ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D736
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 640/2011)
5 Νοεμβρίου, 2015
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΔΑΜΙΑΝΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ
ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ,
Καθ'ου η αίτηση.
Γ. Βαλιαντής για Λ. Παπαφιλίππου & Σία, για τον Αιτητή.
Τ. Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για το Καθ'ου η αίτηση Συμβούλιο.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εκ μέρους του ΚΥΣΑΤΣ άρνηση αναγνώρισης του διπλώματος του αιτητή ως ισοτίμου μεταπτυχιακού διπλώματος, Master, το οποίο του απονεμήθηκε από το Πανεπιστήμιο Πατρών, έδωσε το έναυσμα για την καταχώριση της παρούσας προσφυγής.
O καθ'ου η αίτηση σε διήμερη συνεδρία του ημερ. 4-6 Σεπτεμβρίου 2003 αποφάσισε, στη βάση των περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών (Τροποποιητικών) Κανονισμών του 2003 (Κ.Δ.Π. 594/2003) όπως:
″Τίτλοι πενταετούς διάρκειας προγράμματος σπουδών που απονέμονται από αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης, τα οποία λειτουργούν σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε σε χώρες με τις οποίες η Κυπριακή Δημοκρατία συνδέεται με διμερή συμφωνία αμοιβαίας αναγνώρισης τίτλων σπουδών, μπορούν να αναγνωριστούν ως τίτλοι ισότιμοι ή ισότιμοι και αντίστοιχοι προς πτυχία σε συγκεκριμένη ειδικότητα και ταυτόχρονα ως μεταπτυχιακά Διπλώματα επιπέδου Master.″
Σε συνεδρία ημερ. 9 -11 Μαΐου 2004, καθορίστηκαν οι πιο κάτω προϋποθέσεις αναφορικά με την αναγνώριση τίτλων σπουδών ως μεταπτυχιακού επιπέδου:
- Ο τίτλος σπουδών να ικανοποιεί τα κριτήρια που απαιτούνται για την αναγνώριση ισοτιμίας και αντιστοιχίας του ως πρώτου καταληκτικού άτιτλου επιπέδου Πτυχίου. Το αίτημα για την αναγνώριση του και ως Μεταπτυχιακό Δίπλωμα επιπέδου Master θα μελετάται εφόσον ικανοποιηθεί η προαναφερθείσα προϋπόθεση.
- Το πρόγραμμα σπουδών να περιλαμβάνει, τουλάχιστον ενός ακαδημαϊκού έτους πλήρους φοίτησης, μαθήματα ή/και διπλωματική Εργασία μεταπτυχιακού επιπέδου.
- Σε περίπτωση διπλωματικής εργασίας, αυτή θα πρέπει να συνοδεύεται από πιστοποιητικό, το οποίο να βεβαιώνει ότι έχει εξεταστεί και εγκριθεί από την αρμόδια Επιτροπή.
- Ο κάτοχος του άτιτλου να έχει αποκτήσει επαρκή εξειδίκευση σε ένα τομέα του πεδίου φοίτησης.
Στις 28 Απριλίου 2009 επανεξετάστηκε από τον καθ'ου η αίτηση το θέμα της διπλής αναγνώρισης συνδυασμένων προγραμμάτων σπουδών (πενταετούς διάρκειας) και αποφασίστηκε όπως, αιτήσεις που θα υποβάλλονταν μέχρι 31 Αυγούστου 2009, θα αξιολογούνταν στη βάση των μέχρι τότε ισχυόντων κριτηρίων. Αποφασίστηκε περαιτέρω ότι αιτήσεις που τυχόν θα υποβάλλοντο μετά την πιο πάνω ημερομηνία, θα εξετάζοντο υπό τον όρο ότι οι υποψήφιοι θα προσκόμιζαν πιστοποιητικό από το αντίστοιχο σώμα της χώρας που λειτουργεί το ίδρυμα όπου φοίτησαν και το οποίο θα πιστοποιεί ότι ο τίτλος σπουδών τους, αναγνωρίζεται, ως τίτλος μεταπτυχιακού επιπέδου Master.
Στις 22 Σεπτεμβρίου 2009 αποφασίστηκε η παράταση και προσδιορίστηκε ως καταληκτική ημερομηνία η 31 Δεκεμβρίου 2009.
Ο αιτητής είναι κάτοχος διπλώματος Ηλεκτρολόγου Μηχανικού και Τεχνολογίας Υπολογιστών από το Πανεπιστήμιο Πατρών. Το εν λόγω δίπλωμα απονέμεται μετά από πενταετή φοίτηση.
Στις 6 Σεπτεμβρίου 2010 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για αναγνώριση του διπλώματος του ως ισοτίμου και αντιστοίχου με πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου και ταυτοχρόνως ζήτησε την αναγνώριση του ίδιου διπλώματος του ως τίτλου ισοτίμου με μεταπτυχιακού διπλώματος, επιπέδου Master.
Η αίτηση εξετάστηκε στις 21 Ιανουαρίου 2011 και αποφασίστηκε η αναγνώριση του διπλώματος, που είχε απονεμηθεί στον αιτητή, ως τίτλου ισοτίμου και αντιστοίχου προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου. Πλην, όμως, το αίτημα για αναγνώριση του διπλώματος του αιτητή ως τίτλου ισοτίμου και προς μεταπτυχιακό, δεν έγινε αποδεκτό. Ο λόγος απόρριψης της αίτησης, ήταν η παράλειψη προσκόμισης από τον αιτητή πιστοποιητικού από το αντίστοιχο σώμα αναγνώρισης της χώρας που λειτουργεί το ίδρυμα που απένειμε τον τίτλο σπουδών, το οποίο να πιστοποιεί ότι ο τίτλος σπουδών του αναγνωρίζεται, ως τίτλος μεταπτυχιακού επιπέδου Master.
Όπως προσδιορίζεται στα πρακτικά, η αίτηση είχε αποσταλεί στην αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως για μελέτη και υποβολή εισηγήσεων επί του προκειμένου και ιδιαιτέρως ως προς την αναγνώριση του τίτλου σπουδών του αιτητή, ως τίτλου ισότιμο προς Πιστοποιητικό Μεταπτυχιακών Σπουδών.
Ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή ημερ. 23 Φεβρουαρίου 2011.
Ο αιτητής εισηγήθηκε ότι η απόφαση πάσχει καθότι τελικώς η αίτηση του δεν παραπέμφθηκε για εξέταση στη σχετική Επιτροπή Κρίσεως Τίτλων Σπουδών, κατά παράβαση του Νόμου και των σχετικών Κανονισμών.
Ο καθ'ου η αίτηση με τη σειρά του αντιπρότεινε ότι είχε συσταθεί Επιτροπή Κρίσεως, η οποία είχε επιληφθεί της αιτήσεως του αιτητή και εγκρίθηκε ο τίτλος τον οποίο κατέχει ο αιτητής ως ισότιμος προς Πιστοποιητικό Μεταπτυχιακών Σπουδών. Βεβαίως, σημειώνω επί του προκειμένου ότι η εν λόγω απόφαση, στην οποία έγινε αναφορά από την ευπαίδευτο συνήγορο του καθ'ου η αίτηση, έχει ημερομηνία 21 Νοεμβρίου 2011, εννέα μήνες μετά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και αφορά την αναγνώριση ισοτίμου προς Πιστοποιητικό Μεταπτυχιακών Σπουδών και όχι μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master, ως ήταν η αίτηση που υποβλήθηκε.
Είμαι της γνώμης ότι ο λόγος ακυρώσεως, ευσταθεί.
Το άρθρο 7(1) του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου, Ν. 68(Ι)/96, προβλέπει ότι το Συμβούλιο καταρτίζει τριμελείς Επιτροπές Κρίσεως Τίτλων Σπουδών, όπου κρίνει τούτο αναγκαίο, με κύρια αρμοδιότητα τη μελέτη συγκεκριμένων θεμάτων και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων στο Συμβούλιο για λήψη τελικής απόφασης.
Ο Κανονισμός 6(1) των περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 172/99), προβλέπει ότι ο καθ'ου η αίτηση καταρτίζει τριμελείς Επιτροπές Κρίσεως για τη μελέτη των αιτήσεων και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων για τη λήψη της τελικής απόφασης. Περαιτέρω στον Κανονισμό 6(9) αναφέρεται ότι ο καθ'ου η αίτηση μπορεί να αναθέτει στις Επιτροπές Κρίσεως τη μελέτη επίδικων θεμάτων αναγνώρισης τίτλων σπουδών και την υποβολή σχετικής εισήγησης.
Με βάση τέλος το άρθρο 13(1) του Νόμου, ο καθ'ου η αίτηση αποφασίζει για την ισοτιμία ή την ισοτιμία και αντιστοιχία, αφού λάβει υπόψη και τη γνώμη της σχετικής Επιτροπής Κρίσεως Τίτλων Σπουδών, στις περιπτώσεις όπου μια αίτηση έχει παραπεμφθεί στην Επιτροπή.
Συνακόλουθα, είμαι της γνώμης ότι ο καθ'ου η αίτηση όφειλε να είχε αποστείλει την υποβληθείσα, από τον αιτητή, αίτηση στην Επιτροπή Κρίσεως Τίτλων Σπουδών για υποβολή εισηγήσεων.
Μελετώντας το φάκελο της υπόθεσης, δεν έχω εντοπίσει να έχει αποσταλεί η αίτηση στην Επιτροπή Κρίσεως. Τούτο αποκτά σημασία καθότι δεν έγινε πριν τη λήψη απόφασης για απόρριψη του αιτήματος για αναγνώριση του αποκτηθέντος από τον αιτητή τίτλου, ως ισοτίμου με μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master. Όπως καταφαίνεται από τα πρακτικά, η εν λόγω αίτηση είχε αποσταλεί στην Επιτροπή Κρίσεως, πλην, όμως, μετά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και αφορούσε κάτι διαφορετικό, ήτοι την αναγνώριση του αποκτηθέντος τίτλου ως ισοτίμου με Πιστοποιητικό Μεταπτυχιακού Τίτλου.
Στην υπόθεση ΚΥΣΑΤΣ ν. Ιωαννίδου (2006) 3 Α.Α.Δ. 32 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
″Οι εφεσείοντες, κατ' επίκληση των προνοιών του άρθρου 7 του νόμου (ανωτέρω) και των προνοιών του Κανονισμού 6(9) της Κ.Δ.Π. 172/99 (ανωτέρω) σε συνδυασμό, εισηγούνται πως η παραπομπή αιτήσεων στις Επιτροπές Κρίσεως από το ΚΥΣΑΤΣ επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του ΚΥΣΑΤΣ, γιατί, καθώς λέγουν, το άρθρο 7 του νόμου παρέχει στο ΚΥΣΑΤΣ δικαίωμα καταρτισμού τέτοιων επιτροπών και όχι επιβαλλόμενη υποχρέωση. Με κάθε εκτίμηση, θεωρούμε εσφαλμένη την ερμηνευτική αυτή προσέγγιση. Η προσεκτική μελέτη των προνοιών των άρθρων 4(1)(δ), 7(1)(3) και 13(1) (ανωτέρω) σε συνδυασμό προς τις πρόνοιες του Κανονισμού 6 της Κ.Δ.Π. 172/99 (ανωτέρω) που προβλέπει για τη συγκρότηση και τις αρμοδιότητες των Επιτροπών Κρίσεως, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πρόθεση του νομοθέτη ήταν η υποχρεωτική εγκαθίδρυση των εν λόγω επιτροπών ως θεσμικών γνωμοδοτικών οργάνων για τη μελέτη των αιτήσεων αναγνώρισης τίτλων σπουδών και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων προς το ΚΥΣΑΤΣ για το σκοπό λήψης τελικής απόφασης για κάθε εκκρεμούσα αίτηση.
Η μελέτη των αιτήσεων και η υποβολή εισηγήσεων από τις Επιτροπές Κρίσεως προς το ΚΥΣΑΤΣ, συνιστά επιβαλλόμενη από το νόμο ενέργεια που στην ουσία αποτελεί προϋπόθεση της λήψης τελικής απόφασης από το ΚΥΣΑΤΣ. Η δυνητική ευχέρεια που παρέχεται στο ΚΥΣΑΤΣ με βάση τον κανονισμό 6(9) να αναθέτει στις Επιτροπές Κρίσεως τη μελέτη ειδικών θεμάτων αναγνώρισης τίτλων σπουδών και την υποβολή σχετικής εισήγησης αντιδιαστέλλεται από την υποχρεωτική μελέτη των αιτήσεων κλπ. που προβλέπει ο κανονισμός 6(1) και η οποία προηγείται της λήψης της τελικής απόφασης. Η πιο πάνω κατάληξη βρίσκει έρεισμα και στις πρόνοιες του άρθρου 13(1) του νόμου (ανωτέρω) όπου η εμπλοκή της οικείας Επιτροπής Κρίσεως καθιερώνεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη απόφασης σχετικά με εκκρεμούσα αίτηση.
Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί η παράλειψη παραπομπής της αίτησης στην αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως για μελέτη και υποβολή εισήγησης προς το ΚΥΣΑΤΣ οπωσδήποτε επηρεάζει το κύρος της επίδικης απόφασης. Για τους ίδιους λόγους, θεωρούμε αβάσιμο τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι το περιεχόμενο της αίτησης ήταν επαρκές για την έκδοση της απόφασης. Το ΚΥΣΑΤΣ όφειλε να προχωρήσει στην εξέταση της αίτησης ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της αίτησης για αναγνώριση του τίτλου σπουδών της αιτήτριας από το University of Virginia. Αυτή η υποχρέωση, συνάγεται ότι απορρέει από την ερμηνεία του όρου «τίτλος σπουδών» του άρθρου 2 του νόμου 68(I)/96 ήτοι, ««τίτλος σπουδών» σημαίνει οποιοδήποτε πτυχίο, δίπλωμα ή πιστοποιητικό που εκδίδεται από εκπαιδευτικό ίδρυμα ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης με το οποίο πιστοποιείται ότι ο κάτοχός του έχει συμπληρώσει επιτυχώς ένα πρόγραμμα σπουδών ανώτερης εκπαίδευσης» σε συνάρτηση προς το λεκτικό του άρθρου 10 του νόμου σύμφωνα με το οποίο, κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλλει αίτηση στο ΚΥΣΑΤΣ για αναγνώριση τίτλου σπουδών που κατέχει αλλά και του κανονισμού 5 της Κ.Δ.Π. 172/99 που προβλέπει την υποβολή ξεχωριστής αίτησης για κάθε αίτημα αναγνώρισης τίτλου σπουδών. Η εφεσίβλητη υπέβαλε μαζί με την αίτησή της επίσημα έγγραφα που το ΚΥΣΑΤΣ όφειλε να είχε παραπέμψει στην αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως για μελέτη και υποβολή εισηγήσεων. Το κατά πόσο η αναγνώριση του τίτλου Bachelor of Arts της αιτήτριας αποτελούσε ή όχι προϋπόθεση για την αναγνώριση του τίτλου που αφορούσε η υπό συζήτηση αίτηση, ήταν θέμα που έπρεπε να είχε πρώτα μελετηθεί από την αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως και να συμπεριληφθεί στην εισήγησή της προς το ΚΥΣΑΤΣ. Προδήλως, η επίδικη απόφαση του ΚΥΣΑΤΣ λήφθηκε χωρίς να διεξαχθεί προηγουμένως δέουσα έρευνα.″
Η υπόθεση Ιωαννίδου υιοθετήθηκε στην υπόθεση ΚΥΣΑΤΣ ν. Αδάμου (2012) 3 Α.Α.Δ. 1.
Προβλήθηκε περαιτέρω από τον αιτητή ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αποτέλεσμα εσφαλμένης εφαρμογής του Νόμου. Η απαίτηση για την προσκόμιση πιστοποιητικού από το αντίστοιχο σώμα αναγνώρισης της χώρας που λειτουργεί το ίδρυμα, ως κριτηρίου για αναγνώριση του τίτλου, δεν στηρίζεται σε νομοθετική διάταξη και είναι παράνομη. Εφαρμογή, επί του προκειμένου εισηγείται ο αιτητής, έχει το άρθρο 13 του Νόμου και ο Κανονισμός 3, σύμφωνα με τα οποία δεν παρέχεται η ευχέρεια στον καθ'ου η αίτηση να καθορίσει ως κριτήριο για την αναγνώριση του τίτλου πιστοποιητικό από το αντίστοιχο σώμα αναγνώρισης της χώρας που λειτουργεί το ίδρυμα όπου φοίτησε.
Περαιτέρω, εισηγείται ότι η προσβαλλομένη απόφαση παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης, καθότι, σε προηγούμενες περιπτώσεις από το 2004 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2009 τίτλοι σπουδών πενταετούς διάρκειας, που απονεμήθηκαν από αναγνωρισμένα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης τα οποία λειτουργούσαν σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έτυχαν σχετικής αναγνώρισης.
Υπήρξε, όπως ισχυρίζεται, αναιτιολόγητη διαφοροποίηση της στάσης του καθ'ου η αίτηση.
Και ο παρών λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Καθίσταται συναφώς έκδηλο ότι, η απαίτηση για προσκόμιση πιστοποιητικού από το αντίστοιχο σώμα αναγνώρισης του ιδρύματος, από το οποίο ο αιτητής απέκτησε τον υπό αναγνώριση τίτλο, δεν αποτελεί προϋπόθεση προσδιοριζόμενη είτε στις διατάξεις του Νόμου είτε στις πρόνοιες των σχετικών Κανονισμών και επομένως η εισαγωγή του εν λόγω κριτηρίου ήταν εκτός του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου. Περαιτέρω, δεν υπάρχει οποιαδήποτε εξήγηση για την αλλαγή της ακολουθητέας μέχρι τότε πολιτικής από τον καθ'ου η αίτηση.
Όπως αναφέρεται στην Υπ. Αρ. 753/2011, Μέσσιος ν. Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών, ημερ. 17 Ιουνίου 2014:
″Θεωρώ ότι το Συμβούλιο είχε υποχρέωση να εξηγήσει στην προσβαλλόμενη απόφαση γιατί τίτλος σπουδών ή παρόμοιοι τίτλοι σπουδών από ελληνικά πανεπιστήμια που είχαν τύχει της αιτούμενης ακαδημαϊκής αναγνώρισης προηγουμένως, εξετάζοντας μια σειρά ουσιαστικών κριτηρίων, τώρα δεν θα αναγνωρίζεται παρά μόνο μετά την προσκόμιση σχετικού πιστοποιητικού αναγνώρισης από τον αρμόδιο φορέα της χώρας απόκτησης τους. Αυτή η έλλειψη επαρκούς αιτιολόγησης της αλλαγής στάσης της, εδραζόμενης αποκλειστικά σε ένα τυπικό κριτήριο, εξωγενές των θεσμοθετημένων κριτηρίων, συνιστά κατά την άποψη μου αντιφατική συμπεριφορά και συνεπώς κλονισμό της επιβαλλόμενης συνέπειας του δικαίου και της εμπιστοσύνης που πρέπει ο διοικούμενος να έχει έναντι της Διοίκησης.
Πέραν όμως των πιο πάνω ο Νόμος 68(Ι)/96, άρθρα 13(3), 15(1)(2), 10(1) σε συνδυασμό με τον Κανονισμό, Κ.Δ.Π. 593/03 σαφώς καθόρισαν τα κριτήρια εξέτασης των αιτήσεων. Οι καθ' ων η αίτηση από μόνοι τους τροποποίησαν τα κριτήρια αυτά για εξέταση και λήψη απόφασης χωρίς ένταξη τους στους σχετικούς κανονισμούς ως άνω. Συνεπώς η διαδικασία και κριτήρια που εφαρμόστηκαν κατά την εξέταση της αίτησης του αιτητή ήταν εκτός των όσων προέβλεπαν οι σχετικοί Κανονισμοί και εκτός ασφαλώς της μέχρι τότε πάγιας πρακτικής. ΄Επεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη.″
Σχετική είναι και η υπόθεση 752/11, Παύλου ν. ΚΥΣΑΤΣ, ημερ. 13 Ιανουαρίου 2015.
Με γνώμονα τα πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον του καθ'ου η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΔΓ