ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 ΑΑΔ 56
Kαψοσιδέρης Άριστος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας. (1995) 3 ΑΑΔ 170
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλοι ν. Φίλιππου Μιχαηλίδη και Άλλων (1999) 3 ΑΑΔ 756
Moδίτης Ιωάννης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 695
Αλευρά Ρέα και Άλλoι ν. Kωνσταντίνου Ι. Ηρακλέους και Άλλων (2005) 3 ΑΑΔ 85
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2016:D157
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 849/2011)
21 Μαρτίου, 2016
[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΕΛΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
΄Ελενα Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Χριστιάνα Μιχαηλίδου (κα), για Μάριος Ηλιάδης και Συνέταιροι Δ.Ε.Π.Ε., για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια αμφισβητεί το κύρος της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 11.5.2011, να προαγάγει, από 1.6.2011, στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου, Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας, αντί της ιδίας, το Γιώργο Α. Σάββα, ενδιαφερόμενο μέρος.
Τα ουσιώδη γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση έχουν, σε συντομία, ως ακολούθως: Η Γενική Λογίστρια, με επιστολή της, ημερομηνίας 18.4.2011, προς τον Πρόεδρο της Ε.Δ.Υ., ζήτησε την πλήρωση μιας κενής μόνιμης θέσης Ανώτερου Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου, (θέση προαγωγής), η οποία δημιουργήθηκε με τον περί Προϋπολογισμού του 2011, Νόμο του 2010, (Ν. 58(ΙΙ)/2010). Το θέμα εξετάστηκε από την Ε.Δ.Υ. στις 11.5.2011, στην παρουσία της Γενικής Λογίστριας, η οποία, αφού αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στα καθήκοντα της θέσης, σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος, σημειώνοντας τα εξής:-
«Αφού έλαβα υπόψη μου όλα τα στοιχεία που άντλησα από τους Φακέλους και αυτά που είχα υπόψη μου και με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους (αξία, προσόντα και αρχαιότητα) και έχοντας υπόψη τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης, κρίνω ως καταλληλότερο και συστήνω για προαγωγή τον Σάββα Γεώργιο.
Ο Σάββα Γεώργιος γνωρίζει άριστα όλη τη λογιστική εργασία του Γενικού Λογιστηρίου. Υπηρέτησε οκτώ περίπου χρόνια στον Κλάδο Μισθών του Γενικού Λογιστηρίου, πέντε χρόνια στο Λογιστήριο του Νοσοκομείου Πάφου και εννέα χρόνια στο Λογιστήριο των Δημοσίων ΄Εργων Πάφου. Με μεγάλη προθυμία αναλαμβάνει επιπρόσθετα καθήκοντα, τις περισσότερες φορές με δική του πρωτοβουλία, δουλεύοντας και εκτός κανονικού ωραρίου. Πρόσφατα, όταν τον Ιανουάριο του 2011 δημιουργήθηκε ανυπέρβλητο πρόβλημα στην επαρχία Πάφου με πρόωρο τοκετό της λειτουργού μας στο λογιστήριο του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων, καθώς και την ταυτόχρονη ανακοίνωση από δεύτερη λογιστικό λειτουργό ότι εγκυμονεί, μου εισηγήθηκε άμεσα λύσεις για κάλυψη των εργασιών των λογιστηρίων της επαρχίας Πάφου, αναλαμβάνοντας προσωπικά το μεγαλύτερο μερίδιο της εκτέλεσης των λογιστικών εργασιών. Σημειώνω, επίσης, ότι η εκτέλεση των εργασιών στο λογιστήριο του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων από τον Σάββα Γεώργιο έχει παρουσιάσει ουσιαστική βελτίωση στην οικονομική διαχείριση.
Ο Σάββα Γεώργιος έχει επιδείξει κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του σημαντική συνεισφορά στον εκσυγχρονισμό της λογιστικής διαδικασίας σε βαθμό που κανένας άλλος από τους οκτώ υποψηφίους έχει προσφέρει.
Σημειώνω, επίσης, ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του Ανώτερου Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου (Κλ. Α13+2) απαιτεί, μεταξύ άλλων, όπως ο Ανώτερος Λειτουργός Γενικού Λογιστηρίου είναι υπεύθυνος για την ετοιμασία εκθέσεων/μελετών τεχνοοικονομικής φύσης και για την υποβολή εισηγήσεων για τη διαμόρφωση της κυβερνητικής πολιτικής. Ο Σάββα Γεώργιος είναι εξαιρετική περίπτωση για τη συμβολή στον εκσυγχρονισμό των λογιστικών εργασιών και ιδιαίτερα στον τομέα μισθών και συντάξεων, τον οποίο έχω θέσει στις κύριες προτεραιότητές μου.
΄Οσον αφορά τα προσόντα, έλαβα υπόψη μου ότι ο Σάββα Γεώργιος είναι κάτοχος LCCI Higher in Accounting, το οποίο, αν και δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας και ούτε αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, εντούτοις, είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Ως εκ τούτου, του απέδωσα τη δέουσα βαρύτητα.
΄Ελαβα, επίσης, υπόψη μου ότι οι υποψήφιες με α/α 6, Ακαθιώτου Μαρία, και με α/α 7, Γιάλλουρου-Μυλωνά Ιωάννα, διαθέτουν πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία, αν και δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης είναι σχετικά και τους δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα. Συγκεκριμένα, η Ακαθιώτου διαθέτει Δίπλωμα Διεύθυνσης από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Διεύθυνσης και η Γιάλλουρου-Μυλωνά Accounting Higher.
Συνεκτιμώντας όλα τα δεδομένα και ύστερα από αξιολόγηση του συνόλου των ενώπιόν μου στοιχείων, θεωρώ ότι ο συστηνόμενος είναι ο καταλληλότερος για προαγωγή.»
Ακολούθως, η Ε.Δ.Υ., αφού έλαβε υπόψη της τα τρία καθιερωμένα κριτήρια - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - τα οποία συνεκτίμησε, καθώς, επίσης, τη σύσταση της Γενικής Λογίστριας υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, κατέληξε ότι αυτό υπερείχε των άλλων υποψηφίων, το επέλεξε ως το πλέον κατάλληλο για προαγωγή και το προήγαγε στην υπό αναφορά θέση από 1.6.2011. Αιτιολογώντας την απόφασή της, ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:-
«Συγκρίνοντας τον Σάββα Γεώργιο με τους υπόλοιπους υποψηφίους, η Επιτροπή παρατήρησε ότι υστερεί σε αρχαιότητα, η οποία ανάγεται μόνο στην ημερομηνία γέννησης, ενώ όσον αφορά την αξία η Επιτροπή παρατήρησε ότι είναι ίσος σε αξία με όλους τους ανθυποψηφίους του, πλην της υποψήφιας με α/α 1, Ηλιάδου-Κοκκονή Ανδριανής, από την οποία υπερέχει οριακά, όπως η αξία αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις και ιδιαίτερα σε αυτές των τελευταίων ετών.
΄Οσον αφορά τα προσόντα, η Επιτροπή παρατήρησε ότι ο επιλεγέντας υποψήφιος δεν υστερεί σε προσόντα έναντι κανενός ανθυποψηφίου του. Επιπλέον, ο Σάββα κατέχει δίπλωμα Accounting Higher, το οποίο, αν και δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, και επομένως, του δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα.
Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη της ότι η υποψήφια με α/α 6, Ακαθιώτου Μαρία, κατέχει δίπλωμα Διεύθυνσης από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Διεύθυνσης και η υποψήφια με α/α 7, Γιάλλουρου - Μυλωνά Ιωάννα, κατέχει δίπλωμα Accounting Higher, προσόντα τα οποία είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, αν και δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας και ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα. Η Επιτροπή σημείωσε ότι και οι δύο υποψήφιες υστερούν σε αρχαιότητα έναντι του επιλεγέντα υποψηφίου, η οποία όμως είναι οριακή και ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης, και, επιπλέον, δεν διαθέτουν την υπέρ τους σύσταση της Γενικής Λογίστριας, την οποία ο επιλεγείς διαθέτει .»
Η προαγωγή δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 10.6.2011.
Η αιτήτρια, ουσιαστικά, εγείρει δύο λόγους ακυρότητας, που άπτονται, κυρίως, της σύστασης της Γενικής Λογίστριας και της επάρκειας της έρευνας και της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της, πάσχει. Υποστηρίζει δε, συναφώς, ότι η σύσταση, με τον τρόπο που είναι διατυπωμένη, παραβιάζει τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το ζήτημα και καθίσταται, εν τέλει, αναιτιολόγητη, κατά παράβαση του άρθρου 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/1990), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, που διέπει τη διαδικασία πλήρωσης θέσεων προαγωγής και απαιτεί αιτιολογημένη σύσταση προϊσταμένου. Είναι η θέση της ότι η Γενική Λογίστρια, συστήνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος, εισήγαγε εξωγενή στοιχεία, τα οποία δεν μπορούν να τύχουν δικαστικού ελέγχου, συγκεκριμενοποιώντας ότι αυτή στηρίχτηκε και σε στοιχεία εκτός φακέλων, που πήγαζαν από την προσωπική της άποψη και γνώση.
Επιπρόσθετα, εισηγείται ότι οι αναφορές της Γενικής Λογίστριας στα καθήκοντα του ενδιαφερομένου μέρους και η αναγνώριση, ως στοιχεία υπεροχής αυτού, συγκεκριμένων «ικανοτήτων», για τις οποίες η ίδια βαθμολογείτο σταθερά στις υπηρεσιακές της εκθέσεις ως εξαίρετη, οδήγησαν, τελικά, στη θυματοποίησή της. Επισημαίνει δε, επί τούτου, ότι οι εν λόγω αναφορές δεν έγιναν συγκριτικά και πως τα όσα ανέφερε η Γενική Λογίστρια ότι συνηγορούσαν υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους δεν αποτελούν νόμιμη αιτιολογία επιλογής, καθώς εμπίπτουν στα καθήκοντά του, ως δημοσίου υπαλλήλου, τα οποία, σύμφωνα και με το άρθρο 60 του Ν. 1/1990, αυτός οφείλει να εκτελεί στο ακέραιο.
Διαμετρικά αντίθετες είναι οι θέσεις των καθ' ων η αίτηση και του ενδιαφερομένου μέρους, οι οποίοι, υπεραμυνόμενοι της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, αντιτείνουν ότι αυτή ήταν το αποτέλεσμα αξιολόγησης και συνυπολογισμού του συνόλου των καθιερωμένων κριτηρίων προαγωγής και ότι η αιτήτρια δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή, η οποία θα δικαιολογούσε, υπό τις περιστάσεις, την ακύρωσή της από το Δικαστήριο.
Οι ισχυρισμοί για πάσχουσα και αναιτιολόγητη σύσταση δεν ευσταθούν. Τα πλαίσια, μέσα στα οποία μπορεί να διατυπωθεί μια σύσταση, αποτέλεσαν αντικείμενο σχετικής νομολογίας. Καθοδηγητική επί τούτου είναι η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, η οποία ευθυγράμμισε τη μέχρι τότε διιστάμενη νομολογία επί του ζητήματος και στην οποία, στη σελίδα 719, λέχθηκε ότι:-
«... η σύσταση του προϊσταμένου εκδήλως δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων. Δεν είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δε συναρτάται προς την αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος. Η σύσταση, στην οποία αναφέρεται ο Νόμος, εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι. Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τι από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σʼ αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος. Οπότε, και στην περίπτωση που η ΕΔΥ έχει άλλη άποψη ως προς το ποιος είναι ο καταλληλότερος, να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά.»
Στην ίδια υπόθεση, ανωτέρω, διαπιστώθηκε ότι ο προϊστάμενος ενός τμήματος βρίσκεται σε μοναδική θέση να εκτιμά τις ανάγκες της υπό πλήρωση θέσης και την καταλληλότητα των υποψηφίων ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων αυτής. Συνεπώς, η επίκληση από τη Γενική Λογίστρια, πρόσθετα προς τα στοιχεία των φακέλων, της δικής της προσωπικής γνώσης δεν επενεργεί στο κύρος της σύστασης, ούτε συνιστά παρείσφρηση εξωγενών στοιχείων σε αυτήν. Το ζητούμενο είναι η νομιμότητα της προσωπικής άποψης της Γενικής Λογίστριας, όπως αυτή διατυπώθηκε στη σύστασή της. Στο ερώτημα αν, στην παρούσα περίπτωση, η σύσταση συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων, η απάντηση είναι καταφατική και αυτή, καθόσον αφορά στο ενδιαφερόμενο μέρος, φαίνεται απόλυτα αιτιολογημένη. Σύμφωνα με τα αξιολογικά στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων, τα οποία βρίσκονταν ενώπιον της Γενικής Λογίστριας, η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ίσοι σε βαθμολογημένη αξία, εφόσον αυτοί αξιολογήθηκαν ως καθόλα εξαίρετοι κατά την τελευταία πενταετία. Το ενδιαφερόμενο μέρος, όμως, κατείχε πρόσθετο, μη απαιτούμενο προσόν, ούτε προβλεπόμενο ως πλεονέκτημα, το οποίο εξειδικεύθηκε από τη Γενική Λογίστρια στη σύστασή της και κρίθηκε ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, ενώ η αιτήτρια είχε προβάδισμα αρχαιότητας κατά είκοσι μήνες, η οποία αναγόταν στην ημερομηνία γέννησης.
Η βαρύτητα πρόσθετου προσόντος, μη προβλεπόμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας, σχετικού, όμως, με τα καθήκοντα της θέσης, απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Μιχαήλ (2008) 3 Α.Α.Δ. 341, όπου, στη σελίδα 344, αναφέρθηκαν τα εξής:-
«Εν πάση δε περιπτώσει, δεν θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε και πως, ως θέμα κάποιας γενικής αρχής, είναι δυνατό να προσδιοριστεί εκ των προτέρων η όποια βαρύτητα ορισμένου στοιχείου κρίσης. Αυτή δεν μπορεί παρά να είναι το αποτέλεσμα συσχετισμών και κρίσης στη βάση του συνόλου των δεδομένων της κάθε περίπτωσης (Βλ. συναφώς την απόφαση στην Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 725) η οποία, προερχόμενη από τη διοίκηση, ελέγχεται ως προς το εύλογό της και όχι με γνώμονα το κατά πόσο ορισμένη υπεροχή, σε ορισμένο τομέα, θεμελιώνει έκδηλη υπεροχή του επιλεγομένου.»
Σε ό,τι αφορά το στοιχείο της αρχαιότητας, στην υπόθεση Αλευρά κ.ά. ν. Ηρακλέους κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 85, κρίθηκε ότι: «Η διαφορά στο χρόνο γέννησης δύσκολα δημιουργεί αρχαιότητα τέτοια που να λαμβάνεται σοβαρά υπ' όψιν», (σελίδες 90 έως 91), και ότι: «αρχαιότητα που βασίζεται στη διαφορά ηλικίας είναι συμβολική και όχι ουσιαστική», (σελίδα 91). Περαιτέρω, έχει, επίσης, νομολογηθεί, (βλ. Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56, Δημοκρατία κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756), ότι η αρχαιότητα αποκτά ιδιάζουσα βαρύτητα και υπερισχύει στις περιπτώσεις όπου υπάρχει ισοδυναμία αναφορικά με τα άλλα δύο νομοθετημένα κριτήρια της αξίας και των προσόντων.
Συνεπώς, στην παρούσα περίπτωση, υπό το φως της παρατεθείσας νομολογίας και της υπηρεσιακής εικόνας της αιτήτριας και του ενδιαφερομένου μέρους, όπως αυτή αποκαλύπτεται από τα στοιχεία των φακέλων, με δοσμένη, δηλαδή, την ισοδυναμία τους ως προς την αξία και την αρχαιότητα της αιτήτριας μόνο ως προς την ημερομηνία γέννησης, ευλόγως αναγνωρίστηκε υπεροχή στο ενδιαφερόμενο μέρος στο κριτήριο των προσόντων. ΄Αλλωστε, δεδομένης της φύσεως και του αντικειμένου του πρόσθετου προσόντος του ενδιαφερομένου μέρους, (LCCI Higher in Accounting), η κρίση της Γενικής Λογίστριας ότι αυτό σχετίζεται με τις απαιτήσεις και τα καθήκοντα της θέσης, Ανώτερου Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου, όπως αυτά καθορίζονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Αβάσιμη είναι, επίσης, η εισήγηση με την οποία επικρίνεται η αναφορά στα καθήκοντα που ασκούσε το ενδιαφερόμενο μέρος. Διαπιστώνεται, από το σύνολο της σύστασης, όπως αυτή παρατίθεται πιο πάνω, ότι η συγκεκριμένη αναφορά ήταν, απλώς, περιγραφική και, σε καμιά περίπτωση, δεν περιείχε αναγνώριση σε αυτό κάποιου προβαδίσματος, εξαιτίας της φύσεως των εν λόγω καθηκόντων του. Ως εκ τούτου, δεν επηρεάζει το κύρος της σύστασης, ούτε προκύπτει, εξ αυτής, οποιαδήποτε θυματοποίηση της αιτήτριας.
Επιπρόσθετα, ο ισχυρισμός ότι, ανεπίτρεπτα, η Γενική Λογίστρια αναγνώρισε ως στοιχεία υπεροχής του ενδιαφερομένου μέρους «ικανότητες», για τις οποίες η αιτήτρια διαχρονικά βαθμολογείτο ως εξαίρετη, επίσης, δεν ευσταθεί. Τα υπό αναφορά σχόλια αποσκοπούσαν στην έκφραση της προσωπικής της άποψης, εφόσον αυτή ήταν το πλέον αρμόδιο πρόσωπο να το πράξει, για την ικανότητα του ενδιαφερομένου μέρους να ανταποκριθεί στις ανάγκες της υπό πλήρωση θέσης. Αποτελούσαν δε επισήμανση εκείνων των στοιχείων, που, κατά τη γνώμη της, σε συσχετισμό με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης, καθιστούσαν τον κάτοχό τους καταλληλότερο για προαγωγή σε αυτή. Περαιτέρω, αβάσιμη είναι και η εισήγηση της αιτήτριας ότι οι αναφορές της Γενικής Λογίστριας δεν έγιναν συγκριτικά. Μια σύσταση δεν πάσχει επειδή ο προϊστάμενος δεν αναφέρεται ονομαστικά σε όλους τους υποψηφίους. Είναι αρκετό να εμπεριέχεται σε αυτή συγκριτική αξιολόγηση των δεδομένων που αυτός έλαβε υπόψη, (βλ. Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170). Εν προκειμένω, αυτό συνέβη.
Τέλος, η αιτήτρια εισηγήθηκε ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. πάσχει, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. ΄Ηταν ο ισχυρισμός της ότι αυτή υιοθέτησε την πάσχουσα σύσταση της Γενικής Λογίστριας, χωρίς η ίδια να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη έρευνα. ΄Οπως έχει, ήδη, σημειωθεί, η σύσταση ήταν απολύτως νόμιμη και αιτιολογημένη. Συνεπώς, ορθά, λήφθηκε υπόψη και υιοθετήθηκε από την Ε.Δ.Υ. Πέραν, όμως, τούτου, όλα τα στοιχεία των υποψηφίων βρίσκονταν ενώπιόν της και αυτή τα ερεύνησαν και κατέληξε σε αιτιολογημένη απόφαση. Εξάλλου, η εικόνα που αποκάλυπταν τα στοιχεία των φακέλων συμφωνούσε με τα όσα λήφθηκαν υπόψη και καταγράφηκαν από τη Γενική Λογίστρια. Κατά συνέπεια, δεν προκύπτει λόγος ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος. Επιδικάζονται €1.000,00 έξοδα υπέρ των καθʼ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Γ.Ν. Γιασεμής,
Δ.
/ΜΠ