ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D61
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Yπόθεση Αρ. 384/14
2 Φεβρουαρίου 2016
[T.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δικαστής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 9, 12, 28, 30, 33, 113, 146, 148 ΚΑΙ 153 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΡΧΙΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ 720 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Αιτητής
ν.
1. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΣΕΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ/Ή
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Καθ΄ων η Αίτηση.
_________
Χρ. Νεοφύτου για Νεοφύτου και Νεοφύτου ΔΕΠΕ, για τον αιτητή.
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο αιτητής αντιμετώπισε ως μέλος της αστυνομίας (αρχιαστυφύλακας) πειθαρχική υπόθεση με κατάληξη να βρεθεί ένοχος σε τρεις κατηγορίες ως ακολούθως:
1. Ανάρμοστη συμπεριφορά
Ενώ βρισκόταν στο οδόφραγμα Αστρομερίτη-Ζώδιας μεταξύ των ωρών 1900-0700 της 14-15.3.2011 και εκτελούσε καθήκοντα καταγραφής διερχομένων οχημάτων στο εξωτερικό γραφείο του οδοφράγματος μαζί με τον αστυφ. 2894 Π. Μιχαηλίδη (Μ.Κ.1), γύρω στα μεσάνυκτα εγκατέλειψε το καθήκον του και κλείστηκε στο γραφείο του υπευθύνου μέχρι η ώρα 0500 της 15.3.2011. Του επιβλήθηκε ποινή πέντε ημερομισθίων.
2. Αμέλεια καθήκοντος
Ίδια γεγονότα ως άνω. Δεν του επιβλήθηκε ποινή.
3. Απουσία χωρίς άδεια
Ενώ ήταν ορισμένος για καθήκον εντός του μηνός Μαρτίου 2011 και μεταξύ των ωρών 0700-1900 στο οδόφραγμα Αστρομερίτη-Ζώδιας εγκατέλειψε το καθήκον του αδικαιολόγητα και χωρίς άδεια μεταξύ των ωρών 0800-0840. Του επιβλήθηκε ποινή τριών ημερομισθίων.
Στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής διαδικασίας ο Προεδρεύων Αξιωματικός άκουσε αριθμό μαρτύρων, τους οποίους και αξιολόγησε, λαμβάνοντας υπόψη και τη δήλωση του νυν αιτητή στην οποία προέβη χωρίς όρκο.
Ακολούθως ο αιτητής υπέβαλε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων του οποίου, κατά τον Κανονισμό 27 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 53/1989), προεδρεύει ο Αρχηγός της Αστυνομίας. Η έφεση απερρίφθη, οπότε ακολούθησε η παρούσα προσφυγή.
Οι λόγοι της έφεσης αφορούσαν ισχυρισμούς περί μη τεκμηρίωσης των κατηγοριών, περί του ότι δεν δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή να αντεξετάσει μάρτυρες και να προσκομίσει μαρτυρία, περί εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας και περί εσφαλμένων και αντινομικών ευρημάτων. Οι ίδιοι λόγοι αναπτύχθηκαν και στην παρούσα εν εκτάσει. Δεν απαιτείται όμως και εκτεταμένη παράθεσή τους, εφόσον η μελέτη των λόγων αυτών καταδεικνύει ότι αφορούν την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από τα αρμόδια διοικητικά όργανα στα πλαίσια της πειθαρχικής τους δικαιοδοσίας. Το παρόν Δικαστήριο, ως ακυρωτικό, περιορίζεται στη νομιμότητα της πράξης και στο εύλογο των διαπιστώσεων επί των γεγονότων, χωρίς να επεμβαίνει στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, εκτός εάν στοιχειοθετηθεί παράβαση νόμου ή πλάνη περί τα πράγματα ή κατάχρηση εξουσίας ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης (Βλ., μεταξύ άλλων, Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 515).
Κάτι τέτοιο εν προκειμένω καθόλου δεν έχει στοιχειοθετηθεί. Σε ότι αφορά τις δύο πρώτες, ως άνω, κατηγορίες, ο Προεδρεύων Αξιωματικός είχε σαφή μαρτυρία προερχόμενη από τον εν λόγω αστυφ. 2894 (Μ.Κ.1), ότι ο αιτητής ενόσω εργαζόταν μαζί του στο οδόφραγμα, γύρω στα μεσάνυκτα της 14-15.3.2011 εισήλθε στο γραφείο του υπευθύνου όπου παρέμεινε μέχρι η ώρα 0500. Σημείωσε περαιτέρω ότι ο αιτητής παραδέχθηκε πως κλείστηκε στο γραφείο του υπευθύνου για 5 συνεχόμενες ώρες, πλην όμως προέβαλε τον ισχυρισμό ότι έλεγχε το «Κλειστό Κύκλωμα Παρακολούθησης». Αξιολογώντας τέτοια συμπεριφορά, ο Προεδρεύων Αξιωματικός θεώρησε ότι αυτή συνιστούσε έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους του αιτητή για το συνάδελφο και υφιστάμενό του αστυφ. 2894, τον οποίο κατ΄ουσίαν εγκατέλειψε για 5 ώρες μόνο του για να εκτελεί τα πολλαπλά καθήκοντα που απορρέουν από το μνημόνιο καθηκόντων των μελών που στελεχώνουν τα οδοφράγματα και προς τούτοις, συμπεριφορά απρεπή και επιζήμια για την πειθαρχία και συνιστώσα αμέλεια καθήκοντος. Τέτοια αποδοχή της μαρτυρίας και εκτίμησή της, όπως και η επικύρωση κατ΄έφεσιν, ενέπιπτε αποκλειστικά στα πλαίσια της αρμοδιότητας του πειθαρχικού οργάνου, χωρίς να παρέχεται περιθώριο παρέμβασης.
Σε ότι αφορά την τρίτη, ως άνω, κατηγορία, ο Προεδρεύων Αξιωματικός είχε τη μαρτυρία του Ε/Α 5815 Α. Δημοσθένους (Μ.Κ.2), ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε στο οδόφραγμα Αστρομερίτη. Στην κατάθεσή του ανέφερε ότι κατά τον Μάρτιο του 2011, σε ημερομηνία που δεν θυμόταν, εργάστηκε στο οδόφραγμα με τον αιτητή από η ώρα 0700-1900. Γύρω στις 0800 ο αιτητής επιβαίνοντας του αυτοκινήτου του εγκατέλειψε το καθήκον του και επέστρεψε μετά από 40 λεπτά. Για το όλο περιστατικό ανέφερε ότι ενημέρωσε τον υπεύθυνο του οδοφράγματος Α/Λοχ. 4382 Γ. Γεωργίου (Μ.Κ.3). Ο Μ.Κ.3 κατέθεσε ως μάρτυρας λέγοντας ότι ένα Σάββατο πρωί ο αιτητής έφυγε από το οδόφραγμα με το αυτοκίνητό του και επέστρεψε μετά από 2 ½ ώρες περίπου, αναφέροντας στον Μ.Κ.2 που ήταν καθήκον μαζί του ότι το αυτοκίνητο του είχε πρόβλημα και πήγε να το επιδιορθώσει. Ο αιτητής αντεξέτασε το Μ.Κ.3 υποβάλλοντάς του ότι κατά πάντα ουσιώδη χρόνο δεν είχε εργαστεί Σάββατο πρωί. Ο Προεδρεύων Αξιωματικός δεν έδωσε βαρύτητα στη μαρτυρία του Μ.Κ.3 θεωρώντας την εξ ακοής. Σ΄αυτή τη πτυχή δόθηκε ιδιαίτερη σημασία από πλευράς αιτητή, ο οποίος εισηγήθηκε ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.2 είναι αναξιόπιστη και ότι εσφαλμένα και αντινομικά ο Προεδρεύων Αξιωματικός θεώρησε τη μαρτυρία του Μ.Κ.3 εξ ακοής.
Αρμόδιος, όμως, ήταν ο Προεδρεύων Αξιωματικός τόσο σε σχέση με την αξιολόγηση, όσο και σε σχέση με τη βαρύτητα που επέλεξε να δώσει. Ενήργησε δε στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του και η απόφαση του επικυρώθηκε κατά τρόπο τέτοιο ώστε, και πάλι, να μην παρέχεται δικαίωμα ακυρωτικής παρέμβασης.
Επιπρόσθετα, τόσο ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, όσο και ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων, τέθηκε θέμα έλλειψης αμεροληψίας του Αρχηγού Αστυνομίας ο οποίος εκ της θέσεως του ορίζεται ως Πρόεδρος του Συμβουλίου. Το Συμβούλιο Εφέσεων εξέτασε και απέρριψε τέτοια εισήγηση. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι έπραξε τούτο εκτός των πλαισίων που προδιέγραφε η έφεση, εφόσον εκεί δεν περιλαμβανόταν τέτοιος λόγος (βλ. Παράρτημα 1 στην Αίτηση), ενώ, σύμφωνα με τον Καν. 28(3)(α) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 53/1989), οποιαδήποτε έφεση πρέπει να περιέχει με λεπτομέρεια τους λόγους πάνω στους οποίους αυτή εδράζεται. Συνεπώς, δεν τέθηκε ζήτημα αμεροληψίας του Αρχηγού Αστυνομίας κατά τρόπο έγκυρο ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων. Υπ΄αυτή την έννοια είναι αμφίβολο κατά πόσο θα μπορούσε να τεθεί, κατ΄ουσίαν για πρώτη φορά, ζήτημα αμεροληψίας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα κα (2007) 3 Α.Α.Δ. 116).
Εν πάση περιπτώσει, εφόσον η εισήγηση συζητήθηκε επί της ουσίας, μπορεί να λεχθεί ότι αυτή στηρίχθηκε σε μια σημείωση του Βοηθού Αρχηγού (Δ) Αστυνομίας στον προσωπικό φάκελο του αιτητή σε σχέση με οδηγίες που είχε λάβει από τον Αρχηγό Αστυνομίας. Συγκεκριμένα, στις 25.7.2011, ο Αστυνομικός Διευθυντής Μόρφου απευθύνθηκε στον Αρχηγό Αστυνομίας μέσω του Βοηθού Αρχηγού (Δ) εισηγούμενος να μελετηθεί το ενδεχόμενο μετάθεσης του αιτητή, τον οποίο χαρακτηρίζει ως ιδιόρρυθμο και προβληματικό χαρακτήρα. Στο πίσω μέρος αυτής της επιστολής ο Βοηθός Αρχηγός (Δ) κατέγραψε ότι το θέμα συζητήθηκε με τον Αρχηγό, του οποίου η θέση ήταν πως οι προβληματικοί δεν μπορεί να μετακινούνται από μια επαρχία στην άλλη και να μετατοπίζεται το πρόβλημα αλλού. Η δική του θέση ήταν πως τέτοιες συμπεριφορές μπορεί να αντιμετωπιστούν με τη λήψη μέτρων όπως προβλέπουν οι περί Πειθαρχίας Κανονισμοί.
Αυτές τις γενικές οδηγίες τις αντελήφθη ο αιτητής ως θέτουσες μέγα θέμα προκατάληψης σε βαθμό που στην αγόρευση του δικηγόρου του να ερμηνεύονται, σε συσχετισμό και με μία προηγούμενη πειθαρχική υπόθεση εναντίον του αιτητή, ως ακολούθως:
«Κάμετε και άλλες καταγγελίες εναντίον του και εγώ θα διατάξω την πειθαρχική δίωξη του εφεσείοντα. Θα τον ταλαιπωρήσω, θα τον εξευτελίσω, θα τον διασύρω, θα τον μεταθέσω τιμωρητικά και θα πω το γενικό και αόριστο "το επιβάλλουν οι ανάγκες της υπηρεσίας", γενικά θα τον τσακίσω, οικονομικά, κοινωνικά, επαγγελματικά και όπως αλλιώς μπορώ. Έτσι απλά γιατί είμαι ο Αρχηγός, γιατί είμαι ο ισχυρός.»
Η παρανόηση θεωρώ ότι είναι πλήρης. Είναι φανερό ότι οι οδηγίες του Αρχηγού αφορούσαν, όπως ορθά εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της Δημοκρατίας, γενικά και απρόσωπα την πολιτική που προέκρινε ως ορθή και επωφελή για τη Δύναμη και δεν είχαν την έννοια της διωκτικής πρόθεσης, ούτε αφήνουν υποψία για τέτοια πρόθεση έναντι του αιτητή και μάλιστα με τον τρόπο και στο βαθμό που, ως άνω, διερμηνεύθηκε.
Κατά πάγια νομολογία, για να στοιχειοθετηθεί προκατάληψη απαιτείται ικανοποιητική βεβαιότητα είτε από τα στοιχεία των φακέλων είτε με βάση ασφαλή συμπεράσματα που μπορεί να συναχθούν από τέτοια στοιχεία (Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 426). Η υπόθεση Νικόλας Νικολάου και Συμβούλιο Εφέσεων, Α.Ε. Αρ. 47/09, ημερομηνίας 27.7.2012, στην οποία ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή παρέπεμψε ως σχετική, διαφοροποιείται σαφώς από την παρούσα. Στην υπόθεση εκείνη ο Αρχηγός Αστυνομίας, μελετώντας το πόρισμα της έρευνας που είχε διενεργηθεί για ενδεχόμενη διάπραξη πειθαρχικών αδικημάτων από τον εμπλεκόμενο αστυνομικό για σκοπούς προώθησης πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον του, έκρινε ότι είχε διαπραχθεί αδίκημα το οποίο, λόγω της σοβαρότητάς του θα έπρεπε να εκδικαστεί από την Επιτροπή του Καν. 13 των εν λόγω Κανονισμών και ότι δεν θα μπορούσε να εκδικαστεί από Προεδρεύοντα Αξιωματικό με βάση τους Καν. 18 μέχρι 24 (σχετικές είναι οι πρόνοιες του Καν. 12). Η εκδίκαση από την Επιτροπή μπορεί να καταλήξει στην επιβολή των πολύ σοβαρών ποινών της απόλυσης και του εξαναγκασμού σε παραίτηση ή του υποβιβασμού κατά βαθμό ή τάξη, ενώ οι ποινές που μπορεί να επιβάλει ένας Προεδρεύων Αξιωματικός δεν έχουν τέτοια σοβαρότητα. Υπ΄αυτά τα δεδομένα, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε πως δεν εξασφαλιζόταν το τεκμήριο αμεροληψίας στο πρόσωπο του Αρχηγού ο οποίος προήδρευσε του Συμβουλίου Εφέσεων, αφ΄ης στιγμής είχε προηγουμένως θεωρήσει το διαπραχθέν πειθαρχικό αδίκημα τόσο σοβαρό ώστε να το παραπέμψει στην Επιτροπή για εκδίκαση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε «ήταν ως εαν να προαποφάσιζε ότι δυνατόν να απαιτούσε η περίπτωση και ποινή σοβαρότερη από εκείνες που είχε την εξουσία να επιβάλει ο Προεδρεύων Αξιωματικός». Το Δικαστήριο μάλιστα διέκρινε την περίπτωση που ο Αρχηγός θα προέβαινε σε μια γενικής μορφής διαπίστωση, αναφορικά με αυτό και μόνο το αδίκημα και όχι την εμπλοκή ή ακόμα και την ενοχή του κατηγορούμενου, ούτως ώστε να μην μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε εμπλακεί ως κατήγορος στην υπόθεση.
Εν προκειμένω, οι οδηγίες του Αρχηγού που κατέγραψε ο Βοηθός Αρχηγός (Δ), δεν είχαν ούτε τη μορφή γενικής διαπίστωσης για οποιοδήποτε αδίκημα σε σχέση με τον αιτητή, αλλά, αφορούσαν γενικές οδηγίες για τον τρόπο χειρισμού περιπτώσεων στις οποίες υποβάλλεται εισήγηση για μετάθεση μελών της Δύναμης που οι προϊστάμενοί τους θεωρούν ότι είναι «προβληματικοί». Τέτοια αντιμετώπιση του προβλήματος, όχι μόνο δεν ισοδυναμούσε με εμπλοκή του Αρχηγού ως κατήγορου, αλλά αποτελούσε και τον ορθό και δίκαιο τρόπο χειρισμού τέτοιων υποθέσεων, νοουμένου ότι η μετάθεση, σε περίπτωση συμπεριφοράς που συνιστά πειθαρχικό αδίκημα, προβλέπεται ως πειθαρχική ποινή (βλ. Καν. 16(1)(στ)) και συνεπώς είναι ως αποτέλεσμα πειθαρχικής διαδικασίας που πρέπει να επιβάλλεται.
Περιπλέον, τέθηκε και ζήτημα αντισυνταγματικότητας «του κανονιστικού πλαισίου λειτουργίας και εφαρμογής των περί Αστυνομίας Πειθαρχικών Κανονισμών», με την εισήγηση ότι η σύσταση του Συμβουλίου Εφέσεων και γενικά οι πρόνοιες των Κανονισμών είναι αντίθετες προς θεμελιώδεις πρόνοιες και αρχές του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
Αναφέρονται στην αγόρευση εκ μέρους του αιτητή τα Άρθρα 30, 34 και 35 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την εισήγηση ότι οι εν λόγω Κανονισμοί παραβιάζουν την έννοια της δίκαιης δίκης και την αρχή της αμεροληψίας. Τούτο γιατί απονέμονται στον Αρχηγό Αστυνομίας ευρύτατες και υπέρμετρες εξουσίες «οι οποίες σε κάθε συντεταγμένη πολιτεία μέλος της Ε.Ε. ασκούνται από Ανεξάρτητα Θεσμικά όργανα». Περαιτέρω, δεν υπάρχουν ρήτρες ή άλλα εχέγγυα που να διασφαλίζουν την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του ερευνόντα αξιωματικού ή του εισαγγελέα ή εισαγγελεύοντα με βάση τους Κανονισμούς. Περιπλέον, ο χώρος εκδίκασης μιας πειθαρχικής υπόθεσης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε χώρος, άσχετος με κάθε έννοια δικαιοσύνης, οι γραφείς που καλούνται να τηρήσουν πρακτικά είναι γυναίκες αστυνομικοί που δεν έχουν κατάρτιση ως στενογράφοι και πρακτικογράφοι, σε περίπτωση επιτυχίας μιας έφεσης στο Συμβούλιο Εφέσεων δεν υπάρχει τρόπος καταβολής του συνόλου των δικηγορικών εξόδων του εφεσείοντα, δεν προβλέπεται καμιά διαδικασία επαγγελματικής, οικονομικής, ηθικής και άλλης αποκατάστασης του εφεσείοντα, δεν προβλέπεται κανένας τρόπος ή οδός για άρση αρνητικών χαρακτηρισμών. Αυτά έρχονται σε αντίθεση με το Άρθρο 146 του Συντάγματος και με το Άρθρο 9 του Συντάγματος.
Κάθε νομοθέτημα τεκμαίρεται ότι συνάδει με το Σύνταγμα και κηρύσσεται αντισυνταγματικό μόνο σε πολύ καθαρές περιπτώσεις, όταν η αντισυνταγματικότητα στοιχειοθετείται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Τα Δικαστήρια, συνεπώς, δεν εξετάζουν αόριστους ισχυρισμούς περί αντισυνταγματικότητας (Board of Registration of Architects and Civil Engineers v. Christodoulos Kyriakides (1966) 3 CLR 640).
Κανένας από τους ισχυρισμούς που έχουν εν προκειμένω τεθεί δεν μπορεί να θεωρηθεί συγκεκριμένος και επαρκής ώστε να ανατραπεί το τεκμήριο συνταγματικότητας. Ειδικότερα, η διασφάλιση της αμεροληψίας όσων συμμετέχουν στη λήψη διοικητικών αποφάσεων πειθαρχικής φύσεως γίνεται μέσα από τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, όπως έχουν νομολογηθεί και, πλέον, νομοθετηθεί, υπό το φως πάντα της συνταγματικής διάστασης του θέματος.
Τέλος, με την αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή εγείρεται ζήτημα ότι υπήρξε πλημμελής διερεύνηση της πειθαρχικής καταγγελίας της υπόθεσης 7/10 Λέσχη Τροχαία Λάρνακας και ότι κατά την πειθαρχική διαδικασία 7/10 παραβιάστηκαν τα συνταγματικά δικαιώματα του εφεσείοντος για δίκαιη δίκη και ότι υπήρξε κακοδικία και ανικανότητα του προεδρεύοντος να τηρήσει στοιχειωδώς τα ελάχιστα κριτήρια αντικειμενικότητας και αμεροληψίας και σε αυτά τα πλαίσια ζητείται εν τέλει η παραπομπή ερωτήματος προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο «αναφορικά με τον έλεγχο της συμβατότητας της δομής συγκεκριμένων κανονισμών της Κ.Δ.Π. 54/89 με τις Θεμελιώδεις Αρχές Ευρωπαϊκού Δικαίου». Η πειθαρχική υπόθεση 7/10 είναι παντελώς άσχετη. Ως προς το αίτημα δε για παραπομπή, αυτό είναι, εν πάση περιπτώσει, εκτός πλαισίων.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας και εναντίον του αιτητή.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΚΧ»Π