ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Zίττης Aρχιμίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 394
Τριλλίδου Ηρώ ν. Δημοτικού Συμβουλίου Στροβόλου (1999) 3 ΑΑΔ 284
Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών και Άλλου (1999) 3 ΑΑΔ 447
Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού ν. Γεώργιου Λ. Σάββα (2001) 3 ΑΑΔ 1110
Ράφτης Αντώνης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (2002) 3 ΑΑΔ 345
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.3835
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2016:D357
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1282/2011 και 829/2012)
14 Ιουλίου, 2016
[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΙΧΑΗΛ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΑΡΧΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ,
Καθ' ης η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Ο Αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά.
Μ. Σπανού, για την Καθ' ης η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: O αιτητής αξιώνει την ακύρωση τριών διαδοχικών και όμοιων αποφάσεων της Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου (στο εξής «η Αρχή»), ημερομηνιών 15.7.2011, 1.8.2011 και 13.3.2012, με τις οποίες απορρίφθηκε η αίτησή του για καταβολή χορηγήματος αναφορικά με την εργοδότηση της Όλγας Κωνσταντίνου, στα πλαίσια του Σχεδίου Στελέχωσης Επιχειρήσεων με αποφοίτους Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (στο εξής «το Σχέδιο»).
O αιτητής, ο οποίος είναι δικηγόρος, υπέβαλε στις 18.2.2010 αίτηση εργοδότη για συμμετοχή στο Σχέδιο της Αρχής για τη στελέχωση επιχειρήσεων με αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η αίτηση αφορούσε την εργοδότηση στο δικηγορικό γραφείο του αιτητή, της δικηγόρου Όλγας Κωνσταντίνου, με δηλωμένο μηνιαίο μισθό (ακαθάριστο) €1200.
Ο Διευθυντής Ανθρώπινου Δυναμικού της Αρχής, με επιστολή του ημερομηνίας 31.3.2010, ενημέρωσε τον αιτητή ότι η αίτησή του εγκρίθηκε, με ημερομηνία έναρξης της κατάρτισης την 1.4.2010, διευκρινίζοντας παράλληλα ότι η διάρκεια του ενδοεπιχειρησιακού μέρους του Σχεδίου θα ήταν για 6 μήνες και ότι το κατώτατο όριο ακαθάριστου μισθού που θα έπρεπε να καταβάλλεται στην Κωνσταντίνου ήταν €1.100 μηνιαία, ποσό που αποτελεί το καθορισμένο από την Αρχή κατώτατο όριο ακαθάριστου μισθού πρόσληψης για το πρόγραμμα.
Στην ίδια επιστολή διευκρινιζόταν, επίσης, ότι ο εργοδότης και ο απόφοιτος αναλάμβαναν τις υποχρεώσεις που φαίνονταν στο Συνημμένο 1 και υποδεικνυόταν η ανάγκη για πιστή τήρηση των προνοιών του «Οδηγού Πολιτικής και Διαδικασιών» του Σχεδίου.
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 3.3.1 (στ) του πιο πάνω Οδηγού, με την έγκριση της συμμετοχής του στο Σχέδιο, ο εργοδότης αναλαμβάνει να καταβάλλει στον απόφοιτο, στο τέλος κάθε μήνα, «μισθό τουλάχιστον στο ύψος των Κατώτατων Ορίων Μισθού που παρατίθενται στο Παράρτημα 1».
Mε τη λήξη του πιο πάνω εξάμηνου προγράμματος, ο αιτητής υπέβαλε, στις 5.10.2010, τα προβλεπόμενα στο Σχέδιο έντυπα και αποδείξεις πληρωμής μισθών και εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων, για να του καταβληθεί το προβλεπόμενο χορήγημα.
Στις 3.1.2011 παραλήφθηκαν από την Αρχή, μέσω του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, πρόσθετα στοιχεία για το ίδιο ζήτημα, τα οποία έθεταν εν αμφιβόλω την ακρίβεια των πληροφοριών που δόθηκαν από τον αιτητή.
Συγκεκριμένα, τέθηκε ενώπιον της Αρχής, μια επιστολή της Κωνσταντίνου προς τον Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την οποία η Κωνσταντίνου, στα πλαίσια αίτησής της για ανεργιακό επίδομα υποστήριζε ότι δεν είχε εγκαταλείψει την εργασία της λόγω διαφοράς στον μισθό, όπως είχε εγγράφως δηλωθεί από τον αιτητή, αλλά ότι είχε απολυθεί και ότι ο μηνιαίος μισθός της ήταν €800 καθαρά και όχι €1.100 ακάθαρτα, όπως είχε δηλωθεί από τον αιτητή. Επίσης ότι, κατά την αποχώρησή της από το δικηγορικό γραφείο του αιτητή, αυτός της είχε καταβάλει μόνο την αναλογία του 13ου μισθού.
Επιπρόσθετα, περιήλθε σε γνώση της Αρχής μια βεβαίωση του αιτητή, ημερομηνίας 29.7.2010, σύμφωνα με την οποία η Κωνσταντίνου ελάμβανε μηνιαίο μισθό €800.
Ως αποτέλεσμα, ο Διευθυντής Ανθρώπινου Δυναμικού της Αρχής, με επιστολή του ημερομηνίας 27.6.2011 ενημέρωσε τον αιτητή ότι τα στοιχεία που είχε υποβάλει αναφορικά με την αμοιβή της Κωνσταντίνου βρίσκονταν σε αντίθεση με τα στοιχεία που παρελήφθησαν από την Αρχή από άλλη πηγή πληροφόρησης, τα οποία καταδείκνυαν ότι η Κωνσταντίνου, κατά τη διάρκεια της κατάρτισής της, ελάμβανε €800 και όχι €1.100, όπως απαιτείτο από το Σχέδιο και τον κάλεσε να υποβάλει γραπτώς τα σχόλιά του.
Η απάντηση του αιτητή, όπως αυτή διατυπώθηκε σε σχετική επιστολή του προς την Αρχή, ημερομηνίας 28.6.2011, και αποτελεί τη βασική του θέση στην επίδικη διαφορά, ήταν η ακόλουθη:
«1) Η εργοδότηση της κ. Κωνσταντίνου έγινε με σκοπό την εκπαίδευση της και την συμμετοχή της στο εν λόγω πρόγραμμα.
2) Με την λήξη της διάρκειας του προγράμματος, όπως ήταν συμφωνημένο, δεν θα συνέχιζε να λαμβάνει το ίδιο μηνιαίο εισόδημα των €1100 μηνιαίως. Αυτό φαίνεται και από την κατάσταση των Κ.Α. της για το μήνα Οκτώβριο του 2010 (δηλαδή μετά την λήξη του προγράμματος - το πρόγραμμα είχε λήξει τον Σεπτέμβριο του 2010) όπου καταβλήθηκαν κοινωνικές ασφαλίσεις για το ποσό των €800 και όχι για το ποσό των €1100. Επισυνάπτεται η απόδειξη των Κ.Α. για τον μήνα Οκτώβριο του 2010 όπου το ποσό που είχε καταβληθεί μειώθηκε από €562,02 σε 502,52.
3) Η κ. Κωνσταντίνου δεν δέχτηκε την μείωση των απολαβών της και γι' αυτό δεν εργοδοτείται πλέον στο γραφείο μας, δηλαδή από τον Οκτώβριο του 2010, τον επόμενο μήνα μετά τη λήξη του προγράμματος».
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί δεν έγιναν αποδεκτοί από την Αρχή, η οποία πληροφόρησε εγγράφως τον αιτητή στις 15.7.2011 ότι η αίτησή του δεν μπορούσε να εγκριθεί, καθότι, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης και δικής του ενυπόγραφης βεβαίωσης, η αμοιβή της Κωνσταντίνου, κατά τη διάρκεια της κατάρτισής της και όχι μόνο μετά τη λήξη της, ήταν €800, αντί τουλάχιστον €1.100, κατά παράβαση βασικής πρόνοιας (παράγραφος 3.3.1(στ) του Οδηγού Πολιτικής και Διαδικασιών) του Σχεδίου.
Τέσσερις μέρες αργότερα, στις 19.7.2011, ο αιτητής κοινοποίησε στην Αρχή νέα επιστολή με την οποία ζήτησε την επανεξέταση της αίτησής του πάνω στη βάση νέων στοιχείων. Τα νέα στοιχεία, σύμφωνα με την επιστολή, ήταν τα συνημμένα αποκόμματα μισθοδοσίας (δελτία πληρωμής) της Κωνσταντίνου για τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο του 2010 και, επιπρόσθετα, η πιο κάτω θέση του αιτητή αναφορικά με την επίμαχη βεβαίωση του ημερομηνίας 29.7.2010:
«4) Η εν λόγω βεβαίωση που αναφέρεστε βεβαιώνει ως μηνιαίο μισθό, τον συμφωνημένο μισθό που η εργοδοτούμενη/καταρτιζόμενη λάμβανε όταν προσλήφθηκε αλλά και μετά την αποπεράτωση του προγράμματος. Σε καμία περίπτωση δεν θεωρούσαμε ότι για τους 6 μήνες της διάρκειας του προγράμματος ο μισθός της θα ήταν και/ή θα θεωρείτο €1100 και έτσι η βεβαίωση που είχε δοθεί (παρόλο που δόθηκε στη διάρκεια της κατάρτισης) δεν ανέφερε το ποσό των €1100 αλλά το ποσό των €800, αφού ο μισθός της θεωρείτο €800. Γι' αυτό και η εν λόγω βεβαίωση βεβαίωνε το ποσό των €800. Το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της κατάρτισης λάμβανε €1100 ανελλιπώς, δεν σημαίνει ότι θα αναφέραμε στη βεβαίωση ότι λάμβανε €1100.
5) Περαιτέρω αυτό φαίνεται όπως έχει ήδη αναφερθεί και στην επιστολή μας ημερ. 29/6/2011, ότι δηλαδή και με το πέρας της κατάρτισης είχε επανέλθει στο συμφωνημένο μισθό, που αυτός ήταν €800 καθαρά και όχι €1100 ή €1019 καθαρά. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος της αποχώρησης της εργοδοτούμενης/καταρτιζόμενης από το γραφείο πράγμα που φαίνεται και από το έντυπο που εγώ υπέγραψα για το Γραφείο Εργασίας, όπου αναφέρεται ότι ο λόγος τερματισμού της εργασίας της, ήταν η διαφωνία στο μισθό».
Ο Διευθυντής Ανθρώπινου Δυναμικού της Αρχής, με επιστολή του ημερομηνίας 1.8.2011 πληροφόρησε τον αιτητή ότι πιο πάνω στοιχεία εξετάστηκαν δεόντως από την Αρχή, αλλά δεν ήταν ικανά να διαφοροποιήσουν την απόφασή της, δεδομένων των προϋποθέσεων του Οδηγού Πολιτικής και Διαδικασιών για την καταβολή χορηγήματος και των υπόλοιπων στοιχείων που είχαν υποβληθεί.
Εναντίον των πιο πάνω αποφάσεων της Αρχής, ημερομηνιών 15.7.2011 και 1.8.2011, καταχωρίστηκε στις 28.9.2011 η προσφυγή αρ. 1282/2011.
Το θέμα, όμως, δεν έληξε εδώ. Το Σεπτέμβριο του 2011, η Αρχή έγινε αποδέκτης δύο επιστολών της Κωνσταντίνου, η οποία έθετε υπόψη της Αρχής ότι αναιρούσε οποιαδήποτε προηγούμενη δήλωση ή καταγγελία της αναφορικά με το Σχέδιο, ότι η διαφορά της με τον αιτητή αφορούσε «κάποιες εκκρεμότητες, μετά την απόλυση μου, περί τα τέλη Οκτωβρίου 2010» σε σχέση με τα οδοιπορικά έξοδα για το μήνα Οκτώβριο του 2010 και ότι δεν είχε οποιαδήποτε ένσταση για την καταβολή του χορηγήματος στον αιτητή.
Ακολούθως, η Αρχή, αφού εξέτασε τα όσα είχαν τεθεί ενώπιόν της και αφού έλαβε τη συμβουλή των δικηγόρων της και την γνωμάτευση του Λειτουργού Οικονομικών Υπηρεσιών, κοινοποίησε στον αιτητή επιστολή ημερομηνίας 16.1.2012, με την οποία τον πληροφόρησε ότι η υπόθεση επανεξετάστηκε υπό το φως των νέων στοιχείων που παρελήφθησαν και ότι, με βάση το σύνολο των στοιχείων που είχαν τεθεί στη διάθεσή της, συμπεριλαμβανομένων και των αντιφατικών δηλώσεων της Κωνσταντίνου, προέκυπταν εύλογες υποψίες ότι ο αιτητής δεν είχε καταβάλει στην καταρτιζόμενη το ποσό που προβλέπεται στον Οδηγό Πολιτικής και Διαδικασιών του Σχεδίου.
Ενόψει τούτου, η Αρχή κάλεσε τον αιτητή να παρουσιάσει στοιχεία που θα τεκμηρίωναν τον ισχυρισμό του ότι κατέβαλλε στην Κωνσταντίνου τον προβλεπόμενο μισθό, όπως σχετική βεβαίωση του λογιστή/ελεγκτή της επιχείρησης ή αντίγραφα επιταγών. Επιπρόσθετα, ο αιτητής κλήθηκε να σχολιάσει την αντίφαση μεταξύ της βεβαίωσης του ημερομηνίας 29.7.2010 και του ισχυρισμού του ότι κατέβαλλε στην Κωνσταντίνου, κατά την περίοδο της κατάρτισής της, μισθό €1.100.
Απαντώντας ο αιτητής επικαλέστηκε το περιεχόμενο προηγούμενων επιστολών του προς την Αρχή, δήλωσε ότι, λόγω του μικρού κύκλου εργασιών, δεν είχαν λογιστή και παρέπεμψε για περαιτέρω διευκρινίσεις στη μητέρα του, η οποία, όπως ισχυρίσθηκε, ήταν λογίστρια στην Υδατοπρομήθεια Λεμεσού και είχε συντάξει τα δελτία πληρωμής που είχαν προσκομισθεί ενώπιον της Αρχής με την επιστολή του της 19.7.2011.
Τελικά, η Αρχή, αφού επανεξέτασε το ζήτημα, κατέληξε ότι δεν ήταν δυνατή η καταβολή του χορηγήματος για τους λόγους που σημειώθηκαν στην ακόλουθη επιστολή του Γενικού Διευθυντή της προς τον αιτητή, ημερομηνίας 13.3.2012:
«Kατά την επανεξέταση της αίτησης σας, λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία που παρελήφθησαν αρχικά με την αίτηση σας και όλα τα συμπληρωματικά στοιχεία που παρελήφθησαν διαχρονικά μέχρι σήμερα από την επιχείρηση σας, την απόφοιτο του προγράμματος κυρία Κωνσταντίνου και από άλλες πηγές πληροφόρησης. Τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνουν δική σας ενυπόγραφη Βεβαίωση με ημερομηνία 29 Ιουλίου 2010 (κατά τη διάρκεια της κατάρτισης), με την οποία βεβαιώνετε ότι η κυρία Όλγα Κωνσταντίνου εργάζετο στην επιχείρηση σας με μισθό €800, τις εξηγήσεις που σας ζητήθηκαν για τη Βεβαίωση αυτή, σχετική δήλωση της κυρίας Κωνσταντίνου για το μισθό της, δήλωση της κυρίας Κωνσταντίνου που αναιρούσε την προηγούμενη δήλωση της, διευκρινίσεις που ζητήθηκαν και έδωσε σε σχέση με την αναιρετική της δήλωση, καθώς και αντίγραφα των Δελτίων Πληρωμής που ζητήθηκαν και υποβλήθηκαν συμπληρωματικά των Καταστάσεων Εισφορών Κοινωνικών Ασφαλίσεων και των αποδείξεων πληρωμής τους που υποβλήθηκαν αρχικά με την αίτησή σας.
Η Αρχή λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω στοιχεία, κρίνει ότι δεν ικανοποιείται η βασική πρόνοια του Σχεδίου που παρατίθεται στον Οδηγό Πολιτικής και Διαδικασιών του Σχεδίου, σύμφωνα με την οποία ο εργοδότης θα πρέπει να καταβάλλει στον καταρτιζόμενο στο τέλος κάθε μήνα, μισθό τουλάχιστον €1.100/μήνα. Σχετική είναι η παράγραφος 3.3.1. (στ) του Οδηγού Πολιτικής και Διαδικασιών για το Σχέδιο Στελέχωσης Επιχειρήσεων με απόφοιτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τον οποίο μπορείτε να δείτε στον ιστοχώρο της Αρχής στη διεύθυνση www.anad.org.cy».
H πιο πάνω απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής υπ' αριθμό 829/2012.
Η Αρχή εγείρει προδικαστικό ζήτημα εκτελεστότητας των δύο προσβαλλόμενων αποφάσεων της προσφυγής αρ. 1282/2011, εφόσον προέκυψε η μεταγενέστερη απόφαση της 13.3.2012 για το ίδιο ζήτημα, κατόπιν επανεξέτασης και αφού λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία.
Ο αιτητής απαντά με τον αόριστο ισχυρισμό ότι «μετά την επανεξέταση του θέματος και λήξη της απόφασης της Καθ' ης η αίτηση ημερ. 15/03/2012, η συνεκδίκαση και των δύο Προσφυγών που προσβάλλουν όλες τις αποφάσεις της Καθ' ης η αίτηση, ήτοι ημερ. 15/07/2011, 1/08/2011 και 13/03/2012 καθιστούν την προδικαστική ένσταση άνευ ουσίας». Στην απαντητική αγόρευσή του διαφοροποιεί τη θέση του, ισχυριζόμενος ότι η επανεξέταση δεν έγινε πάνω στη βάση νέων ουσιωδών στοιχείων, με αποτέλεσμα εκτελεστές να είναι μόνο οι αποφάσεις που προσβάλλονται με την προσφυγή αρ. 1282/2011.
Η προδικαστική ένσταση ευσταθεί. Οι επιστολές της Κωνσταντίνου του Σεπτεμβρίου 2011 και οι ισχυρισμοί που περιέχονταν σ' αυτές, οι οποίοι ήταν διαμετρικά αντίθετοι με ότι είχε υποστηρίξει σε προηγούμενο στάδιο, συνιστούσαν νέα ουσιώδη πραγματικά στοιχεία που οδήγησαν σε νέα έρευνα. Η διενέργεια της επανεξέτασης, πάνω στη βάση αυτών των νέων στοιχείων που λαμβάνονταν για πρώτη φορά υπόψη, κατέληξε στην παραγωγή νέας διοικητικής απόφασης, η οποία περιέχεται στην επιστολή του Γενικού Διευθυντή, ημερομηνίας 13.3.2012. Με την έκδοση της απόφασης αυτής, οι προηγηθείσες αποφάσεις της 15.7.2011 και 1.8.2011 έχασαν την εκτελεστότητά τους και συγχωνεύθηκαν στην τελευταία απόφαση, με αποτέλεσμα η προσφυγή αρ. 1282/2011 να στρέφεται εναντίον πράξεων ανεπίδεκτων προσφυγής και θα πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Mε άλλα λόγια, αφότου εκδόθηκε η τελευταία απόφαση της Αρχής, ημερομηνίας 13.3.2012, πάνω στη βάση νέας έρευνας, η προσφυγή αρ. 1282/2011 κατέστη άνευ αντικειμένου (βλ. Ζίττης v. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 394, Νίκου Χαραλάμπους η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης, 2η Έκδοση, Λευκωσία 2004, σελ. 132). Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, δεν είναι νοητή η συνύπαρξη δύο διοικητικών αποφάσεων επί του ιδίου ακριβώς θέματος (βλ. Κ.Ο.Α. v. Σάββα (2001) 3(Β) ΑΑΔ 1110).
Ενόψει των πιο πάνω, η προσφυγή υπ' αριθμό 1282/2011 είναι έκθετη σε απόρριψη.
Προσφυγή υπ΄ αριθμό 829/2012.
Επιδιώκοντας την ακύρωση της απόφασης της Αρχής, ημερομηνίας 13.3.2012, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι δικαιούνται το επίδικο χορήγημα και ότι η απόρριψη του αιτήματός του από την Αρχή είναι αποτέλεσμα κατάχρησης εξουσίας, πραγματικής πλάνης και ανεπαρκούς έρευνας.
Eίναι η θέση του αιτητή ότι πληρούσε τις προβλεπόμενες στο Σχέδιο προϋποθέσεις και ιδίως αυτές του Παραρτήματος ΙΙΙ του Οδηγού και αυτό επιβεβαιώνεται από την κατ' αρχήν εγκριτική επιστολή της Αρχής, ημερομηνίας 31.3.2010. Τονίζει ότι, μέσα στα πλαίσια του Σχεδίου και του Οδηγού, αφενός, η Κωνσταντίνου έτυχε της απαιτούμενης κατάρτισης, παρακολουθώντας τα απαιτούμενα προγράμματα και σεμινάρια, απασχολήθηκε καθ' όλη τη διάρκεια της καθορισμένης περιόδου και έλαβε το προβλεπόμενο από το Σχέδιο μηναίο εισόδημα, αφετέρου δε, ο αιτητής συμπλήρωσε και υπέβαλε στην Αρχή όλα τα αναγκαία έγγραφα, δικαιολογητικά και αποδείξεις.
Υποβάλλει, περαιτέρω, ο αιτητής ότι, από τη στιγμή που ο ίδιος είχε προσκομίσει καταστάσεις αποδοχών και εισφορών και τις αποδείξεις πληρωμής τους, τα οποία ήταν και τα απαιτούμενα έγγραφα, βάσει της παραγράφου (1) του Παραρτήματος ΙΙΙ του Οδηγού (κόστος προσωπικού απόφοιτου και εκπαιδευτή) και, επιπρόσθετα, δύο ενυπόγραφα δελτία πληρωμής (pay slip) της Κωνσταντίνου, τα οποία δεν ήταν υποχρεωμένος να παρουσιάσει, η Αρχή δεν μπορούσε να απορρίψει την αίτησή του, αλλά ήταν υποχρεωμένη να ενεργήσει με δέσμια εξουσία και να του καταβάλει το χορήγημα. Aκόμη, όμως, και στην περίπτωση που η Αρχή ενήργησε πάνω στη βάση διακριτικής ευχέρειας, εισηγείται ο αιτητής, έχει υπερβεί τα όριά της, λόγω του ότι δεν τήρησε τις προκαθορισμένες προϋποθέσεις και κριτήρια για την καταβολή του χορηγήματος, με αποτέλεσμα η απόφασή της να πάσχει λόγω κατάχρησης εξουσίας.
Επίσης, εισηγείται ότι παρεισέφρησε πραγματική πλάνη κατά τη διοικητική διεργασία, εφόσον η Αρχή δεν έλαβε υπόψη ουσιώδη πραγματικά γεγονότα, όπως αυτά προέκυπταν από τις αποδείξεις και τα δικαιολογητικά που είχαν προσκομιστεί, αλλά και από το περιεχόμενο των επιστολών του αιτητή και της Κωνσταντίνου προς την Αρχή.
Αντίθετα, υποβάλλει, η Αρχή στηρίχθηκε σε ανύπαρκτα γεγονότα, όπως η βεβαίωσή του ημερομηνίας 29.7.2010, η οποία ήταν «νομικά ανύπαρκτη», εφόσον δεν είχε σχέση με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Πέραν τούτων, υπήρξε, κατά τον αιτητή, και κακή εφαρμογή των κριτηρίων του Σχεδίου και, κατά συνέπεια, εσφαλμένη εφαρμογή του.
Τέλος, υποβάλλεται από τον αιτητή ότι η Αρχή δεν διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, κυρίως προς την κατεύθυνση της εξακρίβωσης της ακριβούς αμοιβής της Κωνσταντίνου, νοουμένου ότι τα ενώπιόν της στοιχεία δεν μπορούσαν να οδηγήσουν στην εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων και να δικαιολογήσουν την κατάληξή της.
Η απάντηση των καθ' ων η αίτηση στην πιο πάνω επιχειρηματολογία συνοψίζεται ως ακολούθως:
O αιτητής δεν τήρησε τον όρο που αφορούσε τον ελάχιστο μισθό και αυτός ήταν ο κύριος λόγος της απόρριψης του αιτήματός του. Εφόσον δεν υπήρξε τήρηση των όρων του Σχεδίου (παράγραφος 3.3.1. (στ) του Οδηγού του Σχεδίου) δεν μπορεί να γίνεται λόγος για δέσμια εξουσία της Αρχής να καταβάλει το χορήγημα.
Δεν υπήρξε κατάχρηση εξουσίας κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Αρχής, η οποία ορθά απέρριψε το αίτημα, εφόσον η έρευνα των ενώπιόν της στοιχείων, συμπεριλαμβανομένης της βεβαίωσης του ίδιου του αιτητή, οδήγησε στη διαπίστωση ότι δεν είχε τηρηθεί μια βασική προϋπόθεση σε σχέση με το ύψος του καταβλητέου μισθού.
Το γεγονός ότι ο αιτητής είχε καταθέσει τα απαιτούμενα έγγραφα και δικαιολογητικά δεν ήταν από μόνο του αρκετό για να δημιουργήσει στην Αρχή την υποχρέωση καταβολής του χορηγήματος. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπήρχε καταστρατήγηση του άρθρου 21(2)(β) του περί Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Νόμου του 1999 (Ν.125(1)/99, ως έχει τροποποιηθεί), το οποίο απαγορεύει στην Αρχή την καταβολή οποιουδήποτε χορηγήματος αν δεν έχουν τηρηθεί οι καθορισμένοι όροι και προϋποθέσεις.
Πριν καταλήξει στην επίδικη απόφασή της, η Αρχή διεξήγαγε δέουσα έρευνα, ζητώντας μάλιστα πρόσθετες επεξηγήσεις από τον αιτητή αναφορικά με την βεβαίωσή του ότι ο μισθός της Κωνσταντίνου τον Ιούλιο του 2010 ήταν €800 και, καλώντας τον να υποβάλει πρόσθετα στοιχεία, όπως βεβαίωση του λογιστή του ή αντίγραφα επιταγών, χωρίς όμως ο αιτητής να ανταποκριθεί. Συνεπώς, κατά την άποψη των καθ' ων η αίτηση, η επίδικη απόφαση λήφθηκε πάνω στη βάση επαρκών στοιχείων, τα οποία αποκλείουν την πιθανότητα πλάνης και καθιστούν την τελική κατάληξη εύλογα επιτρεπτή.
Οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν ευσταθούν. Σύμφωνα με το άρθρο 21 του Ν.125(1)/99:
«(1)(α) Η Αρχή έχει εξουσία όπως, τηρουμένων των διατάξεων του περί Ελέγχου των Κρατικών Ενισχύσεων Νόμου και των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) του παρόντος άρθρου, καταβάλλει από το Ταμείο χορήγημα σε εργοδότες, αναφορικά με ποσά τα οποία οι ίδιοι δαπάνησαν ή οφείλουν προς το σκοπό παροχής κατάρτισης σε εργοδοτούμενα από αυτούς άτομα, σύμφωνα με διαδικασία και κάτω από όρους και προϋποθέσεις που θα ορίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής.
(β) Η Αρχή θα ενημερώνει κάθε εργοδότη, επιχείρηση, ίδρυμα ή οργανισμό κατάρτισης ή άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, για τη διαδικασία, τους όρους ή τις προϋποθέσεις που θα ισχύουν εκάστοτε δυνάμει του εδαφίου (1), δια της εκδόσεως Οδηγού ή Οδηγών που θα είναι διαθέσιμοι στα γραφεία της ή θα δημοσιοποιούνται, εάν η Αρχή το κρίνει απαραίτητο, με οποιοδήποτε τρόπο η Αρχή ήθελε κρίνει κατάλληλο.
(2) Τίποτε στο εδάφιο (1) δεν παρέχει το δικαίωμα στην Αρχή να καταβάλλει οποιοδήποτε χορήγημα σε εργοδότη -
(α) Αναφορικά με κατάρτιση που παρασχέθηκε χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Αρχής·
(β) αναφορικά με κατάρτιση που παρασχέθηκε, χωρίς να ικανοποιούνται οι όροι και προϋποθέσεις που καθορίσθηκαν από την Αρχή.
(3)...........................».
Επαρκής έρευνα θεωρείται κατά τη νομολογία εκείνη που δείχνει τη διερεύνηση κάθε σχετιζόμενου με την υπόθεση γεγονότος (βλ. Μοtorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 AAΔ 447). Η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα και δεν υπάρχει στερεότυπος τρόπος που καλύπτει κάθε περίπτωση. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που ευλόγως επέλεξε η διοίκηση να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Καμηλάρης v. Δημοκρατίας (1991) 4 ΑΑΔ 725 και Δημοκρατία v. C. Kassinos Construction Ltd (1990) 3(E) AAΔ.3835).
Σημασία έχει η συλλογή και αξιολόγηση όλων των ουσιωδών στοιχείων να έχουν δημιουργήσει τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα (βλ. Ράφτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 345).
Εφόσον διαπιστώνεται ότι, από την έρευνα που είχε προηγηθεί της λήψης της επίδικης απόφασης, είχαν όντως συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία τα οποία παρείχαν βάση για ασφαλή συμπεράσματα, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην εκτίμηση των γεγονότων και στοιχείων, υποκαθιστώντας την κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου με τη δική του κρίση (βλ. Georghiades v. Republic (1982) 3 CLR 649).
Στην παρούσα περίπτωση, δεδομένου ότι ο ίδιος ο νόμος απαγόρευε την καταβολή οποιουδήποτε χορηγήματος σε εργοδότη αναφορικά με κατάρτιση που παρασχέθηκε κατά παράβαση των καθορισμένων όρων και προϋποθέσεων, το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο η απόφαση της Αρχής ήταν λογικά εφικτή στα πλαίσια των γεγονότων που είχε ενώπιόν της.
Επανεξετάζοντας το ζήτημα, η Αρχή είχε στη διάθεσή της όλα τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από τον αιτητή, συμπεριλαμβανομένης και της αλληλογραφίας που προηγήθηκε, τόσο με τον αιτητή, όσο και με την Κωνσταντίνου. Είχε, επίσης, ενώπιόν της την εμπεριστατωμένη έκθεση του Λειτουργού Οικονομικών Υπηρεσιών, στην οποία αναλύονται όλα τα στοιχεία, εξετάζονται οι θέσεις του αιτητή σε συνάρτηση με τα δεδομένα αποδοχών και εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων, τη βεβαίωση που είχε υποβληθεί από τον ίδιο τον αιτητή και τη στάση της Κωνσταντίνου, όπως αυτή προέκυπτε μέσα από τις αντιφατικές επιστολές της.
Ακολουθώντας την υπόδειξη της πιο πάνω έκθεσης, η Αρχή ζήτησε από τον αιτητή να προσκομίσει, είτε βεβαίωση από το λογιστή της επιχείρησης, είτε αντίγραφα επιταγών για εξακρίβωση του πραγματικού μισθού που καταβάλλονταν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα στη Κωνσταντίνου.
Η αδυναμία του αιτητή να καταθέσει τα πιο πάνω σημαντικά έγγραφα και, παράλληλα, η αποτυχία του να αντικρούσει με τεκμηριωμένο τρόπο το περιεχόμενο της βεβαίωσής του, ημερομηνίας 29.7.2010 - περίοδος κατά την οποία το πρόγραμμα βρισκόταν σε εξέλιξη - ότι η Κωνσταντίνου «λαμβάνει μηνιαίο μισθό €800», δημιούργησαν εύλογες υποψίες ότι δεν είχαν τηρηθεί οι όροι και προϋποθέσεις που είχαν τεθεί αναφορικά με το μισθό που θα ελάμβανε η Κωνσταντίνου κατά την περίοδο της κατάρτισής της.
Η εξήγηση που δόθηκε από τον ίδιο στην επιστολή του ημερομηνίας 19.7.2011 ότι η βεβαίωση για μισθό €800 αφορούσε την περίοδο πριν και μετά τη λήξη του προγράμματος, παρέμεινε, στην απουσία άλλων στοιχείων, ατεκμηρίωτη.
Σημειώνεται ότι ο αιτητής, υποβάλλοντας την αίτησή του για συμμετοχή στο Σχέδιο, είχε δηλώσει ενυπογράφως στην παράγραφο Ζ του σχετικού εντύπου με τίτλο «Υπεύθυνη Δήλωση», ότι ήταν ενήμερος των προνοιών της σχετικής νομοθεσίας και του Οδηγού Πολιτικής και Διαδικασιών, ότι τις αποδεχόταν και ότι δεσμευόταν «για την πιστή τήρησή τους».
Υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων αναφορικά με το νομικό πλαίσιο της υπόθεσης και με δεδομένη την επάρκεια της έρευνας της Αρχής, ο ισχυρισμός του αιτητή για κατάχρηση εξουσίας δεν έχει αποδειχθεί. Ο συγκεκριμένος λόγος δεν εξετάζεται αφηρημένα ή ακαδημαϊκά, αλλά με βάση τα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Κατάχρηση εξουσίας υπάρχει όταν η διοίκηση στην άσκηση της διακριτικής της εξουσίας παραβαίνει το σκοπό του γράμματος και του πνεύματος του νόμου (βλ. Τριλλίδου v. Δημοτικού Συμβουλίου Στροβόλου (1999) 3 ΑΑΔ 284). Στην παρούσα περίπτωση, η Αρχή, κατόπιν εξέτασης όλων των ουσιωδών στοιχείων, προέβη καθηκόντως στην τελική εκτίμηση των γεγονότων και στη λήψη της σχετικής απόφασης κατ' εφαρμογήν του άρθρου 21(2)(β) του Ν.125(Ι)/99, που απαγορεύει την καταβολή χορηγήματος σε περίπτωση παράβασης των προκαθορισμένων όρων.
Έχοντας δε υπόψη ότι η ευχέρεια του Δικαστηρίου για παρέμβαση περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες που διαπιστώνεται ότι η κατάληξη της διοίκησης δεν ήταν ως θέμα λογικής συνέπειας δυνατή, η προσφυγή 829/2012 δεν μπορεί να επιτύχει.
Ως εκ των ανωτέρω, και οι δύο προσφυγές απορρίπτονται. Ως προς τα έξοδα, ενόψει της συνεκδίκασης, επιδικάζεται ένα σετ εξόδων, ήτοι €1.200 πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, εναντίον του αιτητή.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ