ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Μιχαηλίδου, Δέσπω Αιτητής παρών, εμφανίζεται αυτοπροσώπως. Μ. Στυλιανού, δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-12-04 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 199/2015, 4/12/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D813

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αρ. Υπόθεσης:  199/2015)

 

4 Δεκεμβρίου, 2015

 

[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Αιτητής

 

- ΚΑΙ -

 

1.    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

2.    ΤΜΗΜΑ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ

                                                   Καθ΄ ων η αίτηση.

 

---------

 

Αιτητής παρών, εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

 

Μ. Στυλιανού, δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.

 

---------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΙΧΗΑΛΙΔΟΥ, Δ.:  Ο αιτητής, ο οποίος ενεργεί αυτοπροσώπως, καταχώρισε την παρούσα προσφυγή επιδιώκοντας την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση, ημερ. 31.12.2014, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε το αίτημα του για παροχή αναπηρικού επιδόματος με αποτέλεσμα να αποκόπτεται από το μισθό της συζύγου του ποσό €518, δυνάμει του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου, Ν. 95(Ι)/2006 (o Νόμος). 

 

Προβάλλεται ως μόνος λόγος ακυρότητας η έλλειψη δέουσας έρευνας.

 

Ο αιτητής, 45 ετών, υπέβαλε για πρώτη φορά αίτηση για παροχή δημοσίου βοηθήματος στις 4.12.2006, με εξαρτώμενους τη σύζυγο και το ανήλικο παιδί τους, προσκομίζοντας σχετική ιατρική βεβαίωση του θεράποντος ιατρού του, σύμφωνα με την οποία διαγνώστηκε με ψυχωσική συνδρομή που τον καθιστά ανίκανο για εργασία.  Τα γεγονότα της υπόθεσης όπως εμφανίζονται στην ένσταση που καταχωρίστηκε εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση και όπως προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο, ανατρέχουν σε βάθος χρόνου και έχουν συνάφεια με άλλα αιτήματα τα οποία υπέβαλε ο αιτητής.  Οι αιτήσεις του, είτε για παροχή δημοσίου βοηθήματος, είτε για κήρυξη του ως αναπήρου ατόμου, βάσει του άρθρου 2, του περί Δημοσιών Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου ανωτέρω, διήλθαν διαφόρων σταδίων και σειρά αποφάσεων εκδόθηκαν από τους καθ΄ ων η αίτηση, εναντίον των οποίων ο αιτητής προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο προς ακύρωση τους: Προσφυγή υπ΄ αρ. 1498/11, ημερ. 22.2.2013, στην οποία εκδόθηκε απόφαση υπό Ερωτοκρίτου, Δ. με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 4.10.2011, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του για δημόσιο βοήθημα.  Κατόπιν της ανωτέρω ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι καθ΄ ων η αίτηση με επιστολή τους ημερ. 3.7.2013, ενημέρωσαν τον αιτητή ότι θα προχωρούσαν με επανεξέταση του αιτήματος του.  Το αίτημα όντως επανεξετάστηκε και απορρίφθηκε, γεγονός που πληροφορήθηκε ο αιτητής με επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 21.11.2013.  Ο λόγος: τα προβλήματα υγείας του αιτητή δεν μειώνουν ουσιωδώς ή αποκλείουν τη δυνατότητα εκτέλεσης μιας ή περισσοτέρων δραστηριοτήτων ή λειτουργιών που θεωρούνται ως φυσιολογικές και ουσιώδεις για την ποιότητα της ζωής του ατόμου της ιδίας ηλικίας που δεν παρουσιάζει τέτοια ανεπάρκεια ή μειονεξία.  Αντιθέτως ο αιτητής είναι σε θέση να οδηγεί και να εργάζεται περιστασιακά. 

 

Εναντίον της ως άνω απόφασης ο αιτητής προσέφυγε και πάλι στο Ανώτατο Δικαστήριο στις 29.1.2014, Προσφυγή υπ΄ αρ. 104/14, επιδιώκοντας και πάλι ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση για παροχή δημοσίου βοηθήματος.  Μετά από έρευνα οι καθ΄ ων η αίτηση αποφάσισαν την ανάκληση της διοικητικής πράξης ημερ. 4.10.2011 και επανεξέταση του αιτήματος του. 

 

Στις 6.10.2014 και 8.10.2014 μετά από διεξαγωγή σχετικής έρευνας οι καθ΄ ων, κατέληξαν και πάλι, ότι δυνάμει των βεβαιώσεων και ιατρικών πιστοποιητικών που προσκομίστηκαν και τη συνεργασία που είχαν με την οικογένεια, να εγκρίνουν την παροχή συμπληρωματικού δημοσίου βοηθήματος στην οικογένεια, άρθρα 3(1)(α-β) και (3)(10)(α)(iv) των περί Δημοσιών Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμων ανωτέρω, ενώ απορρίφθηκε και πάλι η αίτηση του αιτητή για να κηρυχθεί ως ανάπηρο άτομο για τους ίδιους ως ανωτέρω λόγους.  Με τις εν λόγω εισηγήσεις συμφώνησε ο συντονιστής στις 9.10.2014 και η προϊσταμένη του Γραφείου Κοινωνικών Υπηρεσιών στις 10.10.2014. Αποτέλεσμα για το οποίο ο αιτητής ενημερώθηκε με την υπό κρίση προσβαλλόμενη απόφαση, 31.12.2014, ότι εγκρίθηκε η παροχή συμπληρωματικού δημοσίου βοηθήματος, με αναδρομική ισχύ από 19.8.2011, σύμφωνα με τα άρθρα 3(1)(α-β) και (3)(10)(α)(iv) του Νόμου και παροχή αναδρομικών επιδομάτων από 19.8.2011 μέχρι 10.7.2014.

 

Η Δημοκρατία υποστηρίζει, ότι η απόφαση των καθ΄ ων είναι επαρκώς αιτιολογημένη: ελήφθη κατόπιν ενδελεχούς και δέουσας έρευνας, άρθρο 2, ερμηνευτικές διατάξεις του όρου «ανάπηρος».  Σημειώνεται ότι ο αιτητής μέχρι σήμερα συνεχίζει να βοηθείται οικονομικά από τους καθ΄ ων η αίτηση και λαμβάνει συμπληρωματικό δημόσιο βοήθημα, του οποίου το ποσό δεν είναι σταθερό εφόσον εξαρτάται από τις μηνιαίες απολαβές της συζύγου του, η δε οικογένεια λαμβάνει επίδομα τέκνου ύψους €39,48 μηνιαίως και η σύζυγος εργάζεται με εισόδημα ύψους €700 περίπου.  Υποστηρίζεται ακόμη από τη Δημοκρατία, ότι οι καθ΄ ων ενήργησαν μέσα στα πλαίσια της διακριτικής τους ευχέρειας και σύμφωνα με το περί δικαίου αίσθημα, εφαρμόζοντας σχετικές νομοθετικές διατάξεις όπως γίνεται φανερό από το σύνολο της έρευνας την οποία έχουν διενεργήσει προτού απορρίψουν το αίτημα.   Ουδέποτε, εισηγούνται, αμφισβήτησαν την κατάσταση της υγείας του αιτητή και τα προβλήματα τα οποία αυτός αντιμετωπίζει. Γι΄ αυτό άλλωστε έχει εγκριθεί η παροχή συμπληρωματικού δημοσίου βοηθήματος με αναδρομική ισχύ από 19.8.2011. Η Δημοκρατία παραπέμπει στις υποθέσεις Αγγέλα Οικονομίδου ν. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τμήμα Γραφείου Ευημερίας), Υπόθεση Αρ. 5883/13, ημερ. 23.5.2013 και Βαλέριος Λευτέρη δια μέσου του γονέα και φυσικού κηδεμόνα του Ιωάννας Λευτέρη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 30/2011, 30.11.2012, όπου το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή κρίνοντας εύλογη την κατηγοριοποίηση του αιτητή ως αναπήρου ατόμου υπό το φως των δύο πιστοποιητικών που είχαν ενώπιον τους οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, θεωρώντας ότι υπήρξε και επαρκής έρευνα και αιτιολογία.  Η διαφωνία, θεωρεί η Δημοκρατία, εδράζεται στο κατά πόσο με τα παρόντα δεδομένα ο αιτητής θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «ανάπηρο» άτομο.  Ο αιτητής, παρά το γεγονός ότι του υποδείχθηκε ότι είχε δικαίωμα επανεξέτασης, επέλεξε να καταχωρίσει την παρούσα αίτηση.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3(13) του Νόμου ο Διευθυντής είναι υποχρεωμένος να ακούσει τις απόψεις της συμβουλευτικής πολυθεματικής ομάδας (ΣΠΟ) σε κάθε περίπτωση που απορρίπτεται αίτηση για αναπηρικό βοήθημα και ζητείται επανεξέταση.  Η υπόθεση του αιτητή, ως εκ των γεγονότων, επανεξετάστηκε επανειλημμένα και ουδόλως αμφισβητήθηκε ότι οι ίδιες οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ζήτησαν την προσκόμιση νέου ιατρικού πιστοποιητικού, βάσει του οποίου επανεξέτασαν την περίπτωση του πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης.  Η ιατρική βεβαίωση που προσκόμισε από τον ψυχίατρο Δρ. Αργύρη Αργυρίου, ημερ. 6.4.2014, βεβαιώνει ότι ο αιτητής παρουσιάζει κατάθλιψη, εξάρτιση και διαταραχή προσωπικότητας, κρινόμενος ανίκανος προς εργασία μέχρι 8.10.2015.  Ο ίδιος ψυχίατρος με σχετική ιατρική έκθεση βεβαιώνει ότι λόγω των προβλημάτων υγείας του αιτητή, ο οποίος τελούσε υπό θεραπεία από τα έτη 2011 μέχρι σήμερα, δεν είναι σε θέση να εργαστεί λόγω της κατάστασης της υγείας του σε οποιαδήποτε προσοδοφόρα εργασία.  Εκείνο που προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου είναι ότι η αίτηση απορρίφθηκε δυνάμει του άρθρου 2, και ότι παρά το γεγονός ότι ο αιτητής παρουσιάζει χρονίζουσα κατάθλιψη, διαταραχή προσωπικότητας και ουσιοεξάρτιση, αυτό δεν επηρεάζει την υγεία του.

 

Αξίζει αναδρομή στην απόφαση του Ερωτοκρίτου, Δ., στην Υποθ. Αρ. 1498/11 (ανωτέρω), ο οποίος δέχθηκε την προσφυγή λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, ζήτημα που καλύπτει με ενάργεια το κατωτέρω απόσπασμα:

 

«Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.  Το αίτημα που υποβλήθηκε είχε ως βάση την ανικανότητα του Αιτητή να εργαστεί από 19.8.2011 μέχρι 5.2.2012.  Οι Καθ' ων η αίτηση είχαν υποχρέωση να εξετάσουν δυνάμει του άρθρου 3 του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου του 2006 (Ν.95(Ι)/2006) («ο Νόμος»), κατά πόσον πληρούσε τις προϋποθέσεις του Νόμου.  Ο Αιτητής ως κύπριος υπήκοος πληρούσε την πρώτη προϋπόθεση που προβλέπεται από το άρθρο 3(1)(α) του Νόμου.  Παρέμεινε προς διερεύνηση κατά πόσον πληρούσε το κριτήριο (β) του πιο πάνω άρθρου, δηλαδή κατά πόσον το εισόδημα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι του Αιτητή «δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών αναγκών του».  Καμιά έρευνα δεν διεξήχθη για διακρίβωση της οικονομικής του κατάστασης και ιδιαίτερα κατά πόσον ικανοποιούνται οι βασικές ανάγκες του ίδιου και της οικογένειας του.  Επίσης, από τη στιγμή που υπήρχε ιατρική βεβαίωση ότι ο Αιτητής ήταν ανίκανος προς εργασία, οι Καθ' ων η αίτηση όφειλαν δυνάμει του άρθρου 3(1)(β) και του εδαφίου (13) να τον παραπέμψουν σε Συμβουλευτική Πολυθεματική Ομάδα για να αποφασίσει ως προς την ικανότητα του να εργαστεί.  Αντί αυτού, η Λειτουργός των Καθ' ων η αίτηση περιορίστηκε να τηλεφωνήσει στο θεράποντα Ιατρό του Αιτητή, ο οποίος, όπως η ίδια ισχυρίζεται, της είπε, αναιρώντας την αρχική του γραπτή βεβαίωση, ότι ο Αιτητής ήταν ικανός προς εργασία.  Κατά την άποψή μου, η διαδικασία που ακολούθησαν οι Καθ' ων η αίτηση δεν συνάδει με τη διαδικασία που προβλέπει ο Νόμος.»

 

 

Τα ανωτέρω αντικρίζονται και με ότι προκύπτει από την έρευνα του διοικητικού φακέλου όπου οι καθ΄ ων η αίτηση, Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Λεμεσού, με επιστολή τους ημερ. 11.1.2012 (κυανούν 99) πληροφορούσαν τον αιτητή ότι λόγω της προσφυγής του στο Ανώτατο Δικαστήριο για μη έγκριση αναπηρικού επιδόματος, έγιναν οι σχετικές διαδικασίες για παραπομπή του στη ΣΠΟ της Υπηρεσίας με σκοπό την αξιολόγηση της κατάστασης.  Στο φάκελο εντοπίζεται ταυτόσημη επιστολή ημερομηνίας του εν λόγω Γραφείου που απευθύνεται προς τη Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, δυνάμει της οποίας αποστέλλεται με επισυνημμένα, η περίπτωση του αιτητή στη ΣΠΟ για λήψη απόφασης (κυανούν 98).  Η Διευθύντρια με επιστολή της ημερ. 20.2.2012 (κυανούν 101) απευθυνόμενη προς το τοπικό γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λεμεσού παρατηρεί ότι η παραπομπή της περίπτωσης του αιτητή στη ΣΠΟ έγινε χωρίς να ακολουθηθούν οι ορθές διαδικασίες σύμφωνα με την εγκύκλιο ημερ. 28.11.2011 καθότι «.ο κ. Χριστοδούλου δεν έχει απορριφθεί ως ανάπηρο άτομο με βάση την ισχύουσα νομοθεσία και ως εκ τούτου δεν δύναται να εξεταστεί από τη ΣΠΟ με βάση το άρθρο 3(13) και 29 του Ν 95(Ι)/2006.»  Έτσι σταμάτησε η παραπομπή του αιτητή ο οποίος πληροφορήθηκε το γεγονός με επιστολή των καθ΄ ων ημερ. 8.10.2012, με την οποία οι καθ΄ ων ανακάλεσαν την επιστολή τους ημερ. 11.1.2012 με την οποία εκ παραδρομής ενημέρωσαν τον αιτητή για παραπομπή του στη ΣΠΟ.  Η πιθανή παροχή αναπηρικού επιδόματος, θεωρούν, μπορούσε να αξιολογηθεί από τη ΣΠΟ με την υποβολή νέας αίτησης για παροχή δημοσίου βοηθήματος.

 

Σημειώνεται ότι η απόφαση του Ερωτοκρίτου, Δ., δεν εφεσιβλήθηκε και αποτελεί δεδικασμένο μεταξύ των μερών.  Τούτων δοθέντων, από τη στιγμή που ο αιτητής υπέβαλε νέα αίτηση για βοήθημα και η αίτηση του απορρίφθηκε με την υπό κρίση απόφαση, δεν νοείται, θεωρώ, να υποβάλει και πάλι αίτημα για επανεξέταση.  Το Δικαστήριο στην ανωτέρω απόφαση ήταν σαφές: από τη στιγμή που υπήρχε και υπάρχει ιατρική βεβαίωση ότι ο αιτητής ήταν ανίκανος προς εργασία, οι καθ΄ ων όφειλαν δυνάμει του άρθρου 3(1)(β) και του εδαφίου (13) να τον παραπέμψουν στη ΣΠΟ για να αποφασίσει ως προς την ικανότητα του να εργαστεί.

 

Στην ερμηνεία του Νόμου «εξαρτώμενο πρόσωπο» σημαίνει κάθε πρόσωπο το οποίο ο αιτητής ή λήπτης έχει υποχρέωση να συντηρεί δυνάμει του άρθρου 12.  Ενώ δίδεται επίσης ο ορισμός του «ανάπηρου» όπως απαντάται και στην απόφαση που προσβάλλεται από τον αιτητή και ουσιαστικά επαναλαμβάνει το γράμμα του Νόμου.  Το άρθρο 3(10)(β) ορίζει τις περιπτώσεις που δεν παρέχεται δημόσιο βοήθημα, ενώ με την επιφύλαξη του ιδίου άρθρου:

 

«Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο αιτητής ισχυρίζεται ότι είναι ανίκανος για εργασία, ο Διευθυντής μπορεί, αν κρίνει σκόπιμο, να τον παραπέμψει προς εξέταση από τη Συμβουλευτική Πολυθεματική Ομάδα που αναφέρεται στο εδάφιο (13) του παρόντος άρθρου και να αποφασίσει, αφού ακούσει τις απόψεις της εν λόγω Ομάδας·»

 

σε συνδυασμό με το άρθρο 3(13) προνοεί:

 

«3(13) Εάν η αίτηση για δημόσιο βοήθημα που υποβάλλεται από πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι ανάπηρος, απορριφθεί και στη συνέχεια ο αιτητής ζητήσει επανεξέταση της αίτησής του, ο Διευθυντής προβαίνει στην επανεξέταση, αφού ακούσει τις απόψεις της Συμβουλευτικής Πολυθεματικής Ομάδας, η οποία καθιδρύεται και λειτουργεί με βάση Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο:»

 

 

Δυνάμει δε του εδαφίου 12, του άρθρου 3:

 

«(12) Τηρουμένων των ανωτέρω διατάξεων του παρόντος άρθρου, σε περιπτώσεις όπου η αναπηρία προσώπου που υπέβαλε αίτηση για δημόσιο βοήθημα είναι προβλεπτής διάρκειας, ο Διευθυντής μπορεί να παρέχει τέτοιο βοήθημα ως αναπηρικό επίδομα, εάν κρίνει τούτο αναγκαίο.»

 

Η θέση της Διευθύντριας όπως καταγράφεται στην επιστολή ημερ. 20.2.2012 (ανωτέρω) ότι η αίτηση του αιτητή δεν έχει απορριφθεί με βάση την ισχύουσα νομοθεσία και ως τούτου δεν δύναται να εξεταστεί από τη ΣΠΟ δυνάμει του άρθρου 3(13) του Νόμου είναι, θεωρώ, αναντίστοιχη ως προς τα ανωτέρω και σε αντίθεση με το ratio της απόφασης του Ερωτοκρίτου, Δ.  Κρινόμενη δε ως αντιφατική και ανακόλουθη  παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης και τις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης.  Αρχή που σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία.  Αυτό βεβαίως χωρίς να υπερφαλαγγίζει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης ώστε να οδηγεί σε καταστρατήγηση της αρχής της νομιμότητας (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191, 196).  Ιδιαίτερη σημασία είχε εδώ η αρχή της καλής πίστης όπου σε περίπτωση ανάκλησης διοικητικής πράξης, όπως στην περίπτωση μας, που θεωρητικά έγινε για να διορθώσει προηγούμενη απόφαση της διοίκησης, κλήθηκε ο αιτητής να υποβάλει νέα αίτηση με σκοπό την επανεξέταση.  Θεωρώ ότι η υποβολή νέας αίτησης για επανεξέταση αντιφάσκει προς τις ανωτέρω αρχές αλλά και προς την ίδια την λογική του πράγματος. Θεωρώ ότι οι καθ΄ ων δεν έχουν άλλη οδό παρά να παραπέμψουν την περίπτωση του αιτητή στη ΣΠΟ ώστε να αποφασίσει αναλόγως. 

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει για έλλειψη δέουσας έρευνας, παράβαση των αρχών της καλής πίστης και του δεδικασμένου. 

 

Έξοδα €400 σε βάρος των καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

                                                                                Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

 

 

/ΦΚ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο