήριο δεν είναι κατά πόσο η νομοθεσία σύμφωνα με την οποία ελήφθη η επίδικη απόφαση εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό, αλλά κατά πόσο η συγκεκριμένη απόφαση εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό.

 

[..]

Δε θεωρούνται ότι εμπίπτουν στο πεδίο του δημόσιου δικαίου οι διαφορές μεταξύ του Κράτους, όταν τούτο δεν ενεργεί ως imperium, και των πολιτών του, όπως οι διαφορές από μια σύμβαση και οι λεγόμενες χρηματικές διαφορές.  Έτσι, κρίθηκε ότι εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου πράξη που συνιστά διαφορά από σύμβαση παροχής νερού στον αιτητή.»

 

 

 

Η νομολογία ασχολήθηκε με το θέμα, (βλ. Μαχλουζαρίδης ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 2342, Κυπριακή Βιομηχανική και Μεταλλευτική Εταιρεία Λτδ ν. Δημοκρατίας (1966) 3 Α.Α.Δ. 467).  Όταν η απόφαση λαμβάνεται από όργανο της διοίκησης τότε κατά κανόνα θεωρείται πως είναι πράξη εμπίπτουσα στο άρθρο 146 του Συντάγματος, εκτός αν άλλα γεγονότα καταδεικνύουν πως ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.

 

Η επιβολή μεταβιβαστικών τελών θεωρείται ότι εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και η νομιμότητα της επιβολής τους εξετάζεται υπό το άρθρο 146 του Συντάγματος, (βλ. ενδεικτικά Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ 602 και Westpark Ltd v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 897). Στην προκειμένη περίπτωση επιβλήθηκαν και εισπράχθηκαν τέλη από διοικητικό όργανο προς εξασφάλιση δημοσίων εσόδων και μάλιστα κατά αμφισβητούμενη ερμηνεία διάταξης Νόμου, όχι κατά τρόπο αυτόματο, αλλά κατόπιν άσκησης διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου. 

 

Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλουν οι αιτητές συνοψίζονται ουσιαστικά στα εξής:

 

1.     Η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατόπιν πλάνης ως προς την ερμηνεία του νόμου, η οποία ανάγεται σε παράβαση νόμου. Οι καθ' ων η αίτηση λανθασμένα θεώρησαν ότι οι αιτητές άσκησαν εν προκειμένω «οικονομική δραστηριότητα». Επίσης η πλάνη έγκειται στην υιοθέτηση της άποψης του Εφόρου, ο οποίος είναι αναρμόδιος για την ερμηνεία του όρου «οικονομική δραστηριότητα», στα πλαίσια της επίμαχης νομοθεσίας και την εφαρμογή των κτηματολογικών τελών.

 

2.     Δεν έγινε η δέουσα έρευνα αναφορικά με τον επίμαχο όρο, παραγνωρίζοντας αντικειμενικά κριτήρια και χωρίς αξιολόγηση των συγκεκριμένων πραγματικών και νομικών περιστατικών.

 

Οι καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι ο όρος δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί αποσπασματικά και κατ΄ αποκλεισμό της έννοιας της «οικονομικής δραστηριότητας» στο δίκαιο του ανταγωνισμού και πιο συγκεκριμένα των κρατικών ενισχύσεων - σύμφωνα με την οποία συνιστά οικονομική δραστηριότητα κάθε δραστηριότητα διαθέσεως αγαθών ή παροχής υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά - αφού  η τροποποίηση του σχετικού άρθρου που εισήγαγε τον όρο, επήλθε με το Ν.26(Ι)/04 για σκοπούς εναρμόνισης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Συνεπώς η υιοθέτηση της έννοιας της «οικονομικής δραστηριότητας», σύμφωνα με την ερμηνεία που έδωσε ο Έφορος ήταν απαραίτητη. Καθοριστικός παράγοντας της «οικονομικής δραστηριότητας» δεν είναι η ανάπτυξη ανταγωνισμού στην αγορά με άλλη επιχείρηση που προσφέρει τις ίδιες υπηρεσίες, όπως παρουσιάζουν οι αιτητές, αλλά κατά πόσο οι αιτητές εισπράττουν αποχετευτικά τέλη από τους λήπτες της αποχετευτικής υπηρεσίας, χωρίς να έχει σημασία η διάρθρωση της συγκεκριμένης αγοράς ή το κρατικό συμφέρον στην παροχή των υπηρεσιών αυτών.

 

Πράγματι, σύμφωνα με  το ιστορικό της τροποποίησης του Κεφ. 219 όπως αναλυτικά αναφέρεται στην γραπτή αγόρευση των καθ' ων η αίτηση, προηγήθηκε σχετική γνωμάτευση από τον Έφορο στις 13.9.2002 ότι η απαλλαγή οργανισμών κοινής ωφέλειας από την υποχρέωση καταβολής δικαιωμάτων εγγραφής ακινήτου ιδιοκτησίας, στο βαθμό που ασκούν οικονομική δραστηριότητα, αποτελεί παράνομη, κατά το κοινοτικό δίκαιο κρατική ενίσχυση.  Ως εκ τούτου, το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας με σχετική αιτιολογική έκθεση προώθησε το τροποποιητικό νομοσχέδιο Ν.26(Ι)/04 (Παράρτημα 3 στη γραπτή αγόρευση των καθ' ων η αίτηση), ώστε ο Νόμος να καταστεί συμβατός με το άρθρο 87 της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και με το καθεστώς των δημοσίων ενισχύσεων, σύμφωνα με τους περί Ελέγχου των Δημοσίων Ενισχύσεων Νόμους του 2001 έως 2003.

 

H κοινοποίηση στον Έφορο του αιτήματος απαλλαγής των αιτητών, καθώς επίσης και η γνώμη του, ήταν απόλυτα σχετικά.  Ωστόσο, το ίδιο το άρθρο 7(1)(γ) θέτει ορισμό, αρκετά ευρύ για σκοπούς της εφαρμογής της ατελούς εγγραφής:

 

«7.-(1) [..]

(γ) [..] 'οικονομική δραστηριότητα΄ σημαίνει κάθε δραστηριότητα που συνίσταται στην προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά και η οποία, τουλάχιστο καταρχήν, ενδέχεται να ασκείται από ιδιωτικό νομικό πρόσωπο κερδοσκοπικού χαρακτήρα.»

 

Ορθά, συνεπώς, απάντησε ο Έφορος ότι ο ίδιος δεν μπορεί να αποφανθεί  για σκοπούς εφαρμογής του  Νόμου και αποκλειστικά αρμόδιοι είναι οι καθ' ων η αίτηση. Ασφαλώς θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη οι κατευθυντήριες γραμμές της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) ως προς το τι συνιστά οικονομική δραστηριότητα κατά το ενωσιακό δίκαιο του ανταγωνισμού, αλλά ο Έφορος δεν έχει καμία αρμοδιότητα να επιβεβαιώνει ή να ερμηνεύει νομοθεσία που αφορά στην καταβολή κτηματολογικών τελών ή φόρων και να εμπλέκεται στη διαδικασία της ατελούς εγγραφής ή μεταβίβασης σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Οι ίδιοι οι καθ' ων η αίτηση όφειλαν να κρίνουν in concreto για κάθε συγκεκριμένη  μεταβίβαση, αν αυτή ενέπιπτε στα πλαίσια άσκησης οικονομικής δραστηριότητας, αν δηλαδή αφορούσε προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά και η οποία, τουλάχιστον καταρχήν, ενδέχεται να ασκείται από ιδιωτικό νομικό πρόσωπο κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Η σημασία της περιπτωσιολογικής εξέτασης για το κατά πόσο μία συγκεκριμένη μεταβίβαση εμπίπτει στον ορισμό της οικονομικής δραστηριότητας, ανεξάρτητα από την νομική οντότητα/καθεστώς ή την επιρροή και έλεγχο του Δημοσίου, ενισχύεται από την ακόλουθη αναφορά στο σύγγραμμα των Παν. Αγησιλάου, Δ. Καλλή και Κορίνα Κλεάνθους, «Η Πολιτική Ανταγωνισμού στην Κύπρο 1989-2009»:

 

«Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι μια οντότητα μπορεί ως προς κάποιες δραστηριότητές της να συνιστά επιχείρηση, ενώ ως προς κάποιες άλλες δραστηριότητές της να μη θεωρείτε επιχείρηση.  Κρίσιμη είναι σε κάθε περίπτωση η υπό εξέταση δραστηριότητα της συγκεκριμένης οντότητας.  Το ζήτημα αυτό ανακύπτει ιδιαίτερα στην περίπτωση των δημοσίων αρχών, οι οποίες κατά κανόνα ασκούν δημόσια εξουσία, που, όπως θα αναπτυχθεί και στη συνέχεια, εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του       Ν.13(Ι)/2008.  Ωστόσο, δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου δημόσιες αρχές ασκούν ταυτόχρονα και οικονομική δραστηριότητα και ως προς προς αυτή την πτυχή της δράσης τους μπορούν να υπαχθούν στις απαγορευτικές διατάξεις του Ν. 13(Ι)/2008. Για παράδειγμα, η Επιτροπή σε δύο ξεχωριστές αποφάσεις, όπου εξέτασε καταγγελίες εναντίον του Τμήματος Κρατικών Αγορών και Προμηθειών του Υπουργείου Οικονομικών, έκρινε ότι ως προς την προμήθεια και παράδοση στρωμάτων, θηκών και μαξιλαριών για τη Εθνική Φρουρά το Τμήμα Κρατικών Αγορών και Προμηθειών δεν συνιστούσε επιχείρηση, ενώ αντίθετα έκρινε ότι συνιστά επιχείρηση ως προς την προμήθεια πλαστικών σκυβαλοδοχείων σε διάφορες κοινότητες.  Σε κοινοτικό επίπεδο, στην υπόθεση Aluminium Imports from Eastern Europe, ένας εμπορικός οργανισμός ο οποίος αποτελούσε μέρος ενός Υπουργείου θεωρήθηκε ως επιχείρηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για το σκοπό της εφαρμογής του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ (αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 13(Ι)/2008).

 

Σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΔΕΕ, οι κανόνες του ανταγωνισμού δεν έχουν εφαρμογή σε δραστηριότητα, η οποία, λόγω της φύσεώς της, των κανόνων στους οποίους υπόκειται και του αντικειμένου της, δεν εμπίπτει στη σφαίρα των οικονομικών συναλλαγών ή συνδέεται με την άσκηση προνομίων δημοσίας εξουσίας.»  

 

 

 

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι οι αιτητές είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ιδρυμένο δια Νόμου, και οργανισμός κοινής ωφέλειας. Είναι δε επίσης φανερό ότι οι εξουσίες και αρμοδιότητες των αιτητών βάσει του άρθρου 12 του Νόμου 1/71 (ως τροποποιήθηκε), αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και ενδεχομένως να συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημοσίας εξουσίας.

 

Η γνωμάτευση του Εφόρου απαντά ορθά στο ότι η διαχείριση κεντρικού αποχετευτικού συστήματος έναντι είσπραξης αποχετευτικών τελών από τους λήπτες της υπηρεσίας αποτελεί καταρχήν οικονομική δραστηριότητα. Δεν απαντά όμως στο αν στη δεδομένη κυπριακή αγορά μπορεί τουλάχιστον, καταρχήν να ασκείται από ιδιωτικό νομικό πρόσωπο κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Η απάντηση, με βάση τα κριτήρια της  νομολογίας του ΔΕΕ[2], δεν είναι καθόλου ξεκάθαρη και θα έπρεπε να είχε δοθεί από τους καθ' ων η αίτηση κατόπιν έρευνας. (Χρήσιμη αναφορά για το  θέμα μπορεί να γίνει στο σύγγραμμα «Ευρωπαϊκό Δίκαιο Επιχειρήσεων και Ανταγωνισμού» του Γ. Καρύδη,  σελ. 94-96).

 

Δεν είναι το Δικαστήριο που θα πρέπει να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα πρωτογενώς. Για τους πιο πάνω λόγους, οι προσφυγές επιτυγχάνουν και οι επίδικες αποφάσεις ακυρώνονται λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας  και πλάνης ως προς την δέσμια υιοθέτηση της γνωμάτευσης του Εφόρου.

 

 

 

 

Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των αιτητών, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

                                                                                    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 



[1] Βλ. ενδεικτικά:  Απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 10ης Ιανουαρίου 2006,  C - 222/04 (Risparmio di Firenze), Συλλογή της Νομολογίας 2006.

[2] C-180/98 Pavlov and Others v. Stichting Pensioenfonds Medische Specialisten ημερομηνίας 12.9.2000, C-41/90 Höfner and Elser ν. Μacrotron GmbH Συλλ. 1991 Ι-1979, C-431/14 Eλλάδα v. Ευρωπαϊκής Επιτροπής ημερομηνίας 8.3.2016, C-364/92 SAT Fluggesellschaft mbH v. Eurocontrol Συλλ. 1994 I-43, C-343/95 Diego Cali & Figli Srl v. Servizi ecologici porto di Genova SpA (SEPG) Συλλ. 1997 Ι-1547.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο