ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PIERIS ν. REPUBLIC (1983) 3 CLR 1054
LARKOS ν. REPUBLIC (1987) 3 CLR 2189
Zίττης Aρχιμίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 394
Χρήστου Σταύρος ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1999) 3 ΑΑΔ 71
Thakis Costa Bettings Ltd ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 466
Σαββίδης Xρίστος ν. Eπιστημονικού Tεχνικού EπιμελητηρίουKύπρου (2003) 3 ΑΑΔ 208
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2016:D153
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 6261/2013)
16 Μαρτίου, 2016
[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
MAHIN SAFISAMGHABADI,
Aιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ'ου η Αίτηση.
---------------
Β. Γιατρού, για την Αιτήτρια.
Μ. Στυλιανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Καθ' ου η Αίτηση.
---------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: To αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι η εκλαμβανόμενη από την αιτήτρια ως «πράξη και/ή απόφαση των καθ'ων η αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερ. 01/8/13 και με την οποίαν απέρριψαν το αίτημα της αιτήτριας για πολιτογράφηση και/ή επανεξέταση της αίτησης της».
Η αιτήτρια, Ιρανή υπήκοος, αφίχθηκε για πρώτη φορά νομότυπα στην Κύπρο στις 13.3.1996, ως επισκέπτρια, και αναχώρησε στις 10.4.1996.
Επανήλθε στις 24.12.1997 και πάλιν ως επισκέπτρια, με άδεια παραμονής μέχρι τις 7.1.1998, αλλά δεν αναχώρησε κατά την εκπνοή της άδειάς της και συνέχισε να διαμένει παράνομα στη Δημοκρατία.
Στις 31.7.2001 η αιτήτρια παρουσιάστηκε στα γραφεία της Υπηρεσίας Αλλοδαπών Λεμεσού για να υποβάλει αίτηση για άδεια επισκέπτη, προσκομίζοντας σχετική επιστολή της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (Γραφείο Κύπρου), σύμφωνα με την οποία η αιτήτρια είχε υποβάλει αίτηση για άσυλο στις 31.5.2001.
Επειδή, όμως, κατά τον έλεγχο του διαβατηρίου της, διαπιστώθηκε ότι ευρίσκετο παράνομα στην Κύπρο, η αιτήτρια συνελήφθηκε και οδηγήθηκε στον αστυνομικό σταθμό και, στη συνέχεια, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την κατηγορία της παραμονής στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της άδειάς της.
Το Δικαστήριο, κατόπιν παραδοχής, επέβαλε στην αιτήτρια στις 6.8.2001 την ποινή της 20ήμερης φυλάκισης, γεγονός που την κατέστησε απαγορευμένη μετανάστρια υποκείμενη σε απέλαση, όμως, τα σχετικά διατάγματα δεν εκτελέστηκαν, ενόψει της εκκρεμότητας της αίτησής της για άσυλο.
Για το σκοπό αυτό παραχωρήθηκε ακολούθως στην αιτήτρια άδεια προσωρινής παραμονής επισκέπτη η οποία, αφού ανανεώθηκε διαδοχικά, μετατράπηκε στη συνέχεια σε άδεια αορίστου χρόνου (for so long) ως αιτήτριας ασύλου.
Στις 14.3.2002 η αιτήτρια τέλεσε στο Δημαρχείο Αραδίππου πολιτικό γάμο με Έλληνα υπήκοο. Ο γάμος λύθηκε ένα σχεδόν χρόνο αργότερα με διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερομηνίας 5.3.2003.
Λόγω της έγκρισης από την Υπάτη Αρμοστεία της αίτησης της αιτήτριας και την αναγνώρισή της ως πολιτικού πρόσφυγα, για την οποία ενημερώθηκε ο Λειτουργός Μετανάστευσης στις 23.9.2003, χορηγήθηκε στην αιτήτρια ειδική άδεια παραμονής και εργασίας μέχρι 24.9.2006.
Στις 24.3.2005 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση και, ακολούθως, την 1.9.2006, αίτηση για περαιτέρω άδεια παραμονής ως αναγνωρισμένος πολιτικός πρόσφυγας και για άδεια εργασίας σε ιδιόκτητο κατάστημα επιδιόρθωσης χαλιών.
Η μεν άδεια παραμονής εγκρίθηκε μέχρι τις 16.10.2009, η δε αίτηση πολιτογράφησης απορρίφθηκε στις 15.4.2008, λόγω μη συμπλήρωσης της ελάχιστης απαιτούμενης παραμονής στη Δημοκρατία.
Νέα αίτηση της αιτήτριας για πολιτογράφηση, η οποία υποβλήθηκε στις 9.2.2009 απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών στις 19.7.2012, κατόπιν σχετικής εισήγησης της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.
Η απορριπτική απόφαση και η αιτιολογία της κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με την ακόλουθη επιστολή της Διευθύντριας, ημερομηνίας 14.8.2012:
«Κυρία,
Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτησή σας για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με Πολιτογράφηση και να σας πληροφορήσω ότι εξετάστηκε με τη δέουσα προσοχή αλλά, δυστυχώς, δεν κατέστη δυνατόν να εγκριθεί.
2. Η Κυπριακή Δημοκρατία ασκώντας τα κυριαρχικά της δικαιώματα και αφού έλαβε υπόψη ότι:
(α) παρά το γεγονός ότι έχετε αναγνωριστεί ως πολιτικός πρόσφυγας από το UNHCR και διαμένετε και απολαμβάνετε τα δικαιώματα των πολιτικών προσφύγων στη χώρα μας, έχετε δηλώσει ότι πρόθεσή σας είναι να ταξιδέψετε στη χώρα σας.
(β) έχετε παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα παράνομα στη Δημοκρατία όπου καταδικαστήκατε σε φυλάκιση,
(γ) μιλάτε πολύ λίγο την ελληνική γλώσσα,
(δ) δεν έχετε οποιοδήποτε δεσμό με τον τόπο μας,
(ε) δεν έχετε ενταχθεί στο κυπριακό σύνολο,
(στ) η Δημοκρατία δεν έχει όφελος από την πολιτογράφηση σας ούτε εξυπηρετείται καθ' οιονδήποτε τρόπο το δημόσιο συμφέρον και
(η) το καθεστώς του αναγνωρισμένου πρόσφυγα είναι αρκούντως ικανοποιητικό για την περίπτωσή σας
αποφάσισε ότι δεν υφίσταται οποιοσδήποτε ουσιαστικός λόγος για την Πολιτογράφηση σας ως Κύπριας πολίτιδας»
Στη συνέχεια η αιτήτρια, αφού ζήτησε και εξασφάλισε την επέκταση της προσωρινής άδειας παραμονής της πάνω στη βάση της ιδιότητας του αναγνωρισμένου πρόσφυγα μέχρι 17.2.2016, ζήτησε από την Υπουργό Εσωτερικών, την επανεξέταση της πολιτογράφησής της, προβάλλοντας διάφορους ισχυρισμούς.
Απαντώντας στο πιο πάνω διάβημα, η Διευθύντρια κοινοποίησε στην αιτήτρια την επίδικη επιστολή, ημερομηνίας 1.8.2013, στην οποία διαλαμβάνονταν τα εξής:
«Κυρία,
Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας ημερ. 10/10/2012 προς τον Υπουργό Εσωτερικών η οποία διαβιβάστηκε στο Τμήμα στις 18.10.2012 και σας αναφέρω τα ακόλουθα:
1. Στις 13/10/2006 σε επίσκεψη σας στο Τμήμα είχατε ζητήσει επίσπευση της αίτησής σας για να ταξιδέψετε στην χώρα σας. Επίσης ο δικηγόρος σας κος Ευθύμιος Ευθυμίου με επιστολή ημερ. 02/10/2009 προς τον τότε Υπουργό Εσωτερικών ζήτησε όπως σας εκδοθεί διαβατήριο για να μπορέσετε να ταξιδεύσετε στο Ιράν, ενώ είστε αναγνωρισμένη πρόσφυγας.
2. Σύμφωνα με επιστολή της Αστυνομίας ημερ. 14.8.2001 έχετε συλληφθεί και καταδικαστεί σε φυλάκιση για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία.
3. Όσον αφορά τα συμπεράσματά μας σχετικά με τη γνώση της ελληνικής γλώσσας και την προσαρμογή σας στην Κυπριακή κοινωνία αυτά διαμορφώθηκαν μέσα από έρευνες της Αστυνομίας και της Επαρχιακής Διοίκησης Λεμεσού.
4. Σύμφωνα με τις ίδιες έρευνες για δύο χρόνια δεν καταβάλατε δόση δανείου για το ακίνητο το οποίο έχετε αγοράσει. Να σημειωθεί ότι όταν ερωτηθήκατε από Λειτουργό της Επαρχιακής Διοίκησης για τον τρόπο με τον οποίον θα καλύπτετε τις δόσεις του πιο πάνω δανείου δεδομένων των εισοδημάτων σας, δεν ήσασταν σε θέση να δώσετε οποιαδήποτε απάντηση.
5. Αναφορικά με τον ισχυρισμό σας ότι δεν επιθυμείτε το καθεστώς του αναγνωρισμένου πρόσφυγα σας υπενθυμίζω ότι ουδέποτε εκφράσατε την επιθυμία να απαλλαγείτε από αυτό.
Ενόψει των ανωτέρω, οι ισχυρισμοί που διατυπώνονται στην υπό αναφορά επιστολή σας κρίνονται ως αβάσιμοι. Ως εκ τούτου το Τμήμα δεν προτίθεται να επανεξετάσει την αίτησή σας για πολιτογράφηση».
Με την προσφυγή της, η οποία καταχωρίστηκε στις 14.10.2013 και η οποία ρητά αναφέρεται στην τελευταία επιστολή της Διευθύντριας, η αιτήτρια προβάλλει ότι ο χειρισμός της αίτησης και η απόρριψη του αιτήματός της για πολιτογράφηση παραβιάζει τη συνθήκη της Γενεύης για τους πολιτικούς πρόσφυγες (άρθρα 23 και 34), είναι αποτέλεσμα πραγματικής και νομικής πλάνης, στερείται δέουσας έρευνας, παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης και συνιστά κακή άσκηση διακριτικής εξουσίας.
Οι καθ'ων η αίτηση εγείρουν προδικαστικό ζήτημα εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Εισηγούνται ότι η επιστολή της 1.8.2013 δεν περιέχει εκτελεστή απόφαση, αλλά απλή επιβεβαίωση της προηγηθείσας απορριπτικής απόφασης που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με την επιστολή της 14.8.2012. Με την προσβαλλόμενη απόφαση της 1.8.2013, σημειώνουν οι καθ' ων η αίτηση, απλά απαντήθηκαν τα θέματα που είχαν τεθεί από την αιτήτρια στην επιστολή της ημερομηνίας 10.10.2012 και υποδείχθηκε στην αιτήτρια ότι δεν επρόκειτο να προβούν σε επανεξέταση, εμμένοντας στην αρχική απόφασή τους.
Τα δε ζητήματα που είχε συμπεριλάβει στην εν λόγω επιστολή της η αιτήτρια δεν συνιστούσαν νέα στοιχεία ικανά να οδηγήσουν σε νέα έρευνα, αφού ήταν ήδη γνωστά και είχαν διερευνηθεί στα πλαίσια της εξέτασης της αίτησής της.
Η αιτήτρια δεν αποδέχεται την εισήγηση για το βεβαιωτικό χαρακτήρα της προσβαλλόμενης απόφασης και υποβάλλει ότι στην επιστολή της, ημερομηνίας 10.12.2012, είχε θέσει ενώπιον των καθ'ων η αίτηση νέα ουσιώδη στοιχεία, τα οποία επέβαλλαν τη διεξαγωγή νέας έρευνας, με αποτέλεσμα η απόφαση της 1.8.2013 να καθίσταται εκτελεστή.
Tα στοιχεία αυτά, κατά την αιτήτρια, ήταν: (α) η διαφοροποίηση των προσωπικών της περιστάσεων, δεδομένου ότι δεν είχε πλέον οικογενειακούς δεσμούς στο Ιράν, εφόσον οι γονείς της απεβίωσαν μετά την αρχική εξέταση της αίτησής της και το μόνο εν ζωή συγγενικό της πρόσωπο είναι ο αδελφός της και ότι τα τελευταία 20 χρόνια η αιτήτρια διαμένει μόνιμα στην Κύπρο, (β) η δήλωσή της ότι είχε πρόθεση να παραμείνει μόνιμα στην Κύπρο, το πιστοποιητικό βάπτισης της, το γεγονός ότι ήταν μέτοχος σε κυπριακή εταιρεία και γνώριζε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα, και, (γ) ότι ήταν φορολογούμενο άτομο, κοινωνικά ασφαλισμένο και ότι, επί σειρά 11 και πλέον ετών, δεν απασχόλησε τις Αρχές της Δημοκρατίας.
Σύμφωνα με την πάγια Ελλαδική και Κυπριακή επί του θέματος νομολογία, οι βεβαιωτικές πράξεις στερούνται εκτελεστού χαρακτήρα και δεν μπορούν να προσβληθούν με αίτηση ακυρώσεως. Μια διοικητική απόφαση θεωρείται ως βεβαιωτική προγενέστερης όταν εκδίδεται από την ίδια Αρχή, απευθύνεται στο ίδιο πρόσωπο, σκοπεί στη ρύθμιση της ίδιας σχέσης, εδράζεται στην ίδια νομική και πραγματική βάση με προεκδοθείσα πράξη και παράγει ταυτόσημα με αυτή νομικά αποτελέσματα. Πράξη θεωρείται βεβαιωτική εφόσον δεν επιφέρει έννομα αποτελέσματα, αλλά βεβαιώνει τις προκύψασες έννομες συνέπειες από προηγούμενη εκτελεστή πράξη ή απόφαση (βλ. Pieris v. the Republic (1983) 3 CLR 1054, Larkos v. The Republic (1987) 3 CLR 2189, Σαββίδης v. ΕΤΕΚ (2003) 3 ΑΑΔ 208). Βεβαιωτική θεωρείται επίσης πράξη που δηλώνει απλή εμμονή της διοίκησης σε προηγούμενη πράξη, έστω κι αν δεν επαναλαμβάνει το περιεχόμενό της (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελίδα 240, Χρήστου v. Yπουργικού Συμβουλίου (1999) 3 ΑΑΔ 71).
Εν τούτοις, είναι δυνατό μια πράξη η οποία περιέχει απλή επιβεβαίωση προηγούμενης απόφασης να είναι εκτελεστή όταν αυτή εκδίδεται κατόπιν νέας έρευνας της υπόθεσης. Νέα έρευνα θεωρείται ότι υπάρχει αν, πριν από την έκδοση της νεότερης πράξης, λαμβάνει χώρα εξέταση στοιχείων που προέκυψαν πρόσφατα ή στοιχείων που προϋπήρχαν μεν, αλλά ήταν άγνωστα και λαμβάνονται τώρα πρόσθετα υπόψη.
Το τι συνιστά νέα έρευνα είναι ζήτημα πραγματικό και οι προθέσεις ή απόψεις των μερών δεν επιδρούν στη φύση της νέας απόφασης, ούτε δεσμεύουν το Δικαστήριο. Γενικά, όμως, νέα έρευνα θεωρείται ο συνυπολογισμός νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων. Τονίζεται ότι το νέο υλικό θα πρέπει να κρίνεται αυστηρά διότι, όπως το θέτει ο Μιχ. Στασινόπουλος στο σύγγραμμα του «Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών», Τέταρτη Έκδοση, σελ. 176: «δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν δια την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην δια της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ' επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων» (βλ. Ζίττης v. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 394 , Τhakis Costa Bettings Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 466).
Η επιστολή της αιτήτριας, ημερομηνίας 10.12.2012, δεν αναφέρει νεότερα στοιχεία προς εκτίμηση, αλλά ουσιαστικά περιορίζεται σε απλή αντίκρουση των ευρημάτων της Διευθύντριας, όπως είχαν αυτά διατυπωθεί στην απορριπτική απόφαση της 14.8.2012. Τα όσα έθεσε η αιτήτρια δεν στοιχειοθετούν υποχρέωση για νέα έρευνα. Η αναφορά της στο θάνατο των γονιών της και στο ότι δεν είχε πλέον δεσμούς με την χώρα καταγωγής της, δεν συνιστά ένα νέο λόγο ή δεδομένο που θα δικαιολογούσε τη διεξαγωγή νέας έρευνας. Το ζητούμενο, εξάλλου, για την αιτήτρια δεν ήταν η απόδειξη ύπαρξης δεσμών με τη χώρα καταγωγής της, αλλά η ένταξή της στο κυπριακό σύνολο και η δημιουργία δεσμών με τη Κύπρο, στοιχεία τα οποία, όπως διαπιστώθηκε, δεν υπήρχαν στην περίπτωσή της.
Τα υπόλοιπα στοιχεία που συμπεριέλαβε η αιτήτρια στην επιστολή της προς την Υπουργό, σχετικά με την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων και των ασφαλιστικών εισφορών της, τα περιουσιακά στοιχεία και την επαγγελματική της δραστηριότητα, το γάμο της και το ποινικό μητρώο της ήταν δεδομένα και εξαρχής γνωστά στους καθ'ων η αίτηση. Δεν αποτελούν νέα πραγματικά στοιχεία τα οποία δεν είχαν τεθεί υπόψη της διοίκησης κατά την αρχική της απόφαση. Η επιστολή της 1.8.2013 δεν είναι εκτελεστή πράξη, αλλά επιβεβαιωτική. Απλά υποδηλώνει την εμμονή των καθ'ων η αίτηση στην αρχική απόφασή τους, δηλαδή στην απόρριψη του αιτήματος.
Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με €1.200 έξοδα εναντίον της αιτήτριας.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ