ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Σταματίου, Κατερίνα Μ. Τιμόθης, για τους Αιτητές. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-08-03 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο VENU GOPAL DARA κ.α. ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 6479/2013, 3/8/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:D394

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                            (Υπόθεση Αρ. 6479/2013)

                                                           

  3 Αυγούστου, 2016

                                    

[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

1.        VENU  GOPAL  DARA,

2.        VERONICA IVAN IONICA,

                                                                                           Αιτητές,

ΚΑΙ

 

                              ΚΥΠΡΙΑΚΗ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

                             Α) ΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

                             Β) ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ

                                  ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

                                                                                 

  Καθ' ων η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

Μ. Τιμόθης, για τους Αιτητές.

 

Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για

 τους Καθ' ων  η Αίτηση.

 

 _ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι αιτητές Venu Gopal από την Ινδία και Veronica Ionica από τη Ρουμανία, οι οποίοι είχαν τελέσει πολιτικό γάμο στη Δημοκρατία, επιδιώκουν την ακύρωση της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών, με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή τους και επικυρώθηκε η σχετική απόφαση της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ότι ο γάμος τους ήταν εικονικός.

 

O αιτητής υπ' αρ. 1, εισήλθε στη Δημοκρατία στις 5.10.2002, με θεώρηση εισόδου φοιτητή, για να παρακολουθήσει ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στο Cyprus College. Για το σκοπό αυτό, του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής η οποία, κατόπιν διαβημάτων της διευθύνσεως της σχολής, ανανεώθηκε διαδοχικά για να ολοκληρώσει τις σπουδές του μέχρι τις 31.5.2005.

 

Μετά τη λήξη της τελευταίας άδειας, η οποία ήταν «τελική και μη ανανεώσιμη» και, δεδομένου ότι δεν είχε υποβληθεί αίτημα για επέκτασή της, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (στο εξής «η Διευθύντρια») κάλεσε τον αιτητή να αναχωρήσει από την Κύπρο, προειδοποιώντας τον ότι, σε αντίθετη περίπτωση, το Τμήμα θα τροχιοδρομούσε την απέλασή του.

 

Ο αιτητής δεν ανταποκρίθηκε και, αφού εγκατέλειψε τη δηλωθείσα διεύθυνσή του, συνέχισε να διαμένει παράνομα στη Δημοκρατία, με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί στον κατάλογο των αναζητούμενων προσώπων.

 

Την 1.2.2008 ο αιτητής τέλεσε γάμο στο Δημαρχείο Ιδαλίου με την αιτήτρια αρ. 2, Ρουμάνα υπήκοο, Veronica Ionica, η οποία βρισκόταν νόμιμα στην Κύπρο, δυνάμει βεβαίωσης εγγραφής πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ημερομηνίας 6.5.2008. 

 

Ως διεύθυνση κατοικίας τους, δηλώθηκε η οδός Διονυσίου Σολωμού 3, στην Έγκωμη.

 

Εννέα σχεδόν μήνες αργότερα, στις 28.8.2008, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής του ως σύζυγος πολίτιδος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    

Εκκρεμούσης της αίτησης και ενώ το Αρχηγείο Αστυνομίας έδωσε οδηγίες στον Διοικητή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης όπως διερευνήσει τη γνησιότητα του γάμου, οι αιτητές παρουσιάστηκαν στις 5.2.2009 στα γραφεία του κλιμακίου της ΥΑΜ Λευκωσίας, ζητώντας να δοθεί άδεια στον αιτητή να ταξιδεύσει στη χώρα του για σκοπούς αποθεραπείας, λόγω εργατικού ατυχήματος.

 

Το αίτημα έτυχε θετικής αντιμετώπισης από το κλιμάκιο, το οποίο εισηγήθηκε την παραχώρηση άδειας παραμονής στον αιτητή για μικρή χρονική περίοδο, ούτως ώστε να μπορέσει να ταξιδεύσει, και τη συνέχιση της έρευνας αναφορικά με τη γνησιότητα του γάμου, μετά από την επιστροφή του αιτητή στην Κύπρο.

 

Κατόπιν τούτου, παραχωρήθηκε στον αιτητή εξάμηνη άδεια προσωρινής παραμονής (employment) μέχρι τις 10.8.2009.

 

Στις 25.6.2009 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής ως μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης.

 

Μέσα στα πλαίσια εξέτασης του αιτήματος, οι αστυνομικές αρχές διενήργησαν επίσκεψη στη διεύθυνση διαμονής των αιτητών, οι οποίοι υποβλήθηκαν, επίσης, σε προσωπική συνέντευξη στα γραφεία του κλιμακίου.

 

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, όπως αυτά συμπεριλήφθηκαν σε σχετική έκθεση του κλιμακίου προς το Διοικητή ΥΑΜ, ημερομηνίας 14.5.2010, διαπιστώθηκε ότι «χωρίς καμία αμφιβολία υπάρχει συμβίωση του ζεύγους», ότι ο αιτητής «δραστηριοποιείται επαγγελματικά με κατάστημα γενικού εμπορίου (εισαγωγής διαφόρων ειδών διατροφής από την Ινδία και Mini Market στην οδό Μετοχίου) όπου εργάζεται και η σύζυγος».

 

Παράλληλα, όμως, σημειώθηκε ότι, «κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις διεφάνη ότι το ζευγάρι δεν έχει πολλά κοινά λόγω της πολύ διαφορετικής κουλτούρας και καταγωγής του. Επίσης φάνηκε καθαρά παρόλο του ότι ζουν μαζί εντούτοις δεν έχουν κοινή κοινωνική ζωή αφού στις ελεύθερες τους ώρες δεν είναι μαζί. Σε συνάρτηση με το παρουσιαστικό τους και τη διαφορετικότητα του χαρακτήρα τους και λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες ξεχωριστά του καθ' ενός δηλαδή ο σύζυγος ευρισκόταν στην Κύπρο με το καθεστώς του φοιτητή και ήθελε να παραμείνει αφού οι σπουδές του είχαν τελειώσει και η άδεια παραμονής του είχε λήξει, η δε σύζυγος προέρχεται όπως η ίδια ανέφερε από πολύ φτωχή οικογένεια ενώ έχει και δύο παιδιά από προηγούμενο  γάμο στη Ρουμανία τα οποία περιμένουν από την ίδια λεφτά για τη συντήρηση τους».

 

Συμπερασματικά, αναφερόταν στην έκθεση, ότι «υπάρχει αμφιβολία ως προς το σκοπό της τέλεσης του γάμου ο οποίος φαίνεται να είναι ευκαιριακός εξασφαλίζοντας αφενός στο σύζυγο τη νόμιμη παραμονή του στην Κύπρο και αφ' ετέρου στη σύζυγο στέγη τροφή και κάποιο εισόδημα για να στέλνει στα παιδιά της στη Ρουμανία».

 

Ωστόσο, στις 14.9.2010, η Διευθύντρια παραχώρησε στον αιτητή δελτίο διαμονής μέλους οικογένειας πολίτη της Ένωσης με ισχύ μέχρι τις 11.3.2012.

 

Ακολούθησαν νέες έρευνες και εξετάσεις με επιτόπιο έλεγχο του νέου χώρου διαμονής του ζεύγους, στην οδό Μετοχίου 38, και στο κατάστημά τους, στη οδό Μετοχίου 63. Οι αιτητές κλήθηκαν και πάλι σε ξεχωριστές συνεντεύξεις στα γραφεία του κλιμακίου, υποβαλλόμενοι σε ερωτήσεις σχετικά με τις συνθήκες γνωριμίας τους και την καθημερινή τους συμβίωση. Από τα ευρήματα των εξετάσεων, τα οποία κατεγράφησαν σε ενημερωτικό σημείωμα του υπεύθυνου του κλιμακίου, ημερομηνίας 13.2.2012, διαπιστώθηκε εκ νέου ότι υπήρχε πραγματική συμβίωση των αιτητών κάτω από την ίδια στέγη, σημειώθηκε όμως ότι «οι συνθήκες γνωριμίας του ζεύγους εγείρουν σοβαρά ερωτηματικά ως προς τη σκοπιμότητα του γάμου αυτού ο οποίος πιστεύεται ότι πρόκειται για γάμο σκοπιμότητας».

 

Τα πιο πάνω ευρήματα της Αστυνομίας τέθηκαν ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής για Εικονικούς Γάμους, η οποία συνεδρίασε στις 26.4.2013 και «συμφώνησε» ότι ο γάμος των αιτητών ήταν εικονικός διότι «το ζεύγος υπέπεσε σε αντιφάσεις όσον αφορά τις συνθήκες γνωριμίας τους».

 

Ως αποτέλεσμα, η Διευθύντρια αποφάσισε στις 30.4.2013 ότι ο γάμος ήταν εικονικός και απαγόρευσε την περαιτέρω διαμονή τους στη Δημοκρατία, απορρίπτοντας την εκκρεμούσα από 16.3.2012, αίτηση για δελτίο διαμονής του αιτητή και ακυρώνοντας τη βεβαίωση εγγραφής της αιτήτριας.

 

Στις 24.5.2013, οι αιτητές υπέβαλαν ιεραρχική προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, γιατί, όπως επισημάνθηκε στην επίδικη επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου προς τη δικηγόρο των αιτητών, ημερομηνίας 27.9.2013:

 

«(α) Οι δηλώσεις των συζύγων αναφορικά με σημαντικές πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα είναι αντιφατικές (Άρθρο 7Α(3)δ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου.

 

(β) Ο αλλοδαπός αντιμετωπίζει προβλήματα σε ότι αφορά την άδεια διαμονής του στη Δημοκρατία (Άρθρο 7Α(3)ζ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου)».

 

Αμφισβητώντας το κύρος της απόφασης επί της ιεραρχικής προσφυγής τους, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι αυτή είναι αναιτιολόγητη και χωρίς τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, ότι είναι το αποτέλεσμα νομικής και πραγματικής πλάνης και ότι λήφθηκε καθ' υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας για να εξυπηρετήσει αλλότριο σκοπό, κατά παράβαση του συνταγματικού δικαιώματός τους στην οικογένεια.

 

Αναπτύσσοντας, ειδικότερα, την επιχειρηματολογία τους, οι αιτητές, κατ' επίκληση των άρθρων 45 και 46 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), υποστηρίζουν ότι οι καθ' ων η αίτηση αγνόησαν διάφορα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα, τα οποία συνιστούσαν ευρήματα της έρευνας που είχε προηγηθεί, με αποτέλεσμα να ενεργήσουν κάτω από συνθήκες πλάνης περί τα πράγματα.    

 

Εισηγούνται, περαιτέρω, ότι τα στοιχεία που προέκυψαν από τις δύο έρευνες του κλιμακίου και, κυρίως, το ότι οι αιτητές διέμεναν κάτω από την ίδια στέγη, γεγονός το οποίο βεβαιωνόταν και από μαρτυρία τρίτου προσώπου, το ότι προσωπικά τους αντικείμενα είχαν εντοπιστεί στο χώρο της δηλωθείσας κοινής κατοικίας τους, το ότι και οι δύο ήταν σε θέση να γνωρίζουν και να δώσουν διάφορες προσωπικές πληροφορίες για τον άλλο και ότι συνεννοούνταν σε γλώσσα που ήταν αντιληπτή και στους δύο, δεν δικαιολογούσαν το συμπέρασμα ότι επρόκειτο για εικονικό γάμο.  

 

Επρόκειτο, υποστηρίζουν, για ένα αυθαίρετο συμπέρασμα το οποίο, αφενός, βρίσκεται σε αντίθεση με τα ίδια τα ευρήματα των αστυνομικών αρχών και, αφετέρου, έχει ως μοναδικό έρεισμά του το γεγονός ότι ο αιτητής αντιμετώπιζε προβλήματα με την παραμονή του στη Δημοκρατία.

 

Οι αιτητές επισημαίνουν, περαιτέρω, ότι στο διάστημα που μεσολάβησε, μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης έρευνας, οι καθ'ων η αίτηση εξέδωσαν δελτίο διαμονής στον αιτητή.

 

Οι αιτητές αμφισβητούν παράλληλα τα συμπεράσματα που κατεγράφησαν μετά την συνέντευξή τους στις 13.2.2012 και, ιδιαίτερα, τα  πορίσματα των καθ' ων η αίτηση ότι, με βάση τα όσα εκεί αναφέρθηκαν, οι δηλώσεις αναφορικά με σημαντικές πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα ήταν αντιφατικές.

 

Επιπρόσθετα, οι αιτητές εγείρουν ζήτημα ανεπαρκούς έρευνας εκ μέρους του Υπουργού γιατί, όπως υποστηρίζουν, δεν έχει εξετάσει τα σημαντικά στοιχεία που είχαν τεθεί με την ιεραρχική προσφυγή τους, τα οποία κυρίως αφορούσαν πληροφορίες και τηλέφωνα διάφορων προσώπων (ιδιοκτητών του διαμερίσματος και του καταστήματός τους) που θα μπορούσαν να βεβαιώσουν τη γνησιότητα του γάμου  τους.

 

Αντίθετα, οι καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η επίδικη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη, πλήρως αιτιολογημένη και προϊόν δέουσας έρευνας και ότι ο καθοριστικός παράγοντας της υπόθεσης ήταν οι αντιφατικές δηλώσεις των αιτητών.

 

Σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 (ως έχει τροποποιηθεί):

 

"Εικονικός γάμος" σημαίνει γάμο ο οποίος τελέστηκε μεταξύ πολίτου της Δημοκρατίας ή αλλοδαπού που διαμένει νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία με αλλοδαπό, με αποκλειστικό σκοπό την είσοδο και παραμονή του τελευταίου στη Δημοκρατία·»

 

Αναφορικά με τα στοιχεία που κλονίζουν τη γνησιότητα ενός γάμου σχετικό είναι το άρθρο 7A του ιδίου Νόμου, το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«(1) Αν ο Διευθυντής διαπιστώσει με βάση τα στοιχεία που αναφέρονται  στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο και αφού συμβουλευθεί τη Συμβουλευτική Επιτροπή που ιδρύεται με το άρθρο 7Β του παρόντος νόμου, ότι αλλοδαπός συνήψε εικονικό γάμο, τότε-

 

(α) Απαγορεύει στον εν λόγω αλλοδαπό να παραμείνει στη Δημοκρατία·

 

(β) ακυρώνει ή δεν ανανεώνει την άδεια διαμονής που παραχωρήθηκε στον αλλοδαπό και διατάζει την απέλασή του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14.

 

(2) Ο Διευθυντής ή εκπρόσωπός του δύναται να καλέσει σε συνέντευξη μαζί ή χωριστά τους δύο συζύγους ή οποιοδήποτε πρόσωπο είναι σε θέση να του δώσει πληροφορίες, για να διαπιστώσει αν ο γάμος είναι εικονικός.

 

(3) Στοιχεία που τείνουν να καταδείξουν ότι ένας γάμος είναι εικονικός είναι κυρίως τα ακόλουθα:

 

(α) Το ζεύγος δεν συζεί κάτω από την ίδια στέγη·

 

(β) οι σύζυγοι δεν έχουν συναντηθεί ποτέ πριν από το γάμο τους.

 

(γ) η έλλειψη κατάλληλης συμβολής στην αντιμετώπιση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το γάμο·  

 

(δ) οι δηλώσεις των συζύγων αναφορικά με τα στοιχεία της ταυτότητας τους (όνομα, διεύθυνση διαμονής, ιθαγένεια και επάγγελμα), τις περιστάσεις της πρώτης τους γνωριμίας ή αναφορικά με άλλες σημαντικές πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν είναι αντιφατικές.

 

(ε) οι σύζυγοι δε μιλούν μια γλώσσα που να είναι αντιληπτή και από τους δύο·

 

(στ) έχει καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη σύναψη του γάμου (εκτός όπου τα χρήματα δίνονται υπό μορφή προίκας στις περιπτώσεις πολιτών χωρών όπου η καταβολή προίκας είναι συνήθης πρακτική)·

 

(ζ) υπάρχουν ενδείξεις ότι ο ένας ή και οι δύο σύζυγοι έχουν στο παρελθόν συνάψει εικονικό γάμο ή παρουσιάζουν προβλήματα σε ότι αφορά την άδεια διαμονής τους στη Δημοκρατία.

 

(4) Οι πιο πάνω πληροφορίες δυνατό να προέρχονται από:

 

(α) Δηλώσεις από οποιοδήποτε από τους συζύγους ή από τρίτα πρόσωπα·

 

(β) έρευνες και συνεντεύξεις που διεξάγει ο Διευθυντής·

 

(γ) έγγραφα που τέθηκαν υπόψη του Λειτουργού Μετανάστευσης.»

 

Στην παρούσα περίπτωση, ο ένας από τους δύο λόγους επί των οποίων στηρίχθηκε η επίδικη απόφαση του Υπουργού, ήταν ότι οι δηλώσεις των συζύγων «αναφορικά με σημαντικές πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα», ήταν αντιφατικές.

 

Υπενθυμίζεται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, της οποίας τη γνώμη υιοθέτησε και η Διευθύντρια, είχε - σε συμφωνία με τις αστυνομικές αρχές - καταλήξει στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο περί εικονικού γάμου, διότι «το ζεύγος υπέπεσε σε αντιφάσεις ως προς τις συνθήκες γνωριμίας τους».

 

Τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και ο Υπουργός, κατέληξαν στα πιο πάνω συμπεράσματά τους, στηριζόμενοι κατά μέγιστο βαθμό στα ευρήματα του κλιμακίου από τις δύο συνεντεύξεις στις οποίες υποβλήθηκαν οι αιτητές.  Οι αντιφάσεις οι οποίες εντοπίστηκαν στις δηλώσεις των αιτητών κατά τη δεύτερη συνέντευξή τους, αναφορικά με τις συνθήκες της γνωριμίας τους, καταγράφηκαν στο ενημερωτικό σημείωμα του κλιμακίου, ημερομηνίας 13.2.2012, ως εξής:

 

«Συγκεκριμένα ερωτηθείσα η κάτοχος του φακέλου σχετικά με τις συνθήκες γνωριμίας τους, αυτή ανέφερε ότι άρχισε να συνομιλά μαζί με το σύζυγό της μέσω διδικτύου το 2007, καθότι ο αλλοδαπός σύζυγος της διέμενε στο ίδιο διαμέρισμα που διέμενε και ο ξάδερφος ονόματι  SIMA MARIAN o οποίος είναι και μάρτυρας στο γάμο τους (ερ. 24). Ακολούθως τον Ιούνιο του 2007 αυτή αφίχθηκε στη Δημοκρατία για διακοπές, και παρέμεινε για μια εβδομάδα στο ίδιο διαμέρισμα όπου διέμενε ο ξάδερφος της και ο σύζυγος της. Σύμφωνα με την ίδια το χρονικό διάστημα αυτό δεν είχε δεσμό με τον αλλοδαπό σύζυγό της, και ως εκ τούτου διέμεναν σε ξεχωριστά δωμάτια. Εν συνεχεία αυτή επέστρεψε στην πατρίδα της αλλά εξακολουθούσε να έχει επικοινωνία μαζί με τον αλλοδαπό σύζυγο της μέσω του διαδικτύου, καθότι ως ισχυρίστηκε όταν τον γνώρισε στην Κύπρο κατάλαβε ότι πρόκειται για ένα καλό άνθρωπο με καλό χαρακτήρα. Αυτή στη συνέχεια επέστρεψε εκ νέου στη Δημοκρατία στα τέλη του Ιανουαρίου του 2008 όπου και άρχισε να διαμένει μαζί με το σύζυγό της στο ίδιο υπνοδωμάτιο ως κανονικό ζευγάρι αφού αποφάσισαν να τελέσουν γάμο. Ο γάμος τους τελέστηκε  στις 01-02-2008.

 

  Ερωτηθείς ο αλλοδαπός σύζυγος σχετικά με τις συνθήκες γνωριμίας τους, ανέφερε ότι γνώρισε την κάτοχο του φακέλου μέσω του διαδικτύου καθότι αυτός διέμενε μαζί με τον ξάδερφο της ο οποίος είχε τακτική επικοινωνία μαζί της μέσω του διαδικτύου. Ως ανέφερε, η κάτοχος του φακέλου αφίχθηκε στη Δημοκρατία στα τέλη του Ιανουαρίου του 2008 και από την πρώτη μέρα της άφιξης της άρχισαν να συμβιώνουν μαζί στο ίδιο υπνοδωμάτιο ως κανονικό ζευγάρι. Δηλαδή σύμφωνα με τα λεγόμενα του αλλοδαπού δεν υπήρχε οποιαδήποτε συνάντηση με την κάτοχο του φακέλου πριν την άφιξη της στην Κύπρο στα τέλη του Ιανουαρίου του 2008».

 

Στο έγγραφο με αρ. 33 (ημερομηνίας 14.5.2010) του διοικητικού φακέλου, το οποίο υπογράφεται από τον Υπαστυνόμο Α. Κάρμενο, Υπεύθυνο του κλιμακίου αλλοδαπών Λευκωσίας, και στο οποίο περιλαμβάνονται οι διαπιστώσεις του κλιμακίου από την πρώτη έρευνα και συνέντευξη των αιτητών, η απάντηση που  καταγράφεται στο ερώτημα «τι έχουν αναφέρει αμφότεροι για τις περιστάσεις πρώτης γνωριμίας τους», είναι η ακόλουθη: «Καλοκαίρι του 2007 σε σπίτι κοινών φίλων».

 

Με βάση τα πιο πάνω καταγραφέντα στοιχεία, η ισχυριζόμενη αντιφατικότητα αναφορικά με «σημαντικές πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα» περιορίζεται σε κάποιες ασήμαντες, κατά την κρίση μου, διαφοροποιήσεις, που υπάρχουν στις απαντήσεις τους. Δεν υπάρχουν αλληλοσυγκρουόμενες δηλώσεις ως προς την γνωριμία των αιτητών, ούτε οι αρχικές δηλώσεις αντιφάσκουν ουσιαστικά με τα όσα αναφέρθηκαν στις μεταγενέστερές τους δηλώσεις. Εάν οι συνθήκες γνωριμίας των αιτητών ήγειραν ερωτηματικά, οι καθ΄ων η αίτηση όφειλαν να ερευνήσουν περαιτέρω το ζήτημα. Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου δεν υπάρχει αμφισβήτηση ότι το ζεύγος συζεί κάτω από την ίδια στέγη, καθώς και στη βάση των υπολοίπων στοιχείων που υπήρχαν ενώπιον της διοίκησης, όπως προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο και συνοψίζονται πιο πάνω, για να δικαιολογείται μια τόσο σοβαρή κατάληξη περί εικονικότητας γάμου, θα έπρεπε να γίνει εκτενέστερη έρευνα, στην απουσία της οποίας ενδεχόμενα να εμφιλοχώρησε πλάνη η οποία ήταν ουσιώδης με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης. Ειδικότερα, στην παρούσα περίπτωση, όπου οι ίδιοι οι αιτητές στην υποβληθείσα από αυτούς ιεραρχική προσφυγή αναφέρθηκαν σε άτομα τα οποία θα μπορούσαν να δώσουν στοιχεία για την εγκυρότητα του γάμου τους.

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω, η απόφαση της διοίκησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας ούτε είναι δεόντως αιτιολογημένη υπό τις περιστάσεις.

 

Επιπρόσθετα, παρατηρείται ότι, στην πρώτη έκθεση του κλιμακίου επί του εγειρόμενου ζητήματος, συμπεριλήφθηκαν και προσωπικές απόψεις των μελών της ΥΑΜ, οι οποίες δεν είναι στοιχειοθετημένες. Αυτό, άλλωστε, επισημάνθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή  στα πρακτικά - τεκμήριο 25 - όπου μάλιστα καταγράφεται και παράκληση όπως όλοι οι αστυνομικοί τεκμηριώνουν βάσει του Νόμου τα ευρήματά τους κατά τις επισκέψεις και τις προσωπικές συνεντεύξεις των κατόχων φακέλων. Παρά ταύτα, δεν προκύπτει από το περιεχόμενο του φακέλου ότι αυτές οι προσωπικές εκτιμήσεις των μελών του ΥΑΜ, οι οποίες ευρίσκονταν στο διοικητικό φάκελο, δεν αποτέλεσαν υπόβαθρο για την υπό κρίση απόφαση (βλ. Δημητρίου ν. Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2002) 3 ΑΑΔ 329).

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει, με €1.200 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, εναντίον των καθ΄ων η αίτηση. Η επίδικη πράξη ακυρώνεται.

 

 

                                                                             Κ. Σταματίου,

                                                                                         Δ.

 

 

 

 

/ΧΤΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο