ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D49
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1831/2012)
28 Ιανουαρίου, 2016
[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
1. ΔΩΡΟΘΕΑ ΜΙΧΑΗΛ ΦΕΣΑ
2. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΒΑΚΑΝΑΣ
Αιτητές,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ης η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Βρ. Χατζηχάννας, για την Αιτήτρια.
Ζ. Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ' ης η
Αίτηση.
Α. Ευσταθίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Oι αιτητές προσβάλλουν την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), ημερομηνίας 11.7.2012, με την οποία κατ' αποκλεισμό των αιτητών, ως μη προσοντούχων υποψηφίων, προήχθη στη θέση του Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού στο Τμήμα Γεωργίας το ενδιαφερόμενο μέρος (ΕΜ) Κυριάκος Αλεξάνδρου.
Η θέση του Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού του Τμήματος Γεωργίας (η «επίδικη θέση») είναι θέση προαγωγής και το Σχέδιο Υπηρεσίας της συμπεριλαμβάνει στα απαιτούμενα προσόντα για τη διεκδίκησή της, την «πολύ καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας και της Αγγλικής ή της Γαλλικής ή της Γερμανικής γλώσσας».
Στις 3.11.2009, στα πλαίσια τεσσάρων διαδοχικών συνεδριάσεων της ΕΔΥ, εννέα Λειτουργοί του Τμήματος Γεωργίας, συμπεριλαμβανομένου και του ΕΜ, προήχθησαν στην επίδικη θέση. Ενόψει δύο προσφυγών που ακολούθησαν από ορισμένους εκ των υποψηφίων, διεφάνη ότι ένας εξ' αυτών, ο Γ. Πάπαδος, εκ παραδρομής θεωρήθηκε ότι δεν κατείχε την πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας και, ως εκ τούτου, λανθασμένα είχε αποκλειστεί.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στις 2.11.2010, η ΕΔΥ να ανακαλέσει τη μία από τις προαγωγές αυτές - του Κ. Σπανάσιη - εναντίον της οποίας στρέφονταν οι δύο προσφυγές και, ακολούθως, να επανεξετάσει το ζήτημα και να καταλήξει στην επιλογή του Πάπαδου που είχε εκ παραδρομής αποκλειστεί.
Ο Σπανάσιης προσέβαλε την ανακλητική της προαγωγής του πράξη και το Ανώτατο Δικαστήριο, αποδεχόμενο την προσφυγή του, αποφάνθηκε ότι η ανάκληση παραβίαζε ουσιαστικές νομολογιακές παραμέτρους και ότι λήφθηκε κάτω από καθεστώς πλάνης περί των νόμιμων επιπτώσεων σε σχέση με τους υπόλοιπους προαχθέντες (βλ. Κωνσταντής Σπανάσιης v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 132/2011, ημερομηνίας 29.5.2012).
Συμμορφούμενη με την ως άνω ακυρωτική απόφαση, η ΕΔΥ στις 13.6.2012, ακύρωσε την απόφασή της ημερομηνίας 2.11.2010 για την ανάκληση της προαγωγής του Κ. Σπανάσιη, τον οποίο επανάφερε στην επίδικη θέση από 15.11.2009. Περαιτέρω, η ΕΔΥ ανακάλεσε και όλες τις αποφάσεις της που είχαν ληφθεί στις 3.11.2009, δηλαδή τις προαγωγές του ΕΜ και των υπολοίπων 8 υποψηφίων, στην επίδικη θέση.
Στις 11.7.2012, σε τέσσερεις ξεχωριστές διαδικασίες, έλαβε χώρα επανεξέταση των 9 θέσεων που παρέμεναν κενές στα πλαίσια της οποίας η ΕΔΥ εξέτασε επιστολή των αιτητών με την οποία ζητούσαν να θεωρηθούν ως προάξιμοι υποψήφιοι, ισχυριζόμενοι ότι κατείχαν την απαιτούμενη πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, λόγω της υπηρεσίας τους στη θέση Γεωργικού Λειτουργού Α'.
Απορρίπτοντας το αίτημα, η ΕΔΥ αποφάσισε ότι οι αιτητές δεν διέθεταν το πιο πάνω απαιτούμενο προσόν και ότι, συνακόλουθα, δεν ήταν προάξιμοι, με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατέληξε στην πιο πάνω απόφαση, αφού έλαβε υπόψη ότι κατά την προαγωγή των Μιχαήλ-Φεσά Ροδοθέας και Βακανά Χαράλαμπου στη θέση Λειτουργού Γεωργίας Α΄, Τμήμα Γεωργίας, θέση στην οποίαν προήχθησαν με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερομηνίας 20.10.05, το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης απαιτούσε και καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας και όχι μόνο πολύ καλή γνώση της Αγγλικής. Συγκεκριμένα η Επιτροπή παρατήρησε ότι το εν λόγω Σχέδιο Υπηρεσίας, το οποίο εγκρίθηκε στις 2.05.03 και το οποίο ισχύει και σήμερα, απαιτεί πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, αλλά κατά την προαγωγή των εν λόγω υπαλλήλων ίσχυε η Σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας, σύμφωνα με την οποίαν "Κατά τα πέντε πρώτα χρόνια μετά από την έγκριση του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας υποψήφιοι μπορούν να είναι και υπάλληλοι που δεν κατέχουν την "Πολύ καλή γνώση της Αγγλικής", νοουμένου ότι κατέχουν ‟Καλή" γνώση της γλώσσας αυτής καθώς και όλα τα λοιπά απαιτούμενα προσόντα". Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε ότι η προαγωγή των εν λόγω υπαλλήλων στη μόνιμη θέση Γεωργικού Λειτουργού Α΄, Τμήμα Γεωργίας, δεν τους προσδίδει τεκμήριο για πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, καθότι το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης αυτής απαιτούσε κατά την προαγωγή τους, με βάση τη Σημείωσή του, μόνο καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας. Η Επιτροπή παρατήρησε μάλιστα ότι, σύμφωνα με στοιχεία που ευρίσκονται στον Προσωπικό του Φάκελο, ένας εκ των δύο υποψηφίων, ο Βακανάς Χαράλαμπος, παρακάθησε σε εξέταση για διαπίστωση της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής Γλώσσας, που διεξήχθη στις 16.4.99, και απέτυχε.
Η Επιτροπή απορρίπτοντας το αίτημα που υπέβαλαν οι δύο υποψήφιοι μέσω του δικηγόρου τους, σημείωσε ότι, με βάση την κρατούσα νομολογία, κάποιος κατέχει τεκμήριο κατοχής της γλώσσας στην οποίαν διορίστηκε ή προήχθη, μόνο διότι του αποδόθηκε τέτοια γνώση κατά το διορισμό του ή την προαγωγή του. Η Επιτροπή αναφέρθηκε στην απόφαση σε τελικό βαθμό στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 3020 (Κυπριακής Δημοκρατίας v. Tάκη Αντωνίου - 2 Ιουλίου 2002), στην οποίαν επιβεβαιώθηκαν τα όσα αποφασίστηκαν προηγουμένως σε άλλες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και που συνοψίζονται στο πιο κάτω απόσπασμα:
........................................
Η Επιτροπή κατέληξε ότι, ύστερα από τα πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι με βάση την ισχύουσα νομολογία, το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης θα πρέπει να απαιτούσε συγκεκριμένο επίπεδο γνώσης γλώσσας την στιγμή του διορισμού ή της προαγωγής του υπαλλήλου και ότι το τεκμήριο κατοχής επιπέδου γνώσης μιας γλώσσας πηγάζει από την πράξη του διορισμού ή της προαγωγής υπαλλήλου σε μία θέση. Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Γεωργικού Λειτουργού Α΄ απαιτούσε, κατά την προαγωγή των υπαλλήλων το 2005, ως ελάχιστο επίπεδο, την Kαλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, καθότι σύμφωνα με τη Σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας "Κατά τα πέντε πρώτα χρόνια μετά από την έγκριση του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας (2.5.2003) υποψήφιοι μπορούν να είναι και υπάλληλοι που δεν κατέχουν την ‟Πολύ καλή γνώση της Αγγλικής", νοουμένου ότι κατέχουν ‟Καλή" γνώση της γλώσσας αυτής καθώς και όλα τα λοιπά απαιτούμενα προσόντα". Η Επιτροπή παρατήρησε ότι το ίδιο Σχέδιο Υπηρεσίας για τη θέση αυτή ισχύει και σήμερα ενώ έχει απλώς εκπνεύσει η ισχύς της Σημείωσης που επιτρέπει να προαχθούν στη θέση και όσοι γνωρίζουν την Αγγλική σε καλό και όχι σε πολύ καλό επίπεδο.
Ύστερα από τα πιο πάνω, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η απλή εκπνοή της ισχύος της Σημείωσης του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Γεωργικού λειτουργού Α΄ δεν προσδίδει στους δύο αυτούς υποψηφίους τεκμήριο κατοχής της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, καθότι, όταν αυτοί προήχθησαν στη θέση αυτή, το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης απαιτούσε και καλή γνώση της Αγγλικής και όχι μόνον πολύ καλή γνώση της Αγγλικής».
Ακολούθως, η ΕΔΥ αφού, όπως σημείωσε, εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία των φακέλων και των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και έλαβε υπόψη τη σύσταση της Διευθύντριας του Τμήματος Γεωργίας, την οποία και υιοθέτησε, επέλεξε εκ νέου το ΕΜ και τους υπόλοιπους οκτώ υποψήφιους των οποίων η προαγωγή είχε ανακληθεί, ως τους καταλληλότερους, προάγοντάς τους στην επίδικη θέση, αναδρομικά από 15.11.2009.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η επίδικη απόφαση είναι ακυρώσιμη λόγω πλάνης περί τα πράγματα και έλλειψης δέουσας έρευνας, παραβίασης των άρθρων 51 και 52 του Ν.158(1)/99 και των αρχών της καλής πίστης και της αιτιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη διοίκηση και, επιπρόσθετα, λόγω μη τήρησης άρτιων πρακτικών από την ΕΔΥ.
Είναι η θέση των αιτητών ότι η ΕΔΥ παράνομα και χωρίς δέουσα έρευνα δεν τους συμπεριέλαβε στους προσοντούχους υποψηφίους, προαποκλείοντάς τους ουσιαστικά, παρόλο που αμφότεροι κατείχαν, κατά τεκμήριο, την απαιτούμενη πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας.
Επικαλούμενοι τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης του Γεωργικού Λειτουργού Α΄, την οποία κατέχουν από 1.12.2005, τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που εκτελούν στα πλαίσια της υπηρεσίας τους, τη βαθμολογία τους στις υπηρεσιακές εκθέσεις και μια εγκύκλιο της ΕΔΥ αναφορικά με τα αποδεκτά τεκμήρια γνώσης της Αγγλικής γλώσσας στα καθοριζόμενα από τα Σχέδια Υπηρεσίας επίπεδα, οι αιτητές υποστηρίζουν ότι ο αποκλεισμός τους συνιστά αντιφατική συμπεριφορά της διοίκησης και αγνοεί μια ευνοϊκή γι' αυτούς κατάσταση πραγμάτων, κατά παράβαση του άρθρου 51 του Ν.158(Ι)/99.
Εφόσον, όπως επισημαίνουν, πληρούσαν τα προσόντα της θέσης του Γεωργικού Λειτουργού Α΄, το Σχέδιο της οποίας απαιτεί μεν «πολύ καλή» γνώση της Αγγλικής, αλλά επιτρέπει τη διεκδίκησή της και από υπαλλήλους που κατέχουν μόνο «καλή» γνώση, όπως ήταν η περίπτωση των αιτητών, δεν ήταν επιτρεπτό για την ΕΔΥ να ανατρέξει στους φακέλους, προβαίνοντας ουσιαστικά σε αναψηλάφηση της προαγωγής τους, για να καταλήξει ότι δεν ήταν προσοντούχοι για την επίδικη θέση.
Ο ισχυρισμός των αιτητών είναι αβάσιμος. Σύμφωνα με την «Σημείωση» του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης του Γεωργικού Λειτουργού Α΄, «κατά τα πρώτα πέντε χρόνια μετά την έγκριση του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας, υποψήφιοι μπορεί να είναι και υπάλληλοι που δεν κατέχουν "πολύ καλή" γνώση της Αγγλικής γλώσσας, νοουμένου ότι κατέχουν "καλή" γνώση της γλώσσας αυτής, και όλα τα υπόλοιπα απαιτούμενα προσόντα».
Σημειώνεται ότι το πιο πάνω Σχέδιο Υπηρεσίας δημοσιεύθηκε στις 2.5.2003 και ότι οι αιτητές, όπως ήδη αναφέρθηκε, προήχθησαν στη θέση του Γεωργικού Λειτουργού Α΄, κατ' εφαρμογή της Σημειώσεως αναφορικά με το προσόν της Αγγλικής γλώσσας, από 1.12.2005.
Είναι αποδεκτό ότι οι αιτητές προήχθησαν στη θέση του Γεωργικού Λειτουργού Α΄, κατέχοντας «καλή» γνώση, με βάση τη σχετική πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης εκείνης, η οποία, όπως είχε ρητά καθοριστεί στο Σχέδιο Υπηρεσίας, θα ίσχυε μόνο για τα πρώτα πέντε χρόνια από την έγκρισή του.
Εφόσον οι αιτητές ουδέποτε θεωρήθηκε ότι κατείχαν γνώση της Αγγλική Γλώσσας σε «πολύ καλό» επίπεδο, αλλά επωφελήθηκαν από τη σχετική «Σημείωση» του Σχεδίου Υπηρεσίας για να προαχθούν στη θέση του Γεωργικού Λειτουργού Α΄, δεν μπορούν να επικαλούνται στα πλαίσια διεκδίκησης ανώτερης θέσης η οποία απαιτεί «πολύ καλή» γνώση της Αγγλικής, ότι καθίστανται αυτομάτως προσοντούχοι «κατά τεκμήριο», επειδή η θέση που κατέχουν απαιτεί επίσης το ίδιο επίπεδο γνώσης της γλώσσας αυτής. Το τεκμήριο θα λειτουργούσε προς όφελος τους, μόνο στην περίπτωση όπου κατά το διορισμό ή προαγωγή τους στη κατεχόμενη ή σε άλλη θέση, είχε ρητά πιστωθεί σ' αυτούς η «πολύ καλή» γνώση της Αγγλικής γλώσσας.
Όπως ορθά επισημάνθηκε από την ΕΔΥ, ενώπιον της οποίας είχε τεθεί το ζήτημα με την επιστολή του δικηγόρου των αιτητών, ημερομηνίας 30.10.2009, «κάποιος κατέχει τεκμήριο κατοχής της γλώσσας στην οποίαν διορίστηκε ή προήχθη, μόνο διότι του αποδόθηκε τέτοια γνώση, κατά το διορισμό του ή την προαγωγή του» και επιπρόσθετα «η απλή εκπνοή της ισχύος της Σημείωσης του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Γεωργικού Λειτουργού Α΄ δεν προσδίδει στους δύο αυτούς υποψηφίους τεκμήριο κατοχής της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, καθότι, όταν αυτοί προήχθησαν στη θέση αυτή, το Σχέδιο υπηρεσίας της θέσης απαιτούσε και καλή γνώση της Αγγλικής και όχι μόνον πολύ καλή γνώση της Αγγλικής».
Η δε επίκληση εκτέλεσης συγκεκριμένων καθηκόντων από τους αιτητές, στα πλαίσια των οποίων γίνεται, όπως υποστηρίζουν, τακτική χρήση της Αγγλικής γλώσσας, όπως και η αναφορά τους στις αξιολογήσεις των υπηρεσιακών εκθέσεών τους, δεν μπορεί να τεκμηριώσει από μόνη της την κατοχή του συγκεκριμένου προσόντος στο απαιτούμενο επίπεδο.
Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή, ότι η ερμηνεία των Σχεδίων Υπηρεσίας ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου, το δε Δικαστήριο δεν επεμβαίνει αν η ερμηνεία που δόθηκε ήταν εύλογα επιτρεπτή. Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο αν διαπιστώσει υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής αυτής ευχέρειας (βλ. Aργυρίδης v. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 376, ΚΟΤ v. Προδρόμου (1995) 3 ΑΑΔ 128 και Οικονομίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 47).
Στην παρούσα περίπτωση, η ερμηνεία που δόθηκε από την ΕΔΥ ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν εξέρχεται των άκρων ορίων της σχετικής ευχέρειάς της, η δε απόφασή της λήφθηκε κατόπιν επαρκούς έρευνας όλων των δεδομένων και των υπηρεσιακών φακέλων των αιτητών, γεγονός που αποκλείει την πιθανότητα εμφιλοχώρησης πλάνης στο σκεπτικό της.
Οι αιτητές, επικαλούμενοι το άρθρο 51 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), που κατοχυρώνει την τήρηση της αρχής της καλής πίστης και απαγορεύει την επίδειξη αντιφατικής στάσης εκ μέρους της διοίκησης, εισηγούνται ότι, εφόσον είχαν θεωρηθεί ως προσοντούχοι το 2005 για τη θέση του Γεωργικού Λειτουργού Α΄, με βάση μια «χαλάρωση» του Σχεδίου Υπηρεσίας, έστω και αν δεν κατείχαν την πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, έχει δημιουργηθεί μια ευνοϊκή γι' αυτούς κατάσταση, που διήρκεσε για αρκετό χρόνο και η οποία δεν μπορεί εκ των υστέρων να ανατραπεί.
H εισήγηση δεν είναι αποδεκτή. Η «χαλάρωση» για την οποία γίνεται λόγος, αφορούσε την κατ' εξαίρεση και με βάση τη σχετική «Σημείωση» του Σχεδίου Υπηρεσίας που προεκτέθηκε, συμπερίληψη στους υποψηφίους για τη θέση του Γεωργικού Λειτουργού Α΄ και υπαλλήλων που δεν κατείχαν την «πολύ καλή» γνώση της Αγγλικής γλώσσας, νοουμένου ότι κατείχαν «καλή» γνώση και πληρούσαν τα υπόλοιπα προσόντα. Όπως και έγινε στην περίπτωση των αιτητών. Το θέμα αφορούσε τη συγκεκριμένη θέση και, όπως ήδη επισημάνθηκε, η διευθέτηση θα ίσχυε για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Αντίστοιχη σημείωση, όμως, δεν υπάρχει στο Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, το οποίο απαιτεί «πολύ καλή» γνώση της Αγγλικής γλώσσας και, με δεδομένο ότι οι αιτητές είχαν θεωρηθεί ως προσοντούχοι για την προηγούμενη θέση, λόγω «καλής γνώσης» της Αγγλικής, δεν έχει δημιουργηθεί προς όφελός τους το καθιερωμένο νομολογιακά τεκμήριο κατοχής του απαιτούμενου προσόντος. Η επίκληση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης δε θα μπορούσε βέβαια να τους καταστήσει προσοντούχους για τη διεκδίκηση της επίδικης θέσης.
Πάγια νομολογία αναφέρει ότι η λήψη παράνομων διοικητικών αποφάσεων δεν είναι επιτρεπτή, έστω και κατ' επίκληση της αρχής της καλής πίστης. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Δημοκρατία v. Παπαφώτη (1997) 3 ΑΑΔ 191:
«Ούτε η καλή πίστη συναρτάται με τον υπερακοντισμό της νομιμότητας στη λειτουργία της Διοίκησης. Όπως διευκρινίζεται στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου».
Με τον τελευταίο προβαλλόμενο λόγο, οι αιτητές διατείνονται ότι η ΕΔΥ ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 24(1) του Ν. 158(Ι)/99, το οποίο επιβάλλει την τήρηση άρτιων πρακτικών, γιατί οι σελίδες των πρακτικών της κρίσιμης συνεδρίας της, δεν είναι αριθμημένες.
Μολονότι ορθή η παράλειψη που εντοπίζεται, δε θα μπορούσε να έχει τις δραστικές επιπτώσεις που εισηγούνται οι αιτητές. Δεν αφορά παράλειψη ουσιώδους τύπου η οποία προκάλεσε βλάβη στους αιτητές ή είχε οποιαδήποτε επίδραση στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.
Στην Παπαλούκας κ.ά. v. Eπιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 656 επισημάνθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Είναι γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, την οποίαν υιοθετεί τόσο η ελληνική όσο και η κυπριακή νομολογία, ότι η παράβαση διατεταγμένου τύπου (η τυπικής διατάξεως) επάγεται την ακυρότητα της πράξεως μόνον εφ' όσον ήθελε θεωρηθεί ότι στην υπό εξέταση συγκεκριμένη περίπτωση, ο τύπος ο οποίος δεν τηρήθηκε ήταν ουσιώδης. Αν δεν ήταν ουσιώδης, η πράξη δεν υπόκειται σε ακύρωση, παρά την παράβαση. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το εξ αντικειμένου ουσιώδες του τύπου, αν διαπιστωθεί ότι η παράβασή του δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις για τον διοικούμενο, τότε για τους σκοπούς της συγκεκριμένης περίπτωσης, αυτός θεωρείται επουσιώδης με αποτέλεσμα η παράβαση του να μην επάγεται την ακυρότητα της πράξεως».
Υπό το φως όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ της καθ΄ης η αίτηση.
Η επίδικη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ