ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Η Αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά. Ευγενία Παπαγεωργίου Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Καθ' ου η Αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-08-25 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΕΛΕΝΙΤΣΑ ΑΔΑΜΟΥ ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1009/2013, 25/8/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:D408

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1009/2013)

 

25 Αυγούστου, 2016

 

[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΕΛΕΝΙΤΣΑ ΑΔΑΜΟΥ,

 

Αιτήτρια,

ν.

 

 

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

 

Καθ' ου η Αίτηση.

_________________________

 

Η Αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά.

Ευγενία Παπαγεωργίου Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Καθ' ου η Αίτηση.

_________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η αιτήτρια, με την παρούσα προσφυγή, επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης της Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, (η «Υπουργός»), η οποία της κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 27.2.2013.  Εκδόθηκε κατόπιν επανεξέτασης ιεραρχικής προσφυγής, αφού προηγήθηκε ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 40/2012, την οποία αυτή είχε ασκήσει εναντίον της αρχικής απόφασης, σχετικά, της Υπουργού. 

 

΄Οπως έχουν τα γεγονότα της υπόθεσης, η αιτήτρια, η οποία, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν ηλικίας 56 χρονών, άνεργη και η οποία, πριν την απόλυσή της, εργαζόταν ως υπάλληλος σε υπεραγορά, στις 12.1.2011, υπέβαλε αίτηση για να της παραχωρηθεί σύνταξη ανικανότητας, η οποία συνοδευόταν από έκθεση του θεράποντος ιατρού της.  Στις 6.4.2011, εξετάστηκε από Ψυχιατρικό Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο γνωμάτευσε ότι αυτή ήταν ικανή για άσκηση της προαναφερθείσας εργασίας της.  Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υιοθετώντας τη γνωμάτευση του εν λόγω Ιατρικού Συμβουλίου, στις 26.4.2011, απέρριψε την αίτησή της.  Η ίδια ενημερώθηκε, σχετικά, με επιστολή ημερομηνίας 3.5.2011, και, στις 5.5.2011, προσέφυγε, ιεραρχικά, στην Υπουργό.  Ως αποτέλεσμα, στις 7.10.2011, κλήθηκε για εξέταση από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο γνωμάτευσε ότι, με βάση την κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα, αυτή ήταν ικανή για άσκηση του επαγγέλματός της.  Η Υπουργός, αφού μελέτησε όλα τα δεδομένα της υπόθεσης και άσκησε την εξουσία που της παρείχε το άρθρο 83 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010, (Ν. 59(Ι)/2010), όπως αυτός είχε τροποποιηθεί, αποφάσισε ότι η γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου ήταν ορθή και απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή.

 

Η αιτήτρια, η οποία ενημερώθηκε, σχετικά, με επιστολή ημερομηνίας 11.11.2011, άσκησε την προσφυγή αρ. 40/2012, με την οποία αμφισβήτησε την ορθότητα της απόφασης της Υπουργού.  Το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφασή του, έκαμε δεκτή την προσφυγή και ακύρωσε την εν λόγω απορριπτική απόφαση.  Ακολούθησε ενημέρωση της αιτήτριας από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με επιστολή ημερομηνίας 29.11.2012, ότι, στο πλαίσιο συμμόρφωσης με τη δικαστική απόφαση, θα διενεργείτο επανεξέταση της υπόθεσής της από την Υπουργό, «με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που επικρατούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη τις πλημμέλειες που εντοπίστηκαν».

 

Στη συνέχεια, η περίπτωση της αιτήτριας εξετάστηκε, εκ νέου, από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, στη βάση των δεδομένων που αυτό είχε ενώπιόν του στις 7.10.2011, όταν εξέτασε την αιτήτρια, το δε πόρισμά του τέθηκε υπόψη της Υπουργού.  Η Υπουργός, με βάση την εξουσία που της παρείχε το άρθρο 83 του Ν. 59(Ι)/2010, μελέτησε, εκ νέου, όλα τα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεδομένα της υπόθεσης.  Αφού δε έλαβε υπόψη και τις πλημμέλειες που είχαν εντοπιστεί από το Δικαστήριο στην προηγηθείσα απόφασή του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων που είχε κοινοποιηθεί στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 3.5.2011, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για παροχή προς αυτή σύνταξης ανικανότητας, ήταν ορθή και απέρριψε, εκ νέου, την ιεραρχική προσφυγή της.  Η ίδια ενημερώθηκε, σχετικά, με επιστολή ημερομηνίας 27.2.2013.

 

Η αιτήτρια, όπως προκύπτει από τα γραφόμενά της, αφού εμφανίζεται και χειρίζεται προσωπικά την υπόθεσή της, προβάλλει, προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, ουσιαστικά, ένα μόνο λόγο∙ ότι αυτή είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και, κατ' επέκταση, μη δέουσας αιτιολογίας.  Προς στήριξη των θέσεών της αυτών, προβάλλει ότι δε λήφθηκαν υπόψη από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο τα ιατρικά πιστοποιητικά του θεράποντος ιατρού της, καθώς και το γεγονός ότι αυτό δε συμπλήρωσε το σχετικό έντυπο.

 

Κατ' αρχάς, δέουσα έρευνα υπάρχει, όταν το αποφασίζον όργανο συγκεντρώνει τα ουσιώδη στοιχεία της υπόθεσης, τα οποία θα το οδηγήσουν στη λήψη αιτιολογημένης και, κατ' επέκταση, ορθής απόφασης.  Η αιτιολογία μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να προσδιορίζει τη βάση της και τους λόγους που την στοιχειοθετούν, (βλ. Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).  Μπορεί δε να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, (βλ. Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438).  (Βλ., επίσης, σχετικά, τις υποθέσεις Δημοκρατία κ.ά. ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345.)

 

Στην παρούσα υπόθεση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της, το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, κατά την επανεξέταση, σε σχετικό σημείωμά του, απαντά μία προς μία τις αιτιάσεις της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η προαναφερθείσα προσφυγή της αιτήτριας.  Συγκεκριμένα, εξηγεί και βεβαιώνει, συγχρόνως, ότι, κατά την εξέταση της αιτήτριας στις 7.10.2011, έλαβε υπόψη του τα δύο ιατρικά πιστοποιητικά του θεράποντος ιατρού της με ημερομηνίες 4.1.2011 και 3.10.2011, τα οποία βρίσκονταν στο φάκελο της υπόθεσης, ενώ, όπως ήταν φυσικό, δεν έλαβε υπόψη του δύο πιστοποιητικά με ημερομηνίες 2.5.2012 και 13.9.2012, τα οποία ήταν μεταγενέστερα και δεν ήταν ενώπιόν του. 

 

Στο σημείο αυτό, πρέπει, επίσης, να λεχθεί πως αποφασιστικός παράγοντας, ο οποίος συνέβαλε στην ακύρωση της απόφασης της Υπουργού από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 40/2012, ήταν ο μη ορθός χειρισμός της υπόθεσης από τους συνηγόρους των καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι παρέλειψαν να καταχωρίσουν ένσταση.  Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν είχε ενώπιόν του τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, που αποδείκνυαν ότι οι καθ' ων η αίτηση, κατά τον ουσιώδη χρόνο, αφενός μεν, προέβησαν σε πλήρη και εμπεριστατωμένη έρευνα όλων των στοιχείων που η αιτήτρια έθεσε ενώπιόν τους και, αφετέρου, αιτιολόγησαν δεόντως και επαρκώς την απόφασή τους.

 

Περαιτέρω, όσον αφορά την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από την επιστολή ημερομηνίας 27.2.2013 και το διοικητικό φάκελο, η Υπουργός έλαβε υπόψη της τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, ειδικά, τα πιστοποιητικά που προσκόμισε η αιτήτρια, όπως και τα όσα καταγράφει στο σχετικό σημείωμά του το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, καθώς και τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης του εν λόγω Συμβουλίου, τα οποία συμπληρώνουν την αιτιολογία.  Καταλήγει, έτσι, ορθά και αιτιολογημένα στην απόφασή της ότι η αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις του Νόμου για χορήγηση της αιτούμενης σύνταξης ανικανότητας.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.  Επιδικάζονται €500,00 έξοδα υπέρ του καθ' ου η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

 

 

 

 

 

                                                             Γ.Ν. Γιασεμής,

                                                                     Δ.

 

 

 

 

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο