ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Νικολαΐδης κ.α. ν. Μηνά κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 321
Eπιτροπή Eκπαιδευτικής Yπηρεσίας ν. Aντώνη Zάμπογλου (1997) 3 ΑΑΔ 270
Φράγκου Στέφανος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 270
Παναγιωτίδης Xρίστος ν. Yπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων και Άλλων (1998) 3 ΑΑΔ 342
Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών και Άλλου (1999) 3 ΑΑΔ 447
Ράφτης Αντώνης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (2002) 3 ΑΑΔ 345
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2016:D121
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.423/2010)
25 Φεβρουαρίου, 2016
[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΕΝΤΟΥΛΑ ΑΡΧΟΝΤΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ
ΚΥΠΡΟΥ (ΕΤΕΚ),
Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
Γιώργος Σεραφείμ, για Σεραφείμ & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Αιτήτρια.
Αλεξία Κουντουρή (κα), για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια αμφισβητεί το κύρος της απόφασης του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου, (Ε.Τ.Ε.Κ.), ημερομηνίας 22.12.2009, που της κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 13.1.2010, με την οποία απορρίφθηκε αίτημά της για χορήγηση σε αυτήν δύο πρόσθετων προσαυξήσεων και τοποθέτησή της στη μισθολογική κλίμακα Ε9, κατ' ίση μεταχείρισή της με τη συνάδελφό της κ. Α. Μιλτιάδου. Το Ε.Τ.Ε.Κ. αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Εγκαθιδρύθηκε και ασκεί αρμοδιότητες με βάση τον περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμο του 1990, (Ν. 224/1990), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, καθώς και με βάση τους εκδοθέντες, δυνάμει του εν λόγω Νόμου, Κανονισμούς.
Η αιτήτρια και η κ. Α. Μιλτιάδου κατέχουν θέσεις στο Ε.Τ.Ε.Κ. από το 1993. Στις 7.7.2009, η Διοικούσα Επιτροπή του Ε.Τ.Ε.Κ., η Διοικούσα Επιτροπή, μετά από σχετική συνεδρία της, αποφάσισε την προαγωγή και των δύο στη θέση Γραμματειακού Λειτουργού, συνδυασμένες κλίμακες Ε8 - 9. Κατ' εφαρμογή δε του Κ. 34 των περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 2000, (Κ.Δ.Π. 88/2000), σε συνδυασμό με τον Κ. 15 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Απολαβές, Επιδόματα και άλλα Οικονομικά Ωφελήματα των Δημόσιων Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1995, (Κ.Δ.Π. 175/1995), προχώρησε στην αναπροσαρμογή του μισθού τους, ώστε αυτές να αμείβονται με βάση την κλίμακα της θέσης στην οποία προάχθηκαν και τη βαθμίδα στην οποία δικαιούνταν να τοποθετηθούν.
Συνεπώς, με δεδομένο ότι, κατά τον αμέσως πριν την προαγωγή τους χρόνο, ήταν μισθολογικά τοποθετημένες: η αιτήτρια στην 3η βαθμίδα της κλίμακας Ε7 και η κ. Α. Μιλτιάδου στη 2η βαθμίδα της κλίμακας Ε8, μετά την προαγωγή τους, τοποθετήθηκαν: η μεν αιτήτρια μεταξύ της 2ης και της 3ης βαθμίδας της κλίμακας Ε8, η δε κ. Α. Μιλτιάδου μεταξύ της 3ης και της 4ης βαθμίδας της ιδίας κλίμακας. Στη συνέχεια, την 1.8.2009, η κ. Α. Μιλτιάδου, με επιστολή της προς το Ε.Τ.Ε.Κ., ζήτησε την τοποθέτησή της στην κλίμακα Ε9. Σύμφωνα με τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, το αίτημά της εξετάστηκε σε συνεδρία της Διοικούσας Επιτροπής, ημερομηνίας 15.9.2009, και έγινε δεκτό. Συγκεκριμένα, αποφασίστηκε όπως, από 1.12.2009, της παραχωρηθούν δύο πρόσθετες προσαυξήσεις, καθώς και η τοποθέτησή της στην κλίμακα Ε9 από 1.12.2010.
Ακολούθησε επιστολή της αιτήτριας, ημερομηνίας 6.11.2009, προς όλα τα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής, με την οποία αυτή ζήτησε να τύχει όμοιας με την κ. Α. Μιλτιάδου μεταχείρισης. Η Διοικούσα Επιτροπή, με απόφασή της, ημερομηνίας 22.12.2009, απέρριψε το εν λόγω αίτημά της, αναφέροντας, σχετικά: «... αφού συνυπολόγισε όλους τους παράγοντες και τα δεδομένα που είχε ενώπιον της αποφάσισε ότι το αίτημα της κας Αρχοντίδου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό» και, περαιτέρω, «... ότι η λήψη της απόφασης για την οποία γίνεται αναφορά στην επιστολή έλαβε υπόψη της μόνο αντικειμενικά κριτήρια όπως είναι η αρχαιότητα, η θέση την οποία κατείχε πριν την προαγωγή καθώς και το γεγονός ότι δεν είχε στην ουσία ωφεληθεί μισθολογικά από την προαγωγή της στη θέση του Γραμματειακού Λειτουργού». Η φράση «δεν είχε στην ουσία ωφεληθεί μισθολογικά» αναφέρεται σε σχέση με την κ. Α. Μιλτιάδου. Ο Πρόεδρος του Ε.Τ.Ε.Κ., με επιστολή του ημερομηνίας 13.1.2010, πληροφόρησε, σχετικά, την αιτήτρια για την πιο πάνω απόφαση, η δε τελευταία, μη ικανοποιηθείσα από αυτήν, την προσέβαλε με την παρούσα προσφυγή.
Η αρχικώς εγερθείσα από το Ε.Τ.Ε.Κ. προδικαστική ένσταση περί εκπροθέσμου της προσφυγής, στην πορεία, εγκαταλείφθηκε, όπως, επίσης, αποσύρθηκε και ο πρώτος λόγος ακύρωσης, περί κακής σύνθεσης του αποφασίζοντος οργάνου. Ως εκ τούτου, παρέμειναν προς εξέταση οι ισχυρισμοί της αιτήτριας:-
(α) Περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας· και
(β) Περί παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 28 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 38 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999).
Αναφορικά με τον πρώτο, ανωτέρω, λόγο ακύρωσης, είναι η θέση της αιτήτριας ότι η γενικόλογη και αόριστη αναφορά, στο σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η Διοικούσα Επιτροπή, αφού συνυπολόγισε όλους τους παράγοντες και τα δεδομένα που είχε ενώπιόν της, αποφάσισε ότι δεν μπορεί να αποδεχτεί το αίτημά της, όχι μόνο δεν αποκαλύπτει τι ακριβώς διερευνήθηκε και ποιο ήταν το αποτέλεσμα της έρευνας, αλλά, πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά την αιτιολογία της.
Αντίθετη είναι η άποψη των καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι, επικαλούμενοι, ειδικότερα, τις πρόνοιες των Κ. 4 και 28(5), αντίστοιχα, της Κ.Δ.Π. 88/2000, αλλά και τα όσα καταγράφονται στην επιστολή του Αναπληρωτή Διευθυντή του Ε.Τ.Ε.Κ. προς τη Διοικούσα Επιτροπή, ημερομηνίας 2.9.2009, υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε βάσει των συγκεκριμένων προνοιών, προηγήθηκε η δέουσα, υπό τις περιστάσεις, έρευνα και η αιτιολογία της προκύπτει ξεκάθαρα μέσα από τα γεγονότα της υπόθεσης και συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.
Αρχίζοντας από το τελευταίο επιχείρημα, επισημαίνεται πως, σύμφωνα με πάγια επί του θέματος νομολογία, η συμπλήρωση της αιτιολογίας των ευρημάτων της διοίκησης από το διοικητικό φάκελο επιτρέπεται μόνο, εφόσον τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από αυτόν κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο. Διαφορετικά, τα δικαστήρια θα έπρεπε να υποκαθιστούν τη διοίκηση στην αναζήτηση και στη στάθμιση των στοιχείων αυτών, (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929 - 1959), σελίδα 185 και Παναγιωτίδης ν. Υπουργ. Συγκ. & ΄Εργων κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 342).
Παράλληλα, επαρκής έρευνα θεωρείται, κατά τη νομολογία, εκείνη που δείχνει τη διερεύνηση κάθε σχετιζόμενου με την υπόθεση γεγονότος, (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλλουν ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα και δεν υπάρχει στερεότυπος τρόπος, ο οποίος καλύπτει την κάθε περίπτωση. Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και το κριτήριο για την πληρότητά της έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα, (βλ. Νικολαΐδης κ.α. ν. Μηνά κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 321, Ε.Ε.Υ. ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345).
Στην κρινόμενη περίπτωση, η αιτήτρια, με την επιστολή της προς τη Διοικούσα Επιτροπή, ημερομηνίας 6.11.2009, είχε διατυπώσει συγκεκριμένους ισχυρισμούς σε ό,τι αφορά το πρόσωπό της. Παραμένει άγνωστο αν αυτοί εξετάστηκαν και συνεκτιμήθηκαν και κατά πόσο η Διοικούσα Επιτροπή προέβη σε κάποια έρευνα προς αυτήν την κατεύθυνση. Συνεπώς, η απλή φραστική αναφορά ότι αυτή συνυπολόγισε όλους τους παράγοντες και τα δεδομένα που είχε ενώπιόν της, χωρίς οποιοδήποτε άλλο σχόλιο ή τεκμηρίωση, δεν μπορεί παρά να δημιουργεί κενό. Σχετική επί του θέματος είναι η απόφαση στην υπόθεση Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, στην οποία επισημάνθηκαν τα εξής:- (σελίδες 272 και 273).
«Τονίζουμε ότι η διοίκηση βαρύνεται με την υποχρέωση όπως θέτει υπ' όψη του δικαστηρίου ολόκληρο το πραγματικό υλικό το οποίο κατά τον νόμο στηρίζει την προσβαλλόμενη πράξη και τυγχάνει αναγκαίο για τον υπό του Δικαστηρίου ακυρωτικό έλεγχο ...»
«Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία. 'Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μη εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ων εμορφώθη η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν περίπτωσιν' (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω)[1], σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω)[2]).»
Κενό, όμως, διαπιστώνεται και σε ό,τι αφορά τον τρόπο αξιολόγησης από τη Διοικούσα Επιτροπή αυτών που αναφέρονται στην επιστολή του Αναπληρωτή Διευθυντή του Ε.Τ.Ε.Κ. προς την ίδια, ημερομηνίας 2.9.2009, σε σχέση με την κ. Α. Μιλτιάδου, αφού, και πάλι, απουσιάζει από το σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης οποιοσδήποτε σχολιασμός, σχετικά. Οι δε νομοθετικές πρόνοιες που επικαλούνται οι καθ' ων η αίτηση (Κ. 4 και 28(5) της Κ.Δ.Π. 88/2000) δεν παρέχουν οποιοδήποτε έρεισμα στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.
Υπό το φως της κατάληξης σε σχέση με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, καθίσταται αχρείαστη η εξέταση του δεύτερου λόγου ακύρωσης, που, επίσης, προβάλλεται.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση κηρύσσεται άκυρη και εστερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος. Επιδικάζονται €1.200,00 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της αιτήτριας.
Γ.Ν. Γιασεμής,
Δ.
/ΜΠ
[1] Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929 - 1959)
[2] Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298