ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Χρ. Χριστοφίδης, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 1072/2013, 1073/2013, 1074/2013, 1075/2013, 1164/2013 και 1165/2013. Μ. Μουα?μης, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 1148/2013, 1149/2013 και 1150/2013. Π. Μιχαηλίδης, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 2313/2013. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-12-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο LOUIS HOTELS PUBLIC COMPANY LIMITED ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1072/2013, 18/12/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D842

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1072/2013, 1073/2013, 1074/2013, 1075/2013, 1148/2013, 1149/2013, 1150/2013, 1164/2013, 1165/2013 και 2313/2013)

 

18 Δεκεμβρίου 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 1072/2013)

 

LOUIS HOTELS PUBLIC COMPANY LIMITED,

Αιτητές

-        ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-------------------------------------

(Υπόθεση Αρ. 1073/2013)

 

LOUIS HOTELS PUBLIC COMPANY LIMITED,

Αιτητές

-        ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-------------------------------------

 

 

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1074/2013)

 

LOUIS HOTELS PUBLIC COMPANY LIMITED,

Αιτητές

-        ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-------------------------------------

(Υπόθεση Αρ. 1075/2013)

 

ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΛΟΙΖΟΥ,

Αιτητής

-        ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-------------------------------------

(Υπόθεση Αρ. 1148/2013)

 

1.    ΤΕΡΨΙΘΕΑ  ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

                             2. ΝΙΚΟΛΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

                             3. ΑΔΑΜΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

                        4. ΚΑΘΡΙΝ ΑΝΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

                        5. ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

Αιτητές

-        ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-------------------------------------

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1149/2013)

 

ΑΔΑΜΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

Αιτητής

-        ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-------------------------------------

(Υπόθεση Αρ. 1150/2013)

 

ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑ ΜΟΥΑΙΜΗΣ,

Αιτητής

-        ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-------------------------------------

(Υπόθεση Αρ. 1164/2013)

 

                1.  ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥΔΙΑΣ,

                     2.  ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ,

                     3.  ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΣΙΩΤΗΣ,

Αιτητές

-        ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-------------------------------------

 

 

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1165/2013)

 

1.   ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΙΩΣΗΦ,

2.   ΣΤΕΛΛΑ ΡΩΣΣΙΔΗ,

Αιτητές

-        ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-------------------------------------

(Υπόθεση Αρ. 2313/2013)

 

ΜΑΡΩ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ-ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ,

Αιτήτρια

-        ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-------------------------------------

Χρ. Χριστοφίδης, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 1072/2013, 1073/2013, 1074/2013, 1075/2013, 1164/2013 και 1165/2013.

Μ. Μουαΐμης, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 1148/2013, 1149/2013 και 1150/2013.

Π. Μιχαηλίδης, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 2313/2013.

Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους

Καθ΄ ων η αίτηση.

--------------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Οι αιτητές στις συνεκδικαζόμενες αυτές προσφυγές επιδιώκουν την ακύρωση της Δήλωσης Πολιτικής Παραλιμνίου ημερ. 8.7.2011 και τη σχετική αυτής διόρθωση ημερ. 9.9.2011, με την οποία τα διάφορα ακίνητα των διαφόρων αιτητών στην κάθε προσφυγή, τοποθετήθηκαν από τη Ζώνη Γ ή τη Ζώνη Β ή τη Ζώνη Α, στη Ζώνη Δα2 ή στη Ζώνη Γα4, ή στη Ζώνη ΠΚ, ανάλογα με την περίπτωση.  Οι διάφοροι αιτητές εξειδικεύουν στο αιτητικό της προσφυγής που τους αφορά, την ακίνητη ιδιοκτησία που, κατά τον ισχυρισμό τους, επηρεάζεται ως αποτέλεσμα της αλλαγής Ζώνης. 

 

         Η ανάπτυξη του Παραλιμνίου ρυθμιζόταν από τον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο Κεφ. 96, με βάση τον οποίο δημοσιεύθηκαν εννέα πολεοδομικές ζώνες.  Ο εν λόγω Νόμος αφορά όχι την πολεοδομική ανάπτυξη, αλλά τη ρύθμιση της κτηριολογικής ανάπτυξης και έτσι με το Νόμο αρ. 241(Ι)/2002, επιτράπηκε όπως η Δήλωση Πολιτικής εφαρμόζεται και στους Δήμους, με αποτέλεσμα να δημοσιευθεί σχετική Γνωστοποίηση στις 2.5.2003, περί της εφαρμογής της Δήλωσης Πολιτικής για την ύπαιθρο και για την περιοχή του Παραλιμνίου.  Το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε τα σχέδια των πολεοδομικών ζωνών του Δήμου Παραλιμνίου με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα στις 16.2.2007. Οι ιδιοκτησίες του Δήμου Παραλιμνίου βρίσκονταν στη Ζώνη Γ, με διάφορους συντελεστές δόμησης και ποσοστό κάλυψης, ανάλογα με τη φύση της οικοδομής. 

 

         Λόγω της ανάπτυξης του Παραλιμνίου με αποτέλεσμα οι ζώνες να μην θεωρούνται πλέον ικανοποιητικές, δημοσιεύθηκε το Τοπικό Σχέδιο Παραλιμνίου στις 5.4.2007, με βάση το άρθρο 18(2) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου 90/72, ως τροποποιήθηκε.  Με  βάση τις πρόνοιες αυτές, διάφορες ιδιοκτησίες εντάχθηκαν στη Ζώνη Προστασίας Δα2 και άλλες σε ζώνη παραθεριστικής κατοικίας.  Υποβλήθηκαν διάφορες ενστάσεις και αυτές αξιολογήθηκαν είτε από το Πολεοδομικό Συμβούλιο, είτε από την Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων, (εφεξής «η ΕΜΕ»).

 

 Ακολούθησαν προσφυγές και το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε στις 30.6.2011 το Τοπικό Σχέδιο Παραλιμνίου για λόγους που αναφέρονταν στη σύνθεση και λειτουργία των διοικητικών οργάνων.  Μετά την ακύρωση, ο Υπουργός δημοσίευσε τη Δήλωση Πολιτικής Παραλιμνίου στις 8.7.2011, με διόρθωση στις 9.9.2011.  Υποβλήθηκαν οι νενομισμένες ενστάσεις, οι οποίες εξετάστηκαν από την ΕΜΕ, η οποία υπέβαλε τις εισηγήσεις της στον Υπουργό Εσωτερικών στις 31.10.2012.  Η ΕΜΕ για ορισμένες ιδιοκτησίες αποφάσισε τη μερική αποδοχή των ενστάσεων, ο δε Υπουργός Εσωτερικών υιοθετώντας τις εισηγήσεις της ΕΜΕ,  υπέβαλε εισήγηση στο Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο ενέκρινε τη Δήλωση Πολιτικής Παραλιμνίου με απόφαση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 1.3.2013. 

 

Οι αιτητές έχουν ως κοινό άξονα επιχειρηματολογίας ότι κανένα πρακτικό δεν τηρήθηκε από την ΕΜΕ, παρά μόνο αυτή εκπόνησε σχετική έκθεση, το αποτέλεσμα της οποίας όμως δεν υποστηρίζεται και δεν τεκμηριώνεται από κανένα πρακτικό συνεδρίας.  Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου κατά τα άλλα παραβιάζει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην ιδιοκτησία και συγκεκριμένα τα άρθρα 23, 25 και 28, καθώς και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.  Παραβιάζεται επίσης η αρχή της ισότητας καθότι έπρεπε η ιδιοκτησία των αιτητών σε συγκεκριμένη υπό ανάπτυξη περιοχή να τυγχάνει ίσης μεταχείρισης σε σχέση με άλλους ιδιοκτήτες ακινήτων στην ίδια περιοχή.  Πρόσθετα, η απόφαση του  Υπουργικού Συμβουλίου λήφθηκε κατά πλάνη προς τα πράγματα και το Νόμο, με υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας, στερείται δε δέουσας έρευνας και νόμιμης ή επαρκούς αιτιολογίας τόσο στο προπαρασκευαστικό στάδιο, όσο και στο τελικό. 

 

Η αντίθετη άποψη των καθ΄ ων είναι ότι η ΕΜΕ δεν αποτελεί συλλογικό όργανο θεσμοθετημένο δυνάμει νόμου και επομένως οι σχετικές αρχές περί τήρησης πρακτικών δεν ισχύουν, αρκεί να υπάρχει καταγραμμένη με λεπτομέρεια η κατάληξη της.  Η ΕΜΕ δημιουργήθηκε με βάση εγκύκλιο του Υπουργού Εσωτερικών ώστε να βοηθηθεί στο έργο του και είχε χαρακτήρα ενδοτμηματικό-ενδοϋπουργικό, συμβουλευτικού και μόνο χαρακτήρα,  ιδιαιτέρως χρήσιμη διότι αυτή εξετάζει πολύ τεχνικά θέματα αναφορικά με τα σχέδια ανάπτυξης και τις πολεοδομικές ζώνες και έτσι ήταν απαραίτητη για τον Υπουργό να δημιουργήσει ένα μηχανισμό υποβοήθησης του έργου του, ώστε με τη σειρά του, να προβεί στις δικές του εισηγήσεις και συστάσεις προς το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο έχει και την αποφασιστική αρμοδιότητα. 

 

Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη πράξη ουδόλως επηρεάζει τα συνταγματικά δικαιώματα ιδιοκτησίας των αιτητών διότι η Υπουργική απόφαση δεν εξουδετερώνει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, παρά μόνο το περιορίζει  κατά τρόπο θεμιτό εφόσον εναπόκειται στην πολιτεία με τα αρμόδια όργανα της να χαράξει εκείνες τις πολεοδομικές ζώνες στη βάση ανάλογων πολεοδομικών σχεδιασμών για την ικανοποίηση των διαφόρων αναπτυξιακών αναγκών.  Οι καθορισθείσες πολεοδομικές ζώνες προδιαγράφουν τους όρους ανάπτυξης μιας περιοχής, χωρίς να αποστερούν τους ιδιοκτήτες του δικαιώματος χρήσης και εκμετάλλευσης της ιδιοκτησίας. 

 

Ούτε ευσταθεί ο ισχυρισμός περί απουσίας ή έλλειψης δέουσας έρευνας διότι προκύπτει από τους διοικητικούς φακέλους, ότι σε κάθε περίπτωση εξετάστηκαν οι ενστάσεις των αιτητών, η δε ΕΜΕ προχώρησε και σε περαιτέρω διαβουλεύσεις με αρμόδια Τμήματα, όπως το Τμήμα Αρχαιοτήτων, ώστε να έχει ολοκληρωμένη άποψη για τη πολεοδομική ανάπτυξη. Η αιτιολογία είναι πλήρης, συμπληρώνεται δε άνετα από τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων και καμία κατάχρηση εξουσίας δεν έχει παρατηρηθεί έχοντας υπόψη τα ειδικά τεχνικά χαρακτηριστικά της κάθε επηρεαζόμενης σε κάθε προσφυγή ιδιοκτησίας.

 

Κατά τις διευκρινίσεις οι συνήγοροι των αιτητών απέσυραν τον ισχυρισμό που περιείχετο  στην αγόρευση τους περί παράνομου διορισμού της ΕΜΕ. Ενέμειναν όμως στους υπόλοιπους ισχυρισμούς τους για μη τήρηση πρακτικών, έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης και της εισήγησης της ΕΜΕ.

 

Είναι δεδομένο από τα στοιχεία ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η ΕΜΕ δεν είναι εκ του Νόμου ή των Κανονισμών απαραίτητο ή θεσμοθετημένο σώμα.  Η ύπαρξη της δεν προβλέπεται  από νομοθετική ή κανονιστική πρόνοια, αλλά έχει συγκροτηθεί και λειτουργήσει δυνάμει εγκυκλίου του Υπουργού Εσωτερικών που τιτλοφορείται «Διαδικασία Μελέτης Ενστάσεων κατά της Τροποποίησης των Ορίων Ανάπτυξης/Πολεοδομικών Ζωνών Δήμων ή Κοινοτήτων της Υπαίθρου».  Με βάση τη διαδικασία αυτή ανατέθηκαν καθήκοντα από τον Υπουργό Εσωτερικών σε λειτουργούς του Υπουργείου και άλλους, οι οποίοι με τη διαδικασία που καταγράφηκε στην εγκύκλιο θα συνέλεγαν, έλεγχαν, εξέταζαν και αποφάσιζαν επί των ενστάσεων που θα υποβάλλονταν από τους ενδιαφερόμενους. 

Η ΕΜΕ αποτελείται από τον οικείο Έπαρχο ή εκπρόσωπο του, τον Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ή εκπρόσωπο του και τον Δήμαρχο της διοικητικής περιοχής στην οποία υπάγεται η ιδιοκτησία για την οποία γίνεται η ένσταση.  Το άρθρο 18(6) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου αρ. 90/72, ως τροποποιήθηκε, εναποθέτει την αρμοδιότητα μελέτης ενστάσεων στον Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος με βάση πάγια νομολογία, δικαιούται να αναθέτει σε υπηρεσιακά ή άλλα όργανα την ευθύνη της περισυλλογής των στοιχείων, εξέτασης των δεδομένων και  υποβολή σ΄ αυτόν εισηγήσεων υπό τύπο εκθέσεως προς ενημέρωση του, ο οποίος βέβαια διατηρεί την ευθύνη να διαμορφώσει τις δικές του εισηγήσεις προς το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο είναι και το  τελικό και μόνο αρμόδιο όργανο για την τελική απόφαση και οριστικοποίηση του σχεδίου που εκπονείται.

 

Στην αγόρευση της η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων αναφέρθηκε στην απόφαση αυτού του Δικαστηρίου στην Θεμιστός Θεμιστού ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 879/2009, ημερ. 29.3.2011, η οποία εξέτασε και αποφάσισε παρόμοια ζητήματα και είναι ευχερές να παρατεθεί το σχετικό μέρος του σκεπτικού που καλύπτει και το ζήτημα που οι αιτητές εδώ εγείρουν ως προς τον τρόπο τήρησης των πρακτικών από την ΕΜΕ και που υιοθετείται με τις αναγκαίες αναλογίες στο παρόν σκεπτικό.

 

«Στο άρθρο 34Α του Νόμου, το οποίο εισήχθηκε στη νομοθεσία  με τους τροποποιητικούς  Νόμους αρ. 56/82   και   αρ. 241(Ι)/02, προνοείται η δυνατότητα του Υπουργού Εσωτερικών και η υποχρέωση του, εάν αυτό απαιτείται από το Υπουργικό Συμβούλιο, να εκπονεί Δήλωση Πολιτικής σε σχέση με την οποία θα εξετάζονται οι εκάστοτε αιτήσεις για πολεοδομική άδεια σε οποιαδήποτε περιοχή στην οποία δεν έχει τεθεί σε ισχύ Τοπικό Σχέδιο ή Σχέδιο Περιοχής.  Σκοπός της Δήλωσης Πολιτικής είναι «... η μεθοδική ανάπτυξη προς το συμφέρον της υγείας, των ανέσεων, της εξυπηρέτησης και της γενικής ευημερίας.».  Η Δήλωση Πολιτικής ως απαιτείται από το εδάφιο (4) του άρθρου αυτού, συνοδεύεται από τέτοιους χάρτες και άλλο περιγραφικό υλικό προς επεξήγηση της, κατά δε το εδάφιο (5), τελεί υπό τη διαρκή αναθεώρηση του Υπουργού.  Η Δήλωση Πολιτικής δημοσιεύεται υπό τύπο γνωστοποιήσεως, εντός δε της καθοριζόμενης  προθεσμίας των οκτώ μηνών από τη δημοσίευση γνωστοποίησης στην Επίσημη Εφημερίδα, γίνονται δεκτές έγγραφες και αιτιολογημένες ενστάσεις προς τον Υπουργό για συγκεκριμένους λόγους.  Ακολούθως, ο Υπουργός εξετάζει το ταχύτερο τις ενστάσεις και τις υποβάλλει μαζί με τη Δήλωση Πολιτικής στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο και επικυρώνει ή επιφέρει κατά την κρίση του τις τροποποιήσεις που θεωρεί αναγκαίες.

 

          Πουθενά στις διατάξεις του άρθρου 34Α, δεν οριοθετείται η συγκρότηση της Επιτροπής, ούτε και η ύπαρξη της επιβάλλεται από Κανονισμούς που έχουν εκδοθεί δυνάμει του Νόμου.  Οι καθ΄ ων επισυνάπτουν στην ένσταση και στη γραπτή τους αγόρευση ως Τεκμήριο 2, τη διαδικασία μελέτης ενστάσεων όπως έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών, στην οποία φαίνεται (παρ. 6), ότι οι ενστάσεις εξετάζονται από Επιτροπή που συστήνεται σε επαρχιακό επίπεδο με τη συμμετοχή του οικείου Επάρχου ή εκπροσώπου του, εκπροσώπου του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και εκπροσώπου της Ένωσης Κοινοτήτων.  Ο συντονισμός της Επιτροπής γίνεται από τον Έπαρχο, ο οποίος δύναται να καλεί στις συνεδρίες της εκπροσώπους άλλων αρμοδίων τμημάτων, κατά περίπτωση, η δε Επιτροπή προσκαλεί τους προέδρους των Κοινοτικών Συμβουλίων να υποβάλουν τεκμηριωμένες ενστάσεις με έμφαση στα δεδομένα της κάθε διοικητικής περιοχής περιλαμβανομένων των πολεοδομικών παραμέτρων.  Καθίσταται δε φανερό από την παρ. 1 του Τεκμηρίου 2, ότι οι ενστάσεις υποβάλλονται στο Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο τις καταχωρεί και τις ταξινομεί  πληροφορώντας τον ενιστάμενο για τη λήψη της ένστασης μαζί με τον αύξοντα αριθμό της. 

 

Εάν η Επιτροπή συγκροτείτο ως συλλογικό όργανο κατά επιταγή νόμου, πιθανό η απόφαση της επί των ενστάσεων, με ιδιαίτερη αναφορά στην ένσταση  που υπέβαλε ο αιτητής, να υπόκειτο σε ακύρωση εφόσον το συλλογικό όργανο οφείλει να τηρεί χωριστά πρακτικά για κάθε συνεδρία με κύριο στόχο  να φανερώνονται με διαφάνεια τα πεπραγμένα σε αυτές περιλαμβανομένων των παρόντων και απόντων κατά περίπτωση μελών, ώστε να είναι εφικτός ο τελικός δικαστικός έλεγχος.  (Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, Πέτεβης και Γεωργιάδης Συνεργάτες ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Άμυνας (2008) 3 Α.Α.Δ. 138 και  Μάριος Αγγελίδης κ.α. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, συνεκ. υποθ. αρ. 1209/07 κ.ά., ημερ. 23.3.2010, του παρόντος Δικαστηρίου).  Ακόμη όμως και στα συλλογικά όργανα που διέπονται από νόμο, επουσιώδεις παραλείψεις δεν οδηγούν κατ΄ ανάγκην σε ακύρωση της απόφασης τους εφόσον ο δικαστικός έλεγχος παραμένει εφικτός.  Έτσι στις υποθέσεις Στέλλα Μουστάκα Πλέϊπελ κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκ. υποθ. αρ. 1185/07 κ.ά., ημερ. 22.7.2010, του παρόντος Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι η τήρηση μνημονίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή που εξέτασε κατ΄ αρχάς τις υποψηφιότητες για τη θέση Ανώτερου Λειτουργού Εργασίας στο δημόσιο, ήταν επαρκής, έστω και αν δεν είχαν τηρηθεί ξέχωρα και άρτια πρακτικά, εφόσον σημασία είχε ότι σε κάθε ημερομηνία καταγραφόταν η σύνθεση της Συμβουλευτικής και η απόφαση που είχε ληφθεί με τις αναγκαίες λεπτομέρειες της.  Ιδιαιτέρως, το τελικό πρακτικό-έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν υπογραμμένο από όλα τα μέλη με αναφορά στην προηγηθείσα διαδικασία με αποτέλεσμα η Συμβουλευτική να είχε στην ουσία υιοθετήσει όλες τις προηγηθείσες συνεδρίες ως ορθά και τυπικά γενόμενες.  Στο ίδιο αποτέλεσμα κατέληξε η απόφαση στην Ανδρούλα Σχίζα-Κωνσταντινίδου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1552/08, ημερ. 31.1.2011, (Κληρίδης, Δ.), με αναφορά και στην προαναφερθείσα απόφαση Πλέϊπελ, εφόσον η μόνη παράλειψη ήταν η μη καταγραφή στο πρακτικό κάθε συνεδρίας των παρουσιών των μελών και του προέδρου, κάτι που έγινε στην τελική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. 

 

          Σημασία υπό το φως των ανωτέρω ενέχει το γεγονός ότι η Επιτροπή εδώ κατέγραψε τις απόψεις της, συμβουλευτικές προς τον Υπουργό, έστω σε μια και μόνη συνεδρία με πρακτικό που τηρήθηκε στις 9.2.2009 (Τεκμήριο 5 στην αγόρευση των καθ΄ ων), από την οποία όμως φαίνεται πλήρως  η σύνθεση της Επιτροπής, η πραγματοποίηση των πέντε προηγουμένων συνεδριάσεων με επιμέρους αναφορές για το τι έλαβε χώρα σε κάθε μία από αυτές, καθώς και η καταγραφή της πραγματοποίησης μιας επί τόπου επίσκεψης.  Τα πρακτικά αυτής της συνεδρίας παραπέμπουν σε δέκα συνολικά Παραρτήματα, τα οποία και αποτελούν μέρος των πρακτικών, όπως μέρος των πρακτικών αποτελούν και οι ενστάσεις που είχαν ληφθεί και οι απόψεις των διαφόρων ενδιαφερομένων αρμοδίων παραγόντων.  Είναι πρόδηλο ότι έγινε πλήρης εξέταση των ενστάσεων, περιλαμβανομένης και αυτής του αιτητή, με αποτέλεσμα ο Υπουργός να έχει ενώπιον του μια ολοκληρωμένη εισήγηση από πλευράς της Επιτροπής, ώστε να δυνηθεί να λάβει την απόφαση, η οποία εκ του Νόμου εμπίπτει στη δική του αποκλειστική αρμοδιότητα και  αποτελεί δικό του καθήκον.  Τηρήθηκε από την Επιτροπή επαρκές πρακτικό για σκοπούς δικαστικού ελέγχου. (Δήμητρα Χ»Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 809/08,    ημερ. 12.4.2010, (Φωτίου, Δ.)).»

 

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η σύσταση Επιτροπών για εσωτερική βοήθεια του διοικητικού οργάνου δεν εντάσσεται ούτε καλύπτεται από το άρθρο 21(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, διότι όταν εκ του Νόμου ορίζεται συγκεκριμένο διοικητικό όργανο ως έχον την αρμοδιότητα της απόφασης, η σύνθεση γνωμοδοτικού οργάνου δεν ελέγχεται.  Ελέγχεται μόνο η συγκρότηση και η συμμετοχή μέλους συλλογικού οργάνου που ορίζεται και προβλέπεται από το Νόμο.  Το ζήτημα αυτό έχει ήδη καταστεί άνευ αντικειμένου εφόσον οι συνήγοροι, όπως αναφέρθηκε κατά τις διευκρινίσεις, απέσυραν τις αιτιάσεις τους αναφορικά με το παράνομο του διορισμού της ΕΜΕ, της συγκρότησης δηλαδή και της σύνθεσης αυτής.  Επομένως μεγάλο μέρος της αγόρευσης των αιτητών που σχετίζεται με τη νομιμότητα του διορισμού της ΕΜΕ και οι επ΄ αυτού αναφερόμενες αυθεντίες έχουν απωλέσει τη σημασία τους.

 

 Η επαρκής από την άλλη διερεύνηση των γεγονότων και η παροχή βοήθειας προς το αρμόδιο διοικητικό όργανο από ένα εσωτερικά δημιουργούμενο σώμα δεν αντιβαίνει οποιαδήποτε αρχή, (Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 246 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 193).  Η παροχή βοήθειας από ένα μη θεσμοθετημένο όργανο δεν ισοδυναμεί επίσης, σύμφωνα με τη νομολογία, με απεμπόληση της εξουσίας του αρμοδίου οργάνου.  (Ανθή Δημητριάδου ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 85 και Synthesis Developing Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1328/2010, ημερ. 31.1.2012)

 

Όλα τα πιο πάνω οδηγούν στη συνακόλουθη επίπτωση ότι η ΕΜΕ δεν διέπεται αυστηρά από τους κανόνες που ορίζουν τη λειτουργία ενός θεσμοθετημένου διοικητικού οργάνου ώστε να ισχύουν οι σχετικές νομολογιακές αρχές όπως αυτές έχουν κωδικοποιηθεί στο Νόμο αρ. 158(Ι)/99.  Αυτό περιλαμβάνει και την τήρηση των πρακτικών.  Εκείνο που έχει τελικώς σημασία είναι το αναθεωρητικό Δικαστήριο να μπορεί να προβεί σε δικαστικό έλεγχο μέσα από την κατακλείδα των θέσεων της ΕΜΕ.  Η ΕΜΕ, όπως παρουσιάζεται από τους διοικητικούς φακέλους, μπορεί να μην τήρησε επί μέρους πρακτικά των συνεδρίων της, αλλά τήρησε πιστά την καθορισθείσα διαδικασία μελέτης ενστάσεων, καταγράφοντας τις απόψεις των μελών της στο έντυπο μελέτης των ενστάσεων και υπέβαλε συγκεκριμένες εισηγήσεις στον Υπουργό Εσωτερικών που θα μπορούσαν να περιλάμβαναν και διαφωνούσες απόψεις.  Στην υπό εξέταση περίπτωση, δεν υπήρχαν. 

 

  Στην επιστολή του προέδρου της ΕΜΕ ημερ. 31.10.2012 προς τον Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, καταγράφεται η όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε, τα άτομα που συνέθεταν την ΕΜΕ, οι ημερομηνίες συνεδριών, η δήλωση της ΕΜΕ κατά την πρώτη συνεδρία για την ανάγκη διαφύλαξης του κύρους της διαδικασίας, την τήρηση των αρχών του διοικητικού δικαίου περιλαμβανομένης και της δήλωσης ιδίου συμφέροντος ή συγγενικού προσώπου από οποιοδήποτε μέλος της.

Η ΕΜΕ υπέβαλε με την επιστολή συγκεκριμένες ομόφωνες εισηγήσεις αναφορικά με την τροποποίηση του ορίου ανάπτυξης/πολεοδομικών ζωνών, προβαίνοντας σε εισήγηση για ικανοποίηση ορισμένων ενστάσεων και μερική ικανοποίηση άλλων ενστάσεων.  Η ΕΜΕ έλαβε επίσης υπόψη τις θέσεις του Τμήματος Αρχαιοτήτων επί θεμάτων της αρμοδιότητας του και μελέτησε περαιτέρω το εκσυγχρονισμένο κείμενο περί της κατασκευής μαρίνας στην περιοχή Λούμα.  Στους διοικητικούς φακέλους που κατατέθηκαν και οι οποίοι ευλόγως κατά τη νομολογία συμπληρώνουν την τελική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, φανερώνεται η λεπτομερής και επίπονη εργασία που έγινε από την ΕΜΕ όσον αφορά τις διάφορες συγκεκριμένες ενστάσεις που καταχωρήθηκαν. 

 

 Προκύπτει επομένως από όλα τα πιο πάνω, ότι ο δικαστικός έλεγχος κατά την αναθεωρητική διαδικασία είναι εφικτός.  Αυτό πρέπει να συνδυαστεί με το γεγονός ότι o καταρτισμός Δήλωσης Πολιτικής αποτελεί ιδιάζον τεχνικό ζήτημα  για το οποίο το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση, ούτε και ελέγχει την ευχέρεια της διοίκησης ως προς τον τρόπο ανάπτυξης της γης.  Το Δικαστήριο ως είναι παγίως αναγνωρισμένο δεν ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων εφόσον κρίνει ότι η διεξαχθείσα έρευνα ήταν επαρκής, (Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατία ν. C. Cassinos Construction Ltd (1990) 3 (Ε) Α.Α.Δ. 3835), έρευνα δε θεωρείται επαρκώς διεξαχθείσα εφόσον επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος. (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).

 

 Οι πολεοδομικές ζώνες και τα τοπικά σχέδια προδιαγράφουν κατά την κρίση της διοίκησης τα όρια ανάπτυξης και έχει κριθεί κατ΄ επανάληψη ότι δεν αποστερούν τον ιδιοκτήτη από το δικαίωμα του στην ιδιοκτησία, (Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου - ανωτέρω -).  Ο καθορισμός της Δήλωσης Πολιτικής και η διαδικασία εξέτασης και απόφασης επί ενστάσεων αποτελούν τεχνικά θέματα ανέλεγκτα από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. (Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113, Ε. Φιλίππου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 389 και Ειρήνη Κουτσού ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (2001) 3 Α.Α.Δ. 311).  Εδώ, όπως ορθά εισηγείται η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων, ο αρμόδιος Υπουργός αποφάσισε εντός των αρμοδιοτήτων του, να εκπονήσει Δήλωση Πολιτικής για την περιοχή του Παραλιμνίου εφόσον είχε ακυρωθεί το Τοπικό Σχέδιο.  Η Δήλωση Πολιτικής αποτέλεσε εξ υπαρχής αυτοτελές σχέδιο ανάπτυξης για την περιοχή.

 

         Στο πιο πάνω πλαίσιο, η εκπονηθείσα και επίδικη Δήλωση Πολιτικής δεν μπορεί να ακυρωθεί με την αόριστη και γενική επίκληση επηρεασμού των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας των αιτητών.  Με δοσμένη τη θέση ότι εναπόκειται στη διοίκηση, ως επιφορτισμένη με την ευθύνη διαμόρφωσης των συνθηκών ανάπτυξης σε μια περιοχή ή και παγκύπρια, ο επηρεασμός ιδιοκτησίας προκύπτει ως αναπόφευκτη επίπτωση.  Ο επηρεασμός όμως δεν αποτελεί λόγο ακύρωσης διότι δεν υπάρχει εδώ ολική απαγόρευση στη χρήση της ιδιοκτησίας, ούτε και οι αυθεντίες περί απαλλοτρίωσης με ενδεχόμενο την εκπόνηση μεταγενέστερης Δήλωσης Πολιτικής έχουν εδώ τη θέση τους, εφόσον η προσβαλλόμενη πράξη δεν αφορά αίτημα για έκδοση πολεοδομικής άδειας ή άδειας οικοδομής που έχει απορριφθεί λόγω πολεοδομικού σχεδιασμού ή απαλλοτρίωσης.  Αν ήταν τέτοια η περίπτωση, οι αιτητές θα είχαν δίκαιο (Tofarco Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 233, Μαραθεύτης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 614/2007, ημερ. 14.7.2009, Μεσαρίτη ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1006/2010, ημερ. 19.12.2011 και Ευέλθων Προδρόμου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 57/2013,  ημερ. 10.7.2015).

 

         Οι αιτητές εδώ καταφέρονται γενικώς εναντίον της εκπόνησης της Δήλωσης Πολιτικής ως επηρεάζουσας τα ιδιοκτησιακά και αναπτυξιακά τους συμφέροντα.   Όπως όμως έχει υποδειχθεί σε σωρεία αποφάσεων, η ιδιοκτησία ακινήτου δεν παρέχει αφ΄ εαυτής δικαίωμα χρήσης για οικοδομικούς σκοπούς ή γενικά δικαίωμα σε οικοδομική ανάπτυξη.  Η ανάπτυξη της γης αποτελεί κοινοτική υπόθεση, (Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85).  Η ιδιοκτησία και το δικαίωμα επ΄ αυτής υπόκειται σε περιορισμούς, ακόμη και στέρηση, σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στο Άρθρο 23 του Συντάγματος, το οποίο εν πολλοίς είναι παρόμοιο, αν και αυστηρότερο, με το δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το πρόσθετο Πρωτόκολλο της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Στέρηση ή περιορισμός στην ιδιοκτησία συντελείται και προϋποθέτει, σε περίπτωση τουλάχιστον απαλλοτρίωσης, δικαίωμα αποζημίωσης και στη βάση νομολογίας, ακόμη και δικαίωμα επιστροφής εάν δεν επιτευχθεί ο σκοπός της απαλλοτρίωσης, (Ραμόν ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 292). 

 

         Έχει ήδη αναφερθεί ότι η δέσμευση ακινήτου με πολεοδομικό σχέδιο δεν αποτελεί από μόνη της στέρηση περιουσίας, (Vegetable Producers and Exporters (μέσω του Εκκαθαριστή αυτής) ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 18/2007, ημερ. 4.5.2010).  Η Πολεοδομία και η ανάπτυξη της γης είναι λόγοι για τους οποίους μπορεί κάλλιστα να επιβληθεί περιορισμός στη χρήση της ιδιοκτησίας.  Και αυτό πρέπει να τεθεί σε αντιδιαστολή με την ολική στέρηση που συντελείται με απαλλοτρίωση.  Αν οι περιορισμοί είναι τέτοιοι που απολήγουν επίσης σε στέρηση της ιδιοκτησίας καθιστώντας την αδρανή, τότε πιθανόν να τίθεται βάσιμα το επιχείρημα.  Όμως γενικά όροι περιοριστικοί της χρήσης που αφήνουν άθικτο τον πυρήνα της ιδιοκτησίας συνιστούν περιορισμό και όχι στέρηση, (Δημητριάδη ν. Υπουργικού Συμβουλίου - ανωτέρω -, E.C. Lanitis Estate Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 108/1988, ημερ. 21.12.1989 και Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1175).  Όπου η ιδιοκτησία δεν καθίσταται αδρανής, δεν διαπιστώνεται πρόβλημα, (Άννα Ιωακείμ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 191/2008, ημερ. 191/2008, ημερ. 15.6.2008).  Για παράδειγμα ένταξη τεμαχίου σε Ζώνη Προστασίας της Παραλίας, με βάση Τοπικό Σχέδιο, δεν αποτελεί στέρηση περιουσίας, αλλά μόνο περιορισμό δικαιώματος, (Golden Coast Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1305/2008, ημερ. 24.9.2010).

 

         Εναπόκειται στο Δικαστήριο να κρίνει κατά περίπτωση κατά πόσο τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης έχουν ως συνέπεια  λόγω των περιορισμών στην ιδιοκτησία, την στέρηση της από τον ιδιοκτήτη, (Holy See of Kitium v. Δημοκρατίας 1 Α.Α.Σ.Δ. 28 και Κυριακόπουλου: «Διοικητικό Ελληνικό Δίκαιο» Τόμος Γ, σελ. 366-368).  Στη Lanitis - πιο πάνω - το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε ζητήματα αντισυνταγματικότητας πολεοδομικών ζωνών όπου κρίθηκε ότι η ένταξη ακινήτου σε πολεοδομική ζώνη δεν ισούται με αποστέρηση της ιδιοκτησίας. 

 

         Στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει οτιδήποτε το συγκεκριμένο από οποιονδήποτε από τους αιτητές που να δείχνει αυτή την στέρηση της ιδιοκτησίας, έχοντας μάλιστα υπόψη αφενός ότι η διαμόρφωση πολεοδομικού καθεστώτος είναι ουσιαστικά ανέλεγκτη, εκτός εάν καταδειχθεί κατάχρηση εξουσίας και από την άλλη, οι ιδιοκτησίες των αιτητών τέθηκαν σε άλλη ζώνη, περιορισμένης μεν ανάπτυξης, αλλά όχι ισοδυναμούσας με ολική στέρηση. 

 

         Ούτε είναι ορθή η θέση των αιτητών ότι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ή η απόφαση είναι προϊόν πλάνης ή λήφθηκε με υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.  Αναμφίβολα η αιτιολογία είναι επαρκής, οι διοικητικοί φάκελοι και όλο το ιστορικό αποτελούν μέρος και ενσωματώνονται στην αιτιολογία, με αναφορά στη νομολογία ότι απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου ή Υπουργού που υιοθετεί την πρόταση του αρμοδίου οργάνου όπου δεν απαιτείται από το Νόμο ή τους Κανονισμούς η καταγραφή ρητής αιτιολογίας, θεωρείται επαρκώς αιτιολογημένη, (Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 91, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 589 και Μαγδαληνή Παπαλουκά ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 116/2009, ημερ. 27.1.2010)

 

         Ούτε πλάνη περί τα πράγματα υπάρχει έχοντας υπόψη ότι όλα τα δεδομένα τέθηκαν ενώπιον της ΕΜΕ και στη συνέχεια ενώπιον του Υπουργού και εν τέλει ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου ώστε να μην μπορεί να λεχθεί ότι υπήρχε οτιδήποτε ουσιώδες που έπρεπε να ληφθεί υπόψη και παραλήφθηκε ή οτιδήποτε που η διοίκηση αγνόησε.  Αντίθετα, όλες οι ενστάσεις που υποβλήθηκαν, εικοσιπέντε τον αριθμό, εξετάστηκαν με τη δέουσα προσοχή και αναδρομή στους διοικητικούς φακέλους που κατατέθηκαν κατά τις διευκρινίσεις αποδεικνύει του λόγου το αληθές και τα όσα περαιτέρω οι καθ΄ ων αναφέρουν επί του θέματος στη γραπτή τους αγόρευση υιοθετούνται ως σκεπτικό του Δικαστηρίου. 

 

         Οι αιτητές κάνουν επίσης λόγο για δυσμενή διάκριση έναντι άλλων παραβιάζοντας έτσι την αρχή της ίσης μεταχείρισης των πολιτών.  Πολύ ορθά όμως η Δημοκρατία στην αγόρευση της εισηγείται ότι από τη φύση τους οι πολεοδομικές ζώνες επηρεάζουν ορισμένα τεμάχια γης και όχι άλλα.  Δεν νοείται ισότητα σε πολεοδομικά ζητήματα που αφορούν τεχνικά θέματα τα οποία εκπονούνται από τα αρμόδια κυβερνητικά όργανα στο πλαίσιο της πολιτικής του κράτους για τον ορθό πολεοδομικό σχεδιασμό και τον τρόπο ανάπτυξης των διαφόρων περιοχών.  Όπως αποφασίστηκε στη Ράφτη ν. Δημοκρατίας κ.ά., (2001) 4 Α.Α.Δ. 485, η επιλογή των περιοχών που θα ενταχθούν σε πολεοδομική ζώνη και η έκταση των περιορισμών που θα τεθούν αποτελούν τεχνικά θέματα αναγόμενα στην κρίση της διοίκησης ούτως ώστε στην απουσία κατάχρησης ή υπέρβασης εξουσίας, που εδώ δεν διαπιστώνεται, ο δικαστικός έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης κατ΄ επίκληση της αρχής της ισότητας να είναι ανέφικτος.

 

         Κατά συνέπεια, οι προσφυγές αποσυνενώνονται για σκοπούς έκδοσης απόφασης.  Κάθε προσφυγή απορρίπτεται με €750 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων.

 

         Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το          Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                                   Στ. Ναθαναήλ,

                                                               Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο