ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D796
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 741/2013)
30 Νοεμβρίου 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
1. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ,
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση
------------------------------------
Αίτηση ημερ. 29 Ιανουαρίου 2015
Π. Πολυβίου με Μ. Αντωνίου (κα) και Κ. Μίτσιγγα (κα),
για τον Αιτητή-Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Κ. Χατζηϊωάννου, για την Καθ΄ ης η αίτηση-Αιτήτρια.
Δ. Καλλή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση 1 και 2.
----------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Υπό κρίση είναι η αίτηση ημερ. 29.1.2105 που υπέβαλε το ενδιαφερόμενο μέρος με την οποία επιδιώκεται διάταγμα του Δικαστηρίου με σκοπό η αιτήτρια εταιρεία να αποκαλύψει στο ενδιαφερόμενο μέρος όλα τα στοιχεία και ισχυρισμούς που ισχυρίζεται ότι αποτελούν εμπιστευτικές πληροφορίες και τα οποία έχει αποκρύψει ή απαλείψει ή δεν συμπεριέλαβε στη γραπτή αγόρευση που επέδωσε στο ενδιαφερόμενο μέρος στις 13.5.2014. Ταυτόχρονα επιδιώκεται διάταγμα όπως η αιτήτρια επιδώσει στο ενδιαφερόμενο μέρος έγγραφο ή γραπτή αγόρευση στην οποία να περιέχονται οι απαλειφθέντες ισχυρισμοί ή στοιχεία εντός είκοσι ημερών από την έκδοση του σχετικού διατάγματος.
Το πρόβλημα δημιουργήθηκε ως εξής: Η αιτήτρια Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (εφεξής «η Αρχή»), καταχώρησε προσφυγή εναντίον της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού και της Κυπριακής Δημοκρατίας, επιδιώκοντας ακύρωση της απόφασης όπως αυτή κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 6.2.2013 στην οποία διαπιστώθηκε ότι η Αρχή παραβίασε το άρθρο 6(1)(α) και (γ) του Νόμου αρ. 13(Ι)/2008, επιβάλλοντας κατά συνέπεια πρόστιμο ύψους €295.277 που αντιστοιχεί σε ποσοστό 0.065% επί του ετήσιου κύκλου εργασιών της Αρχής για το έτος που έληξε στις 31.12.2007. Στην προσβαλλόμενη πράξη επισυνάφθηκε η απόφαση της Ε.Π.Α., ημερ. 25.1.2013 με την οποία επεβλήθη το πρόστιμο, καλώντας την Αρχή να υποδείξει με σαφήνεια στην Ε.Π.Α. τυχόν εμπιστευτικές πληροφορίες που περιέχονται στην απόφαση και τις οποίες η Αρχή θεωρούσε ότι δεν θα έπρεπε να δημοσιευθούν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Η Αρχή με την προσφυγή της δεν κατονόμασε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος, αλλά η Primetel PLC εμφανίσθηκε στη διαδικασία με σχετική επιστολή και με ανάλογο διοριστήριο δικηγόρου.
Ακολούθησε η καταχώρηση ένστασης από πλευράς των καθ΄ ων στην οποία επισυνάφθηκε η μη εμπιστευτική μορφή του κειμένου της απόφασης της Ε.Π.Α., ως συνημμένο 30, με την υπόδειξη ότι το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι καταχωρημένο στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης και θα τεθεί ενώπιον του Δικαστήριο για σκοπούς λήψης της απόφασης του. Στη συνέχεια στη γραπτή αγόρευση της Αρχής περιέχονται σημεία κενά με την ένδειξη «ΑΚΡΩΣ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ» και κατ΄ ακολουθίαν και η γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων και ιδιαιτέρως της Ε.Π.Α., καταχωρήθηκε με την υπόδειξη στην αρχή της αγόρευσης ότι η αγόρευση υποβαλλόταν υπό την επιφύλαξη όλων των δικαιωμάτων των καθ΄ ων να απαντήσουν στους προβαλλόμενους από την Αρχή ισχυρισμούς και οι οποίοι έχουν διαγραφεί ή αποκρυφθεί στη δική της αγόρευση υπό τον τίτλο «ΑΚΡΩΣ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ». Στην υπόδειξη αυτή αναφέρεται επίσης επί λέξει: «Σε αντίθετη περίπτωση ευσεβάστως υποβάλλω ότι αυτοί δεν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη.».
Στις 12.1.15, στο τηρηθέν πρακτικό η συνήγορος των καθ΄ ων ανέφερε ότι για σκοπούς συμμόρφωσης με τις οδηγίες του Δικαστηρίου καταχώρησαν την αγόρευση τους υπό την επιφύλαξη ότι θα πρέπει είτε να της δοθεί αντίγραφο της αγόρευσης της Αρχής με όλα τα στοιχεία, είτε αν τα στοιχεία αυτά δεν αποκαλυφθούν, δεν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για σκοπούς της απόφασης. Η κα Καλλή που εμφανίσθηκε για τους καθ΄ ων ζήτησε οδηγίες από το Δικαστήριο ώστε να διαταχθεί η Αρχή να προσκομίσει αντίγραφο της αγόρευσης με όλα τα δεδομένα. Το Δικαστήριο αφού άκουσε τους συνηγόρους έδωσε οδηγίες όπως καταχωρηθεί σχετική αίτηση τόσο από τους καθ΄ ων η αίτηση, όσο και από το ενδιαφερόμενο μέρος εάν το έκριναν σκόπιμο ώστε να εξεταστεί το θέμα της μη αποκάλυψης στοιχείων. Κατεχωρήθη επομένως η υπό κρίση αίτηση από πλευράς του ενδιαφερομένου μέρους μόνο και μετά από την καταχώρηση εκ μέρους της Αρχής και ενώ αρχικά οι καθ΄ ων δεν καταχώρησαν οι ίδιοι οποιαδήποτε αίτηση, διαφάνηκε στις 10.9.2015 ότι ήθελαν και αυτοί εν τέλει να ακουστούν επί της αιτήσεως του ενδιαφερομένου μέρους, δόθηκαν οδηγίες όπως και οι καθ΄ ων λάβουν μέρος στην αίτηση του ενδιαφερομένου μέρους είτε υπέρ, είτε εναντίον. Τελικώς καταχωρήθηκε ένσταση από πλευράς των καθ΄ ων στις 2.10.2015.
Οι συνήγοροι αγόρευσαν εκτενώς στο Δικαστήριο στις 20.10.2015 υπέρ και εναντίον της αίτησης με αναφορά ιδιαιτέρως από τον κ. Πολυβίου σε νομολογία Αγγλικών Δικαστηρίων και Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η βασική θέση του ενδιαφερομένου μέρους είναι ότι αυθαίρετα η Αρχή χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου αποφάσισε να καταχωρήσει και επιδόσει στο ενδιαφερόμενο μέρος γραπτή αγόρευση από την οποία απάλειψε ή δεν αποκάλυψε ή δεν συμπεριέλαβε ισχυρισμούς και στοιχεία τα οποία η ίδια ισχυρίζεται ότι αποτελούν εμπιστευτικές πληροφορίες, ενώ αυτοί οι ισχυρισμοί και δεδομένα δόθηκαν στους καθ΄ ων. Αποτέλεσμα είναι ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι σε θέση να προωθήσει τα επιχειρήματα του με επάρκεια ούτε να προβάλει την υπεράσπιση του αναφορικά με ισχυρισμούς που δεν γνωρίζει, δημιουργώντας έτσι ανισότητα μεταξύ των διαδίκων και η επίκληση εκ μέρους της Αρχής του επιχειρηματικού/επαγγελματικού απορρήτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερτερεί του δικαιώματος υπεράσπισης ή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη. Με βάση δε τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ε.Π.Α. δεν μπορεί από μόνη της να αποφασίζει ποια έγγραφα είναι δυνατόν να απαλειφθούν ή να μην αποκαλυφθούν ή να αποφασίζει ποια στοιχεία του διοικητικού φακέλου δυνατόν να είναι ή να μην είναι χρήσιμα για την άμυνα ενός ενδιαφερόμενου μέρους.
Η θέση του κ. Χατζηϊωάννου ήταν ότι η αίτηση είναι πρόωρη διότι δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε το οποίο δεν είχε δοθεί στην πλευρά του ενδιαφερομένου μέρους και στη Δημοκρατία. Το ουσιώδες για την υπόθεση είναι ότι υπάρχουν μη προσβάσιμα δεδομένα τα οποία είναι αυτά που περιέχουν επιχειρηματικά απόρρητα και εσωτερικές διαβουλεύσεις της Ε.Π.Α. Στην περίπτωση, δεν είχε θέση το ενδιαφερόμενο μέρος στην ουσία της διερεύνησης της Ε.Π.Α. διότι αυτή αφορούσε την Αρχή και η Primetel, η οποία υπέβαλε την καταγγελία, δεν είχε θέση κατηγόρου, αλλά θέση απλού ενδιαφερομένου μέρους. Εάν το ενδιαφερόμενο μέρος ως παραπονούμενο πρόσωπο έχει πρόσβαση στα επιχειρηματικά απόρρητα αυτό σημαίνει ότι καταργείται το απόρρητο και η εμπιστευτικότητα.
Το ενδιαφερόμενο μέρος στην προσφυγή αυτή έχει μεν δικαίωμα να ακουστεί, αλλά την καθ΄ αυτό υποστήριξη της απόφασης της Ε.Π.Α., θα την προωθήσει η Δημοκρατία, η οποία και έχει πρόσβαση στις πληροφορίες τόσο από το φάκελο της Ε.Π.Α., όσο και από το φάκελο της απόφασης. Περαιτέρω, η Ε.Π.Α. αποφάσισε ότι οι πληροφορίες που τώρα αναζητούνται είναι εμπιστευτικές και δεν αποκαλύπτονται και αυτό ήταν μια ανεξάρτητη εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία κοινοποιήθηκε στην πλευρά του ενδιαφερομένου μέρους, το οποίο δεν την προσέβαλε εντός των 75 ημερών που προνοεί το Σύνταγμα. Συνεπώς δεν μπορεί να γίνει εκ των υστέρων παρεμπίπτων έλεγχος μιας απόφασης που κατέστη τελεσίδικος.
Η Ε.Π.Α., μέσω της κας Καλλή, δέχθηκε ότι δεν υπάρχει κάποιο νομοθετικό πλαίσιο που να διέπει το όλο ζήτημα, αλλά το Δικαστήριο έχει εξουσία στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας να αποφασίσει ανάλογα εκδίδοντας σχετικές οδηγίες με στόχο την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η Ε.Π.Α. κάλεσε το Δικαστήριο να σταθμίσει την αρχή της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που αφορούν επιχειρηματικά απόρρητα και η οποία προστατεύεται από τα Δικαστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το δικαίωμα της εκατέρωθεν ακρόασης. Το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν παρόν σε όλη τη διοικητική διαδικασία, γνώριζε ότι οι πληροφορίες δεν του είχαν δοθεί και δεν υπέβαλε οποιαδήποτε ένσταση. Δέχθηκε όμως η κα Καλλή ότι δεν εμποδίζεται τώρα το ενδιαφερόμενο μέρος να υποβάλει το αίτημα για την σ΄ αυτόν παροχή των πληροφοριών. Δεχόμενη περαιτέρω το ότι όλες οι πληροφορίες θα πρέπει να αποκαλυφθούν στο ίδιο το Δικαστήριο., κάλεσε το Δικαστήριο να δώσει έμφαση στην προστασία που αφορά την εμπιστευτικότητα των επιχειρηματικών απορρήτων, εισηγούμενη ότι εάν αποκαλυφθούν τέτοια εμπιστευτικά στοιχεία, ακόμη και στο στάδιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, αυτό ενδεχομένως να επηρεάσει την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων του Δικαίου του Ανταγωνισμού με τις επιχειρήσεις να είναι απρόθυμες να προσφέρουν πληροφορίες στην ίδια την Ε.Π.Α.
Έχοντας ακούσει όλες τις πλευρές με ιδιαίτερη προσοχή και έχοντας εξετάσει όλα τα δεδομένα, τη σχετική νομοθεσία και τη νομολογία που παρατέθηκε, το Δικαστήριο δεν εντοπίζει αποχρώντα λόγο μη έγκρισης της αίτησης. Το δικαίωμα του Δικαστηρίου είναι να έχει ενώπιον του όλα τα στοιχεία, δεδομένα και γεγονότα που οδήγησαν στη λήψη μιας συγκεκριμένης απόφασης. Αυτό το δικαίωμα απορρέει από το απλό γεγονός ότι είναι συνταγματικά το μόνο θεσμικό όργανο που δύναται να εκδώσει απόφαση που να επιλύει την ενώπιον του διαφορά. Η πρόσβαση στο Δικαστήριο είναι κατοχυρωμένη από το Άρθρο 30.1 του Συντάγματος, οι αποφάσεις δε του Δικαστηρίου οφείλουν να είναι αιτιολογημένες κατά την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου. Η δικαιωματική αυτή πρόσβαση επιφέρει και επιβάλλει και αντίστοιχες υποχρεώσεις στους διαδίκους. Δεν είναι δυνατόν να αποκρύπτονται στοιχεία, δεδομένα ή πληροφορίες που είναι απαραίτητα για την επίλυση της διαφοράς. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιτελέσει το έργο του εν κενώ, ούτε και στη βάση ελλιπών πληροφοριών.
Η Αρχή επέλεξε να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρο 146 του Συντάγματος για να αμφισβητήσει το επιβληθέν από την Ε.Π.Α. πρόστιμο, επί καταγγελίας που έγινε προς την τελευταία από το ενδιαφερόμενο μέρος. Η Ε.Π.Α ενήργησε από μόνη της ζητώντας από την Αρχή, αν ήθελε κατά τη δημοσιοποίηση της απόφασης, να απαλείψει ή να αφαιρέσει οποιαδήποτε δεδομένα. Αυτό η Ε.Π.Α. το έπραξε στο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις δικές της υποχρεώσεις και ευθύνες, αλλά και δικαιώματα, όπως απορρέουν από τα άρθρα 18 και 23 του Νόμου.
Η Αρχή όμως δεν μπορούσε να θεωρήσει από μόνη της ότι δικαιούτο στην παρούσα δικαστική διαδικασία να μην αποκαλύψει αυτά τα οποία η ίδια θεωρεί εμπιστευτικές πληροφορίες και σίγουρα δεν μπορούσε να το πράξει χωρίς την προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου. Η Ε.Π.Α., από την άλλη, ζητώντας από την Αρχή ποιες πληροφορίες θα έπρεπε να μην αποκαλυφθούν κατά τη δημοσιοποίηση της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ενήργησε, όπως ήδη λέχθηκε, στη βάση των δικών της νομοθετικών υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 33 του Νόμου αρ. 13(Ι)/2008. Το άρθρο αυτό επιβάλλει στον Πρόεδρο και τα Μέλη της Ε.Π.Α., αλλά σε όλα τα πρόσωπα και υπαλλήλους αυτής καθήκον εχεμύθειας και μη κοινοποίησης και δημοσιοποίησης των όσων επιχειρηματικών απορρήτων και πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως περιέρχονται στη γνώση του κατά την ενάσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων. Παράβαση της υποχρέωσης εχεμύθειας συνιστά κατά το εδάφιο (3) του άρθρου «βαρύ πειθαρχικό αδίκημα».
Η νομοθεσία που διέπει την Ε.Π.Α. και τα σχετικά άρθρα 8 και 33, δεν αναφέρονται σε δικαστικές διαδικασίες και δεν μπορούν να έχουν οποιαδήποτε επίπτωση επί της διαφάνειας της δικαστικής διαδικασίας, αλλά και ιδιαιτέρως ως προς την ισότητα των όπλων μεταξύ των διαδίκων που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου. Ορθά ο κ. Πολυβίου δίνοντας έμφαση στην ιδιότητα του ενδιαφερομένου μέρους ως διαδίκου τόνισε το ανεπίτρεπτο της γνωστοποίησης ορισμένων δεδομένων στους υπόλοιπους διαδίκους και όχι στον ίδιο. Η στάθμιση που θα πρέπει να γίνεται μεταξύ των διαφόρων Αρχών στις οποίες αναφέρθηκε η δικηγόρος της Ε.Π.Α., δεν μπορεί να γίνεται χωρίς κριτήρια και διαδικασίες που να τα προβλέπει η ίδια η νομοθεσία στα ευαίσθητα αυτά θέματα του ανταγωνισμού.
Στην υπόθεση Thermphase Limited v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3951, στην οποία αναφέρθηκε ο κ. Πολυβίου, τονίστηκε η ανάγκη για επαρκή δικαστικό έλεγχο της διοικητικής πράξης σε διαδικασία όπου υπήρχε ισχυρισμός για την παραβίαση βιομηχανικού απορρήτου προσφοροδότη. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αναγνώριση του απορρήτου δεν υπερισχύει της ανάγκης άσκησης επαρκούς δικαστικού ελέγχου της διοικητικής πράξης από το Δικαστήριο όπως επιβάλλει το Σύνταγμα. Βεβαίως η απόφαση αυτή έχει ληφθεί πριν την ένταξη της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε χρονικό σημείο που η Δημοκρατία δεν δεσμεύετο από το ενωσιακό δίκαιο. Όμως η αρχή που έθεσε δεν παύει να παραμένει ισχυρή και η όποια προστασία δίδεται κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο των υποθέσεων που εξετάζει μια Επιτροπή Ανταγωνισμού, δεν επηρεάζει κατ΄ ανάγκη την επί τω Δικαστηρίω διαδικασία. Συναφώς έχει αναφερθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν εισαχθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις σε θέματα που χρήζουν ιδιαίτερης μεταχείρισης είτε αναφορικά με υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης, είτε σε υποθέσεις που σχετίζονται με την τρομοκρατία.
Η Δημοκρατία δεν εισήξε οποιεσδήποτε ιδιαίτερες ρυθμίσεις ως προς την ενώπιον του Δικαστηρίου διαχείριση της διαδικασίας όταν εμπλέκονται ζητήματα εμπιστευτικών πληροφοριών στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού. Η ρύθμιση αυτή είναι αναγκαία ώστε να εξισορροπηθούν οι δύο εκ πρώτης όψεως αντικρουόμενες αρχές, αυτή της προστασίας των βιομηχανικών και άλλων εμπιστευτικών πληροφοριών και της αρχής της διαφάνειας που επιβάλλεται να διέπει τη δικαστική διαδικασία. Δεν έχει εισαχθεί οποιαδήποτε τέτοια πρόνοια, οπότε η διαδικασία σε προσφυγή εναντίον απόφασης της Ε.Π.Α., παραμένει εντός των συνήθων πλαισίων που διέπουν τις προσφυγές με εφαρμογή του υφιστάμενου περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, της νομολογίας που έχει αναπτυχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο και τα όσα προβλέπονται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Δεν ευσταθεί η θέση του κ. Χατζηϊωάννου ότι η επίδικη αίτηση είναι πρόωρη, διότι η προσφυγή ήδη έχει προχωρήσει με τις ανάλογες οδηγίες για ανταλλαγή των αγορεύσεων και είναι η πλευρά της Αρχής που κατέστησε προβληματική την υπόθεση με το να αναλάβει την ευθύνη να καταχωρήσει γραπτή αγόρευση από την οποία παρέμειναν κενά υπό το πρόσχημα των εμπιστευτικών πληροφοριών. Το ζητούμενο είναι να υπάρχει ισότης όπλων μεταξύ των διαδίκων. Το ενδιαφερόμενο μέρος δεν έχει λιγότερη υπόσταση από τους υπόλοιπους δύο διαδίκους δηλαδή την Αρχή, ως αιτητές, και την Ε.Π.Α., ως καθ΄ ων. Ορθά βεβαίως ο κ. Χατζηϊωάννου ανέδειξε ότι την ορθότητα της απόφασης της Ε.Π.Α., θα την υποστηρίξει η ίδια η Ε.Π.Α., μέσω των δικηγόρων της. Και το ενδιαφερόμενο μέρος έχει υποστηρικτικό χαρακτήρα. Δεν τίθεται όμως η θέση αυτή επί των ορθών της διαστάσεων. Το κάθε ενδιαφερόμενο μέρος μπορεί να αναδείξει πρόσθετα στοιχεία προς υποστήριξη της προσβαλλόμενης πράξης και που ενδεχομένως ο καθ΄ ου η αίτηση να μην αντελήφθη ή να μην αναδείξει στην δική του επιχειρηματολογία. Εκείνο που απαγορεύεται από τη νομολογία στο ενδιαφερόμενο μέρος είναι να αντιστρατευθεί την προσβαλλόμενη πράξη.
Ούτε και ευσταθεί η θέση της Αρχής ότι ήταν γνωστό στο ενδιαφερόμενο μέρος η σχετική απόκρυψη των πληροφοριών και εκδόθηκε επ΄ αυτού σχετική απόφαση της Ε.Π.Α., η οποία δεν προσεβλήθη με προσφυγή και άρα κωλύεται τώρα το ενδιαφερόμενο μέρος να τοποθετηθεί αντίθετα. Η απόκρυψη των πληροφοριών έγινε εντός της δικαστικής διαδικασίας της παρούσας προσφυγής. Ήταν μη αναμενόμενο από οποιονδήποτε και σίγουρα δεν κωλύεται τώρα το ενδιαφερόμενο μέρος να υποβάλει την υπό κρίση αίτηση, όπως ορθά αναγνώρισε και η συνήγορος της Ε.Π.Α.
Η απόφαση στην Akzo Chemie BV, υπόθεση αρ. 53/85, ημερ. 23.6.1986, του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν επιλύει το πρόβλημα ως προς τι δέον γένεσθαι στη δικαστική διαδικασία. Εκεί, αναδεικνύοντας την αρχή ότι σε καμιά περίπτωση δεν είναι δυνατόν να ανακοινωθούν έγγραφα στον καταγγείλαντα την υπόθεση που περιέχουν απόρρητα επιχείρησης, το Δικαστήριο με το Πέμπτο Τμήμα του, ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής με βάση την οποία δόθηκαν εμπιστευτικές πληροφορίες στην παραπονούμενη σε υπόθεση που αφορούσε ανταγωνιστικές εταιρείες και στην οποία είχαν ανακοινωθεί οι πληροφορίες αυτές στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας που ανεφύη μεταξύ της εταιρείας ECS που είχε καταγγείλει την Akzo στην Επιτροπή για παραβίαση του Άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ, ως προς απειλή που η Akzo είχε εκτοξεύσει εναντίον της ότι θα χρησιμοποιούσε ασυνήθιστα χαμηλή τιμολογιακή πολιτική για να εκτόπιζε την ECS από την αγορά.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι υπόλοιπες αυθεντίες που παρέθεσαν οι συνήγοροι σε σχέση με το ενωσιακό δίκαιο, (Pfleiderer A.G. v. Bundeskartellamt, υπόθεση C-360/09, ημερ. 14.6.2011 - αφορούσε διαφορά ενώπιον αρχής ανταγωνισμού για πλήρη πρόσβαση στο φάκελο της διαδικασίας - Varec SA v. Etat belge, υπόθεση C-450/06, ημερ. 25.10.2007 - σύνοψη δημόσιας σύμβασης στο Βέλγιο με προσφυγή ενώπιον του Conseil d' Etat - κ.ά.). Η τελευταία αυτή υπόθεση Varec έχει ιδιαίτερη σημασία εφόσον αφορούσε διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου. Αναγνωρίστηκε εκεί ότι, «η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης συνεπάγεται, κατά γενικό κανόνα, το δικαίωμα των στοιχείων και των παρατηρήσεων που υποβάλλονται στο Δικαστήριο και να εκφέρουν συναφώς τη γνώμη τους.». Αυτό βέβαια συνάδει και με τις διαχρονικές θέσεις του κοινοδικαίου όπου οι αρχές της διαφάνειας της δικαστικής διαδικασίας και του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης και τοποθέτησης, είναι αναγνωρισμένες μη δεχόμενες αμφισβήτηση, (A. v. British Broadcasting Corporation (2014) 2 W.L.R. 1243 και British Broadcasting Corporation v. Roden (2015) W.L. 2190724). Ακόμη και σε υποθέσεις που διαξέγονται για κάποιο καλό λόγο in camera, οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης δεν αλλοιώνονται, τα δε δικαιώματα των διαδίκων παραμένουν τα ίδια, (Al Rawi v. Security Service (2011) UKSC 34). Μάλιστα τα Δικαστήρια στην Αγγλία είναι πολύ φειδωλά στο να αποδεχθούν ακόμη και αφαίρεση ή απόκρυψη σκεπτικού στις αποφάσεις τους που δημοσιοποιούνται, έχοντας υπόψη ότι οποιαδήποτε έκπτωση της αρχής της διαφάνειας («open justice principle»), πρέπει να αιτιολογείται, αλλά και να περιορίζεται όλως ιδιαιτέρως, (R. (on the application of Mohamed) v. Secretary of State for Foreign and Commonwealth Affairs (2011) Q. B. 218).
Η αρχή της προστασίας των επιχειρηματικών απορρήτων είναι αναγνωρισμένη (Akzo - ανωτέρω - και SEP v. Επιτροπής Συλλογή 1994 σελ. 1-1991 σκέψη 37) και η διατήρηση θεμιτού ανταγωνισμού στο πλαίσιο των διαδικασιών δημοσίων συμβάσεων αποτελεί σημαντικό δημόσιο συμφέρον, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι διάδικοι έχουν «απόλυτο και απεριόριστο δικαίωμα πρόσβασης στο σύνολο των σχετικών με την εν λόγω διαδικασία συνάψεως στοιχείων που κατατέθηκαν ενώπιον της αρμοδίας για την προσφυγή αρχής.», (Varec - ανωτέρω - σκέψ. 51).
Στην Varec λέχθηκαν στην σκέψη 52, τα εξής:
«Η αρχή της προστασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών και των επιχειρηματικών απορρήτων πρέπει να εφαρμόζεται έτσι ώστε η προστασία αυτή να συμφιλιώνεται με τις επιταγές της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας των διαδίκων (βλ., κατ΄ αναλογία, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2006, C-438/04, Mobistar, Συλλογή 2006, σ. Ι-6675, σκέψη 40) και, στην περίπτωση ένδικης προσφυγής ή προσφυγής ενώπιον αρχής η οποία θεωρείται δικαιοδοτικό όργανο κατά την έννοια του άρθρου 234ΕΚ, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι η όλη διαδικασία δεν θίγει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη.»
Στο τέλος της ημέρας πρέπει να γίνει στάθμιση κριτηρίων, παραγόντων και παραμέτρων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά περίπτωση με προεξάρχουσα αρχή τη διασφάλιση δίκαιης δίκης για όλους τους παράγοντες της. Έχοντας υπόψη ότι η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία διέπεται από τις αρχές της διαφάνειας, της φυσικής δικαιοσύνης, της εφαρμογής των διαδικασιών δυνάμει του Κανονισμού του 1962 και ιδιαιτέρως τον Κανονισμό 10 και τον τρόπο που ενήργησε η Αρχή χωρίς προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου, θεωρείται ορθό όπως εκδοθεί Διάταγμα αποκάλυψης των παραγράφων που έχουν αφαιρεθεί από την αγόρευση της Αρχής, ως η αίτηση του ενδιαφερομένου μέρους παρ. «Α».
Επομένως εκδίδεται Διάταγμα όπως η Αιτήτρια στην προσφυγή καταχωρήσει εντός 30 ημερών στο φάκελο της διαδικασίας και επιδώσει στο ενδιαφερόμενο μέρος, αλλά και στους καθ΄ ων, νέα γραπτή αγόρευση στην οποία θα περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία και δεδομένα που έχουν αφαιρεθεί από την καταχωρηθείσα αγόρευση της Αρχής στις 13.5.2014.
Οι καθ΄ ων θα έχουν μετά την επίδοση 30 ημέρες για καταχώρηση νέας εκ μέρους τους αγόρευσης και το ενδιαφερόμενο μέρος άλλες 30 ημέρες μετέπειτα για την καταχώρηση της δικής του αγόρευσης. Η αιτήτρια θα καταχωρήσει τέλος απαντητική αγόρευση εντός 15 ημερών.
Εκδίδεται επίσης Διάταγμα όπως οι καταχωρηθείσες ως άνω αγορεύσεις τοποθετηθούν από τους αντίστοιχους διαδίκους σε φάκελο που θα φέρει την ένδειξη «εμπιστευτικός», η πρόσβαση στον οποίο ρητώς απαγορεύεται σε οποιονδήποτε τρίτο, εκτός του Δικαστηρίου και των διαδίκων μερών.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ