ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 ΑΑΔ 315
PIERIS ν. REPUBLIC (1983) 3 CLR 1054
Παπαδόπουλος Mάριος ν. Oργανισμού Xρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608
Αργυρού Παναγιώτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 639
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2016:D217
26 Απριλίου, 2016
[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
Καθ΄ων η αίτηση.
---------
Κ. Kαντούνας, για την αιτήτρια.
Ν. Χατζηϊωάννου (κα), για Α.Κ. Χατζηϊωάννου & Σία, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
Βρ. Χατζηχάννας, για το ΕΜ1.
Χρ. Μιχαηλίδου (κα) για Μ. Ηλιάδης & Συνεταίροι ΔΕΠΕ, για το ΕΜ5.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια επιζητεί την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 1.11.2011, με την οποία επαναπροήγαγαν μετά από επανεξέταση τα ενδιαφερόμενα μέρη (ΕΜ) Χάρη Παφίτη, Πανίκο Αμιαντίτη, Κυριάκο Ματθαίου, Ευτέρπη Χατζηνικολάου-Καλαθά, Παναγιώτα Ηλία και Χαράλαμπο Παπαχαραλάμπους στη θέση Υποτμηματάρχη (προσωπικό Πληροφορικής) αναδρομικά από τις 5.12.2007.
Η επανεξέταση έλαβε χώρα εν όψει της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπό Ναθαναήλ, Δ., στις Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές Αρ. 5/08, 43/08, 166/08 και 167/08, Ιερωνυμίδης κ.α ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, 22.7.2010 (μεταξύ των αιτητών και η αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή: Αίτηση αρ. 166/08), δυνάμει της οποίας ακυρώθηκε η προαγωγή των τεσσάρων από τα έξι ΕΜ στην παρούσα διαδικασία: Αμιαντίτη, Ματθαίου, Καλαθά και Παπαχαραλάμπους και άλλων δύο ΕΜ στην εκεί διαδικασία.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής (ΔΣ), κατά τη συνεδρίαση του ημερ. 1.8.2010 έλαβε γνώση της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αποφάσισε την επαναφορά των έξι υπαλλήλων στο βαθμό του λειτουργού Α (προσωπικό Πληροφορικής), τη μη άσκηση έφεσης κατά της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου και την επανεξέταση του ζητήματος της πλήρωσης των έξι κενών επίδικων θέσεων εξ υπαρχής, και τούτο στη βάση της διαπίστωσης του ΑΕΔ ότι η ακυρωτική απόφαση «.αλλού επικροτεί και αλλού επικρίνει τη συμβουλή του ΣΠ και την εισήγηση του ΑΕΔ., οπότε είναι προτιμότερη η επανεξέταση του θέματος εξ υπαρχής, οπότε πρέπει να ζητηθεί εκ νέου η συμβουλή του ΣΠ και η εισήγηση του ΑΕΔ». Προς τούτο το ΔΣ ζήτησε να του υποβληθεί εκ νέου η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού (ΣΠ) και η εισήγηση του Ανωτάτου Εκτελεστικού Διευθυντή (ΑΕΔ).
Τέλος, το ΔΣ προχώρησε σε περαιτέρω αξιολόγηση και σύγκριση όλων των υποψηφίων μεταξύ τους, με βάση τα ακαδημαϊκά και τα επαγγελματικά τους προσόντα, την απόδοση και επίδοση τους, καθώς και την καταλληλότητα τους για τις υπό πλήρωση θέσεις, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο των πρακτικών του ΣΠ και την ομόφωνη σύσταση του υπέρ των ΕΜ Αμιαντίτη, Ματθαίου, Χατζηνικολάου-Καλαθά και κατά πλειοψηφία υπέρ των υπολοίπων ΕΜ, την εισήγηση του ΑΕΔ υπέρ και των έξι ΕΜ και το περιεχόμενο των προσωπικών τους φακέλων. Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, το ΔΣ ομόφωνα κατέληξε για πλήρωση των πέντε από τις έξι κενές θέσεις με προαγωγή των ΕΜ Παφίτη, Αμιαντίτη, Ματθαίου, Χατζηνικολάου-Καλαθά και Γιαπάτου Ηλία και κατά πλειοψηφία (5 προς 3) για την πλήρωση της έκτης θέσης με προαγωγή του ΕΜ Χαράλαμπου Παπαχαραλάμπους, με αναδρομική ισχύ από τις 5.12.2007.
Η αιτήτρια επικαλείται αριθμό νομικών ισχυρισμών για να επιτύχει ακύρωση της επίδικης απόφασης: οι καθ΄ ων η αίτηση εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασαν το δεδικασμένο που προέκυψε από την ανωτέρω ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, ότι και αν ακόμη γίνουν αποδεχτές οι εισηγήσεις του ΣΠ και του ΑΕΔ, αυτές πάσχουν ως συγκρουόμενες με τα στοιχεία των φακέλων και συνεπώς το ΔΣ είχε υποχρέωση να μην τις ακολουθήσει. Η αιτήτρια σε σχέση με όλα τα ΕΜ είναι τουλάχιστον ισοδύναμη σε βαθμολογημένη αξία ή οριακά υπερέχει, είναι ισοδύναμη σε «πραγματική αρχαιότητα» και υπερτερεί έναντι όλων στο κριτήριο των προσόντων, αφού είναι κάτοχος πρόσθετων μη απαιτούμενων προσόντων σχετικών με τα καθήκοντα της θέσης όπως μάλιστα έχει κριθεί από την ακυρωτική απόφαση.
Θεωρώ ότι η έκταση του δεδικασμένου όπως προκύπτει από την ανωτέρω απόφαση και τυχόν παραβίαση του δεδικασμένου θα πρέπει να εξεταστεί κατά προτεραιότητα, εφόσον δυνατόν να καθορίσει και την έκβαση της παρούσας προσφυγής. Εισηγείται η αιτήτρια ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε είχε ως αποτέλεσμα την αλλοίωση των προηγούμενων συστάσεων τόσο από το ΣΠ όσο και από τον ΑΕΔ, κατά παράβαση του δεδικασμένου από την ακυρωτική απόφαση με αποτέλεσμα η αιτήτρια να μην συστηθεί ενώ αντίθετα συστήθηκαν όλα τα ΕΜ. Υποβάλλει ότι το ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε ως πάσχουσα και συνεπώς ακυρωτέα μόνο την τελική κρίση των καθ΄ ων η αίτηση, κρίνοντας την ως αναιτιολόγητη.
Τόσο οι συνήγοροι των καθ΄ ων η αίτηση όσο και των ΕΜ, υποστηρίζουν, ότι η Αρχή συμμορφώθηκε πλήρως με το δεδικασμένο, όπως προέκυψε από την ακυρωτική απόφαση η οποία και ακυρώθηκε ως αναιτιολόγητη, επομένως η Αρχή έπρεπε να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις του Δικαστηρίου, ώστε να προβούν τόσο το ΣΠ όσο και ο ΑΕΔ σε νέα πλήρως αιτιολογημένη εισήγηση.
Θεωρώ πως ό,τι κρίθηκε ως μεμπτό ήταν το αναιτιολόγητο της απόφασης του ΔΣ και μόνο. Επ΄ ουδενί προκύπτει ότι το ακυρωτικό Δικαστήριο ακύρωσε τις συστάσεις του ΣΠ και του ΑΕΔ, οι οποίες και προηγούντο της διαδικασίας ενώπιον του ΔΣ:
«.Το πρόβλημα όμως που διαπιστώνεται, όπως έχει και εκτενέστερα αναλυθεί προηγουμένως εξετάζοντας την όλη αιτιολογία που πρόσφεραν οι ίδιοι καθ΄ ων, καταγράφοντας την απόφαση τους για την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, είναι η γενικότητα με την οποία οι καθ΄ ων προχώρησαν να αποφασίσουν τους, κατά την άποψη τους, καταλληλότερους για την πλήρωση των θέσεων. Εάν τα όσα είχαν καταγραφεί από τον Διευθυντή και το Συμβούλιο Προσωπικού, μεταφέρονταν και στην απόφαση των καθ΄ ων, ούτως ώστε να υπάρχει στην πράξη η δεδομένη σύγκριση ως προς τις επιλογές που έγιναν θα ήταν αφενός δυνατός ο δικαστικός έλεγχος, καθώς και η εμπέδωση αφετέρου της άποψης των συνηγόρων των καθ΄ ων ότι πράγματι το Διοικητικό Συμβούλιο κινήθηκε εντός της διακριτικής του ευχέρειας, σταθμίζοντας και αντιπαραβάλλοντας τα όλα δεδομένα.
Εκείνο όμως το οποίο παρατηρείται από τα πρακτικά της συνεδρίας των καθ΄ ων, ήταν ότι παρέθεσαν γενικά την ευρύτερη τοποθέτηση τους ως προς την εργασία και απόδοση εκάστου υποψηφίου, χωρίς να γίνεται αναφορά είτε στα προσόντα, είτε στην αξία, είτε στην αρχαιότητα. Ιδιαίτερα δε όταν το Συμβούλιο έφθασε στο στάδιο της περαιτέρω αξιολόγησης και σύγκρισης των υποψηφίων, μεταξύ τους, ώστε να γίνει η τελική κρίση για τους έξι καταλληλότερους ουδέν συγκριτικό στοιχείο ανέφεραν. Είναι γι΄ αυτό που, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, δεν εξηγείται και επομένως δεν είναι δυνατός ο έλεγχος από πλευράς Δικαστηρίου, γιατί ενώ η Ελένη Παπά είχε τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ της, εν τέλει δεν προήχθη ενώ ο Καντούνας ο οποίος δεν είχε μεν τη σύσταση του Διευθυντή, αλλά από πλευράς προσόντων υπερτερεί των Αριστείδη και Οικονομίδη, δεν προήχθη, ενώ προήχθησαν οι Οικονομίδης και Αριστείδης, που επίσης δεν είχαν συστηθεί από το Διευθυντή. Ως προς άλλους δε υποψήφιους που είχαν τη σύσταση του Διευθυντή όπως τον Παπαχαραλάμπους και που η προαγωγή του παρουσιαζόταν ως μια εύλογη δυνατότητα και πάλι δεν καταγράφηκε οτιδήποτε σε σύγκριση με τον Καντούνα και την Παπά, ώστε να μην επιλεγούν οι τελευταίοι δύο και ιδιαίτερα η Παπά, η οποία επίσης είχε τη σύσταση του Διευθυντή.
Σύμφωνα με διαχρονική νομολογία, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν αντικαθιστά τη δική του κρίση με αυτή του διοικητικού οργάνου, ούτε και είναι αυτός ο ρόλος του. Ελέγχει, όμως, κατά πόσον η διεργασία και η τελική κρίση του οργάνου είναι εύλογη και νόμιμη, μέσα από στοιχεία και δεδομένα, τα οποία το όργανο οφείλει να παραθέτει με την αναμενόμενη λεπτομέρεια.
Εν τέλει ενόψει όλων των πιο πάνω, οι προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών στο σύνολο τους δεν μπορούν να διασωθούν.»
Ευλόγως εκ των ανωτέρω προκύπτει παράβαση του δεδικασμένου, εφόσον τόσο η σύσταση του ΣΠ όσο και του ΑΕΔ ουδέποτε κρίθηκαν από το ακυρωτικό Δικαστήριο ως πάσχουσες, αλλά η τελική κρίση των καθ΄ ων ως αναιτιολόγητη, με αποτέλεσμα να έχουν ανατραπεί τα πραγματικά δεδομένα εις βάρος της αιτήτριας, νοουμένου μάλιστα ότι οι συστάσεις αυτές λήφθηκαν ιδιαίτερα υπόψη από το ΔΣ κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης και την επιλογή των έξι ΕΜ: η αιτήτρια κατά την προηγούμενη διαδικασία είχε υπέρ της τη σύσταση τόσο του ΑΕΔ όσο και την κατά πλειοψηφία (6 προς 1) σύσταση του ΣΠ, με τις νέες εισηγήσεις που υποβλήθηκαν τόσο από το ΣΠ όσο και από τον ΑΕΔ η αιτήτρια δεν συστήθηκε ενώ αντιθέτως συστήθηκαν τα έξι ΕΜ.
Το δεδικασμένο συναρτάται άμεσα με την επίλυση των επίδικων θεμάτων. Pieris v. R. (1983) 3 C.L.R. 1054. «Η αρχή του δεδικασμένου επισφραγίζει τη λύση της διαφοράς και καθιστά τη δικαστική απόφαση δηλωτική των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων». Μαυρογένης ν. Βουλής κ.α. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, 330, 332. Ο λόγος της δικαστικής απόφασης (ratio decidendi) είναι η αρχή δικαίου στην οποία θεμελιώνεται το αποτέλεσμα της απόφασης.
Συνεπώς η απόφαση της Αρχής να ζητήσει την υποβολή νέων συστάσεων τόσο από το ΣΠ όσο και από τον ΑΕΔ κινήθηκε πέραν των ορίων του δεδικασμένου, θέτοντας εξ υπαρχής τον όλο μηχανισμό αξιολόγησης, ενώ όφειλε να εκκινήσει από το στάδιο εκείνο που κρίθηκε από το Δικαστήριο ως μεμπτό ή «τρωτό», η επανεξέταση δεν διενεργείται εφ΄ όλης της ύλης αλλά μόνο στα πλαίσια που καθόρισε η ακυρωτική απόφαση. Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, Παπαδόπουλος ν. Οργ. Χρημ. Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608 και Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643, 647-648:
«Η διαδικασία της επανεξέτασης απολήγει σε νέα διοικητική απόφαση. Το διοικητικό όργανο δεσμεύεται να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης ενώ στα υπόλοιπα σημεία του υπό συζήτηση ζητήματος διατηρεί ελεύθερη κρίση. Να παραθέσουμε σχετική περικοπή από απόφαση που μόλις έχουμε εκδώσει στην Παναγιώτης Αργυρού ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 639.
«Να υπενθυμίσουμε, επί του προκειμένου, πως με την ακυρωτική δικαστική απόφαση η διοίκηση οφείλει να συμμορφωθεί μ' αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 146.5 του Συντάγματος, δηλαδή με το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Όταν δε το διοικητικό όργανο επανεξετάζει το θέμα η επανεξέταση συνιστά εξ ολοκλήρου νέα διαδικασία που απολήγει σε νέα απόφαση. Η διοίκηση δεσμεύεται κατά την επανεξέταση να θεραπεύσει μόνο το σημείο που κρίθηκε τρωτό από το ακυρωτικό Δικαστήριο. Σ' αυτή τη διεργασία θα βοηθηθεί βέβαια η διοίκηση και από την αιτιολογία που οδήγησε στην ετυμηγορία του Δικαστηρίου, αλλά μόνο αναφορικά με το μέρος της που ήταν απολύτως αναγκαίο για να κριθεί το συγκεκριμένο σημείο. Η μόνιμη έγνοια του διοικητικού οργάνου πρέπει πάντοτε να είναι: η λήψη απόφασης σύμφωνα με το νόμο, τις αρχές του διοικητικού δικαίου και της νομολογίας.»»
Βλ. Δημοκρατία ν. Σιακαλλή (2012) 3 Α.Α.Δ. 182, 187-188 και άρθρο 59(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/99.
Η προσβαλλόμενη απόφαση προφανώς πάσχει ως αντίθετη και ή κατά παράβαση του δεδικασμένου. Εν όψει της κατάληξης μου δεν θεωρώ αναγκαίο να επιληφθώ τους άλλους νομικούς ισχυρισμούς που επικαλείται η αιτήτρια προς ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει με €1.300 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, πλέον ΦΠΑ αν επιβάλλεται.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ