ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Ναταλία Χρ. Χαραλαμπίδου (κα) για τον Αιτητή. Κυριάκος Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-04-15 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΛΑΖΑΡΟΣ ΠΟΣΝΑΚΙΔΗΣ ν. ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση Αρ. 280/2013, 15/4/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:D203

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 280/2013)

 

15 Απριλίου, 2016

 

[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΛΑΖΑΡΟΣ ΠΟΣΝΑΚΙΔΗΣ,

 

Αιτητής,

ν.

 

 

ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η Αίτηση.

_________________________

 

Ναταλία Χρ. Χαραλαμπίδου (κα) για τον Αιτητή.

Κυριάκος Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

_________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Ο αιτητής γεννήθηκε στη Γεωργία στις 10.9.1981.  ΄Ηλθε στην Κύπρο νόμιμα το 1999, μαζί με την αδελφή του και, στις 27.11.2001, εξασφάλισε άδεια προσωρινής παραμονής, ως επισκέπτης, η οποία, κατόπιν διαδοχικών αιτήσεων, ανανεώθηκε μέχρι τις 31.12.2003.  Στις 28.1.2005, αφού, στο μεταξύ, απέκτησε ειδικό δελτίο ταυτότητας ομογενούς, αιτήθηκε την έκδοση άδειας διαμονής υπηκόου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, για σκοπούς άσκησης μισθωτής δραστηριότητας στην Κύπρο.  Βάσισε την αίτησή του στον περί της Ελεύθερης Διακίνησης και Διαμονής των Υπηκόων των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και των Μελών των Οικογενειών τους Νόμο του 2003, (Ν. 92(Ι)/2003), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί.  Την 1.3.2005, του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας, με ισχύ μέχρι την 1.3.2010.  Στο μεταξύ, όμως, και, συγκεκριμένα, στις 29.7.2005, αυτός καταδικάστηκε, κατόπιν παραδοχής του, σε φυλάκιση εννέα μηνών, για αδικήματα που αφορούσαν διάρρηξη κατοικίας, κλοπή και κακόβουλη βλάβη.  Ως αποτέλεσμα της καταδίκης του αυτής, στις 2.3.2006, κρίθηκε από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης ως ανεπιθύμητος μετανάστης και, στις 8.3.2006, απελάθηκε.  Ταυτόχρονα, τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Προσώπων.

 

Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια των ετών 2006 έως 2012, ο αιτητής, σύμφωνα με τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, καταδικάστηκε άλλες τέσσερις φορές από αρμόδιο Δικαστήριο, για διάφορα αδικήματα, που αφορούσαν, κυρίως, παράνομη είσοδο και παραμονή στη Δημοκρατία, επίθεση με πραγματική σωματική βλάβη, καθώς και διάρρηξη καταστήματος και κλοπή.  Κάθε φορά δε, η εκάστοτε καταδίκη του αποτελούσε την αιτιολογική βάση για την κήρυξή του ως απαγορευμένου μετανάστη, κατ' επίκληση του άρθρου 6(1)(δ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, και, συνακόλουθα, την έκδοση εναντίον του διαταγμάτων κράτησης και απέλασης.  Επισημαίνεται ότι ο αιτητής απελάθηκε από τη Δημοκρατία, συνολικά, πέντε φορές, τις τέσσερις δε από αυτές επανήλθε παράνομα και παρέμεινε στη Δημοκρατία, επίσης, παράνομα.

 

Η προσβαλλόμενη, με την παρούσα προσφυγή, απόφαση αφορά στα διατάγματα κράτησης και απέλασης, που εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή στις 19.12.2012,  δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105 και του άρθρου 35 του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της ΄Ενωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007, (Ν. 7(Ι)/2007), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί.  Συγκεκριμένα, μετά την τελευταία καταδίκη του, στις 7.3.2012, σε τρίμηνη φυλάκιση, για τα αδικήματα, μεταξύ άλλων, της παράνομης εισόδου και παραμονής στη Δημοκρατία, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, με απόφασή του ημερομηνίας 19.12.2012, τον κήρυξε απαγορευμένο μετανάστη, με βάση τις παραγράφους (δ) και (θ) του άρθρου 6(1) του Κεφ. 105, κρίνοντας, ταυτόχρονα, ότι ο ίδιος αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη.  Περαιτέρω, την ίδια ημέρα, εξέδωσε εναντίον του τα υπό αναφορά διατάγματα κράτησης και απέλασης, καθώς και διάταγμα απαγόρευσης εισόδου του στη Δημοκρατία, για τα επόμενα δέκα χρόνια.  Ο αιτητής ενημερώθηκε, σχετικά, με επιστολή ημερομηνίας 31.12.2012.  Ως αποτέλεσμα, στις 27.2.2013, καταχώρισε, την παρούσα προσφυγή, με την οποία αμφισβητείται η νομιμότητα της εν λόγω απόφασης.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, στις γραπτές αγορεύσεις της, βασικά, προωθεί, ως λόγους ακύρωσης, ότι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και τα εκδοθέντα, βάσει αυτής, διατάγματα κράτησης και απέλασης:  (α) στηρίχθηκαν σε λανθασμένη νομική βάση, (β) είναι προϊόν ελλιπούς έρευνας και αιτιολογίας, (γ) παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και (δ) είναι αποτέλεσμα κακής ή μη άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης.  Από πλευράς των καθ' ων η αίτηση, υποστηρίζεται η ορθότητα και η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και ζητείται η απόρριψη της προσφυγής.

 

Αναφορικά με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, η συνήγορος για τον αιτητή προβάλλει ότι οι καθ' ων η αίτηση λανθασμένα εφάρμοσαν, στην περίπτωση του πελάτη της, το Κεφ. 105, καθώς αυτός κατέχει, ήδη, από το 2003, ειδικό δελτίο ταυτότητας ομογενούς της Ελληνικής Δημοκρατίας, είναι, δηλαδή, ΄Ελληνας, (ευρωπαίος πολίτης) και, συνεπώς, οι μόνες διατάξεις, οι οποίες εφαρμόζονται στην περίπτωσή του, είναι αυτές της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ και του Ν. 7(Ι)/2007.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και τα συναφή διατάγματα κράτησης και απέλασης που ακολούθησαν φαίνεται να στηρίχθηκαν, βασικά, στις πρόνοιες του άρθρου 6(1)(δ) και (θ) του Κεφ. 105[1].  Οι εν λόγω πρόνοιες πρέπει να διαβάζονται και υπό το φως του Ν. 7(Ι)/2007, σκοπός του οποίου είναι η εναρμόνιση του κυπριακού δικαίου, επί του θέματος, με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, καθώς και υπό το φως του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο, όπως έχει τροποποιηθεί με τον περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2006, (Ν. 127(Ι)/2006), προβλέπει ρητά την υπεροχή του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.

 

Το άρθρο 29 στο Μέρος VII Του Ν. 7(Ι)/2007, υπό τον τίτλο «Περιορισμοί του Δικαιώματος Εισόδου και του Δικαιώματος Διαμονής για λόγους Δημόσιας Τάξης, Δημόσιας Ασφάλειας ή Δημόσιας Υγείας», αναφέρεται στους περιορισμούς που μπορούν να τεθούν, σε σχέση με πολίτες της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.  Αυτό διαλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα εξής:-

 

«29.-(1)  Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Μέρους, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της ΄Ενωσης και των μελών των οικογενειών τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.

 

......................................................................................................

 

(3)(α)  Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που το αφορά, η οποία πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας:

 

Νοείται ότι, δεν επιτρέπεται η επίκληση λόγων που δε συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης ούτε η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης.

 

(β)  Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ' εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων.»

 

 

 

Περαιτέρω, το άρθρο 35 του ιδίου Νόμου, προβλέπει, σχετικά, τα εξής:-

 

«35.-(1)  Η αρμόδια αρχή δύναται να εκδίδει διατάγματα απέλασης ως παρεπόμενο μέτρο σε σχέση με ποινή φυλάκισης, μόνο εφόσον πληρούνται η προϋποθέσεις των άρθρων 29, 30 και 31. 

 

(2)  Κατά την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης που εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (1), η αρμόδια αρχή ελέγχει κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος εξακολουθεί να αποτελεί πραγματική απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, και αξιολογεί, επίσης, κατά πόσο έχει, ενδεχομένως, επέλθει ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων αφότου εκδόθηκε το διάταγμα απέλασης.»

 

 

 

Κατά συνέπεια, υπό το φως της πιο πάνω νομικής πτυχής που διέπει την εξεταζόμενη περίπτωση και λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων αυτής, ιδιαίτερα του διαχρονικά παραβατικού ιστορικού του αιτητή στη Δημοκρατία, η λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν, καθ' όλα, ορθή και στηρίχθηκε στη σωστή νομική βάση.  Συγκεκριμένα, τα δεδομένα του αιτητή ενέπιπταν πλήρως στις διατάξεις του άρθρου 6(1)(δ) και (θ) του Κεφ. 105, προκειμένου αυτός να κηρυχθεί ως απαγορευμένος μετανάστης, τα δε προσβαλλόμενα διατάγματα κράτησης και απέλασης, ορθά εκδόθηκαν, όπως αναφέρεται σε αυτά, δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105, αλλά και του άρθρου 35 του Ν. 7(Ι)/2007.  Κατά την έκδοσή τους, μάλιστα, οι καθ' ων η αίτηση φαίνεται να συμμορφώθηκαν πλήρως με τις επιταγές του άρθρου 29(3)(α) και (β) του Ν. 7(Ι)/2007.

 

Με το δεύτερο λόγο ακύρωσης, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.  Αρχίζοντας από το τελευταίο επιχείρημα, επισημαίνεται πως η αιτιολογία δεν είναι απαραίτητο να εμφαίνεται ολόκληρη στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης.  Μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση, να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.  Στην προκειμένη περίπτωση, ανάγνωση των Παραρτημάτων της ένστασης αποκαλύπτει, με επάρκεια, την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία, εν πάση περιπτώσει, συμπληρώνεται από τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και παρατίθενται πιο πάνω.  Ειδικότερα, στην εξεταζόμενη περίπτωση, η διοίκηση εφάρμοσε, σχετικά, τις διατάξεις του άρθρου 6(1)(δ) και (θ) του Κεφ. 105.  ΄Οπως έχει, ήδη, αναφερθεί, ο αιτητής κατέστη απαγορευμένος μετανάστης, καθότι, για περίοδο επτά ετών, περίπου, επέδειξε παραβατική συμπεριφορά.

 

Παράλληλα, επαρκής έρευνα θεωρείται, κατά τη νομολογία, εκείνη που δείχνει τη διερεύνηση κάθε σχετιζόμενου με την υπόθεση γεγονότος, (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).  Η επάρκεια, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της ποικίλλουν, ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα και δεν υπάρχει στερεότυπος τρόπος, ο οποίος να καλύπτει την κάθε περίπτωση.  Η μορφή της είναι συνυφασμένη με τα πραγματικά περιστατικά της κάθε υπόθεσης και το κριτήριο για την πληρότητά της έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα, (βλ. Νικολαΐδης κ.α. ν. Μηνά κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 321 και Ε.Ε.Υ. ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270).

 

Στην κρινόμενη περίπτωση, ο αιτητής παραπονείται, ειδικά, ότι η διοίκηση παρέλειψε να λάβει υπόψη της τις προσωπικές του περιστάσεις.  Δεν κατονομάζει, όμως, ποιες είναι αυτές, πέρα από τον ισχυρισμό ότι υπάρχει σύγχυση της διοίκησης γύρω από το όλο ζήτημα.  Εισηγείται, συγκεκριμένα, ότι, σε κάποια έγγραφα των καθ' ων η αίτηση, καταγράφεται ότι η οικογένειά του διαμένει στην Κύπρο, (τεκμήριο 19(δ) της ένστασης), και, σε κάποια άλλα, ότι δεν έχει κανένα δεσμό με τη Δημοκρατία, (τεκμήριο 21 της ένστασης).  Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, ο υπό αναφορά ισχυρισμός παραμένει ατεκμηρίωτος.  Δεν πρέπει, άλλωστε, να διαφεύγει της προσοχής πως, με δεδομένο το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, η προσβαλλόμενη απόφαση τεκμαίρεται νόμιμη και ορθή και το βάρος είναι στον αιτητή να αποδείξει το αντίθετο.  Να τονιστεί, επίσης, ότι ο ίδιος δεν είναι παντρεμένος, ούτε έχει παιδιά.

 

΄Ενας άλλος λόγος, που ο αιτητής προβάλλει, είναι ότι παραβιάστηκε, εν προκειμένω, η αρχή της αναλογικότητας.  Το για επτά συνεχή χρόνια (2005 έως 2012) ιστορικό παραβατικής συμπεριφοράς του στη Δημοκρατία και οι πέντε καταδίκες του, όπως προκύπτει από τα γεγονότα που αναφέρονται πιο πάνω, δεν αφήνουν οποιαδήποτε περιθώρια επιτυχίας του συγκεκριμένου ισχυρισμού.

 

Τέλος, ο αιτητής εισηγείται πως η διοίκηση δεν άσκησε, στην παρούσα περίπτωση, τη διακριτική της ευχέρεια, ή, εν πάση περιπτώσει, την άσκησε λανθασμένα.  Σύμφωνα με τη νομολογία, η εκτίμηση των γεγονότων που γίνεται από τη διοίκηση δεν ελέγχεται από το δικαστήριο, το οποίο επεμβαίνει μόνο όταν τα συμπεράσματά της επ' αυτών δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο, ή όταν αυτή υπερβαίνει τα όρια της διακριτικής της εξουσίας, η οποία, πρέπει να σημειωθεί, σε περιπτώσεις απέλασης ή άρνησης εισόδου, είναι, αρκούντως, ευρεία.

 

Υπό το φως όλων των προαναφερθέντων, οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν, εν προκειμένω, εντός του πλαισίου της νομιμότητας και άσκησαν τη διακριτική τους ευχέρεια εύλογα και ορθά.  ΄Αλλωστε, όλα τα στοιχεία που αφορούσαν τον αιτητή, από την πρώτη φορά που ο ίδιος ήλθε στη Δημοκρατία, ήταν ενώπιόν τους.  Τα γνώριζαν.  Η όλη δε συμπεριφορά του, όπως αυτή έχει περιγραφεί ανωτέρω, δεν άφησε περιθώρια διαφορετικής αντιμετώπισής του.  Οι καταδίκες του ήταν πολλές και συνεχείς.  Η δε παραμονή της αδελφής του εδώ δεν ήταν ικανή να διαφοροποιήσει την αντιμετώπισή του από τη διοίκηση.  Ως εκ τούτου, ούτε ο λόγος αυτός μπορεί να επιτύχει. 

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.  Επιδικάζονται €1.000,00 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

 

 

 

 

                                                             Γ.Ν. Γιασεμής,

                                                                     Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΠ



[1] "6. - (1)  Τα ακόλουθα πρόσωπα θα είναι απαγορευμένοι μετανάστες και, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού ή των διατάξεων που δυνατό να περιέχονται σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού ή σε οποιοδήποτε Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν θα επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία σε:-

 

.......................................................................................................................................................................

 

(δ)  οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, χωρίς να του απονεμηθεί χάρη, έχει καταδικαστεί για φόνο ή ποινικό αδίκημα για το οποίο η ποινή της φυλάκισης έχει επιβληθεί για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα και το οποίο, λόγω των συναφών περιστάσεων θεωρείται από το Διευθυντή ως ανεπιθύμητος μετανάστης∙

 

.......................................................................................................................................................................

 

(θ)  οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο απελάθηκε από τη Δημοκρατία είτε βάσει του Νόμου αυτού ή είτε βάσει οποιουδήποτε νομοθετήματος σε ισχύ κατά την ημερομηνία της απέλασής του∙"


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο