ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D181
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 682/2013)
30 Μαρτίου, 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΚΑΣΣΕΡΑ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Βρ. Χατζηχάννας, για τον Αιτητή.
Μ. Κυπριανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Γ. Βαλιαντής, για Λ. Παπαφιλίππου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την προαγωγή του Σωτήρη Κεφάλα (ενδιαφερομένου), στη θέση Επιθεωρητή Α΄ (Μέση Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση), για τα Ξενοδοχειακά.
Στις 3 Οκτωβρίου 2012, η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού πληροφόρησε τους καθ'ων η αίτηση ότι είχε εγκριθεί η πλήρωση μιας θέσης Επιθεωρητή Α΄ (Μέση Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση) για τα Ξενοδοχειακά (Θέση Προαγωγής).
Οι καθ'ων η αίτηση στις 8 Οκτωβρίου 2012 αποφάσισαν την προκήρυξη της θέσης. Η προκήρυξη δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 12 Οκτωβρίου 2012, και υποβλήθηκαν, συνολικά, τρεις αιτήσεις.
Η επί του προκειμένου συσταθείσα Συμβουλευτική Επιτροπή, με έκθεση της, σύστησε για προαγωγή και τους τρεις υποψηφίους.
Στις 24 Ιανουαρίου 2013, οι καθ'ων η αίτηση έκριναν ότι, και οι τρεις υποψήφιοι ήταν προσοντούχοι και αποφάσισαν να τους καλέσουν σε προφορική εξέταση, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2013 όπου και αποφασίστηκε η προαγωγή του ενδιαφερομένου.
Ο αιτητής, όπως έχω πιο πάνω σημειώσει, προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση των καθ'ων η αίτηση.
Ως πρώτος λόγος ακυρώσεως προβλήθηκε η πάσχουσα σύνθεση και/ή η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Όπως αναφέρει, ο αιτητής, η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν καταρτίστηκε από την αρμόδια αρχή. Περαιτέρω, προβλήθηκε ότι αντικαταστάθηκε μέλος της Επιτροπής και, πάλι χωρίς την έγκριση της αρμόδιας αρχής.
Από την άλλη πλευρά, οι καθ'ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι, επί του προκειμένου, ισχύει το δόγμα της αποδοκιμασίας και επιδοκιμασίας αφού, ενώ ο αιτητής είχε υποβάλει αίτηση και έλαβε μέρος στη διαδικασία, δεν δικαιούται, ταυτοχρόνως, να ισχυρίζεται ότι δεν υπήρξε νόμιμη συγκρότηση.
Είμαι της γνώμης ότι το πιο πάνω αναφερθέν δόγμα δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση. Ο αιτητής έλαβε μεν μέρος στη διαδικασία, πλην, όμως, δεν αναμενόταν, σε εκείνο το στάδιο, να γνωρίζει εάν η σύσταση της εν λόγω Επιτροπής έγινε, ή όχι, από αρμόδιο όργανο. Παρόμοιος ισχυρισμός είχε τεθεί και στις Υπ. Αρ. 673/2010 κ.ά., Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 16 Απριλίου 2014, όπου το δικαστήριο ανέφερε το εξής:
"Ούτε βεβαίως αναμένεται από υποψήφιο να θέσει θέμα συγκρότησης της Εξεταστικής ή της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά την διοικητική διαδικασία, αφού δεν έχει την ευκαιρία να γνωρίζει την διαδικασία επιλογής των μελών τους σε εκείνο το στάδιο ώστε να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της."
(Σχετική επίσης είναι η Υπ. Αρ. 237/2012, Πορτίδης ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Πάφου, ημερ. 10 Ιουνίου 2015).
Με έτερο λόγο ακυρώσεως, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι η Γενική Διευθύντρια δεν ήταν η αρμόδια αρχή, αφού τέτοια εξουσιοδότηση δεν είχε δοθεί από τον αρμόδιο Υπουργό.
Η σύσταση των Συμβουλευτικών Επιτροπών καθορίζεται στο Άρθρο 35Α του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 10/69), το οποίο προβλέπει ότι Συμβουλευτικές Επιτροπές θα καταρτίζονται από την αρμόδια αρχή, στο χρόνο που θα υποβάλλεται η πρόταση στην Επιτροπή, για πλήρωση της κενής θέσης.
Ως αρμόδια αρχή, με βάση το άρθρο 2 του Νόμου, καθορίζεται:
″Τον Υπουργόν ενεργούντα συνήθως διά του Γενικού Διευθυντού του Υπουργείου αυτού.″
Προσκομίστηκε, ως τεκμήριο 2, μία εκχώρηση ημερ. 9 Δεκεμβρίου 2003, σύμφωνα με την οποία ο Υπουργός εκχωρεί προς το Γενικό Διευθυντή, τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του Νόμου.
Ο αιτητής εισηγήθηκε ότι η εν λόγω εξουσιοδότηση είχε δοθεί από τον προηγούμενο Υπουργό και όχι τον, εν ενεργεία, κατά την περίοδο πλήρωσης των θέσεων. Δεν συμφωνώ με αυτή την προσέγγιση. Η πιο πάνω εξουσιοδότηση προσδιορίζει ότι δόθηκε για σκοπούς πλήρωσης κενών θέσεων. Ούτε θα ήταν, άλλωστε, αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός.
Στις 3 Οκτωβρίου 2012, η Γενική Διευθύντρια ενέκρινε τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Ως προς τον ισχυρισμό ότι δεν υπήρξε έγκριση αναφορικά με την αντικατάσταση μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής, έχω να παρατηρήσω ότι ούτε τούτο ευσταθεί. Σύμφωνα με τα πρακτικά της συνεδρίας των καθ'ων η αίτηση ημερ. 24 Ιανουαρίου 2013, η Γενική Διευθύντρια είχε πληροφορήσει τους καθ'ων η αίτηση περί της αντικατάστασης μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Στην επιστολή ημερ. 12 Νοεμβρίου 2012 η Γενική Διευθύντρια αναφέρει ότι έχει εγκριθεί το νέο μέλος σε αντικατάσταση του αφυπηρετήσαντος μέλους (Τεκμήριο 1, Κυανούν 10). Επίσης στις σημειώσεις του τεκμηρίου 3 (αριθμός 4) υπάρχει χειρόγραφη σημείωση από τη Γενική Διευθύντρια ότι εγκρίνει την αντικατάσταση του μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής. (Σχετική είναι η Υπ. Αρ. 569/2011, Ρουσία ν. Δημοκρατίας, ημερ. 23 Οκτωβρίου 2013).
Ο αιτητής ισχυρίστηκε, περαιτέρω, ότι αποδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη από τους καθ'ων η αίτηση. Προβάλλει ότι δεν σταθμίστηκαν όλα τα κριτήρια, αξία, προσόντα, αρχαιότητα, αλλά το μόνο αποφασιστικό στοιχείο ήταν η απόδοση στις συνεντεύξεις. Στη συνέχεια εισηγήθηκε ότι, οι καθ'ων η αίτηση δεν προέβηκαν στη δέουσα έρευνα και τελούσαν υπό πλάνη αναφορικά με τα προσόντα, το συγγραφικό του έργο και την αξία. Όπως αναφέρει, υπερέχει σε προσόντα, γνωρίζει δύο ξένες γλώσσες και ότι είναι ίσος σε αξία με τον ενδιαφερόμενο. Περαιτέρω, ότι το συγγραφικό έργο ενός υποψηφίου είναι στοιχείο που συνεκτιμάται από το διορίζον όργανο. Τέλος, προβάλλει ότι η διαφορά στη συνέντευξη ήταν οριακή.
Τα προβλεπόμενα στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντα, ήταν:
″Α. Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στο θέματα της ειδικότητας του.
Β. Μεταπτυχιακή εκπαίδευση στα παιδαγωγικά ή σε θέμα συναφές με τα καθήκοντα της θέσης.″
Στις 24 Ιανουαρίου 2013 έγινε εκτενής ανάλυση των προσόντων των υποψηφίων. Στην απόφαση τους οι καθ'ων η αίτηση ανέφεραν ότι κανένας υποψήφιος δεν κατέχει πρόσθετα προσόντα και ότι οι επιπρόσθετοι τίτλοι σπουδών του αιτητή και του ενδιαφερομένου δεν είχαν τύχει αναγνώρισης από το ΚΥΣΑΤΣ.
Αναφορικά με το συγγραφικό έργο και των δύο, τούτο τέθηκε ενώπιον των καθ'ων η αίτηση κατά τη λήψη της απόφασης.
Τα προσόντα δε των υποψηφίων συνεκτιμήθηκαν από τους καθ'ων η αίτηση, οι οποίοι κατέληξαν στην επιλογή του ενδιαφερομένου, με βάση όλα τα ενώπιον τους στοιχεία. Η εν λόγω επιλογή βρίσκεται μέσα στα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας.
Αποτελεί πάγια νομολογία, και αναφέρομαι ειδικώς στην υπόθεση Δημοκρατία v. Ασσιώτη κ.ά. (2010) 3 Α.Α.Δ. 395 ότι, η ερμηνεία και εφαρμογή των προνοιών των Σχεδίων Υπηρεσίας επαφίεται στην κρίση του διοικητικού οργάνου και ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην εν λόγω ερμηνεία που δίδεται, εκτός εάν αυτή δεν είναι εύλογα επιτρεπτή.
Ο αιτητής εισηγήθηκε ότι υπερείχε του ενδιαφερομένου ως προς τη βαθμολογημένη αξία, παραπέμποντας στη βαθμολογία του 1991, καθώς και στη βαθμολογία του 2002. Σύμφωνα με τη νομολογία, αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στις εμπιστευτικές εκθέσεις των τελευταίων χρόνων. Στις τελευταίες πέντε αξιολογήσεις υπερτερούσε, οριακά, ο ενδιαφερόμενος. Τα όσα προβλήθηκαν από τον αιτητή περί της παράνομης τροποποίησης της βαθμολογίας του ενδιαφερομένου για το έτος 2002-2003, σημειώνω ότι δεν μπορούν να ευσταθήσουν, καθότι, σύμφωνα με το διοικητικό φάκελο, οι καθ'ων η αίτηση είχαν προβεί σε επανεξέταση λόγω υποβληθείσας ένστασης από τον ενδιαφερόμενο και μετά από αυτό προχώρησαν στη διόρθωση της βαθμολογίας του.
Ο αιτητής περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση και ότι η οριακή διαφορά στην αξιολόγηση κατέστη το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής.
Ο αιτητής είχε αξιολογηθεί από τους καθ'ων η αίτηση ως «Καλός», ενώ ο ενδιαφερόμενος ως «Σχεδόν Πολύ Καλός».
Είναι νομολογημένο ότι όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, η απόδοση στη συνέντευξη έχει αυξημένη βαρύτητα. Όπως αναφέρεται στην Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 655:
″Όπως είναι αναγνωρισμένο από τη νομολογία, σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως ήταν και οι επίδικες, η βαρύτητα των εντυπώσεων της προφορικής συνέντευξης είναι αυξημένη, το δε διορίζον όργανο έχει ευρεία διακριτική εξουσία επιλογής, εφόσον βέβαια σταθμίζει ορθά όλα τα σχετικά στοιχεία. (Δέστε Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) - πιο πάνω - και Χατζηλούκα ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643).″
Η διαφορά μεταξύ της αξιολόγησης του αιτητή και του ενδιαφερομένου είναι μεν οριακή, πλην, όμως, αποτελεί μια διαφορά η οποία μπορεί να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του ενδιαφερομένου. Στην προκείμενη όμως περίπτωση, δεν ήταν μόνο η διαφορά στη συνέντευξη που προσμετρούσε υπέρ του ενδιαφερομένου, αλλά και η διαφορά στην αξία, στις εμπιστευτικές εκθέσεις και η αρχαιότητα, στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης.
Είμαι της γνώμης ότι οι καθ'ων η αίτηση ενήργησαν μέσα στο πλαίσιο της διακριτικής τους ευχέρειας και ορθώς έλαβαν υπόψη την καλύτερη απόδοση στη συνέντευξη ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης. (Άρθρο 35(Β)(10)(α)(ΙΙΙ) του Νόμου). Όπως αναφέρθηκε στη Χατζηχάννα (ανωτέρω):
″Ταυτόχρονα, είναι νομολογημένο ότι εκείνο που το αναθεωρητικό Δικαστήριο ελέγχει είναι η απόφαση και η δοσμένη αιτιολογία όπως αυτή διαμορφώνεται και καταγράφεται μετά από τη συζήτηση του συλλογικού οργάνου. (Σωτηρίου ν. Κολοκοτρώνη (1998) 3 Α.Α.Δ. 452). Το διοικητικό Δικαστήριο δεν ακυρώνει απόφαση διορισμού ή προαγωγής αν αυτή λήφθηκε σύμφωνα με το νόμο και τα γεγονότα της υπόθεσης, ούτε υποκαθιστά τη δική του κρίση αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου προς προαγωγή υποψηφίου, εκτός όπου ο αιτητής αποδεικνύει έκδηλη υπεροχή έναντι των ανθυποψηφίων του.″
Ο αιτητής εισηγήθηκε ότι δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά των συνεδριάσεων των καθ'ων η αίτηση. Η εισήγηση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Στις συνεδρίες των καθ'ων η αίτηση τηρήθηκαν πρακτικά στα οποία υπάρχει επαρκής καταγραφή των όσων αποφασίστηκαν.
Όπως αναφέρεται στην υπόθεση 1225/2007, Μαρμαρά ν. ΑΤΗΚ, ημερ. 14 Απριλίου 2009:
″Η υποχρέωση τήρησης άρτιων πρακτικών, επιβάλλεται από την ανάγκη διασφάλισης δικαστικού ελέγχου τόσο για την σύνθεση του διοικητικού οργάνου όσο και για τον έλεγχο της αιτιολογίας της απόφασης του. Όμως, με βάση πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η μη τήρηση πρακτικών δεν καθιστά, αφ' εαυτής, άκυρη τη συγκεκριμένη πράξη, εκτός αν η απουσία πρακτικών ή η ασάφεια τους τείνει να στερήσει την πράξη της δέουσας αιτιολογίας.″
Με έτερο λόγο ακυρώσεως, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οι καθ'ων η αίτηση παραγνώρισαν τη σύσταση του Διευθυντή, χωρίς ειδική αιτιολογία.
Ο αιτητής είχε αξιολογηθεί από το Διευθυντή ως «Καλός» και ο ενδιαφερόμενος ως «Σχεδόν Καλός».
Σύμφωνα με το άρθρο 35Β(9) του Νόμου:
″Κατά τις συνεντεύξεις μπορεί να παρευρίσκεται ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας ή ο Διευθυντής του οικείου Τμήματος ή εκπρόσωπός τους και να εκφέρει τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων σ' αυτές.″
Ο Διευθυντής δεν προέβηκε σε σύσταση υπέρ του αιτητή, αλλά απλώς εξέφρασε την κρίση του για την απόδοση των υποψηφίων. (Βλ. Παπανδρέου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 568).
Οι επί του προκειμένου κρίσεις του Διευθυντή δεν είναι δεσμευτικές για την Ε.Ε.Υ., η οποία έχει τη δυνατότητα να καταλήξει σε διαφορετικά αποτελέσματα ως προς τις εντυπώσεις που αποκόμισε από τις συνεντεύξεις, χωρίς την ανάγκη ειδικής αιτιολογίας. (Υπ. Αρ. 1372/2007, Νεάρχου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 6 Ιουλίου 2009).
Με τον τελευταίο λόγο ακυρώσεως, ο αιτητής προβάλλει την έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης. Ούτε αυτός ο λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Με γνώμονα τα πιο πάνω θεωρώ ότι οι καθ'ων η αίτηση έχουν επαρκώς αιτιολογήσει την επιλογή τους για προαγωγή του ενδιαφερομένου.
Ως εκ των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.400 έξοδα, υπέρ των καθ'ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΔΓ