ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D322
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 6348/2013)
30 Ιουνίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
HASSAN MORTAZAVI SANOBARI,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Νατ. Χαραλαμπίδου (κα), για τον Αιτητή.
Ε. Γαβριήλ (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο αιτητής κατάγεται από το Ιράν. Εισήλθε στη Δημοκρατία παράνομα από τα κατεχόμενα και στις 26.10.2008 υπέβαλε αίτηση ασύλου μέσω της νομικού εκπροσώπου του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Δήλωσε ως διεύθυνση διαμονής του συγκεκριμένη διεύθυνση στη Λεμεσό.
Επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 7.7.2009 με την οποία καλείτο ο αιτητής σε συνέντευξη την 4.9.2009 στάληκε ταχυδρομικώς στις 15.7.2009 στην εν λόγω διεύθυνση. Η επιστολή, όμως, επιστράφηκε από το ταχυδρομείο με ένδειξη «ανεπαρκής διεύθυνση».
Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενημερώθηκε σχετικά από τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας του στις 4.9.2009 και στις 10.9.2009 έδωσε οδηγίες να γίνει προσπάθεια εντοπισμού του αιτητή μέσω της νομικού εκπροσώπου του.
Κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας του λειτουργού με τη νομικό εκπρόσωπο του αιτητή στις 2.10.2009, η νομικός εκπρόσωπος δήλωσε ότι αν καθίστατο δυνατό να επικοινωνήσει με τον αιτητή, θα απέστελλε εξουσιοδότηση στην Υπηρεσία Ασύλου μέχρι τις 9.10.2009. Ας σημειωθεί ότι μέχρι τότε η εν λόγω εκπρόσωπος δεν είχε καταχωρήσει εξουσιοδότηση από τον αιτητή για να ενεργεί ως τέτοια.
Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν εισηγητικής έκθεσης του αρμόδιου λειτουργού ημερ. 26.10.2009 και ενόψει μη οποιασδήποτε ανταπόκρισης από τη νομικό εκπρόσωπο του αιτητή, αποφάσισε στις 27.10.2009 το κλείσιμο του φακέλου και τη διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης.
Στις 30.11.2011, η νομικός εκπρόσωπος του αιτητή απέστειλε επιστολή στην Υπηρεσία Ασύλου ισχυριζόμενη ότι παρά το ότι ο πελάτης της διέμενε στην αρχικά δηλωθείσα διεύθυνση, δεν έλαβε οποιαδήποτε ειδοποίηση σχετικά με το αίτημά του ζητώντας παράλληλα να ενημερωθεί σε ποιο στάδιο βρίσκεται η εξέταση της εν λόγω αίτησης.
Στις 16.12.2011 η Υπηρεσία Ασύλου ενημέρωσε σχετικά τη νομικό εκπρόσωπο του αιτητή η οποία στη συνέχεια και ειδικότερα στις 22.12.2011 καταχώρησε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων επισυνάπτοντας αντίγραφο πιστοποιητικού βάφτισης του αιτητή ημερ. 1.8.2011.
Στις 3.2.2012 διεξήχθη από αρμόδιο λειτουργό της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων έρευνα μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης χωρίς τη διαπίστωση οποιασδήποτε νέας διεύθυνσης του αιτητή. Νέα έρευνα ημερ. 17.6.2013 φανέρωσε πως ο αιτητής στις 29.2.2012 δήλωσε νέα διεύθυνση διαμονής στη Λεμεσό.
Στις 21.8.2013 αρμόδιος λειτουργός της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ετοίμασε έκθεση και η Αναθεωρητική Αρχή κατόπιν μελέτης της έκθεσης εξέδωσε την ίδια ημέρα απόφαση απορριπτική της προσφυγής. Η απόφαση μαζί με απορριπτική επιστολή αποστάληκαν στον αιτητή ταχυδρομικώς και στη νομικό του εκπρόσωπο με τηλεομοιότυπο στις 30.8.2013.
Νομικοί ισχυρισμοί
Είναι η θέση του αιτητή ότι οι καθ' ων η αίτηση κατά παράβαση του άρθρου 13 του Ν. 6(Ι)/2000 διέκοψαν τη διαδικασία εξέτασης της αίτησής του χωρίς να υπεισέλθουν στην ουσία του αιτήματός του και χωρίς καν να εξετάσουν το αίτημά του.
Ενώ ο αιτητής είχε δηλώσει την ορθή διεύθυνσή του, στο φάκελο στον οποίο περιεχόταν η πιο πάνω επιστολή αναγράφηκε λανθασμένη διεύθυνση, όπως υποδηλώνει η ένδειξη του ταχυδρομείου, με αποτέλεσμα να υπόκειται τις συνέπειες των παραλείψεων της διοίκησης για τις οποίες ο ίδιος δεν είναι υπαίτιος κατά παράβαση του άρθρου 51(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/99. Η ενέργεια αυτή, κατά την εισήγηση, παραβιάζει και το άρθρο 52(5) του Ν. 158(Ι)/99 αφού οι δυσμενείς συνέπειες για τον αιτητή είναι δυσανάλογες με τον επιδιωκόμενο με την πράξη σκοπό. Συγκεκριμένα, η βάφτισή του ως Χριστιανού θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του στη χώρα του. Δηλαδή, η υποχρέωση συμμόρφωσης των αιτητών με τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 6(Ι)/2000, να δηλώνουν ανά πάσα στιγμή τον τόπο διαμονής τους στα κατά τόπο αρμόδια κλιμάκια της ΥΑΜ είναι δυσανάλογη με τους σοβαρούς λόγους δίωξης του αιτητή στη χώρα του.
Περαιτέρω, ως δυσμενής για τον αιτητή, η απόφαση των καθ' ων η αίτηση έχρηζε ιδιαίτερης αιτιολογίας και έρευνας πράγμα που δεν έγινε.
Από πλευράς τους οι καθ' ων η αίτηση προτείνουν πως ο αιτητής είναι υπεύθυνος για τον εφοδιασμό ορθής διεύθυνσης και αριθμού τηλεφώνου ώστε η Υπηρεσία να μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί του. Παρά, μάλιστα, τη μη καταχώρηση εξουσιοδότησης για την εκπροσώπηση του αιτητή από τη νομική του εκπρόσωπο, η αρμόδια λειτουργός προσπαθώντας να εξαντλήσει κάθε πιθανή επικοινωνία με τον αιτητή, επικοινώνησε με τη δικηγόρο η οποία υπέβαλε την αίτηση εκ μέρους του αιτητή, χωρίς όμως αποτέλεσμα εφόσον πέρασαν δύο χρόνια από την επικοινωνία αυτή μέχρι η εξουσιοδοτημένη πλέον νομική του εκπρόσωπος να ζητήσει να ενημερωθεί για το στάδιο στο οποίο βρισκόταν η αίτηση.
Η κατάληξη
Κατ' αρχήν παρατηρώ πως ο φάκελος φέρει «παράθυρο» το οποίο επιτρέπει την ανάγνωση της διεύθυνσης του παραλήπτη όπως αυτή αναγράφεται στην επιστολή που περιέχεται στο φάκελο χωρίς να χρειάζεται η περαιτέρω αναγραφή της διεύθυνσης στον ίδιο το φάκελο. Η διεύθυνση που αναγραφόταν στην επιστολή είναι η δηλωθείσα από τον αιτητή την ορθότητα της οποίας τονίζει η δικηγόρος του αιτητή και στην οποία ο ίδιος παρέλαβε προηγούμενο έγγραφο της Υπηρεσίας.
Η επίκληση της δικηγόρου του αιτητή της Nirjala Shrestha ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 308/14, ημερ. 29.10.2015, ECLI:CY:AD:2015:D718, δεν βοηθά στον ισχυρισμό πως η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Η υπόθεση αφορούσε αλλοδαπή φοιτήτρια της οποίας το αίτημα για επέκταση της προσωρινής άδειας παραμονής δεν έγινε δεκτό επειδή είχαν παραβιαστεί οι όροι διαμονής της λόγω παράνομης εργοδότησης. Οπότε, της ζητήθηκε να αναχωρήσει άμεσα από τη Δημοκρατία. Το Δικαστήριο, ακυρώνοντας την απόφαση, διαπίστωσε πως ο Νόμος δεν προνοεί για ποινική μεταχείριση ή απέλαση, αλλά ότι προτού επιβληθεί διοικητικό πρόστιμο στον αλλοδαπό, ο Διευθυντής ειδοποιεί το επηρεαζόμενο πρόσωπο για την πρόθεσή του παρέχοντας σ' αυτό το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων. Συνεπώς, με παραπομπή στη Rahaman ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 488/09, ημερ. 21.7.2010, κρίθηκε πως παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας εφόσον ο όρος που ενσωματώθηκε στην άδεια δεν θα έπρεπε να αναγνωσθεί ως παρέχων εναλλακτικά το δικαίωμα της κατ' ευθείαν απέλασης χωρίς την προηγούμενη δυνατότητα της επιβολής διοικητικού μέτρου πριν την κατάληξη στην επαχθή λύση της απέλασης. Η μη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρεχόταν από το Νόμο συνιστούσε παρανομία.
Η πιο πάνω απόφαση διακρίνεται από την παρούσα. Εκεί ο ίδιος ο Νόμος προέβλεπε για μια εξελικτική πορεία η οποία πρέπει να ακολουθείται και η οποία δεν απολήγει, εν πάση περιπτώσει, σε απέλαση και είναι στα πλαίσια αυτού του σκεπτικού που το Δικαστήριο διέγνωσε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Κάτι που δεν συμβαίνει εδώ. Η αρχή της αναλογικότητας δεν τυγχάνει εφαρμογής εδώ όπου η διοίκηση εξάντλησε κάθε μέσο επικοινωνίας με τον αιτητή. Η υπόθεση πήρε ακριβώς την πορεία της μετά που ούτε η ίδια η νομική εκπρόσωπος του αιτητή δεν κατάφερε να τον εντοπίσει, κρίνοντας από τη μη ανταπόκρισή της για τα επόμενα δύο χρόνια. Εδώ δεν υπήρξε παράβαση νόμου από μέρους των καθ' ων η αίτηση, όπως στην Shrestha ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, ώστε να ευσταθεί ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος του αιτητή παρατηρεί πως η επικοινωνία της αρμόδιας λειτουργού με την ίδια δεν απαλλάσσει τους καθ' ων η αίτηση από την ευθύνη ενημέρωσης του αιτητή διότι η ίδια δεν εκπροσωπούσε τον αιτητή τότε. Δεν διαφεύγει όμως του Δικαστηρίου ότι, παρά το πιο πάνω, και ως σημειώνεται χειρόγραφα σε έντυπο αναφορικά με την πιο πάνω τηλεφωνική επικοινωνία ημερ. 2.10.2009, «η κ. Χαραλαμπίδου βεβαίωσε ότι θα επιχειρήσει να εντοπίσει τον ΑΑ κ' θ' αποστείλει εξουσιοδότηση το αργότερο μέχρι τις 9.10.09», εντός δηλαδή εβδομάδας χωρίς να δηλώσει πως δεν εκπροσωπούσε τον αιτητή. Αντιθέτως.
Εφόσον οι συνέπειες του επαναπατρισμού του αιτητή θα ήταν, όπως εισηγείται, ολέθριες, αυτό από μόνο του θα έπρεπε να ήταν αρκετό για να κρατεί τον αιτητή σε εγρήγορση για την έκβαση της αίτησής του για την οποία ενδιαφέρθηκε τρία χρόνια μετά την υποβολή της. Ο ισχυρισμός ότι η εξέταση αίτησης ασύλου διαρκούσε από 3-6 χρόνια δεν απαλλάσσει τον αιτητή από την ευθύνη να ενδιαφερθεί για το τόσο σοβαρό για τον ίδιο ζήτημα ιδίως όταν η κα Χαραλαμπίδου είχε ειδοποιηθεί ότι η Υπηρεσία τον αναζητούσε.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ