ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Ανδρέας Δημητριάδης, για τον Αιτητή. Αριάδνη Ζερβού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-12-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 981/2010, 18/12/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D848

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                              (ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 981/2010)

 

18 Δεκεμβρίου, 2015

                                                                               

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΟΥ,

                                                                                         Aιτητής,

                                                     

-ΚΑΙ-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,

                                                                           Καθ' ων η αίτηση.

----------------------

 

 

Ανδρέας Δημητριάδης, για τον Αιτητή.

Αριάδνη Ζερβού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

----------------------

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

      Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:-  Ο αιτητής εγγράφηκε στο Μητρώο ΦΠΑ στις 15.3.1994. Kατά τον ουσιώδη για την παρούσα προσφυγή χρόνο, ασχολείτο με την παροχή υπηρεσιών σε οικοδομές ως κατασκευαστής καλουπιών και παρείχε υπηρεσίες σε άλλες επιχειρήσεις. Στις 4.4.2008, με βάση το άρθρο 40 των περί Φόρων Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 μέχρι 2000 (Ν.246/90, όπως τροποποιήθηκε) και την παρ. 6 του Δεκάτου Παραρτήματος των νεότερων περί Φόρων Προστιθεμένης Αξίας Νόμων 2000 μέχρι 2008 (Ν.95(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε), οι καθ΄ ων η αίτηση επέδωσαν στον αιτητή γνωστοποίηση για προσκόμιση στοιχείων, με την οποία κλήθηκε να παρουσιάσει για φορολογικό έλεγχο όλα τα βιβλία, αρχεία και  στοιχεία που αναφέρονται στο όνομα του ή σε άλλο πρόσωπο ή εκ μέρους του για την περίοδο από 1.1.2001 μέχρι 31.1.2008, που αφορούν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της επιχείρησης του.

Οι καθ' ων η αίτηση έστειλαν αντίστοιχη Γνωστοποίηση στην εταιρεία C & Α Toumazis Ltd, για την οποία ο αιτητής ενεργούσε ως υπεργολάβος, με σκοπό να πληροφορηθούν οι καθ΄ ων η αίτηση το είδος και το ύψος των μεταξύ τους συναλλαγών.

 

Οι αρμόδιοι λειτουργοί του Επαρχιακού Γραφείου ΦΠΑ άρχισαν στις 29.4.2008 έλεγχο των φορολογικών υποθέσεων του αιτητή, προκειμένου να διαπιστωθεί η ορθότητα των φορολογικών δηλώσεων που υποβλήθηκαν στον Έφορο ΦΠΑ σε σχέση με τα στοιχεία, αρχεία και βιβλία που ο αιτητής όφειλε να τηρεί με βάση τη σχετική νομοθεσία και αφορούν την περίοδο από 15.3.1994 μέχρι 30.4.2007.

 

Ο αιτητής δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία για τις εκροές του και οι λειτουργοί ζήτησαν από διάφορους πελάτες του αιτητή, εργολήπτες και επιχειρήσεις ανάπτυξης γης, όπως τους προσκομίσουν στοιχεία πληρωμών στον αιτητή και κίνηση του λογαριασμού τους μαζί του, στην οποία να φαίνονται αναλυτικά και κατά ημερομηνία τα ποσά των πιστώσεων για τις υπηρεσίες που τους παρείχε και τα σχετικά τιμολόγια που τους είχε εκδώσει.

 

Από τον έλεγχο διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα (τα οποία μεταφέρονται όπως καταγράφονται στην ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση):

 

      «i.  Τα βιβλία, αρχεία και στοιχεία που τήρησε ο Αιτητής για σκοπούς της επιχείρησης που ασκούσε ήταν ελλιπή και δεν ήταν σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 22 και 23 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Γενικοί) Κανονισμοί του 2001 μέχρι 2010.  Ο Αιτητής παρουσίασε για έλεγχο μόνο δύο φάιλς με τιμολόγια αγορών και εξόδων της επιχείρησης.  Παρουσιάστηκε επίσης μια κατάσταση με το ΦΠΑ που αναλογεί για τις αγορές και τα έξοδα της επιχείρησης, ο οποίος χαρακτηρίστηκε από το λειτουργό ελέγχου ως «υποτυπώδης λογαριασμός ΦΠΑ εισροών».

 

     ii.    O Aιτητής δεν τήρησε ούτε προσκόμισε για έλεγχο λογαριασμό ΦΠΑ εκροών, ούτε οποιαδήποτε στοιχεία σε σχέση με τα έγγραφα που εξέδιδε προς τους πελάτες του για τις υπηρεσίες που τους παρείχε.

 

    iii.    O Aιτητής υποδήλωνε σημαντικά τις εκροές και το φόρο εκροών (δηλαδή ο ΦΠΑ που αναλογεί στις πωλήσεις που πραγματοποιούσε).  Στις 23/10.2003 παραλήφθηκε από το αρμόδιο Επαρχιακό Γραφείο ΦΠΑ Πάφου έντυπο αναφοράς του Επαρχιακού Γραφείου ΦΠΑ Λεμεσού, στο οποίο καταγράφεται ότι ο Αιτητής για το έτος 2001 παρείχε υπηρεσίες ύψους £124.416.00 προς την εταιρεία C & A Toumazis Co Ltd.  Για την ίδια περίοδο ο Αιτητής δήλωσε στις φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλε στον Έφορο ΦΠΑ ποσό ύψους £12.000.  Δηλαδή ο Αιτητής για το έτος 2001 δήλωσε 10 φορές λιγότερες πωλήσεις από τις πωλήσεις που πραγματοποίησε προς την εταιρεία C & A Toumazis Co Ltd.

 

     iv.   Mε βάση τα στοιχεία που λήφθηκαν από τους διάφορους πελάτες του Αιτητή, οι αρμόδιοι λειτουργοί του Επαρχιακού Γραφείου ΦΠΑ Πάφου κατέγραψαν τις πωλήσεις (εκροές) του Αιτητή και υπολόγισαν το φόρο εκροών που αναλογεί στις εκροές αυτές.  Ο φόρος εκροών που αναλογεί στα καταγεγραμμένα στοιχεία που λήφθηκαν από τους πελάτες του Αιτητή είναι ύψους £130.646,67 που αφορούν την περίοδο από 1/4/1994 μέχρι 30/4/2007.  Από τη σύγκριση του φόρου εκροών που δηλώθηκε στις φορολογικές δηλώσεις με το φόρο εκροών από τα στοιχεία που έχουν εντοπιστεί και καταγραφεί, προκύπτει βεβαίωση φόρου ύψους £110.539,85.

 

     ν.    Οι αρμόδιοι λειτουργοί του Επαρχιακού Γραφείου ΦΠΑ Πάφου κατέγραψαν το φόρο εισροών από στοιχεία που παρουσίασε ο Αιτητής, που αφορούν την περίοδο 1/5/2000 - 30/4/2007.  Σε σύγκριση με το φόρο εισροών που δήλωσε στις φορολογικές δηλώσεις προκύπτει ότι ο Αιτητής δεν δήλωσε φόρο εισροών για έκπτωση ποσό ύψους £6.430,89.»

 

 

Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, ο Έφορος ΦΠΑ  έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις του αιτητή ήταν ανακριβείς και/ή ελλιπείς και, ως εκ τούτου, προέβηκε σε ανασυγκρότηση του φόρου εκροών και βεβαίωση φόρου κατά την καλύτερη κρίση του, δυνάμει του άρθρου 34 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 μέχρι 2000, Ν.246(Ι)/90, και του άρθρου 49 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του  2000 μέχρι 2010, Ν.95(Ι)/00, ήτοι  του ποσού του ΦΠΑ που ήταν οφειλόμενο από τον αιτητή.  Στη συνέχεια οι καθ' ων η αίτηση γνωστοποίησαν το ποσό στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 5.5.2010 η οποία αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

«Το συνολικό ποσό των £26.015,63 βεβαιώνεται ως φόρος οφειλόμενος από εσάς δυνάμει του άρθρου 34(1) και (2) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 μέχρι 2000 (Ν.246/1990 - 2000) και το συνολικό ποσό των £78.093,33 βεβαιώνεται ως φόρος οφειλόμενος από εσάς δυνάμει του άρθρου 49 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 μέχρι 2010 (Ν.95(Ι)/2000 - 2010).

 

Καλείστε δυνάμει του άρθρου 36 του Ν.246/90 και του άρθρου 43 παράγραφος 4 του Δέκατου Παραρτήματος του Ν.95(Ι)/2000 να καταβάλετε £104.108,96 που ισοδυναμεί με €177.880,69 (Εκατό Εβδομήντα Επτά Χιλιάδες Οκτακόσια Ογδόντα ευρώ και Εξήντα Εννέα cent) (Παράρτημα Α). Το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει τον επιπρόσθετο πληρωτέο φόρο για την περίοδο 01/04/1994 - 30/04/2007.  Το ακριβές πληρωτέο ποσό που οφείλετε θα σας κοινοποιηθεί από τα Κεντρικά Γραφεία της Υπηρεσίας Φ.Π.Α., αφού ληφθούν υπόψη τυχόν χρηματικές επιβαρύνσεις και τόκοι που προβλέπονται από τη σχετική Νομοθεσία.»

 

 

 

Αξίζει περαιτέρω να σημειωθεί ότι σχηματίστηκε και ποινικός φάκελος για το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών φορολογικών αδικημάτων, ήτοι το αδίκημα της δόλιας αποφυγής καταβολής ΦΠΑ και υποβολής αναληθών δηλώσεων.

 

Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή, αμφισβητώντας την πιο πάνω απόφαση. Διατείνεται ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και το προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο αφού δεν προηγήθηκε η δέουσα έρευνα. Προβάλλει επίσης ότι δεν είναι επίκαιρη σε σχέση με τα πραγματικά και νομικά γεγονότα, στα οποία αναφέρεται, και αντίκειται προς τις αρχές της αναλογικότητας, της καλή πίστης και χρηστής διοίκησης, ενώ παραβιάζει και την κείμενη νομοθεσία.

 

Αναπτύσσοντας πρώτα, στη γραπτή του αγόρευση τον ισχυρισμό ότι η απόφαση ελήφθη παράνομα, ο συνήγορος του αιτητή υποδεικνύει ότι τα στοιχεία περιήλθαν σε γνώση του Εφόρου τον Απρίλιο/Μάιο 2008, ενώ η βεβαίωση έγινε τον Μάιο του 2010, δηλαδή εκτός του χρονικού πλαισίου του ενός έτους που ορίζει το άρθρο 34(5)(Β) του Ν.246/90.

 

Παρατηρώ, εν προκειμένω, ότι ο αιτητής είχε προσκομίσει δυο φακέλους με τιμολόγια αγορών και στοιχεία εισπράξεων επιχείρησης στις 14.7.2008 (βλ. Κυανούν 90 στο Τεκμήριο Ι) μαζί με καταστάσεις ΦΠΑ. Δεν παρουσίασε, ωστόσο, τον σχετικό λογαριασμό ΦΠΑ εκροών του, όπως προνοεί η νομοθεσία, με βάση τον οποίο ετοίμαζε τις φορολογικές του δηλώσεις, ούτε και οποιαδήποτε στοιχεία σε σχέση με τα έγγραφα που εξέδιδε στους πελάτες του σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Προσκόμισε  επιπρόσθετα έγγραφα μόλις στις 24.3.2010 και αφού εν τω μεταξύ τα στοιχεία που είχε προσκομίσει θεωρήθηκαν μη ικανοποιητικά, με αποτέλεσμα ο Έφορος να συλλέξει στοιχεία από τους πελάτες του αιτητή και εργολήπτες στην Πάφο. Όλα τα σχετικά στοιχεία που προσκόμισε ο αιτητής καταχωρήθηκαν σε ενιαία κατάσταση τιμολογίων αγορών και εξόδων για την περίοδο από 1.5.2000-30.4.2007.  Περαιτέρω, αφού λήφθηκαν τα στοιχεία από τους διάφορους πελάτες του αιτητή, τα τελευταία, όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο, Τεκμήριο 2, στις 19.1.2009, ετοιμάστηκαν δύο καταστάσεις.  Η πρώτη κατάσταση, Παράρτημα Α1, αφορούσε τις εισπράξεις του από 13.1.1994 μέχρι 5.11.2004, που ανέρχονται σε Λ.Κ. 790.186,97, με υπολογιζόμενο φόρο εκροών το ποσό των Λ.Κ.76.323,52 (βλ. Κυανούν 128-135 στο διοικητικό φάκελο - Τεκμήριο Ι). Η δεύτερη κατάσταση, Παράρτημα Α2, αφορούσε την «ανάλυση κόστους έργου χωρίς το ΦΠΑ-Άτλας Παντού» και την φορολογική περίοδο 1.2.2005-30.4.2007, σύμφωνα με την οποία οι εισπράξεις του αιτητή ανέρχονται στις ΛΚ416.477,10 και ο φόρος εκροών στις ΛΚ54.323,15 (Κυανούν 127 - Τεκμήριο Ι).  Οι εν λόγω καταστάσεις φέρουν ημερομηνία 26.4.2010.

 

Σύμφωνα με την εισήγηση/έκθεση ημερομηνίας 28.4.2010 των       λειτουργών κ.κ. Περικλέους και Σολωμονίδη (Κυανούν 138-141), τα πιο πάνω στοιχειοθετούσαν την ανάγκη για βεβαίωση φόρου.  Συνεπώς ο Έφορος δεν υπερέβη το προβλεπόμενο χρόνο αλλά αντιθέτως έσπευσε άμεσα στην ετοιμασία βεβαίωσης φόρου στις 5.5.2010 (Κυανούν 149). Η επίδικη βεβαίωση αφορούσε στη φορολογική περίοδο 1.4.1994 - 30.4.2007 και γι΄ αυτό στηρίχθηκε στο άρθρο 34(1) και (2) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 μέχρι 2000 (Ν.246/1990, ως τροποποιήθηκε) και στο άρθρο 49 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 μέχρι 2010, (Ν.95(Ι)/2000, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1.2.2002 με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου).  Σύμφωνα με τις πρόνοιες των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 μέχρι 2000 (Ν.246/90, ως τροποποιήθηκε): 

 

«34.  [..]

(5) Οποιαδήποτε βεβαίωση με βάση τα εδάφια (1), (2) και (3) του παρόντος άρθρου για το ποσό του φόρου που οφείλεται αναφορικά με οποιαδήποτε φορολογική περίοδο πρέπει να γίνεται το αργότερο -

 

(α) Δύο χρόνια μετά το τέλος της εν λόγω φορολογικής περιόδου, ή

 

(β) ένα χρόνο αφότου περιήλθαν σε γνώση του Εφόρου στοιχεία αποδεικτικά των γεγονότων και ικανοποιητικά, κατά την κρίση του, ώστε να δικαιολογείται η πράξη της βεβαίωσης· ο Έφορος όμως μπορεί, εάν περιέλθουν σε γνώση του και άλλα αποδεικτικά στοιχεία μετά την πιο πάνω βεβαίωση του φόρου, να προβεί σε επιπρόσθετη βεβαίωση, το αργότερο μέσα σ' ένα χρόνο από την ημέρα που περιέρχονται σε γνώση του τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία.»

 

 

Η επίδικη βεβαίωση για τη φορολογική περίοδο πριν από την έναρξη της ισχύος του Ν.95(Ι)/2000, στηρίχθηκε στο πιο πάνω άρθρο, αφού η διαπίστωση λαθών και παραλείψεων στις φορολογικές δηλώσεις ή τα αρχεία που τηρεί  το υποκείμενο σε φόρο πρόσωπο ενεργοποιεί τον έλεγχο του Εφόρου και σε αυτή την περίπτωση η βεβαίωση μπορεί να γίνει μέσα σε ένα χρόνο από τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων που δικαιολογούν την βεβαίωση, χωρίς να τίθεται θέμα υπέρβασης χρονικών ορίων (βλ. Στέλιος Αυγούστη & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ 592Lifestyle Enterprices Ltd v.  Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 193, Ανδρέας Μονογιού Λτδ ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3448 και Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 236). 

 

Σε ό,τι αφορά τη βεβαίωση για τη φορολογική περίοδο μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Ν.95(Ι)/2000, είναι σχετικό το άρθρο 50(1) του εν λόγω Νόμου:

 

«50.-(1)  Τηρουμένων των επόμενων διατάξεων του παρόντος άρθρου, βεβαίωση δυνάμει του άρθρου 49 ή 49Α δεν εκδίδεται μετά την πάροδο έξι ετών από το τέλος της καθορισμένης φορολογικής περιόδου ή εισαγωγής ή απόκτησης την οποία αφορά.» 

 

 

  

 

Συνεπώς, η βεβαίωση ημερομηνίας 5.5.2010, σε ό,τι αφορά και αυτή τη φορολογική περίοδο, εκδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα.

 

Ο αιτητής προβάλλει στη συνέχεια ότι δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα για το λόγο ότι δεν διεξήχθη έρευνα στα βιβλία των πελατών του για να διαπιστωθεί αν οι αναλύσεις  κόστους των εν λόγω εταιρειών, στις οποίες γίνεται αναφορά σε κάποιο Ανδρέα Πέτρου, αφορούσαν τον αιτητή, αν υπήρχαν τιμολόγια για τις δοσοληψίες και αν τα αντίστοιχα τιμολόγια ανήκαν στον αιτητή. Υποστηρίζει ότι οι καθ΄ ων η αίτηση δεν διερεύνησαν την εκδοχή του, ότι οι αναλύσεις κόστους ήταν αναξιόπιστες και οι δοσοληψίες δεν τον αφορούσαν και, συνεπώς, προκύπτει το ενδεχόμενο πλάνης.  Με την απαντητική αγόρευση του συνηγόρου του διευκρινίζεται ότι πολλές από τις δοσοληψίες και έγγραφα που έλαβαν υπόψη οι καθ' ων η αίτηση αφορούσαν άλλο πρόσωπο συνονόματο του αιτητή. που δραστηριοποιείται στον ίδιο τομέα.

 

Η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση επισήμανε συναφώς ότι στην φορολογική διερεύνηση δεν αρκεί το όνομα και επώνυμο του αιτητή, αλλά η φορολογική του ταυτότητα (αριθμός ΦΠΑ), ώστε να αποφεύγεται οποιοδήποτε σφάλμα λόγω συνωνυμίας.

Εν προκειμένω, στάληκε στους διάφορους πελάτες του αιτητή επιστολή με το όνομα και επώνυμο του και τον αριθμό της φορολογικής του ταυτότητας (ΦΠΑ).  Υπογράμμισε, εξάλλου, ότι ο ισχυρισμός περί άλλου προσώπου τέθηκε για πρώτη φορά στα πλαίσια της δικαστικής διαδικασίας και δεν είχε τεθεί προηγουμένως στον Έφορο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ώστε αυτός να έχει αυξημένο πλέον βάρος διερεύνησης έχοντας υπόψη τον εν λόγω ισχυρισμό.

 

Ο αιτητής δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία ώστε να αποδείξει ότι τα στοιχεία που εκτιμήθηκαν και κατέληξαν στον επιβληθέντα ΦΠΑ δεν αφορούσαν τον ίδιο αλλά άλλο πρόσωπο και δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του. Η γραπτή επικοινωνία με τους πελάτες του αιτητή (Παράρτημα ΙΙ της Ένστασης) αναφέρεται ρητά στο όνομα και τον αριθμό ΦΠΑ του αιτητή. Παρατηρώ επίσης ότι πουθενά μέσα στους διοικητικούς φακέλους ή στις συναντήσεις που έγιναν τόσο πριν όσο και μετά την έκδοση της επίδικης απόφασης (Κυανούν 186-195 στο Τεκμήριο Ι, καθώς και Τεκμήριο 3 (καταθέσεις και συναντήσεις για σκοπούς διερεύνησης  ποινικού αδικήματος)), δεν εγέρθηκε από τον αιτητή ή τον δικηγόρο του τέτοιο θέμα.

 

Παρατηρώ επίσης ότι ο φάκελος που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2 περιέχει τις απαντήσεις που στάλθηκαν από τις εταιρείες/πελάτες του αιτητή με συνημμένα τιμολόγια υπογραμμένα από τον αιτητή, με αριθμό ΦΠΑ του αιτητή).  Συνεπώς, θεωρώ ότι ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης είναι παντελώς αβάσιμος.

 

Σε ό,τι αφορά την άλλη πτυχή που τέθηκε από τον αιτητή ως προς την ανυπαρξία τιμολογίων, η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου δύο τόμους (Τεκμήριο 3) που τηρούνται στο Υπουργείο Οικονομικών, με πλήθος τιμολογίων για τα διάφορα έργα που εκτελούσε ο αιτητής (ιδιαίτερα ο Τόμος ΙΙ). Επίσης τα στοιχεία που έλαβαν οι καθ' ων η αίτηση στις απαντητικές επιστολές από τις διάφορες εταιρείες με τις οποίες συνεργαζόταν ο αιτητής, μιλάνε αφ' εαυτών και συνοδεύονται από πλήθος τιμολογίων.

 

Εξάλλου, η βεβαίωση φόρου κατά ακολουθούμενη πρακτική έγινε από το Επαρχιακό Γραφείο στη βάση των καταστάσεων κίνησης λογαριασμού, στις οποίες καταχωρούνταν τα τιμολόγια/αποδείξεις/πληρωμές των πελατών του αιτητή και όχι στην βάση των ίδιων των τιμολογίων. Αυτό δεν ελέγχεται ακυρωτικά ως εσφαλμένη πρακτική, εφόσον το σύνολο των ενώπιον του Εφόρου εγγράφων αλλά και το περιεχόμενο της έκθεσης ελέγχου (Παράρτημα ΙΙΙ της Ένστασης) αποδεικνύουν ότι η εξουσία του Εφόρου ασκήθηκε καλόπιστα.

 

Όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί στη νομολογία, στις περιπτώσεις όπου ένας φορολογούμενος ή υποκείμενος σε υποχρεώσεις απόδοσης φόρου, παραλείπει να τηρεί τα απαιτούμενα από το Νόμο και Κανονισμούς στοιχεία, αναλαμβάνει ο ίδιος τον κίνδυνο ή το ρίσκο και δίδει το δικαίωμα ή και υποχρέωση στον Έφορο να ασκήσει τις εξουσίες τις οποίες έχει δυνάμει της νομοθεσίας και να προβεί σε δίκαιο κατά την κρίση του υπολογισμό και βεβαίωση τυχόν οφειλόμενων φόρων. (βλ. Κ.Ε.Μ. Tours Ltd v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ 211, Δημοκρατία Α.Α.Δ 211, Δημοκρατία ν. Tyrimos Tavern Restaurant Ltd (2000) 3 Α.Α.Δ. 679, Kokos Athanasiou Motors Ltd ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ 21).

 

Το γεγονός ότι ο αιτητής είναι προχωρημένης ηλικίας με προβλήματα υγείας δεν μπορεί βεβαίως σε καμία περίπτωση να επηρεάσει ή να τον απαλλάξει από την υποχρέωση του να αποδώσει στη Δημοκρατία το ΦΠΑ που αυτός εισέπραττε επί σειρά ετών. Ακόμη περισσότερο, αφού αναλάμβανε μεγάλες εργασίες, από εταιρείες κυρίως, είχε υπαλλήλους και σε όλα τα στάδια  της διοικητικής διαδικασίας δεν αποστερήθηκε του δικαιώματος να παρίσταται με τον λογιστή και τον νομικό του σύμβουλο.

 

Τα όσα έχουν αναφερθεί ανωτέρω ως προς τη διενεργηθείσα έρευνα γενικότερα και τη δοθείσα αιτιολογία ως προς τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη και οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση, απαντούν και στους λοιπούς ισχυρισμούς του αιτητή, οι οποίοι αναπόφευκτα κρίνονται ως ανεδαφικοί.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται €1.300 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                                                                      Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο