ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D867
22 Δεκεμβρίου, 2015
[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
2. GOLDEN TOUCH ENTERPRISES LTD,
Αιτητές,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------
Π. Παναγιώτου για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σια ΔΕΠΕ, για τους αιτητές.
Λ. Ουστά (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας A εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ημερ. 28.6.2013, με την οποία απορρίφθηκε η κατάθεση στο Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακος του πωλητηρίου εγγράφου που αφορούσε αγοραπωλησία μεταξύ του αιτητή 1 ως πωλητή και της αιτήτριας 2 ως αγοράστριας του κτήματος, με αρ. 9/149, ενορία Σκάλα του Δήμου Λάρνακος, της επαρχίας Λάρνακος, ως άκυρη και κατά δεύτερον, ότι η απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση 1, της ίδιας ημερομηνίας, με την οποία οι αιτητές πληροφορήθηκαν ότι ο καθ΄ ου 1 δεν έδωσε τη συγκατάθεση του για την κατάθεση στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακος του ως άνω πωλητηρίου, είναι άκυρη.
Η παρούσα υπόθεση αποτελεί προϊόν επανεξέτασης ανακληθείσας πράξης κατόπιν προσφυγής υπ΄ αρ. 56/2011.
Προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και ως αποτέλεσμα εσφαλμένης εφαρμογής του περί των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο, Ν. 139/91 (o Νόμος). Προωθείται η θέση ότι οι πρόνοιες του Νόμου δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση του αιτητή 1: η περιουσία δεν είναι εγκαταληφθείσα, λανθασμένα δε η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στην ερμηνεία του όρου «Τουρκοκύπριος» και «τουρκοκυπριακή περιουσία» όπως ερμηνεύονται στον Νόμο: ο αιτητής είναι Βρετανός υπήκοος.
Ο αιτητής 1, Βρετανός υπήκοος, τουρκοκυπριακής καταγωγής, γεννήθηκε στο χωριό Αγία Άννα της επαρχίας Λάρνακος την 21.1.1937, εγκαταστάθηκε στη Μεγάλη Βρετανία πολύ πριν την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και ειδικότερα, το 1952. Είναι κάτοχος Βρετανικού διαβατηρίου και εντάχθηκε στο εθνικό σχέδιο ασφάλειας του Ηνωμένου Βασιλείου από τις 12.10.1955. Έκτοτε κατέβαλλε ανελλιπώς εισφορές στο εθνικό σχέδιο ασφάλειας και διαμένει, είναι η θέση του, στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Προωθείται από τον αιτητή η θέση, ότι λανθασμένα ζητήθηκε η συγκατάθεση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και λανθασμένα δεν δόθηκε η συγκατάθεση του καθ΄ ου η αίτηση 1, για αποδοχή του πωλητηρίου εγγράφου, διότι η περιγραφόμενη στο πωλητήριο έγγραφο περιουσία ανήκει σε πρόσωπο το οποίο ζούσε εκτός Κύπρου για τους λόγους που περιγράφονται ανωτέρω. Κατά δεύτερον, η αιτιολογία είναι λανθασμένη και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, περί διαμονής του στα κατεχόμενα και περί κατακράτησης και εκμετάλλευσης ελληνοκυπριακών περιουσιών: ο αιτητής 1 διαμένει μόνιμα και αδιάλειπτα στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 1952.
Η Δημοκρατία έχει άλλη θεώρηση. Το επίδικο ακίνητο πωλήθηκε στην αιτήτρια 2, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών, με εγγεγραμμένο γραφείο στη Λευκωσία, δυνάμει αγοραπωλητηρίου εγγράφου ημερ. 1.9.2008. Μετά την ανάκληση της πρώτης απόφασης και μετά από καταχώρηση της προσφυγής υπ΄ αρ. 56/2011 (ανωτέρω) η υπόθεση επανεξετάστηκε οπότε αποφασίστηκε εκ νέου, ο μεν καθ΄ ου η αίτηση 1, να μην συγκατατεθεί στη μεταβίβαση της επίδικης περιουσίας, το δε Τμήμα του Κτηματολογίου, καθ΄ ου η αίτηση 2, να μην αποδεχθεί το ανωτέρω πωλητήριο έγγραφο: ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών δεν έδωσε τη συγκατάθεση του για την αποδοχή του αγοραπωλητηρίου διότι δεν πληρείται κανένας από τους αναφερόμενους παράγοντες της υποπαραγράφου του άρθρου 3 του Νόμου, οι οποίοι προσμετρούν θετικά στην άρση της διαχείρισης τουρκοκυπριακής περιουσίας. Ειδικότερα, ότι ο αιτητής 1 διαμένει στα κατεχόμενα και κατακρατεί ελληνοκυπριακές περιουσίες.
Οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν περαιτέρω ότι εφάρμοσαν και ερμήνευσαν ορθά τις πρόνοιες της νομοθεσίας επί του θέματος και διενήργησαν τη δέουσα έρευνα πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης. Το ισχυριζόμενο δικαίωμα του αιτητή 1, με βάση τις διατάξεις του Νόμου, θα πρέπει να κριθεί σύμφωνα με την ερμηνεία όλων των σχετικών διατάξεων του Νόμου και συγκεκριμένα των όρων «Τουρκοκύπριος» και του όρου «τουρκοκυπριακή περιουσία», «έκρυθμη κατάσταση», όπως απαντάται στο άρθρο 2 του Νόμου και την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 3. Τέλος την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του Νόμου, που παρέχει δικαίωμα απαλλοτρίωσης τουρκοκυπριακής περιουσίας για λόγους δημοσίου συμφέροντος και την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 7 και 17. Δυνάμει των ρητών διατάξεων του Νόμου, άρθρο 7, ο Κηδεμόνας κατέχει και διαχειρίζεται τις τουρκοκυπριακές περιουσίες που είχαν εγκαταλειφθεί μετά την τουρκική εισβολή προς εξυπηρέτηση των προσφύγων, αλλά παράλληλα και την προστασία των συμφερόντων των ιδιοκτητών.
Από την έκθεση συμπληρωματικών γεγονότων, όπως καταχωρήθηκαν μετά την επανάνοιξη της υπόθεσης, ο αιτητής απέκτησε το επίδικο ακίνητο δυνάμει αγοράς από τον Mehmet Raghiyi Kenaan, από τη Λάρνακα την 1.11.1972, για το ποσό των £4.600. Κρίθηκε αναγκαίο να διευκρινιστεί περαιτέρω το ζήτημα ώστε να τοποθετηθούν τα μέρη ως προς το αν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, απαιτείτο για κτήση ακινήτου περιουσίας από αλλοδαπό ή αλλοδαπό Κύπριο, άδεια (ο περί Κτήσεως Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Αλλοδαποί) Νόμος, ΚΕΦ. 109). Η Δημοκρατία έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες, χωρίς όμως να διαφωτίσει πλήρως το ζητούμενο: Η τακτική που ακολουθείτο για τις δικαιοπραξίες μεταβίβασης τίτλου ιδιοκτησίας στο Κτηματολόγιο μέχρι την 13.8.1975 και αφορούσε σε Τούρκους ή και αλλοδαπούς Κύπριους πολίτες, ήταν κοινή χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε έγκριση και άδεια από το Υπουργικό Συμβούλιο. Εάν ο δικαιοδόχος ή ο δικαιοπάροχος ήταν Τουρκοκύπριος, οι δικαιοπραξίες διεξάγονταν κανονικά χωρίς την προσκόμιση οποιωνδήποτε εγκρίσεων. Ως προς το τελευταίο, οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν τη διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά τη μεταβίβαση της επίδικης περιουσίας: η δήλωση πώλησης, με την οποία ο αιτητής απέκτησε το εν λόγω ακίνητο (Π2529/1972), δεν ήταν δυνατόν να εντοπιστεί επειδή κατά ή περί το έτος 1992 καταστράφηκαν όλες οι δηλώσεις μεταβίβασης που τηρούνταν στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακος μέχρι το 1974, (είχαν παρέλθει τα 18 έτη για σκοπούς φύλαξης τους).
Ο αιτητής υποστηρίζει, ότι ο αποβιώσας πατέρας του δεν απέκτησε την κυπριακή ιθαγένεια και ως εκ τούτου κατ΄ επέκταση δεν είναι ούτε και ο ίδιος μέλος της τουρκοκυπριακής κοινότητας Κύπρου. Οι καθ΄ ων η αίτηση αντιτάσσουν, ότι ο αιτητής 1, είναι κάτοχος Κυπριακής ταυτότητας και λόγω τούτου απέκτησε την Κυπριακή υπηκοότητα, άρα είναι Τουρκοκύπριος: Σύμφωνα με τον περί Εγγραφής των Κατοίκων Νόμο, ΚΕΦ. 85, η απόκτηση και κατοχή δελτίου πολιτικής ταυτότητας είναι υποχρεωτική για οποιοδήποτε δικαιούχο έχει συμπληρώσει τα 12 του χρόνια. Ο αιτητής μετέβη στο εξωτερικό όταν ήταν άνω των 12 ετών και συγκεκριμένα το 1955, ήταν 17 ετών. Το γεγονός ότι ο αιτητής είναι κάτοχος Κυπριακής ταυτότητας από το 2005, δείχνει τη θέληση του να ενταχθεί στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και ως εκ τούτου η περιουσία του να υπόκειται σε διαχείριση από τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών.
Η Δημοκρατία αμφισβητεί αυτό καθαυτό το γεγονός της μετάβασης στο εξωτερικό. Το μόνο στοιχείο το οποίο υπάρχει είναι η ημερομηνία εγγραφής του αιτητή στο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων της Αγγλίας το 1955. Ως εκ τούτου, εμπίπτει στον ορισμό του πολίτη της Δημοκρατίας, Δεύτερο Τμήμα του Παραρτήματος Δ της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, και συμπεριλαμβάνεται στην τουρκοκυπριακή κοινότητα με αποτέλεσμα και η περιουσία του, να εμπίπτει κάτω από τον έλεγχο του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών.
Από αναδρομή στο διοικητικό φάκελο, παράρτημα Η και Λ στην ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση, οι ίδιοι οι καθ΄ ων, αλλά και η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών Κύπρου (ΚΥΠ), στα απόρρητα έγγραφα ημερ. 23.12.2010 και 27.9.2012, βεβαιοί, ότι από εξέταση της Υπηρεσίας, διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής μετέβη και εγκαταστάθηκε στη Βρετανία, Λονδίνο, το 1952, περιοδικά δε επισκεπτόταν την Κύπρο για ολιγοήμερες διακοπές. Το 1989 άρχισε την ανέγερση ιδιόκτητης κατοικίας σε τουρκικής ιδιοκτησίας γη, στο Μπογάζι, Κερύνειας. Το 1991 η κατοικία του ολοκληρώθηκε και επέστρεψε με τη σύζυγο του στα κατεχόμενα, για μόνιμη εγκατάσταση. Ωστόσο, συνέχισε να πραγματοποιεί ταξίδια στο Λονδίνο και σε μερικές περιπτώσεις η παραμονή του διαρκούσε αρκετούς μήνες. Ως εκ τούτου η θέση των καθ΄ ων ότι δεν έχει τεκμηριωθεί η εγκατάσταση του αιτητή στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1952, έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία του φακέλου.
Ως προς το ζήτημα της απόκτησης Κυπριακής ταυτότητας ο αιτητής 1 προβάλλει ότι εκδόθηκε το 2005, όταν επιχείρησε να εξασφαλίσει τίτλο ιδιοκτησίας για την επίδικη περιουσία. Τότε το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας, τον ενημέρωσε, ότι δεν ήταν δυνατό να εκδοθεί τίτλος επ΄ ονόματι του αν δεν ήταν κάτοχος Κυπριακής ταυτότητας, οπότε και ο αιτητής αποτάθηκε στην αρμόδια αρχή προς εξασφάλιση της. Αρχικώς οι αρμόδιες αρχές αρνήθηκαν την έκδοση της, στη συνέχεια όμως, για άγνωστους, όπως εισηγείται ο αιτητής 1, λόγους, άλλαξαν στάση και εξέδωσαν Κυπριακή ταυτότητα στον αιτητή. Ως εκ της ως άνω τοποθέτησης προωθούν τη θέση, ότι η έκδοση Κυπριακής ταυτότητας δεν αποτελεί αμάχητο τεκμήριο ότι ο κάτοχος της απέκτησε την Κυπριακή ιθαγένεια ή είναι ως εκ του γεγονότος Κύπριος πολίτης. Τα ζητήματα της ιθαγένειας διέπονται από τον σχετικό περί τούτου Νόμο και στην υπό κρίση περίπτωση, ο αιτητής 1 δεν είχε αποκτήσει την Κυπριακή ιθαγένεια δυνάμει των προνοιών της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης.
Επί του τελευταίου, ο αιτητής έχει αποσείσει το αποδεικτικό βάρος που φέρει ως προς το ανωτέρω ζήτημα, ημερομηνία εγκατάστασης του στο Ηνωμένο Βασίλειο, απόκτηση Αγγλικής υπηκοότητας, συνεχής διαμονή του έκτοτε και συμμετοχή του στο ασφαλιστικό σύστημα από το 1955. Ως προς τα λοιπά στοιχεία που καταγράφονται στις ανωτέρω επιστολές της ΚΥΠ, ευρήματα μετά από έρευνα των συνθηκών παραμονής του αιτητή στα κατεχόμενα, παραμένουν ακλόνητα.
Παραμένει λοιπόν να εξεταστεί το επίδικο ερώτημα υπό τα δεδομένα μιας και μόνης παραμέτρου: αν ο αιτητής εμπίπτει στην έννοια του όρου «Τουρκοκύπριος» ως ο Νόμος ορίζει και ερμηνεύει.
Είχα την ευκαιρία να μελετήσω την απόφαση του Νικολάτου, Δ., υπό την τότε ιδιότητα του, Α. & Α. Enterprises Ltd v. Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (2009) 4 Α.Α.Δ. 97, σε αναφορά με το ίδιο ζήτημα: τι συνιστά τουρκοκυπριακή περιουσία σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 2 του Νόμου, ως ζήτημα δημοσίου δικαίου αλλά και το ζήτημα του προσώπου που ανήκει στην έννοια του Τουρκοκύπριου και κατ΄ επέκταση της τουρκοκυπριακής περιουσίας, άρθρο 2 του Νόμου και Άρθρο 2 του Συντάγματος. Στην εν λόγω απόφαση το ζήτημα επιλύθηκε προς όφελος του αιτητή και η απόφαση ακυρώθηκε. Κρίθηκε, ότι ο εκεί αιτητής δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως Τουρκοκύπριος, επειδή ουδέποτε φαίνεται να είχε αποκτήσει την Κυπριακή υπηκοότητα αλλά ούτε και δικαίωμα να έχει ή να αποκτήσει Κυπριακή υπηκοότητα εφόσον όταν μετανάστευσε στην Αυστραλία δεν είχε εγκαθιδρυθεί η Κυπριακή Δημοκρατία ή δεν ήταν κάτοικος Κύπρου, κατά τα τελευταία πέντε χρόνια πριν την εγκαθίδρυση.
Εξετάζοντας τις αντίστοιχες θέσεις όπως αναλύονται λεπτομερώς στις αγορεύσεις των διαδίκων μερών, με βάση τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, όπως διαπιστώνονται και συνάγονται από τα έγγραφα που συνοδεύουν τόσο την αίτηση όσο και την ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, καταλήγω στο ίδιο σκεπτικό με την ανωτέρω απόφαση. Τα δεδομένα της περίπτωσης του αιτητή δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του Νόμου ως προς την έννοια «Τουρκοκύπριος» και «τουρκοκυπριακή περιουσία», ως προς το δεύτερο σκέλος της, ως περιουσία που ανήκει σε Τουρκοκύπριο και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Σαφώς ο αιτητής 1 δεν εμπίπτει στην εμβέλεια του Δεύτερου Τμήματος του Παραρτήματος Δ της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης. Εάν ο αιτητής είχε ή έχει το δικαίωμα να αποκτήσει την Κυπριακή ιθαγένεια λόγω καταγωγής ή γέννησης στην Κύπρο ή αν η Δημοκρατία, υπό τα δεδομένα και τις προσωπικές συνθήκες του αιτητή, επιθυμούσε να παραχωρήσει στον αιτητή την Κυπριακή υπηκοότητα, είναι ζήτημα που εκφεύγει της εμβέλειας της παρούσας διαδικασίας. Παραμένει ως δεδομένο ότι ο αιτητής δεν ήταν και δεν είναι «Τουρκοκύπριος» πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ έχει αποκτήσει την Αγγλική υπηκοότητα. Η έκδοση Κυπριακής ταυτότητας δεν αποδίδει αφ΄ εαυτής και ιθαγένεια/υπηκοότητα. Οι λόγοι έκδοσης της ταυτότητας παραμένουν στο πλαίσιο των εξηγήσεων που ο αιτητής έθεσε.
Μετά από μελέτη των σχετικών προνοιών του Νόμου και του Συντάγματος, της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, των προσωπικών δεδομένων και στοιχείων του αιτητή, Βρετανού υπηκόου, η προσφυγή επιτυγχάνει. Οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν κατ΄ αντίθεση προς το Νόμο. Η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω πλάνης περί τα πράγματα και περί τον Νόμο, συμπαρασύροντας τοιουτοτρόπως και την απόφαση του Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού, ο οποίος ενεργώντας αναλόγως θεώρησε ότι η συγκατάθεση του Κηδεμόνα, στην κατάθεση του πωλητηρίου εγγράφου συνιστούσε ρητή προϋπόθεση.
Με δεδομένη την κατάληξη μου δεν θεωρώ σκόπιμο να προχωρήσω στην εξέταση των λοιπών ζητημάτων που ηγέρθηκαν.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ακυρώνονται.
Επιδικάζονται €1.400 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του αιτητή.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ