ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D393
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 320/2014)
3 Αυγούστου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΥΡΙΑΝΘΟΥΛΛΑ ΠΑΠΑΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΡΧΗΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Ξ. Ευγενίου (κα) για Α. Σ. Αγγελίδη, για την Αιτήτρια.
Κ. Σταυρινός, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια υπηρετεί στο Στρατό της Δημοκρατίας, αρχικά ως εθελόντρια από το 1997 και στη συνέχεια στη μόνιμη θέση Λοχία από την 1.11.2009. Επειδή δεν παρουσιάστηκε στη Μονάδα της στο ΚΕΝ Πάφου κατά τις 6.8.2013 μετά τη λήξη της κανονικής της άδειας, κηρύχθηκε στις 9.8.2013 λιποτάκτης εσωτερικού. Η αιτήτρια παραδόθηκε οικειοθελώς στην αστυνομία η οποία θα προχωρούσε στη σύλληψή της.
Στις 9.8.2013 ο Διοικητής του ΚΕΝ Πάφου διέταξε τη διεξαγωγή ανάκρισης, η ανάκριση ολοκληρώθηκε στις 20.8.2013 και υποβλήθηκε από το ΚΕΝ Πάφου στην Ταξιαρχία, οπότε η Ταξιαρχία στις 29.8.2013, με τη σειρά της υπέβαλε το φάκελο της δικογραφίας στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς.
Εν τω μεταξύ, ο διοικητής κάλεσε στις 14.8.2013 την αιτήτρια σε απολογία διότι από προσωπική του έρευνα προέκυπτε η πιθανή διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος της αναξιοπρεπούς και ανοίκειας συμπεριφοράς («Κανονισμός 3(1) των Πειθαρχικών Κανονισμών Εθνικής Φρουράς» sic). Στη διαταγή του ο Διοικητής ενημέρωνε την αιτήτρια πως διεξαγόταν ανάκριση λιποταξίας εσωτερικού η οποία ήταν ανεξάρτητη από την εν λόγω διοικητική απολογία. Η αιτήτρια απολογούμενη στις 22.8.2013 αναφέρθηκε σε σοβαρά προσωπικά της προβλήματα, για τα οποία ο Διοικητής της γνώριζε και τα οποία την εμπόδιζαν να επικοινωνήσει με τη μονάδα της μετά τη λήξη της άδειάς της.
Από την πιο πάνω ανάκριση προέκυψε η πιθανή διάπραξη δύο πειθαρχικών παραπτωμάτων: της αναξιοπρεπούς και ανοίκειας συμπεριφοράς και της απουσίας άνευ αδείας.
Στις 2.9.2013 ο Διοικητής υπέβαλε στην Ταξιαρχία για τις ενέργειές της τόσο την Κλήση Στελέχους σε Απολογία όσο και την Απολογία της αιτήτριας καθότι φρονούσε πως η προβλεπόμενη από τους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς πειθαρχική δικαιοδοσία επιβολής ποινής για τον διοικών αξιωματικό ήταν ανεπαρκής λόγω της σοβαρότητας του πειθαρχικού παραπτώματος στο οποίο υπέπεσε η εν λόγω Υπαξιωματικός, απορρίπτοντας τους περιεχόμενους στην απολογία της ισχυρισμούς.
Στις 3.9.2013 η Ταξιαρχία υπέβαλε στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς την πιο πάνω κλήση και απολογία της αιτήτριας, μεταφέροντας τη σύμφωνη γνώμη της με την άποψη της Μονάδας ότι η πειθαρχική δικαιοδοσία επιβολής ποινής για τον διοικών αξιωματικό και το προϊστάμενο κλιμάκιο είναι ανεπαρκής για τη σοβαρότητα του πειθαρχικού παραπτώματος στο οποίο υπέπεσε η αιτήτρια και ότι οι ισχυρισμοί της δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί.
Ακολούθως, και συγκεκριμένα στις 17.1.2014, την αιτήτρια κάλεσε σε απολογία ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς. Στην εν λόγω κλήση, ο Αρχηγός έκανε αναφορά στον περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Δικονομίας Νόμο, στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς καθώς και στη Συνοπτική Έκθεση Ανάκρισης ημερ. 20.8.2013.
Στις 3.2.2014 η αιτήτρια προέβη σε απολογία για να ακολουθήσει στις 11.2.2014 η απόφαση του Αρχηγού σύμφωνα με την οποία οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια στην απολογία της δεν ευσταθούσαν και ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη τους πιο πάνω Νόμους και Κανονισμούς καθώς και την έκθεση συνοπτικής ανάκρισης, τιμώρησε την αιτήτρια με 10ήμερη φυλάκιση και 5νθήμερη κράτηση.
Αυτή την απόφαση προσβάλλει η αιτήτρια.
Νομικοί ισχυρισμοί
Οι νομικοί ισχυρισμοί της αιτήτριας συνοψίζονται στα πιο κάτω:-
Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο, χωρίς δέουσα έρευνα και κατά κατάχρηση εξουσίας, δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά, υπό νομική και πραγματική πλάνη και λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας δεν εξετάστηκε η υπόθεση από το Διοικητή ΚΕΝ Πάφου και/ή τον Διοικητή Ταξιαρχίας με αποτέλεσμα οι αποφάσεις τους να είναι αναιτιολόγητες και η αιτήτρια να έχει στερηθεί του δικαιώματος ακρόασης. Περαιτέρω, η απόφαση του Αρχηγού είναι αναιτιολόγητη και παραβιάζει τον Καν. 4(2) των Πειθαρχικών Κανονισμών. Τέλος, η αιτήτρια προβάλλει τον ισχυρισμό ότι όλο το μαρτυρικό υλικό που αφορούσε την ίδια έπρεπε να τεθεί εξ' αρχής υπόψη της όπως και η έκθεση ανάκρισης με τις μαρτυρίες εναντίον της, πράγμα που δεν έγινε, με αποτέλεσμα η αιτήτρια να στερηθεί του δικαιώματος να απολογηθεί με επάρκεια και να ακουστεί πλήρως με βάση το άρθρο 43(6) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/99 αλλά και τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επίσης, έπρεπε να δοθεί το μαρτυρικό υλικό στην αιτήτρια για να ακουστεί επί αυτού και έτσι να υπάρχει πλήρης εικόνα πριν ληφθεί η υπό έλεγχο απόφαση.
Οι καθ' ων η αίτηση αντιδρούν στο τελευταίο με την εισήγηση πως ο ισχυρισμός δεν είναι επίδικος αφού δεν περιλαμβάνεται στα νομικά σημεία της προσφυγής για να ανταπαντήσει, όμως, η αιτήτρια πως ο λόγος αυτός καλύπτεται από τα νομικά σημεία 1, 5, 7, 8, 9, 10, 13 και 18 της αίτησης ακυρώσεως και αναπτύχθηκε στις σελίδες 6-11 της αρχικής αγόρευσής της. Καταχωρήθηκαν επί τούτου συμπληρωματικές αγορεύσεις.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας, με παραπομπή σε συναφή νομολογία (βλ. ιδιαιτέρως Αργυρού κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 377/06, ημερ. 19.2.2008 και Κωμοδρόμος ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Κισσόνεργας, Υπόθ. Αρ. 135/09, ημερ. 30.12.2011) εμμένει στη θέση του πως με το να μην δοθεί στην αιτήτρια το μαρτυρικό υλικό παραβιάζονται οι πρόνοιες του άρθρου 43(6) του Ν. 158(Ι)/99.
Από την άλλη, ο δικηγόρος για τους καθ' ων η αίτηση εισηγείται πως τέτοια υποχρέωση θα υπήρχε μόνο αν η αιτήτρια είχε παραπεμφθεί σε πειθαρχική επιτροπή πράγμα όμως, που εδώ δεν έγινε. Επί τούτου, επισυνάπτει επιστολή του Υπουργείου Άμυνας προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερ. 17.3.2015.
Σε περαιτέρω συμπληρωματική αγόρευση εκ μέρους της αιτήτριας, ο δικηγόρος της παρατηρεί πως η πιο πάνω επιστολή αφορά ισχυρισμούς που δεν επικαλέστηκε με τις αγορεύσεις του εφόσον οι ισχυρισμοί του είναι ότι με βάση το Άρθρο 12 του Συντάγματος, το άρθρο 43 του Ν. 158(Ι)/99 που εφαρμόζεται συμπληρωματικά αλλά και με βάση τη νομολογία, αφού αντιμετώπιζε η αιτήτρια ενδεχόμενο πειθαρχικής ποινής, θα έπρεπε να της δοθεί όλο το σχετικό μαρτυρικό υλικό που συγκεντρώθηκε και την αφορούσε για να είναι σε θέση να απολογηθεί με επάρκεια. Παραπέμπει συναφώς στη Μοσφίλης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 68/13, ημερ. 13.5.2015.
Η κατάληξη
Προβάλλεται ως πρώτος ισχυρισμός η αναρμοδιότητα του Αρχηγού να ασκήσει πειθαρχικό έλεγχο σε πρώτο βαθμό ο οποίος, σύμφωνα με τον δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση, ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 124 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα.
Κατά τον ισχυρισμό, μόνο ύστερα από αναφορά παραπόνου εναντίον τυχόν καταδικαστικής απόφασης του διοικούντος αξιωματικού δυνάμει του Καν. 12, θα μπορούσε η υπόθεση να αχθεί ενώπιον του Αρχηγού. Ενώ κατά τον δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση, ο Αρχηγός αντλεί τέτοια εξουσία από το άρθρο 124 του Ν. 40/1964.
Σύμφωνα με τους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς του 1964, όπως έχουν τροποποιηθεί, και ειδικότερα το εδάφιο (2) του Καν. 6, ο διοικών αξιωματικός επιλαμβάνεται προσωπικά της έρευνας του παραπτώματος, ασκεί τον προσήκοντα έλεγχο και επιβάλλει ποινή. Εάν κρίνει ανεπαρκή την ποινή την οποία έχει εξουσία να επιβάλει, παραπέμπει την υπόθεση στον αμέσως ανώτερο διοικητή για να επιληφθεί της υπόθεσης. Εάν δε το παράπτωμα αποτελεί αδίκημα ή χρήζει περαιτέρω έρευνας, ο διοικών αξιωματικός διατάσσει ανάκριση. Αυτό το τελευταίο, φαίνεται να έχει γίνει εν προκειμένω. Η αιτήτρια κλήθηκε σε διοικητική απολογία από τον Διοικητή του ΚΕΝ «γιατί από τα στοιχεία διενεργηθείσας προσωπικής έρευνας σύμφωνα με το (γ) σχετικό προκύπτει πιθανό διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος της αναξιοπρεπούς και ανοίκειους συμπεριφοράς [Κανονισμός 3(1) του (α) ομοίου]. Συγκεκριμένα κατά τον ουσιώδη χρόνο που υπηρετούσατε στο ΚΕΝ ΠΑΦΟΥ, ενώ οφείλατε την Τρίτη 06 0700 Αυγ. 2013 μετά την λήξη της 24ωρης Κανονικής Άδειας που σας χορηγήθηκε, δεν παρουσιαστήκατε στην Μονάδα σας με αποτέλεσμα την Παρασκευή 09 00 01 Αυγ 2013 να κηρυχτείτε λιποτάκτης εσωτερικού, ενεργώντας κατά τρόπο επιβλαβή για την πειθαρχία και προσβάλλοντας την υπόληψη της Εθνικής Φρουράς.».
Με τη διευκρίνιση πως «η παρούσα διοικητική απολογία είναι τελείως ανεξάρτητη από την λήψη των οποιωνδήποτε δικαστικών μέτρων που θα προκύψουν από την ολοκλήρωση του (γ) σχετικού που αφορά σε ανάκριση λιποταξίας εσωτερικού».
Ο Διοικητής πέραν της προσωπικής του έρευνας, διέταξε τη διεξαγωγή ανάκρισης δυνάμει του εδαφίου (3) του Κανονισμού 6 από Υπολοχαγό. Δυνάμει της επιφύλαξης του Καν. 7(2), κατά την ανάκριση εφαρμόζονται οι διατάξεις του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου. Ο Καν. 8 προβλέπει πως ο ανακριτής μετά το πέρας της ανακρίσεως υποβάλλει στον διοικούντα αξιωματικό την έκθεσή του για το αποτέλεσμα της διεξαχθείσας ανάκρισης μαζί με τις ληφθείσες καταθέσεις και κάθε άλλο έγγραφο που προσάχθηκε κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων. Ακολουθεί η επιβολή ποινής σύμφωνα με τον Καν. 9.
Εν προκειμένω, ο διοικών αξιωματικός, απορρίπτοντας την απολογία της αιτήτριας διότι δεν δικαιολογούσε το πειθαρχικό παράπτωμα στο οποίο υπέπεσε, έκρινε πως η ποινή που μπορούσε δυνάμει του Πειθαρχικού Κώδικα (Πρώτος Πίνακας των Κανονισμών) να επιβάλει δεν ήταν ανάλογη με το μέγεθος του παραπτώματος, παρέπεμψε την υπόθεση στον Ταξίαρχο και αυτός, για τον ίδιο λόγο, με τη σειρά του στο ΓΕΕΦ.
Ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση υπερασπίζεται την αρμοδιότητα του Αρχηγού επικαλούμενος το άρθρο 124 του Ν. 40/1964. Το εν λόγω άρθρο δίνει την εξουσία στον Αρχηγό αφού δώσει τη δυνατότητα στον στρατιωτικό να ακουσθεί, να του επιβάλει την αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις πειθαρχική ποινή.
Ο Αρχηγός στην κλήση της αιτήτριας προς απολογία αναφέρεται, χωρίς μεν συγκεκριμενοποίηση στο σχετικό άρθρο, και στους περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Δικονομίας Νόμους. Συνεπώς, δεν υπήρχε κώλυμα για τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς να εξετάσει σε πρώτο βαθμό την υπόθεση και όχι κατόπιν αναφοράς παραπόνου από την αιτήτρια. Σαν αποτέλεσμα, ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας του Αρχηγού δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Η αιτήτρια έδωσε την απολογία της στον Διοικητή του ΚΕΝ πράγματι πριν τη διεκπεραίωση της ανάκρισης και αυτό κατά τον ισχυρισμό, δεν της επέτρεψε να απολογηθεί επαρκώς, αλλά αυτό φαίνεται να απολήγει χωρίς σημασία εφόσον ούτως ή άλλως η αιτήτρια δεν είχε ζητήσει, ούτε στη διεκπεραίωση του πορίσματος, αντίγραφα των συναφών, ως το άρθρο 43(6) του Ν. 158(Ι)/99 προϋποθέτει. Παρενθετικά αναφέρω ότι η θέση των καθ' ων η αίτηση ότι ο ισχυρισμός της αιτήτριας περί άκυρης απόφασης ενόψει του μη εφοδιασμού της με τις μαρτυρίες που συλλέχθηκαν κατά την ανάκριση δεν περιλαμβάνεται στα νομικά σημεία της προσφυγής και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εξεταστεί, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Για παράδειγμα, το σημείο 18 το οποίο περιστρέφεται γύρω από το δικαίωμα της αιτήτριας να ακουστεί δυνάμει του άρθρου 43 του Ν. 158(Ι)/99, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ασύνδετο. Ιδίως αφού κατά το άρθρο 43(6) κάθε πρόσωπο το οποίο έχει δικαίωμα ακρόασης, μπορεί ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λάβει γνώση των στοιχείων του σχετικού διοικητικού φακέλου. Συνεπώς, ο ισχυρισμός των καθ' ων η αίτηση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ούτε, συναφώς και οι καθ' ων η αίτηση υπείχαν υποχρέωση να παρέχουν στην αιτήτρια τις ανωτέρω μαρτυρίες και η αιτήτρια, πέραν του άρθρου 43 πιο πάνω, δεν επικαλείται νομική πρόνοια περί της τέτοιας υποχρέωσης των καθ' ων η αίτηση. Όπως ούτε και η επίκληση της Αργυρού, ανωτέρω, την βοηθά καθότι εκεί ο αιτητής στα πλαίσια της απολογίας του, διατύπωσε παράπονο ότι δεν είχε στη διάθεσή του τα στοιχεία της διενεργηθείσας ανάκρισης οπότε κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι αυτό εναπόθετε καθήκον στο Διοικητή να του τα αποστείλει ώστε ο αιτητής να απολογηθεί επαρκώς γνωρίζοντας τουλάχιστον το μαρτυρικό υλικό εναντίον του. Κάτι που εδώ δεν έγινε.
Περαιτέρω, δεν βρίσκω μεμπτή την κρίση τόσο του διοικητή όσο και του ταξίαρχου να πιστεύουν ότι οι δέκα και είκοσι ημέρες αντιστοίχως, φυλάκιση που νομιμοποιούνταν να επιβάλουν ως ποινή, δεν επαρκούσαν για το αδίκημα που έκριναν ως σοβαρό. Η κατοπινή επιβολή από μέρους του Αρχηγού ποινής όσης μπορούσε ακόμη και ο διοικητής να επιβάλει δεν προδιαγράφει ούτε παρανομία ούτε και αποποίηση ευθυνών, αλλ' απλώς διαφορετική κρίση, κάτι το οποίο δεν μπορούσε να προβλεφθεί. Εν πάση περιπτώσει, όμως, ο Αρχηγός είναι σε πρώτο βαθμό που εξέτασε την υπόθεση και ως εκ τούτου δεν χωρεί ισχυρισμός ως πιο πάνω.
Ο Αρχηγός αναφερόμενος, μεταξύ άλλων, στις διατάξεις του περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Δικονομίας Νόμου, στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς, στη Συνοπτική Έκθεση Ανάκρισης ημερ. 20.8.2013, κάλεσε την αιτήτρια σε απολογία για την πιθανή διάπραξη δύο πειθαρχικών παραπτωμάτων. Αφού έκρινε πως οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια στη διοικητική της απολογία δεν ευσταθούν, την τιμώρησε με τις πιο πάνω ποινές. Δεν συμφωνώ με την αιτήτρια ότι τιμωρήθηκε για το ίδιο παράπτωμα με δύο ποινές. Η απουσία της χωρίς άδεια είχε και άλλες προεκτάσεις. Εκτίθετο η υπόληψη της Δύναμης εφόσον η αιτήτρια καταζητείτο από την Αστυνομία. Συνεπώς, ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί.
Τέλος, παρατηρώ πως ακόμα και μετά την παράδοση του πορίσματος από το δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση στον δικηγόρο της αιτήτριας, στο τελικό στάδιο των διευκρινίσεων ο τελευταίος δεν προέβη σε σχολιασμό ότι το πόρισμα αδικούσε την αιτήτρια.
Έχοντας όλα τα πιο πάνω υπόψη, η προσφυγή αποτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος με €1.300 έξοδα, υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ