ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D40
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1537/2011)
27 Ιανουαρίου, 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΩΝΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Δ. Στεφανίδης, για την Αιτήτρια.
Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Καμία εμφάνιση, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.
Χ. Κυριακίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 3.
Ρ. Ιάσονος (κα) για Χρ. Δημητριάδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 4.
Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 6.
(Έχει αποσυρθεί για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 2 και 5)
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Το έναυσμα για την καταχώριση της παρούσας προσφυγής ήταν ο διορισμός των ενδιαφερόμενων μερών στη θέση του Δικηγόρου της Δημοκρατίας.
Με επιστολή ημερ. 13 Ιανουαρίου 2010, ο Γενικός Εισαγγελέας πληροφόρησε την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) περί της ύπαρξης πέντε κενών θέσεων Δικηγόρου της Δημοκρατίας.
Στις 5 Φεβρουαρίου 2010 δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα οι πιο πάνω θέσεις. Εκκρεμούσης δε της διαδικασίας πλήρωσης, κενώθηκε ακόμη μια θέση Δικηγόρου της Δημοκρατίας. Η ΕΔΥ σε συνεδρία της ημερ. 27 Σεπτεμβρίου 2010 αποφάσισε να την εντάξει στην υφιστάμενη διαδικασία.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή, που στο μεταξύ είχε συσταθεί, σε συνεδρία της ημερ. 27 Ιουλίου 2010 αποφάσισε να καλέσει τους υποψηφίους, που δεν κατείχαν το προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας, σε γραπτή εξέταση. Το ενδιαφερόμενο μέρος αρ. 1 δεν κατείχε το εν λόγω προσόν, και παρακάθησε στις εξετάσεις με επιτυχία.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή κάλεσε στις 27, 28 και 29 Σεπτεμβρίου 2010 τους προσοντούχους υποψηφίους σε προφορική εξέταση.
Στις 8 Οκτωβρίου 2010 η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέγραψε τις αξιολογήσεις από τη διεξαχθείσα προφορική εξέταση και στις 24 Νοεμβρίου 2010, αφού ετοίμασε κατάλογο των συστηνομένων, τον υπέβαλε στην ΕΔΥ μαζί με την έκθεση της.
Η ΕΔΥ σε συνεδρία της ημερ. 17 Δεκεμβρίου 2010 επεσήμανε διάφορες ελλείψεις και λάθη στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ιδιαιτέρως ως προς το χρονικό διάστημα εργασίας των υποψηφίων ως δικηγόρων, όπως επίσης ως προς την αιτιολόγηση της αξιολόγησης και αποφάσισε όπως, την επιστρέψει στη Συμβουλευτική Επιτροπή προκειμένου να επιληφθεί των παρατηρήσεων της ΕΔΥ.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή, στις 10 Μαΐου 2011, έχοντας εξασφαλίσει κατάλογο, από τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο, αναφορικά με τα χρόνια άσκησης του επαγγέλματος των υποψηφίων, προχώρησε σε αναθεώρηση του καταλόγου, ως προς το πλεονέκτημα. Η αξιολόγηση της κρίθηκε ότι, πληρούσε τις προϋποθέσεις του Νόμου και της νομολογίας. Με επιστολή ημερ. 23 Μαΐου 2011 απέστειλε, τα πρακτικά των συνεδριάσεων και τον κατάλογο, που εξασφαλίστηκε από τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο.
Η ΕΔΥ κάλεσε τους υποψηφίους σε προφορική εξέταση στις 7, 11 και 12 Ιουλίου 2011, στην οποία παρευρέθηκε ο Γενικός Εισαγγελέας, ο οποίος αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων. Η ΕΔΥ έχοντας προβεί σε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων και περαιτέρω σε γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, έκρινε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερέχουν γενικά των άλλων υποψηφίων και αποφάσισε να προσφέρει διορισμό σ' αυτούς.
Στο πλαίσιο της προσφυγής προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι, το ενδιαφερόμενο μέρος 1 δεν κατέχει το προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας, γιατί, όπως αναφέρεται, φέρεται να την κατέχει μόνο όσον αφορά το γραπτό λόγο και όχι τον προφορικό. Περαιτέρω, έγινε εισήγηση ότι, το πιστοποιητικό επιτυχίας στις εξετάσεις δεν αποτελεί, αποδεκτό, τεκμήριο του συγκεκριμένου επίπεδου γνώσης και ότι ούτε ο βαθμός επιτυχίας που εξασφάλισε το ενδιαφερόμενο μέρος τεκμηριώνει πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας.
Έχει νομολογηθεί ότι, στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν τα αδιάσειστα εκείνα ενδεικτικά για την επάρκεια γνώσης μιας γλώσσας, το διορίζον όργανο, βαρύνεται με την υποχρέωση να προβεί στη διεξαγωγή έρευνας για να διαπιστώσει κατά πόσο ένας υποψήφιος κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα. (Βλ. Επαμεινώνδα ν. Ρ.Ι.Κ (1998) 3 Α.Α.Δ. 376).
Το ενδιαφερόμενο μέρος είχε, στις 8 Σεπτεμβρίου 2010, παρακαθήσει στις εξετάσεις που είχαν διευθετηθεί από την Υπηρεσία Εξετάσεων του Υπουργείου Παιδείας και εξασφάλισε βαθμολογία 57%. Στον κατάλογο με τα αποδεκτά τεκμήρια από την ΕΔΥ, για γνώση της αγγλικής γλώσσας, σε απαιτούμενα από Σχέδια Υπηρεσίας Δημόσιων Θέσεων, επίπεδα (Παράρτημα Ι στην αγόρευση των καθ'ων η αίτηση) αναφέρεται ότι, βεβαίωση επιτυχίας σε γραπτές εξετάσεις, που διενεργήθηκαν μετά από εξετάσεις που διεξήχθησαν υπό την αιγίδα της Υπηρεσίας Εξετάσεων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, θεωρείται ως τεκμήριο κατοχής της γνώσης της γλώσσας στο αντίστοιχο επίπεδο. Επομένως η σχετική βεβαίωση δημιουργούσε τεκμήριο κατοχής του προσόντος της αγγλικής γλώσσας.
Η ΕΔΥ, μέσα στα πλαίσια των υποχρεώσεων της, προέβηκε στη διεξαγωγή έρευνας για τη διερεύνηση της κατοχής από συγκεκριμένους υποψηφίους του προβλεπόμενου προσόντος, εφόσον τα ενώπιον της στοιχεία δεν αποκάλυπταν την επάρκεια της απαιτούμενης γνώσης. Η απόφασή της, για τη διεξαγωγή της συγκεκριμένης εξέτασης, και η αποδοχή της επιτυχίας, ως αποδεικτικού της γνώσης, είναι ορθή. Η υποβολή ενός αριθμού υποψηφίων, συμπεριλαμβανομένου του ενδιαφερόμενου μέρους 1, σε γραπτή εξέταση για τη διαπίστωση του επιπέδου στην αγγλική γλώσσα, με την επισήμανση ότι επιτυχία στις εξετάσεις θα αποτελεί τεκμήριο κατοχής του απαραίτητου προσόντος, όχι μόνο δεν βρίσκεται σε αντίθεση με οποιαδήποτε διάταξη του Ν. 1/90, αλλά αντίθετα έχει τύχει της επιδοκιμασίας της νομολογίας. (Κυθραιώτης ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 99).
Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι, επιτυχία στην εξέταση δεν συνεπάγεται και κατοχή της αγγλικής γλώσσας, στον προφορικό λόγο, ούτε και αυτός ευσταθεί. Παρόμοιος ισχυρισμός είχε τεθεί στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 168/2010, Ροζάννα Αμφιτρίτη Κούτσιου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 10 Σεπτεμβρίου 2015, όπου αποφασίστηκαν τα ακόλουθα:
"Η ΕΔΥ, ως το αρμόδιο όργανο για την ερμηνεία σχεδίων υπηρεσίας, θεσμοθέτησε για σκοπούς κατοχής της Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας στα καθοριζόμενα από τα σχέδια υπηρεσίας επίπεδα, τη διεξαγωγή γραπτών εξετάσεων, από υπαλλήλους που δεν διαθέτουν οποιοδήποτε από τα καθορισμένα από την ΕΔΥ τεκμήρια γνώσης των εν λόγω γλωσσών.
Στην προκείμενη περίπτωση αυτό που έκανε η εφεσίβλητη ήταν να θεωρήσει ότι το ΕΜ είχε Πολύ Καλή Γνώση της Αγγλικής γλώσσας, στη βάση βεβαίωσης που εκδόθηκε από την ίδια, μετά από γραπτές εξετάσεις. Η βεβαίωση βέβαια δεν αναφερόταν σε γνώση του γραπτού λόγου αλλά ότι «έχει επιτύχει στην εξέταση για διαπίστωση της κατοχής της Πολύ Καλής Γνώσης της Αγγλικής γλώσσας», δηλαδή τόσο του γραπτού όσο και του προφορικού λόγου."
Η επιτυχία στις εξετάσεις, ήτοι η εξασφάλιση βαθμολογίας πάνω από το 50%, τεκμηριώνει την απαιτούμενη γνώση και η όποια βαθμολογία, πέραν της απαιτούμενης, δεν έχει οποιαδήποτε σημασία.
Με άλλο λόγο ακυρώσεως η αιτήτρια εισηγείται ότι οι καθ'ων η αίτηση δεν προέβηκαν σε δέουσα έρευνα, ως προς τη δικηγορική πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους 1, και εσφαλμένα του πιστώθηκε τέτοια δικηγορική πείρα, χωρίς την ύπαρξη οποιασδήποτε σχετικής βεβαίωσης.
Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προέβλεπε, διετή, τουλάχιστον, πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, πέραν της απαιτούμενης, αποτελεί πλεονέκτημα.
Με βάση στοιχεία, που δόθηκαν από τον Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ενδιαφερόμενο μέρος 1 είχε εγγραφεί στο Μητρώο Δικηγόρων στις 29 Νοεμβρίου 2006. Επίσης, σύμφωνα με τον κατάλογο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, τα έτη για τα οποία το ενδιαφερόμενο μέρος 1 κατείχε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ήταν, η 4η Μαρτίου 2008 και 22 Ιανουαρίου 2009. Από το Σεπτέμβριο του 2009 εργαζόταν ως έκτακτος δικηγόρος στη Νομική Υπηρεσία.
Η ΕΔΥ είχε, με βάση τα πιο πάνω στοιχεία, εύλογα πιστώσει το ενδιαφερόμενο μέρος με το πλεονέκτημα και θεωρώ ότι η έρευνα, στην οποία προέβηκαν, ήταν η δέουσα.
Η αιτήτρια, με άλλο λόγο ακυρώσεως, προβάλλει ότι, η αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ήταν αναιτιολόγητη.
Η αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έχει ως ακολούθως:
″Αιτήτρια: "Ευγενική προσωπικότητα. Διαθέτει γνώσεις και αυτοπεποίθηση. Απάντησε ορθά, με σαφήνεια και άνεση στις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν. Αξιολογείται ως Σχεδόν Εξαίρετη."
Ενδιαφερόμενο μέρος 1: "Διαθέτει γνώσεις, κρίση και αυτοπεποίθηση. Έδωσε σωστές και αιτιολογημένες απαντήσεις, αναπτύσσοντας τα διάφορα θέματα σφαιρικά και με ορθολογιστικό τρόπο. Αξιολογείται ως Σχεδόν Εξαίρετος."
Ενδιαφερόμενο μέρος 3: "Σταθερή και ευγενική παρουσία με ευστροφία, πολύ καλή κρίση και εξαιρετική άνεση στην επιχειρηματολογία. Ανέπτυξε με σταθερότητα, ψυχραιμία, ετοιμολογία, σαφήνεια και ακριβολογία τις απαντήσεις της, καλύπτοντας ολόκληρο το φάσμα των θεμάτων πάνω στα οποία ρωτήθηκε. Αξιολογείται ως Εξαίρετη."
Ενδιαφερόμενο μέρος 4: "Ευχάριστη και σοβαρή προσωπικότητα. Έδειξε να έχει πολύ καλή νομική κρίση και απάντησε ορθά στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, αναπτύσσοντας τα διάφορα θέματα σφαιρικά, με ευφράδεια και άνεση. Αξιολογείται ως Σχεδόν Εξαίρετος."
Ενδιαφερόμενο μέρος 6: "Ώριμη προσωπικότητα, πάρα πολύ καλή απόδοση στις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν. Σωστή έκφραση. Αξιολογείται ως Πάρα Πολύ Καλή."
Είμαι της γνώμης ότι, η Συμβουλευτική Επιτροπή αιτιολογεί, δεόντως, την εντύπωση την οποία έχει αποκομίσει, σε σχέση με τα ΕΜ και την αιτήτρια, στο πλαίσιο της προφορικής εξέτασης. Στην αξιολόγηση της καταγράφει τόσο την εντύπωσή της, ως προς την προσωπικότητα τους, αλλά και του τρόπου που απάντησαν, και είναι επαρκή τα σχόλια στα οποία προέβη η Συμβουλευτική Επιτροπή για να αιτιολογήσει την άποψη της για την απόδοση κάθε υποψηφίου. Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Πούρος ν. ΕΔΥ (2001) 3 Α.Α.Δ. 374:
"Εκείνο που η νομολογία απαιτεί είναι τη μεταφορά, με καταγραφή στο πρακτικό, των όσων το σώμα που διενήργησε την προφορική εξέταση απεκόμισε για τον κάθε υποψήφιο. Είναι σ' αυτό αναγκαία η συγκεκριμενοποίηση των κατά την αντίληψη του σώματος γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που προέκυψαν από την προφορική εξέταση και που εξηγούν τη γενική εντύπωση. Η καταγραφή αυτούσιας της κάθε προφορικής συνέντευξης θα χρειαζόταν μόνο αν η απαίτηση για αιτιολογία εκτεινόταν πέραν της γενικής εντύπωσης ώστε να καλύπτει και τα όσα το σώμα που διενήργησε την προφορική συνέντευξη θεώρησε, από άποψης βαθμολόγησης, πως συνέθεταν τα επί μέρους, τα οποία μεταφέρονται για να δικαιολογήσουν τη γενική εντύπωση. Αυτό όμως ούτε ο νόμος ούτε η νομολογία το απαιτούν."
Η αξιολόγηση και κρίση της απόδοσης των υποψηφίων, όπως αυτή καταγράφηκε και αιτιολογήθηκε στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι επαρκής, λεπτομερής και πλήρως αιτιολογημένη. Καταγράφεται αξιολόγηση για τον κάθε υποψήφιο ξεχωριστά, γίνεται αναφορά στο πόσο ικανοποιητικά είχε απαντήσει στις ερωτήσεις που του είχαν υποβληθεί, στις γνώσεις του, στο χαρακτήρα του κλπ.
Εκείνο το οποίο απαιτείται από το άρθρο 34(10) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90), δεν είναι άλλο παρά να καταγράφεται σε πρακτικό, και να αιτιολογείται η "γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής", όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση.
Σημειώνω ότι, ενώ η αιτήτρια προσβάλλει την αξιολόγηση της πιο πάνω προφορικής εξέτασης, ταυτοχρόνως στρέφεται εναντίον της απόφασης της ΕΔΥ να μην λάβει υπόψη της, τη δική της καλύτερη αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Παρατηρείται συνεπώς ότι, επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει την αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης.
Υπήρξε εισήγηση από πλευράς αιτήτριας ότι, η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι επίσης αναιτιολόγητη και ότι παραγνωρίστηκε η υπεροχή της σε προσόντα, και δόθηκε υπέρτερη βαρύτητα στη δικηγορική πείρα. Ισχυρίζεται ότι, ενώ κατείχε και τα δυο πλεονεκτήματα του Σχεδίου Υπηρεσίας, αυτό δεν αξιολογήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή κατά τη διαμόρφωση της τελικής της κρίσης. Όπως αναφέρει, η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν αξιολόγησε το μεταπτυχιακό της, ιδιαιτέρως αν και κατά πόσο είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, με σκοπό να του αποδοθεί η ανάλογη βαρύτητα και ότι επίσης το μεταπτυχιακό της έπρεπε, να ληφθεί υπόψη ως πλεονέκτημα και ταυτοχρόνως ως επιπρόσθετο προσόν.
Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προέβλεπε ότι, μεταπτυχιακό δίπλωμα ή δικηγορική πείρα διάρκειας 2 ετών, αποτελεί πλεονέκτημα. Η αιτήτρια κατείχε το πλεονέκτημα και με τις δυο διαζεύξεις του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Η αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να προσβάλει την εγκυρότητα της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεδομένου ότι είχε συστηθεί και η ίδια (Υπ. Αρ. 1412/2006 κ.ά., Περικλέους ν. Δημοκρατίας, ημερ. 3 Οκτωβρίου 2008). Επιτυχία του προβληθέντος λόγου ακύρωσης δεν θα ωφελήσει την αιτήτρια. Όπως αναφέρεται στην Υπ. Αρ. 662/2007, Χάσικου ν. ΑΗΚ, ημερ. 22 Ιανουαρίου 2008:
"Σε ό,τι αφορά το αναιτιολόγητο της σύστασης της Επιτροπής Επιλογής, παρατηρώ ότι ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται από την αιτήτρια χωρίς έννομο συμφέρον διότι και η ίδια συστήθηκε και δεν θα αποκομίσει οποιοδήποτε όφελος από την επιτυχία ενός τέτοιου λόγου ακύρωσης."
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, κατοχή, οποιασδήποτε διάζευξης του πλεονεκτήματος, συνιστά πλεονέκτημα, χωρίς να συνεπάγεται ότι, κατοχή και των δύο διαζευκτικών προσόντων αυξάνει τη σημασία του πλεονεκτήματος. Σε περίπτωση που ένας υποψήφιος κατέχει πέραν του ενός των διαζευκτικά διατυπωμένων προσόντων, μόνο το ένα, εξ' αυτών θα μπορεί να μετρήσει ως πλεονέκτημα. Οτιδήποτε κατέχεται πέραν αυτού θα προσμετρήσει, σε μικρότερο βαθμό, ως πρόσθετο προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή στην έκθεση της αναφέρει ότι:
"Με βάση τα αποτελέσματα της προφορικής των υποψήφιων, τα προσόντα (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Τ), την επαγγελματική τους πείρα και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που παρουσιάζονται στις αιτήσεις τους, καθώς και τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις και την αρχαιότητα των υποψήφιων δημοσίων υπαλλήλων προέβη σε τελική αξιολόγηση."
Η αξιολόγηση είχε ως ακολούθως:
″Αιτήτρια: Σχεδόν εξαίρετη
Ενδιαφερόμενο μέρος 1: Σχεδόν εξαίρετος
Ενδιαφερόμενο μέρος 3: Εξαίρετη
Ενδιαφερόμενο μέρος 4: Σχεδόν εξαίρετος
Ενδιαφερόμενο μέρος 6: Πάρα πολύ καλή″
Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής κρίνεται δεόντως αιτιολογημένη. Η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε ενώπιον της όλα τα στοιχεία περιλαμβανομένου και του πρόσθετου προσόντος της αιτήτριας.
Η αιτήτρια προβάλλει επίσης ότι, παραγνωρίστηκε το μεταπτυχιακό της δίπλωμα. Όπως ανέφερα, πιο πάνω, η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε ενώπιον της τον κατάλογο με όλα τα προσόντα των υποψηφίων τα οποία και έλαβε υπόψη κατά την τελική αξιολόγηση. Εναπόκειται δε στην αρμόδια αρχή να προσδώσει σ' αυτά την ανάλογη βαρύτητα. Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406:
"Η σημασία που πρέπει να δίδεται στα πρόσθετα προσόντα έχει οριοθετηθεί σε σειρά αποφάσεων. Πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας, λαμβάνονται υπ' όψιν μόνο εφ' όσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται στο διορίζον όργανο να τα αξιολογήσει και σταθμίσει, αποφεύγοντας, αφ' ενός, να μη δοθεί σ' αυτά υπερβολική βαρύτητα, ώστε να ισοδυναμούν με απόδοση έκδηλης υπεροχής, αλλά, αφ' ετέρου, η σημασία που τους δίδεται να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια το δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ότι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση των στοιχείων (Πούρος κ.ά. v. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374."
Προβάλλεται επίσης επί του προκειμένου ότι, παραγνωρίστηκε η υπέρτερη πείρα της αιτήτριας. Όπως ανέφερα, πιο πάνω, όλα τα στοιχεία ήταν ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία, σταθμίζοντας τα, κατέληξε στην τελική αξιολόγηση της.
Με έτερο λόγο ακυρώσεως, αμφισβητείται η αξιοπιστία του Γενικού Εισαγγελέα και της ΕΔΥ. Όπως ισχυρίζεται η αιτήτρια, ο Γενικός Εισαγγελέας και ακολούθως η ΕΔΥ, αξιολόγησαν, κατά την προφορική εξέταση, ως εξαίρετα, μόνο τα ενδιαφερόμενα μέρη, τρία εκ των οποίων εργάζονταν ως έκτακτοι υπάλληλοι στη Νομική Υπηρεσία, τα οποία, ακολούθως, επιλέγησαν. Ουσιαστικώς προβάλλει μεροληπτική στάση του Γενικού Εισαγγελέα και της ΕΔΥ. Δεν έχω εντοπίσει οτιδήποτε, στο πρακτικό ή στο φάκελο της υπόθεσης, το οποίο να υποστηρίζει τον εν λόγω ισχυρισμό. Η νομολογία επιβάλλει ότι, ισχυρισμός για έλλειψη αμεροληψίας πρέπει να αποδεικνύεται με επαρκή βεβαιότητα, είτε από τα ίδια τα γεγονότα, όπως αυτά περιλαμβάνονται στο φάκελο της υπόθεσης, είτε μπορεί να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα από τα ίδια τα γεγονότα της υπόθεσης. (Υπ. Αρ. 951/2010, Δημητρίου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 26 Ιουλίου 2013). Ο Γενικός Εισαγγελέας προέβηκε σε αξιολόγηση, καθηκόντως, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου. Ούτε και μπορεί να θεωρηθεί ότι η ΕΔΥ αναδιατύπωσε, όπως ισχυρίζεται η αιτήτρια, την αξιολόγηση του Γενικού Εισαγγελέα. Η ΕΔΥ προέβη σε δική της αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων.
Προβλήθηκε επίσης ότι η ΕΔΥ απέδωσε υπερβολική βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στις διεξαχθείσες συνεντεύξεις, και τούτο είχε ως αποτέλεσμα οι συνεντεύξεις να καταστούν το κυρίαρχο στοιχείο επιλογής. Η ΕΔΥ είχε αξιολογήσει τα ενδιαφερόμενα μέρη ως εξαίρετα, ενώ η αιτήτρια είχε αξιολογηθεί ως σχεδόν εξαίρετη. Δεν θεωρώ, υπό τις περιστάσεις, ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις. Τόσο η αιτήτρια όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν πλεονέκτημα. Η αιτήτρια κατείχε το πλεονέκτημα της πείρας και του μεταπτυχιακού προσόντος. Τα ενδιαφερόμενα μέρη 1 και 4 κατείχαν το πλεονέκτημα της πείρας, το ενδιαφερόμενο μέρος 3 το πλεονέκτημα του μεταπτυχιακού ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος 6 κατείχε, όπως και η αιτήτρια, το πλεονέκτημα της πείρας και του μεταπτυχιακού. Επομένως, έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους 6 η αιτήτρια δεν υπερείχε. Όσον αφορά τα ενδιαφερόμενα μέρη 1, 3 και 4, όπως ανέφερα πιο πάνω, το γεγονός ότι η αιτήτρια κατείχε πλεονέκτημα και με τις δυο διαζεύξεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, τούτο δεν θα μπορούσε να της προσδώσει προβάδισμα.
Εάν ήθελε θεωρηθεί ότι, η αιτήτρια κατείχε το πλεονέκτημα της πείρας και κατ' επέκταση το μεταπτυχιακό της, θα θεωρείτο ως επιπρόσθετο προσόν, η αξιολόγηση και η βαρύτητα που θα τους αποδίδετο ανήκει στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου. Η βαρύτητα που ενδεχομένως δίδεται δεν πρέπει να είναι υπερβολική αλλά ούτε και οριακή. Η ΕΔΥ, είχε συνυπολογίσει τα προσόντα αυτά μαζί με τα άλλα κριτήρια επιλογής.
Εάν τώρα θεωρηθεί ότι κατείχε το πλεονέκτημα, με βάση το μεταπτυχιακό της τίτλο, τότε υστερεί σε πείρα έναντι των ενδιαφερόμενων μερών 1, 4 και 6, αφού είχε εγγραφεί ως δικηγόρος το 2004 και άσκησε το επάγγελμα μέχρι το 2007, όταν εργοδοτήθηκε στο Γραφείο της Επιτρόπου Διοικήσεως. Δεδομένου ότι, ένας χρόνος πείρας ήταν απαιτούμενο προσόν, με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, και εάν θεωρήθηκε ότι κατέχει το πλεονέκτημα της διετούς πείρας τότε δεν διαθέτει επιπρόσθετη πείρα. Δεν μπορεί να γίνεται λόγος για στάθμιση περισσότερης πείρας, όσον αφορά την έκταση της, ώστε ν' αποκτά οποιοδήποτε προβάδισμα. (Κράσσεν Ντόνεβ ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 1820/2008, ημερ. 14 Ιουλίου 2010). Όπως είναι νομολογημένο, απαιτούμενο προσόν δεν μπορεί να προσμετρήσει και ως πλεονέκτημα, ούτε και ως πλεονέκτημα, και επιπρόσθετο προσόν. Το ενδιαφερόμενο μέρος 1 είχε εγγραφεί ως δικηγόρος το 2006. Το ενδιαφερόμενο μέρος 4, είχε εγγραφεί το 2007, και το ενδιαφερόμενο μέρος 6 είχε εγγραφεί το 2005, και αυτοί ασκούσαν δικηγορία μέχρι την ημερομηνία λήψης της απόφασης.
Σύμφωνα με τη νομολογία, η απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική εξέταση λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης και διακρίβωσης της αξίας τους. Η υπεροχή τους στην προφορική εξέταση, είναι στοιχείο που ανάγεται στην αξία, η οποία αποτελεί βασικό κριτήριο επιλογής (Κωνσταντίνου κ.ά. ν Νικολάου (2007) 3 Α.Α.Δ. 18). Βαρύτητα δίδεται στην απόδοση στις προφορικές συνεντεύξεις όταν πρόκειται για θέσεις πρώτου διορισμού (Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 377).
Με τον τελευταίο λόγο ακυρώσεως η αιτήτρια προβάλλει ότι, το άρθρο 24(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/99), το οποίο προβλέπει ότι δεν απαιτείται η καταγραφή των ερωτήσεων και απαντήσεων κατά τη διάρκεια της προφορικής συνέντευξης παραβιάζει τα άρθρα 28, 25 και 30 του Συντάγματος.
Εισηγείται ότι, στη βάση του άρθρου 28 το οποίο διασφαλίζει την αρχή της ισότητας, του άρθρου 25 που προστατεύει την επαγγελματική ελευθερία και του άρθρου 30 που επιβάλλει την έννομη προστασία από τα δικαστήρια, απαιτείται όπως υπάρχει διαφανής και αμερόληπτη κρίση της αξιολόγησης κατά την προφορική εξέταση. Ουσιαστικώς προβάλλεται ότι, επιβάλλεται η καταγραφή των ερωτήσεων και των δοθεισών απαντήσεων, για σκοπούς δικαστικού ελέγχου, ως προς την αντικειμενικότητα και αμεροληψία της αξιολόγησης καθώς και ότι οι συνεντεύξεις πρέπει να διεξάγονται δημόσια.
Τέλος, εισηγείται η αιτήτρια ότι, δεν τηρήθηκε ορθό πρακτικό λόγω της έλλειψης καταγραφής των ερωτήσεων και απαντήσεων.
Οι παράγραφοι (1) και (2) του άρθρου 24 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/99 αναφέρουν:
"24.—(1) Πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.
(2) Στις περιπτώσεις διορισμών ή προαγωγών επιβάλλεται η καταγραφή των αποτελεσμάτων προφορικής εξέτασης και κάθε άλλου γεγονότος που επενεργεί στη λήψη της απόφασης. Δεν απαιτείται η καταγραφή των ερωτήσεων και απαντήσεων κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης ούτε και η καταγραφή των νοητικών διεργασιών των μελών για τις εκτιμήσεις τους αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων. Οι τυχόν προσωπικές σημειώσεις των μελών σχετικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, αν έγινε, παραδίδονται από τα μέλη αμέσως μετά το πέρας της διαδικασίας πλήρωσης των θέσεων και αποτελούν μέρος του οικείου φακέλου."
Ο ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας του εν λόγω άρθρου είχε εγερθεί και στην Υπ. Αρ. 99/2010, Γεωργαράκη ν. Δημοκρατίας, ημερ. 14 Δεκεμβρίου 2010, όπου το δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα τα οποία υιοθετώ:
"Ενόψει του τεκμηρίου συνταγματικότητας των νόμων, το εν λόγω άρθρο περιλαμβανομένου και του εδαφίου (2) αυτού για το οποίο ισχυρίζεται η αιτήτρια ότι είναι αντισυνταγματικό, θεωρείται συνταγματικό εκτός αν ο αιτητής αποδείξει το αντίθετο και μάλιστα στο επίπεδό του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, δεν είμαι ικανοποιημένος ότι παραβιάζονται τα Άρθρα του Συντάγματος 25, 28 και 30. Το Άρθρο 25 διασφαλίζει το δικαίωμα ενός προσώπου να ασκεί «οιοδήποτε επάγγελμα ή να επιδίδεται εις οιανδήποτε απασχόληση, εμπόριον ή επικερδή εργασίαν.». Δεν βλέπω πώς το εδάφιο (2) συγκρούεται άμεσα με το εν λόγω Αρθρ. Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Antoniades & Others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 641) ο περιορισμός πρέπει να είναι άμεσος και όχι έμμεσος. Εδώ ούτε και έμμεσο περιορισμό βλέπω.
Αναφορικά με Άρθρο 28 θα υπήρχε δυσμενής διάκριση αν όμοιες καταστάσεις ρυθμίζονταν διαφορετικά, κάτι που επίσης εδώ δεν ισχύει.
Αναφορικά τώρα με το Άρθρο 30 του Συντάγματος το οποίο διαλαμβάνει ότι «εις ουδένα δύναται ν' απαγορευθή η προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου, εις ο δικαιούται να προσφύγει δυνάμει του Συντάγματος», δεν βρίσκω πώς το εδάφιο (2) του άρθρου 24 του Ν. 158(1)/99 περιέχει τέτοια απαγόρευση. Επομένως ο πιο πάνω λόγος ακυρότητας απορρίπτεται."
Όπως είναι νομολογημένο, ισχυρισμοί περί αντισυνταγματικότητας πρέπει να αποδεικνύονται με βεβαιότητα και δεν αρκεί απλή αναφορά σε γενικότητα. Η αιτήτρια δεν απέδειξε με ποιο τρόπο παραβιάζονται τα εν λόγω άρθρα του Συντάγματος.
Όπως έχει αποφασιστεί στην υπόθεση Χαραλάμπους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 192:
"Στον τόπο μας ισχύει η αρχή του τεκμηρίου της συνταγματικότητας. Κάθε νόμος θεωρείται. H συνταγματικότητα ενός νόμου είναι δεδομένη, αφού ισχύει απόλυτα η ανάλογη αρχή μέχρι να αποφασιστεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας το αντίθετο."
Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί καταγραφής των ερωτήσεων και των απαντήσεων, έχει αποφασιστεί, σε πολλές υποθέσεις, η μη αναγκαιότητα καταγραφής των ερωτήσεων και απαντήσεων (Πούρος (πιο πάνω)). Με βάση το άρθρο 24 του Ν. 158(Ι)/99, επιβάλλεται η καταγραφή της γενικής εντύπωσης και της απόδοσης των υποψηφίων, διασφαλίζοντας, με αυτό τον τρόπο, τόσο την αμεροληψία και την αντικειμενικότητα της κρίσης των μελών του διορίζοντος οργάνου, αλλά και την αρχή της διαφάνειας.
Τέλος, η αιτήτρια προβάλλει ισχυρισμό περί δημοσιότητας της προφορικής εξέτασης. Η αιτήτρια κωλύεται να εγείρει τέτοιο ισχυρισμό εφόσον είχε λάβει μέρος στη διαδικασία, χωρίς να προβάλει οποιαδήποτε ένσταση.
Στην ΑΕ 142/2005, Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα, ημερ. 13 Μαρτίου 2007, αναφέρθηκε ότι:
"Επιπλέον, και επί του προκειμένου, θα πρέπει να επισημάνουμε πως απαραίτητη προϋπόθεση για να εξεταστεί τέτοιος ισχυρισμός θα πρέπει ο ενδιαφερόμενος που τον προβάλλει να τον θέσει με την πρώτη ευκαιρία ενώπιον του διοικητικού οργάνου για να τον εξετάσει, ώστε να προχωρήσει απρόσκοπτα η διαδικασία. Δεν νοείται ο ενδιαφερόμενος να μένει σιωπηλός και ανάλογα με την τελική απόφαση του διοικητικού οργάνου, όταν π.χ. δεν τον ευνοεί, να επιλέγει σε μεταγενέστερο στάδιο, και ειδικότερα ενώπιον του Δικαστηρίου να την προβάλει. Σε τέτοια περίπτωση ο ισχυρισμός δεν θα εξεταστεί.″
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΔΓ