ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D114
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 322/2014)
24 Φεβρουαρίου, 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Αιτητής παρών προσωπικά.
Αχ. Αιμιλιανίδης, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, με την παρούσα προσφυγή, παραπονείται γιατί ο Γενικός Εισαγγελέας δεν ενέκρινε την παραχώρηση προς αυτόν 29ήμερης άδειας ανάπαυσης, αντί 24ήμερης.
Ο αιτητής είχε προσληφθεί την 1η Σεπτεμβρίου 1997 ως έκτακτος Νομικός Λειτουργός στη Νομική Υπηρεσία. Την 1η Νοεμβρίου 2002 διορίστηκε στη μόνιμη θέση Νομικού Λειτουργού και στις 2 Οκτωβρίου 2009 προάχθηκε στη θέση Δικηγόρου της Δημοκρατίας Α΄.
Ο αιτητής με σημείωμα του ημερ. 8 Μαΐου 2013, ζήτησε από το Γενικό Εισαγγελέα, όπως, για σκοπούς ετήσιας άδειας ανάπαυσης, ληφθεί υπόψη και η υπηρεσία του, πάνω σε έκτακτη βάση, έτσι ώστε να επεκταθεί η ετήσια άδεια ανάπαυσης του σε 29 ημέρες. Στήριξε, το εν λόγω αίτημα του, στην Οδηγία 1999/70 της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στον εναρμονιστικό, περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμο του 2003 (Ν. 98(Ι)/2003). Σύμφωνα με τις πρόνοιες της εν λόγω Οδηγίας και του Νόμου θα έπρεπε, όπως εισηγήθηκε, να ισχύσει ίση μεταχείριση μεταξύ συμβασιούχων έκτακτων υπαλλήλων και μόνιμων δημόσιων υπαλλήλων, ως προς τις συνθήκες απασχόλησης τους.
Ο Γενικός Εισαγγελέας απέστειλε επιστολή στη Γενική Λογίστρια θέτοντας υπόψη της το αίτημα του αιτητή.
Η Γενική Λογίστρια με επιστολή της ημερ. 17 Ιουνίου 2013, προς το Γενικό Εισαγγελέα, ανέφερε ότι, με βάση τους κανονισμούς αδειών, δεν λαμβάνεται υπόψη η προϋπηρεσία σε έκτακτη θέση για σκοπούς πίστωσης ημερών ετήσιας άδειας ανάπαυσης αφήνοντας, ταυτοχρόνως, την εξέταση του θέματος της υπεροχής του Ενωσιακού Δικαίου έναντι των υφιστάμενων Κανονισμών, στη Νομική Υπηρεσία.
Ο Γενικός Εισαγγελέας ακολούθως ζήτησε τις απόψεις του υπεύθυνου του Τομέα Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Νομική Υπηρεσία), ο οποίος συμφώνησε με τη θέση του αιτητή.
Στη συνέχεια ο Γενικός Εισαγγελέας απέστειλε στις 8 Αυγούστου 2013, επιστολή στη Γενική Λογίστρια της Δημοκρατίας με την οποία την πληροφορούσε ότι το Ενωσιακό Δίκαιο υπερισχύει του ημεδαπού και συνεπώς ότι θα πρέπει να επανεξεταστεί το όλο θέμα ώστε να εναρμονιστεί με τις διατάξεις του Ενωσιακού Δικαίου.
Το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού με επιστολή ημερ. 3 Σεπτεμβρίου 2013 απέστειλε στο Γενικό Εισαγγελέα, επίσης, τις απόψεις του.
Ο Γενικός Εισαγγελέας απάντησε στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού με επιστολή ημερ. 11 Σεπτεμβρίου 2013 στην οποία επανέλαβε ότι το θέμα «θα πρέπει να επανεξεταστεί κατά τρόπο συμβατό με το Ενωσιακό Δίκαιο».
Ο αιτητής απέστειλε, στις 29 Οκτωβρίου 2013, νέο σημείωμα στο Γενικό Εισαγγελέα επαναλαμβάνοντας το αίτημα του. Ο Γενικός Εισαγγελέας απάντησε με επιστολή ημερ. 28 Ιανουαρίου 2014.
Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω το απόσπασμα από την εν λόγω επιστολή:
"Ως προς το πρώτο θέμα, κατόπιν της μελέτης των στοιχείων που έχετε θέσει υπόψη μου, τείνω να συμφωνήσω ότι με την ορθή ερμηνεία της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας όπως αυτή επεξηγήθηκε στις αποφάσεις του Δ.Ε., παρέχεται υποστήριξη στις θέσεις σας. Όμως, όπως ορθά είχατε επισημάνει και στην επιστολή σας ημερ. 26.11.2012 προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εναπόκειται στο Υπουργείο να εφαρμόσει τα όσα νομολογούνται με αποφάσεις του ΔΕΕ, προσαρμόζοντας τη διοικητική του πρακτική και να καλέσει άλλες αρμόδιες αρχές όπως πράξουν ομοίως. Όπως επίσης, να προωθήσουν τροποποίηση νομοθετικών διατάξεων οι οποίες παρουσιάζονται να θέτουν την υπηρεσία ορισμένου χρόνου σε δυσμενή μεταχείριση, έναντι της υπηρεσίας αορίστου χρόνου.
Πέραν τούτου, όμως δεν μπορώ να συμφωνήσω με τη θέση ότι επειδή η Νομική Υπηρεσία και/ή ο Γενικός Εισαγγελέας έχουν την άποψη ότι οι θέσεις της Διοίκησης δεν είναι νομικά ορθές και ότι τόσο η απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών αλλά και η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου ημερ. 19.7.2012 η οποία την επεκύρωσε δεν ερμηνεύουν ορθά την Οδηγία 1999/70/ΕΚ και την ερμηνευτική νομολογία του ΔΕΕ, το γεγονός τούτο, δίδει το δικαίωμα στη Νομική Υπηρεσία κατά τη διοικητική της λειτουργία, να ενεργεί αντίθετα προς τις υφιστάμενες ρυθμίσεις και αντίθετα προς την κειμένη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το ότι ασφαλώς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των αρμοδίων οργάνων του υπερισχύουν του ημεδαπού δικαίου, αυτό είναι ξεκάθαρη συνταγματική αρχή. Τούτο όμως, δεν δίδει το δικαίωμα σε όργανο όπως η Νομική Υπηρεσία να μη λαμβάνει υπόψη της πρόσφατη εθνική νομολογία η οποία έχει ερμηνεύσει αυθεντικά, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, διατάξεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου και αγνοώντας τις, να ενεργεί κατ΄ αντίθεση προς αυτές, έστω και αν αυτή μπορεί να διαφωνεί για καλό λόγο.
Τελικά, πιστεύω ότι το θέμα σας δεν μπορεί παρά να επιλυθεί μέσω της δικαστικής οδού στα εθνικά και/ή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο".
Η παρούσα προσφυγή στρέφεται, όπως έχω πιο πάνω αναφέρει, εναντίον της απόφασης που κοινοποιήθηκε με την πιο πάνω επιστολή.
Οι καθ'ων η αίτηση προβάλλουν προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται εκτελεστότητας, εφόσον, είναι πληροφοριακού χαρακτήρα και/ή είναι βεβαιωτική. Σύμφωνα με τους καθ'ων η αίτηση, ο Γενικός Εισαγγελέας, με την επιστολή του, δεν επιχειρεί να μεταβάλει, μονομερώς, το υπηρεσιακό καθεστώς του αιτητή ή να του επιβάλει υποχρεώσεις που δεν υφίσταντο ήδη, ούτε επίσης και απορρίπτει το αίτημα του. Με την επιστολή του πληροφορεί τον αιτητή ως προς τη δική του ερμηνεία για το Κοινοτικό Δίκαιο, για το υφιστάμενο νομολογιακό καθεστώς και τις επιλογές που έχει ο αιτητής. Περαιτέρω εισηγούνται ότι ο αιτητής υπέβαλε και προηγουμένως με σημείωμα το αίτημα του και ότι το εν λόγω αίτημα δεν έγινε αποδεχτό. Λαμβανομένου υπόψη, κατέληξαν, ότι δεν είχαν υποβληθεί νέα στοιχεία, η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα θα πρέπει να κριθεί ως βεβαιωτική.
Ο αιτητής αντιπρότεινε ότι, η πιο πάνω απόφαση συνιστά εκτελεστή πράξη, καθότι ο Γενικός Εισαγγελέας, ως προϊστάμενος του, απέρριψε το αίτημα του όπως του χορηγηθούν 29 ημέρες ετήσιας άδειας ανάπαυσης, αντί 24 ημέρες. Όπως αναφέρει, ο Γενικός Εισαγγελέας εξέδωσε την απόφαση στα πλαίσια των διοικητικών αρμοδιοτήτων του και η απόφαση παράγει έννομα αποτελέσματα, εις βάρος του, εφόσον περιορίζονται τα δικαιώματα του ως προς τη δικαιούμενη άδεια ανάπαυσης.
Σε πρόσφατη απόφαση μου στις Υπ. Αρ. 772/2012 και 773/2012, Μ.S. (SKYRA) VASSAS LTD ν. Δημοκρατίας, ημερ. 17 Φεβρουαρίου 2016 ανέφερα τα ακόλουθα αναφορικά με πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα:
"Σύμφωνα με τη νομολογία, εκτελεστή, είναι η πράξη η οποία συνεπάγεται ευθέως και αμέσως, με την εκτέλεσή της, έννομες συνέπειες για το διοικούμενο, δηλαδή συνιστά, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα ή υποχρεώσεις.
Όπως έχει επεξηγηθεί στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26:
″Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους.″
Πράξεις πληροφοριακού χαρακτήρα, περιλαμβάνουν δηλώσεις με τις οποίες πληροφορείται ο αιτητής για μια πραγματική κατάσταση ή για τις πρόνοιες ενός νόμου ή που εκφράζει την πρόθεση της διοίκησης. Αυτές δεν είναι εκτελεστές πράξεις. (Κεφάλα v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 133).″
Ο αιτητής, για υποστήριξη της θέσης του, επικαλείται την απόφαση στην Α.Ε. 47/2012, Δημοκρατία ν. Θεοδώρου, ημερ. 6 Σεπτεμβρίου 2013 σύμφωνα με την οποία, όπως αναφέρθηκε, υποβληθέν αίτημα για αναγνώριση και συνυπολογισμό υπηρεσίας για σκοπούς χορήγησης αδειών, καθιστά την απάντηση της αρμόδιας διοικητικής αρχής, εκτελεστή διοικητική πράξη.
Διαφωνώ με την ανάλυση στην οποία έχει προβεί ο αιτητής. Δεν θεωρώ ότι η πιο πάνω απόφαση ενισχύει τη θέση του, καθότι, δεν αποτελούσε μέρος του σκεπτικού της απόφασης το θέμα κατά πόσο αιτήματα για άδεια αποτελούν εκτελεστή πράξη. Αντιθέτως, κρίθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα.
Με γνώμονα τα πιο πάνω, η προδικαστική ένσταση ευσταθεί. Ο Γενικός Εισαγγελέας δεν φαίνεται να έχει αποφασίσει επί οποιουδήποτε θέματος, απλώς πληροφόρησε τον αιτητή περί της νομικής προσέγγισης του επί του θέματος, και των μέτρων, που θα έπρεπε ο αιτητής να λάβει. Με την υπό κρίση επιστολή, ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έχει προβεί σε οποιαδήποτε μεταβολή των δικαιωμάτων του αιτητή. Απλώς τον πληροφόρησε για τα διαβήματα που θα πρέπει να γίνουν από τις αρμόδιες αρχές, έτσι ώστε να εφαρμοστούν οι αποφάσεις του ΔΕΕ. Παραθέτει τη γνώμη του, αναφορικά με το θέμα, και δεν έχει προβεί στη λήψη συγκεκριμένης απόφασης είτε υπέρ είτε εναντίον του υποβληθέντος αιτήματος, έτσι ώστε το περιεχόμενο της να μπορεί να καταταχθεί στις εκτελεστές διοικητικές πράξεις.
Στην υπόθεση Γεναγρίτης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1029, βεβαιώθηκε ότι η προσβαλλόμενη πράξη περιείχε απλώς κάποιες πληροφορίες, αναφορικά με το ποία ήταν η κρατούσα, επί του θέματος, νομική θέση. Ο εφεσείων στην εν λόγω υπόθεση, είχε πληροφορηθεί απλώς για μια κατάσταση πραγμάτων. Σε ανάλογη περίπτωση η προσβαλλόμενη πράξη στερείται εκτελεστού χαρακτήρος, μη δυνάμενη να δημιουργήσει ίδιον έννομο αποτέλεσμα.
Η προδικαστική ένσταση ευσταθεί. Η προσβαλλόμενη πράξη είναι πληροφοριακού χαρακτήρα. Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.400 έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΔΓ