ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ELEFTHERIOU & OTHERS ν. CENTRAL BANK (1980) 3 CLR 85
Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών και Άλλου (1999) 3 ΑΑΔ 447
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2016:D158
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 855/2012)
21 Μαρτίου, 2016
[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 28, 35 και 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΑΘΗΝΟΓΕΝΟΥΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (Α.Τ. 574165),
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ευγενία Παπαγεωργίου - Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, οδηγός ασθενοφόρου στο Νοσοκομείο Πόλης Χρυσοχούς και ψαράς, συγχρόνως, ηλικίας 55 ετών, υπέβαλε, στις 31.8.2011, στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αίτηση για σύνταξη ανικανότητας. Η αίτηση συνοδευόταν από ιατρική γνωμάτευση του θεράποντος ιατρού του, ημερομηνίας 1.9.2011, σύμφωνα με την οποία αυτός υπέστη, στις 27.4.2010, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και ανεύρυσμα κορυφής αριστερής κοιλίας. Ως εκ τούτου, θα παρέμενε μόνιμα ανίκανος για άσκηση των επαγγελμάτων του, μπορούσε, όμως, να ασκεί άλλο επάγγελμα, αρκεί να απέφευγε τη βαριά σωματική κόπωση.
Στις 16.11.2011, ο αιτητής εξετάστηκε από Καρδιολογικό Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Σύμφωνα με τα ευρήματά του, αυτός έπασχε από στεφανιαία νόσο. Ωστόσο, το Συμβούλιο εξέφρασε τη γνώμη ότι ο αιτητής ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του οδηγού, επισημαίνοντας, συναφώς, τόσο την μετά το έμφραγμα επάνοδό του στην εργασία του ως οδηγός όσο και το γεγονός ότι ο ίδιος, απαντώντας στην ερώτηση του εντύπου της αίτησης για σύνταξη ανικανότητας κατά πόσο είναι ικανός για οποιοδήποτε άλλο είδος εργασίας εκτός από το συνηθισμένο επάγγελμά του, δήλωσε, ευθαρσώς, ότι είναι ικανός να ασκεί το επάγγελμα του ψαρά. Στη βάση της γνωμάτευσης αυτής, ο Διευθυντής του προαναφερθέντος Τμήματος απέρριψε την αίτησή του, ενημερώνοντάς τον, σχετικά, με επιστολή ημερομηνίας 19.12.2011.
Στη συνέχεια, ο αιτητής, με επιστολή του ημερομηνίας 22.1.2012, προσέφυγε στην Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, ζητώντας επανεξέταση, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό. Ως αποτέλεσμα, στις 28.3.2012, αυτός εξετάστηκε από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο, επίσης, τον έκρινε ικανό για άσκηση των επαγγελμάτων του. Η Υπουργός δε, αφού μελέτησε όλα τα δεδομένα της υπόθεσης, υιοθέτησε τη γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου και απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή, κρίνοντας ορθή την απόφαση του Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων να απορρίψει το αίτημά του για σύνταξη ανικανότητας, τον πληροφόρησε δε, σχετικά, με επιστολή ημερομηνίας 20.4.2012.
Με την παρούσα προσφυγή, προσβάλλεται η πιο πάνω απόφαση και επιδιώκεται η ακύρωσή της, για διάφορους λόγους, οι οποίοι αφορούν στο ότι αυτή λήφθηκε υπό καθεστώς πραγματικής και νομικής πλάνης, είναι αποτέλεσμα έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και αντίθετη με την αρχή της καλής πίστης. Κύριο έρεισμα για τις πιο πάνω αιτιάσεις του αιτητή αποτέλεσε η εξέταση της περίπτωσής του από το Ιατροσυμβούλιο του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας του Νοσοκομείου Πάφου, (το "Ιατροσυμβούλιο του Νοσοκομείου Πάφου"), που πραγματοποιήθηκε στις 29.4.2011, το οποίο τον έκρινε μόνιμα ανίκανο για εργασία. Παράλληλα, το εν λόγω Συμβούλιο ενέκρινε ομόφωνα την παραχωρηθείσα σε αυτόν άδεια ασθένειας από 17.2.2011 έως 4.5.2011.
Στο σημείο αυτό, για σκοπούς ολοκλήρωσης των γεγονότων, αναφέρεται, επίσης, πως η παραχωρηθείσα, αρχικά, στον αιτητή άδεια ασθένειας αφορούσε το χρονικό διάστημα από 27.4.2010, ημερομηνία του καρδιακού επεισοδίου, έως 1.12.2010. Ακολούθως, στις 2.12.2010, ο αιτητής επέστρεψε στην εργασία του, όπου, με επιστολή του προς το Διευθυντή του Νοσοκομείου Πόλης Χρυσοχούς, ίδιας ημερομηνίας, ζήτησε όπως του ανατεθούν «ελαφρότερα καθήκοντα», λόγω της κατάστασης της υγείας του. Τελικά, του καταβλήθηκαν τα δικαιώματα αφυπηρέτησης και αυτός, πλέον, δεν εργάζεται. Να σημειωθεί ότι ο αιτητής εργαζόταν στο συγκεκριμένο Νοσοκομείο, ως οδηγός ασθενοφόρου, από τις 30.10.1980.
Ο συνήγορος του αιτητή εισηγείται, ειδικότερα, ότι δε λήφθηκαν υπόψη τόσο η ιατρική γνωμάτευση του θεράποντος ιατρού του και η πραγματική κατάσταση της υγείας του, όσο και η κρίση του Ιατροσυμβουλίου του Νοσοκομείου Πάφου, στις 29.4.2011, για την ανικανότητά του για εργασία. Περαιτέρω, προβάλλει ότι η απόφαση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, όπως και αυτή της Υπουργού, που την υιοθέτησε, δεν αιτιολογούν την κατάληξη ότι ο αιτητής είναι ικανός για τη συγκεκριμένη εργασία. Εισηγείται, ακόμα, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της δέουσας έρευνας και είναι αναιτιολόγητη και αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα, αφού, μεταξύ άλλων, δεν έγινε οποιαδήποτε έρευνα σε σχέση με τη φύση και το είδος της εργασίας που, από απόψεως γνώσεων, ο ίδιος θα μπορούσε να διεκπεραιώσει. Τέλος, ισχυρίζεται ότι η Υπουργός έπρεπε να δώσει ειδική αιτιολογία, γιατί αποδέχθηκε, σε σχέση με τον αιτητή, τη γνωμοδότηση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, εφόσον αυτή ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη με την έκθεση του Ιατροσυμβουλίου του Νοσοκομείου Πάφου, ημερομηνίας 29.4.2011.
΄Οπως έχει επανειλημμένα τονιστεί στη νομολογία, το δικαστήριο, κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων της υπόθεσης, υποκαθιστώντας, έτσι, τη διοίκηση στο έργο της. Η εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης, το δε δικαστήριο δεν ελέγχει θέματα τεχνικής φύσεως, τα οποία αυτή λαμβάνει υπόψη. Περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της πράξης, επεμβαίνοντας μόνο όπου αποδεικνύεται πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας ή και παράβαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι αιτιάσεις του αιτητή είναι αβάσιμες. Η γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου αρχίζει με την καταγραφή του ιατρικού ιστορικού του, στη βάση των ιατρικών πιστοποιητικών/εκθέσεων που τέθηκαν ενώπιόν του. Σε αυτή, σημειώνεται, επίσης, ο τελευταίος θεράπων ιατρός του, η τελευταία θεραπευτική αγωγή που ο ίδιος ακολουθούσε, καθώς, επίσης, η διάγνωση και το ότι, κατά την ημέρα της εξέτασης, δεν αναφέρθηκε, από μέρους του, οποιοσδήποτε πόνος στο περπάτημα. Οι τρεις ιατροί που απάρτιζαν το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, για να καταλήξουν στη γνωμάτευσή τους, έλαβαν, επίσης, υπόψη την κλινική εξέταση του αιτητή από τους ιδίους, καθώς και τα εργαστηριακά ευρήματα. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με ό,τι αναφέρεται στη σελίδα 6 της έκθεσης, αυτοί εξέτασαν την πνευμονική και καρδιακή λειτουργία του αιτητή, τον υπέβαλαν σε τεστ κοπώσεως, καθώς και σε υπερηχογράφημα Doppler (καρδίας και αγγείων).
Συνεπώς, με βάση τα πιο πάνω, δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στη γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι δεν μπορεί να υποδεικνύεται σε ένα διοικητικό όργανο η μέθοδος και η διαδικασία που αυτό θα ακολουθήσει, στην κάθε περίπτωση, πολύ δε περισσότερο, όταν πρόκειται για περιπτώσεις στις οποίες απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις, όπως είναι η παρούσα, όπου το δικαστήριο δεν μπορεί να επεμβαίνει. Επίσης, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο επικύρωσε, ουσιαστικά, την απόφαση ενός άλλου εξειδικευμένου διοικητικού οργάνου, του Καρδιολογικού Ιατρικού Συμβουλίου των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο είχε εξετάσει τον αιτητή στις 16.11.2011.
Ούτε το επιχείρημα ότι αγνοήθηκαν η γνωμάτευση του ιδιώτη ιατρού, την οποία προσκόμισε ο αιτητής, καθώς και η κρίση του Ιατροσυμβουλίου του Νοσοκομείου Πάφου, που εκφράζεται στην έκθεσή του ημερομηνίας 29.4.2011, ευσταθεί. Η ιατρική βεβαίωση του ιδιώτη ιατρού, όπως προκύπτει από τη γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, ήταν ενώπιόν του και λήφθηκε υπόψη. ΄Οσον αφορά δε το Ιατροσυμβούλιο του Νοσοκομείου Πάφου, αυτό συγκλήθηκε, προκειμένου να εγκριθεί η παραχωρηθείσα στον αιτητή άδεια ασθένειας. Εξάλλου, σημασία έχει η κατάσταση της υγείας του αιτητή κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή, στις 28.3.2012 και όχι εκείνη κατά τις 29.4.2011.
Ο λόγος ακύρωσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της δέουσας έρευνας, είναι αναιτιολόγητη και παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης, επίσης, δεν ευσταθεί. Τα θέματα της δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, που πρέπει να διέπουν τις διοικητικές αποφάσεις, εξετάστηκαν αναλυτικά στην Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220, όπου, στη σελίδα 225, λέχθηκαν, σχετικά, με αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία, τα εξής:-
«΄Εχει νομολογηθεί και κατʼ επανάληψη επιβεβαιωθεί από τη νομολογία μας, ότι η αιτιολογία πρέπει να προσδιορίζει τη βάση της απόφασης και τους λόγους που την στοιχειοθετούν. Πρέπει να δίνονται σαφείς και ικανοποιητικοί λόγοι έτσι ώστε να καθίσταται δυνατό για το Δικαστήριο να διακριβώσει κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση εδράζεται επί του ορθού, πραγματικού και νομικού υπόβαθρου. Κοντολογίς, ότι δεν είναι προϊόν πλάνης είτε περί τα πράγματα είτε περί το Νόμο. (Βλ. Eleftheriou a.o. v. Central Bank (1980) 3 C.L.R. 85, Motorways Ltd. v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).»
Εν προκειμένω, οι καθ' ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τους, μετά από πλήρη έρευνα, όλα τα δεδομένα του αιτητή κατά τον ουσιώδη χρόνο, σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του άρθρου 40 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010, (Ν. 59(Ι)/2010), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Η αιτιολογία εξειδικεύεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τρόπο που ικανοποιεί τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, αλλά συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και, συγκεκριμένα, από την ιατρική έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου ημερομηνίας 28.3.2012, το οποίο εξέτασε τον αιτητή. Το υπό αναφορά Συμβούλιο, σύμφωνα με τη γνωμάτευσή του, διέγνωσε την ίδια πάθηση που είχε διαγνώσει ο θεράπων ιατρός του αιτητή, δηλαδή στεφανιαία νόσο. Ωστόσο, δεν έκρινε την εν λόγω πάθηση ως στοιχείο, στη βάση του οποίου ο αιτητής θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ανίκανος να ασκήσει το επάγγελμά του, δηλαδή εκείνο του οδηγού ασθενοφόρου.
Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και με δεδομένο ότι το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο είχε ενώπιόν του όλα τα σχετικά με τον αιτητή στοιχεία, περιλαμβανομένων όλων όσων ο ίδιος έθεσε ενώπιόν του, δε διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν ανεπαρκούς ή μη δέουσας έρευνας, ή έλλειψης αιτιολογίας, ή ότι παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης. Σαφώς, δεν αποτελεί ευθύνη της διοίκησης η συγκέντρωση στοιχείων, που, δυνατό, να τεκμηριώνουν ανικανότητα για συγκεκριμένη απασχόληση.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος. Επιδικάζονται €900,00 έξοδα υπέρ των καθʼ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Γ.Ν. Γιασεμής,
Δ.
/ΜΠ