ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Νικολέττα Χαραλαμπίδου (κα), για τον Αιτητή. Τατιάνα Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-11-25 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο MATONDO ADAM ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ AN. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 555/2015, 25/11/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D780

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                              (ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 555/2015)

 

25 Νοεμβρίου, 2015

                                                                               

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

MATONDO ADAM,

                                                                                         Aιτητής,

                                                     

-ΚΑΙ-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

AN. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ

ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

                                                                           Καθ' ων η αίτηση.

----------------------

 

 

Νικολέττα Χαραλαμπίδου (κα), για τον Αιτητή.

Τατιάνα Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

----------------------

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

      Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:-  O αιτητής κατάγεται από το Κονγκό και είναι Χριστιανός στο θρήσκευμα. Αφιχθείς παράνομα στη Δημοκρατία, στις 4.2.2005 υπέβαλε αίτηση ασύλου.  Ισχυρίστηκε ότι αντιμετωπίζει φόβο δίωξης από τις αρχές της χώρας του, επειδή είναι μέλος του κόμματος Union for Democracy and Social Progress (UDPS) και λόγω διοργάνωσης και  συμμετοχής του σε διαδήλωση του εν λόγω κόμματος σε σχέση με τις εκλογές στη χώρα.  Η αίτηση του απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία ενημέρωσε τον αιτητή σχετικά με επιστολή της ημερομηνίας 23.4.2012, γιατί είχε κριθεί αναξιόπιστος.

 

Στις 14.5.2012 ο αιτητής υπέβαλε διοικητική προσφυγή  στην Αναθεωρητική  Αρχή Προσφύγων, μέσω του νομικού του εκπροσώπου Future Worlds Centre, η οποία απέρριψε το αίτημα του.  Για την απόρριψη της διοικητικής προσφυγής του ειδοποιήθηκε με επιστολή της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερομηνίας 17.6.2013.

 

Ακολούθως, στις 30.7.2013, ο αιτητής υπέβαλε αίτημα για επανεξέταση επισυνάπτοντας νέα έγγραφα και στοιχεία, το οποίο, αφού εξετάστηκε, επίσης απορρίφθηκε. Με επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση ημερομηνίας 27.1.2014, ο αιτητής ειδοποιήθηκε ότι θα έπρεπε να προβεί σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για να αναχωρήσει από την Κύπρο άμεσα. Στις 4.3.2014 τοποθετήθηκε στον Κατάλογο Αναζητούμενων Προσώπων, επειδή μετά την απόρριψη του αιτήματος του συνέχιζε να παραμένει παράνομα στην Κύπρο.  Δύο άλλα αιτήματα για επανεξέταση που υπέβαλε ο αιτητής στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων στις 13.1.2014 και 30.7.2014 αντίστοιχα επίσης απορρίφθηκαν.

 

Στις 18.2.2015 ο αιτητής εντοπίστηκε από μέλη της ΜΜΑΔ και αφού διαπιστώθηκε ότι διέμεινε παράνομα στην Δημοκρατία, συνελήφθηκε και τέθηκε υπό κράτηση.  Στις 19.2.2015 εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία του γνωστοποιήθηκαν με σχετική επιστολή ημερομηνίας 19.2.2015, την οποία ο αιτητής αρνήθηκε να υπογράψει. Ο αιτητής εξακολουθεί να παραμένει υπό κράτηση, αφού ο Αν. Διευθυντής επανεξέτασε την κράτηση του και την παρέτεινε στις 3.4.2015 και 3.6.2015 αντίστοιχα.

 

Στις 9.6.2015 οι καθ΄ ων η αίτηση παρέλαβαν επιστολή από την Πρεσβεία της Δημοκρατίας στην Αθήνα που αναφέρεται στη Ρηματική Διακοίνωση της Πρεσβείας της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, με την οποία ζητά όπως σταλούν τα στοιχεία επικοινωνίας του αιτητή, προκειμένου να διευθετηθεί προσωπική συνέντευξη μαζί του για να διαπιστωθεί η πραγματική του υπηκοότητα, μετά από αίτημα της ΥΑΜ για έκδοση ταξιδιωτικού εγγράφου.

 

Ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, προβάλλοντας τους ακόλουθους, ουσιαστικά, λόγους ακύρωσης και επιχειρηματολογία:

 

1.       Η απόφαση των καθ' ων η αίτηση παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης, όπως αυτή κατοχυρώνεται στη Σύμβαση της Γενεύης (άρθρο 33.1) και την Οδηγία 2008/115/ΕΚ αναφορικά με τους κανόνες επιστροφής των παράνομα διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών σε χώρα που υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υποστούν δίωξη και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αρχή αυτή αναφέρεται σε θεμελιώδες δικαίωμα των προσφύγων και είναι απόλυτα δεσμευτική για όλα τα κράτη μέλη της διεθνούς κοινότητας. Ισχυρίζεται, ο αιτητής, ότι ο ίδιος δεν άσκησε προσφυγή στο Δικαστήριο προκειμένου να αμφισβητήσει την απόρριψη του αιτήματος του για άσυλο, επειδή δεν είχε σχετική οικονομική δυνατότητα, ούτε ουσιαστική δυνατότητα υποστήριξης αιτήματος για νομική αρωγή, λόγω των αυστηρών προϋποθέσεων πρακτικής εφαρμογής των διατάξεων του περί Νομικής Αρωγής Νόμου, σύμφωνα με τις οποίες ο αιτητής καλείται να αποδείξει τη δυνατότητα επιτυχίας της προσφυγής του στα πλαίσιο ακυρωτικού ελέγχου και μάλιστα χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου. Ισχυρίζεται ουσιαστικά, σε σχέση με τις αρνητικές αποφάσεις των αρχών αναφορικά με το αίτημα του να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας, ότι δεν είχε πρόσβαση σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο και ένδικη προστασία.

 

2.       Δεν τηρήθηκαν οι αρχές και εγγυήσεις που καθορίζουν ο περί Προσφύγων Νόμος και οι Οδηγίες 2005/85/ΕΚ και 2004/836/ΕΚ.  Στην ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση δεν αποκαλύπτονται τα πρακτικά της συνέντευξης του αιτητή κατά τη διαδικασία ασύλου, ώστε να διαπιστωθεί η ποιότητα της συνέντευξης, ενώ το αίτημα του απορρίφθηκε  χωρίς να γίνει δέουσα εξέταση των εγγράφων στοιχείων που αυτός είχε προσκομίσει.

 

 

Ο αιτητής επιχειρηματολογεί ότι σε υποθέσεις ασύλου, το βάρος τεκμηρίωσης των σχετικών γεγονότων και περιστάσεων διαμοιράζεται μεταξύ του αιτητή και των αρχών εξέτασης του αιτήματος ασύλου, όπως επιβεβαιώνεται και από το άρθρο 4 της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, το επωμίστηκε ο ίδιος αποκλειστικά χωρίς να αξιολογηθούν τα συναφή έγγραφα που προσκόμισε, ενώ λανθασμένα κρίθηκε αναξιόπιστος.  Επισημαίνει το γεγονός ότι η συνέντευξη στην οποία υπεβλήθη διενεργήθηκε εφτά χρόνια μετά από την υποβολή του αιτήματος του. Συνεπώς, κατά τον ίδιο, είναι αναμενόμενο, κατά την αφήγηση του, να υποπέσει σε «αντιφάσεις» σε σχέση με λεπτομέρειες.

 

3.       Η τήρηση και ο σεβασμός της αρχής της μη επαναπροώθησης, απαιτεί την διερεύνηση του κατά πόσο η απέλαση προσώπου συνιστά απαγορευμένη επαναπροώθηση κατά τη στιγμή που λαμβάνεται η απόφαση απέλασης του ή ακόμα και μετά από αυτήν, σε περίπτωση που η απέλαση καθυστερεί για οποιοδήποτε λόγο. Η απέλαση του αιτητή στο Κονγκό συνιστά απαγορευμένη επαναπροώθηση, διότι ο ίδιος κατείχε οργανωτικό ρόλο στο  αντιπολιτευόμενο κόμμα UDPS - ηγείτο της νεολαίας του κόμματος - γεγονός που καταδεικνύει ότι η δίωξη του στη χώρα καταγωγής του είναι δεδομένη. Επικαλείται ως νομική βάση για τη θέση του τη Σύμβαση της Γενεύης (άρθρο 33), την Οδηγία 2008/115/ΕΚ, όπως ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με τα άρθρα 18ΟΓ μέχρι 18ΟΖ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 και το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ»), καθώς και νομολογία του ΔΕΕ. Παραθέτει ενδεικτικά πηγές/εκθέσεις διεθνών oργανισμών (π.χ. Amnesty International, UN Security Council, Human Rights Watch, Legal Αid Board) αναφορικά με διώξεις Κονγκολέζων υπηκόων λόγω της πολιτικής αντικαθεστωτικής δράσης τους.

 

4.       Οι καθ' ων η αίτηση καμία έρευνα δεν διεξήγαγαν σε σχέση με τυχόν παραβιάσεις του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ που απαγορεύει οποιαδήποτε εξευτελιστική  και απάνθρωπη μεταχείριση και τιμωρία, όπως αυτό ερμηνεύεται σε νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Παραβιάστηκε η υποχρέωση εξέτασης των ισχυρισμών του αιτητή ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο παραβίασης των δικαιωμάτων του, δυνάμει του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, σε περίπτωση απέλασης του στο Κονγκό.  Οι καθ' ων η αίτηση είχαν επίσης υποχρέωση να λάβουν υπόψη τη γενικότερη έκρυθμη κατάσταση στο Κονγκό κατά τον ουσιώδη χρόνο της απέλασης, που τον εξέθετε σε άμεσο κίνδυνο.  Καμία έρευνα δεν έγινε κατ' ουσία σχετικά με τις πρόσφατες εξελίξεις στο Κονγκό και την επιδείνωση της μεταχείρισης των προσώπων που ανήκουν στην κατηγορία υψηλού κινδύνου, όπως ο αιτητής. Ο φόβος του αιτητή είναι αντικειμενικός/βέβαιος, όπως φαίνεται μέσα από εμπεριστατωμένη έρευνα που έκανε ο νομικός του εκπρόσωπος και η πιθανότητα δίωξης του από τις αρχές σε περίπτωση επιστροφής ενισχύεται από το γεγονός απόρριψης του αιτήματος του για άσυλο στο εξωτερικό.

 

5.       Παραβίαση του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 (άρθρα 18ΟΗ-18Π) και της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ και κακή άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Οι καθ' ων η αίτηση δεν τήρησαν τη διαδικασία επιστροφής των παρανόμως παραμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, η οποία περιλαμβάνει διάφορα διαδοχικά στάδια, αρχίζοντας από την απόφαση επιστροφής, στην οποία θα πρέπει να αναφέρονται οι νομικοί και πραγματικοί λόγοι επί των οποίων βασίστηκε η απόφαση, να παρέχεται προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης και να ενημερώνεται ο αιτητής για τα διαθέσιμα μέσα. Ισχυρίζεται ότι στην περίπτωση του υπήρξε πολλαπλή παραβίαση όλων των σχετικών νομοθετικών και κανονιστικών ρυθμίσεων, αφού ουδέποτε του δόθηκε η ευκαιρία οικειοθελούς αναχώρησης πριν από την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Η δε κράτηση, όπως προκύπτει από το Κεφ. 105 και την Οδηγία, αποτελεί το έσχατο μέτρο, το οποίο θα πρέπει να επιβάλλεται με φειδώ και στις περιπτώσεις που δεν είναι διαθέσιμα άλλα επαρκή αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα.  Εν προκειμένω,  κανένας κίνδυνος διαφυγής του αιτητή δεν συνέτρεχε, εφόσον ο αιτητής βρισκόταν σε συνεχή επικοινωνία με τις αρχές, με σκοπό την προώθηση του αιτήματος του για να αναγνωριστεί ως πολιτικός πρόσφυγας.  Ο Αν. Διευθυντής ακολούθησε τυφλά τις εισηγήσεις της ΥΑΜ χωρίς να ασκήσει την εξουσία που του παρέχει ο Νόμος σε σχέση με την τήρηση της αρχής της απαγόρευσης της  επαναπροώθησης και χωρίς να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια δυνάμει του άρθρου 18ΠΣΤ(1)(α) και (β), του Κεφ. 105.

 

Δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή που εκτίθενται συνοπτικά στα σημεία 1 και 2 ανωτέρω, αφορούν την πράξη απόρριψης της αίτησης του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, η οποία αποτελεί ξεχωριστή διοικητική πράξη που δεν προσβλήθηκε από τον αιτητή, δεν μπορούν να εξεταστούν στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Όπως υποδεικνύει η νομολογία, η αυτοτέλεια των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης είναι δεδομένη και αν αυτά δεν πάσχουν αφ΄ εαυτών, δεν είναι δυνατή η επιδίωξη ακύρωσης προηγούμενης απόφασης πάνω στην οποία στηρίχθηκε η έκδοση τους, η οποία όμως δεν προσβλήθηκε, (βλ. Mohammad Tajul Islam v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 997/2013, ημερομηνίας 9.7.2013, Elie Jamil El Khoury ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 5710/2013, ημερομηνίας 25.6.2013, και Lahl Badh Shah v. Δημοκρατίας,  Υπόθεση αρ. 979/2012, ημερομηνίας 11.12.2013).

Στην απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Dejic (2008) 3 Α.Α.Δ. 358, λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:

 

«Όπως υποδεικνύει η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Khatateav v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 19, δεν μπορεί ο εφεσίβλητος προσβάλλοντας αυτοτελώς τα διατάγματα κράτησης και απέλασης του, τα οποία αφ΄ εαυτών δεν πάσχουν, να επιδιώξει την ακύρωση των προηγούμενων αποφάσεων των καθ΄ ων, που απετέλεσαν και το υπόβαθρο για την έκδοση τους και οι οποίες δεν προσεβλήθησαν. Η Kedoum v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 505, σελ. 510, έθεσε τον ίδιο κανόνα ότι, δηλαδή, η προσβολή του διατάγματος απέλασης ήταν χωρίς υπόβαθρο και έρεισμα εφόσον αυτό ήταν το αποτέλεσμα της συνέχισης της παράνομης διαμονής του εκεί εφεσείοντα στην Κύπρο. Η απόρριψη του προηγουμένου αιτήματος του για παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας δεν είχε προσβληθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»

 

 

H απόφαση για απέλαση, όπως και κάθε άλλη προηγούμενη απόφαση που αφορά στο καθεστώς διαμονής αλλοδαπού και αποτελεί το υπόβαθρο για την απέλαση του από την Δημοκρατία, είναι αυτοτελώς εκτελεστή.  Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτητής δεν προσέβαλε την απόφαση απόρριψης του αιτήματος του για πολιτικό άσυλο, η οποία οριοθετεί και την περαιτέρω παραμονή του στην Δημοκρατία ως παράνομη, με αποτέλεσμα να καθίσταται απαγορευμένος μετανάστης. Συνεπώς, δεν νομιμοποιείται στο να θέτει οποιουσδήποτε ακυρωτικούς ισχυρισμούς που αφορούν στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ούτε μπορεί να ασκηθεί τέτοιος παρεμπίπτον έλεγχος στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής.

Θα πρέπει εξάλλου να λεχθεί ότι στο στάδιο της εξέτασης του αιτήματος του αιτητή για άσυλο εξετάστηκε και η δυνατότητα της αναγνώρισης του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, στη βάση προβληθέντων από τον αιτητή ισχυρισμών ως προς τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά την επιστροφή του στο Κονγκό, ισχυρισμοί που απορρίφθηκαν οριστικά με την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων.

 

Παρατηρώ, περαιτέρω, ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (τεκμήριο 6 στην ένσταση) στη σελίδα 5 και επ. πραγματεύεται και διερευνά πληροφορίες από «έγκυρες πηγές» αναφορικά με τη δυνατότητα επιστροφής στο Κονγκό ατόμου που η αίτηση για διεθνή προστασία απορρίφθηκε, καθώς και την πρόσφατη κατάσταση στη χώρα.  Σε ό,τι αφορά τα επιπρόσθετα στοιχεία και έγγραφα που προσκόμισε ο αιτητής στις 13.1.2014 για επανεξέταση, αυτά αξιολογήθηκαν προκαταρκτικά και κρίθηκε ότι δεν δικαιολογούσαν περαιτέρω επανεξέταση του αιτήματος του, ενόψει και της παράλειψης του και/ή του νομικού του εκπροσώπου να προσκομίσουν τα πρωτότυπα που του ζητήθηκαν.  Συνεπώς οι ισχυρισμοί του αιτητή ότι οι καθ' ων η αίτηση παραβίασαν την υποχρέωση τους για έρευνα ως προς τα πιο πάνω ζητήματα δεν ευσταθούν.

 

Κρίνω σκόπιμο να εξετάσω στη συνέχεια τον λόγο ακύρωσης που εκτίθεται στο σημείο 5, ανωτέρω.  Η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση αντιτείνει ότι η Οδηγία 2008/115/ΕΚ αφ' ης στιγμής έχει επαρκώς ενσωματωθεί στο Κεφ.105, οποιαδήποτε αναφορά θα πρέπει να γίνεται πλέον στις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας και όχι στην Οδηγία.  Ως προς την υποχρέωση παραχώρησης προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης, η συνήγορος παραπέμπει στην επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση, ημερομηνίας 27.1.2014, με την οποία ζητείται από τον αιτητή να προβεί σε όλες τις αναγκαίες διευθετήσεις ώστε να αναχωρήσει άμεσα, υποστηρίζοντας ότι υπήρχε αυτή η δυνατότητα του Διευθυντή, να μη χορηγήσει χρονικό διάστημα αναχώρησης, εφόσον έκρινε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 18ΟΘ(4), του Κεφ. 105.

 

Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της Οδηγίας 2008/115, καθιερώνει κοινούς κανόνες και διαδικασίες απομάκρυνσης και επαναπατρισμού υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν παράνομα, χωρίς τα κράτη μέλη να μπορούν να αποκλίνουν από τους κανόνες αυτούς παρά μόνο υπό τις συνθήκες που περιγράφονται στο άρθρο 4 της Οδηγίας.  Ούτε επιτρέπεται στα κράτη μέλη να θεσπίσουν αυστηρότερους κανόνες για τα διαδοχικά στάδια που αυτή προνοεί, (βλ. C61/11 PPU, Corte Dâpello di Trento κατά Hassen El Dridi, ή Soufi Karim, 28.4.2011, Ashgar v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 762/2011, ημερομηνίας 30.6.2011).

 

Κρίνω ότι η επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση, ημερομηνίας 27.1.2014, δεν τεκμηριώνει εκπλήρωση της υποχρέωσης των καθ' ων η αίτηση που διαλαμβάνεται στο άρθρο 18ΟΘ, του Κεφ. 105.  Παρόλο που  κοινοποιήθηκε στον αιτητή μετά την απόρριψη της αίτησης του για άσυλο από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, ακολούθησαν και άλλα αιτήματα επανεξέτασης της αίτησης ασύλου και νέες επιστολές της Διοίκησης, ημερομηνίας 31.3.2014 και 1.9.2014. Συνεπώς, η επιστολή αυτή δεν μπορεί να συνδεθεί άμεσα με το επίδικο διάταγμα απέλασης που εκδόθηκε ένα χρόνο αργότερα.

 

Περαιτέρω, παρόλο που ο αιτητής δεν φαίνεται να υπάγεται σε οποιανδήποτε από τις εξαιρέσεις εφαρμογής των άρθρων 180Δ μέχρι 18ΠΘ του Κεφ. 105 (βλ. 18ΟΕ(2) και (3)), δεν προκύπτει από το φάκελο να τηρήθηκαν οι πρόνοιες που επιβάλλουν την έκδοση απόφασης επιστροφής, η οποία να προβλέπει χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης που να κυμαίνεται μεταξύ επτά και τριάντα ημερών (άρθρο 180Θ), με τη δυνατότητα επιβολής υποχρεώσεων που στοχεύουν στην αποφυγή κινδύνου διαφυγής. Αυτά τα στάδια θα έπρεπε να προηγηθούν και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με απόφαση επιστροφής, τότε μόνο να εκδίδετο η απόφαση απέλασης δυνάμει των άρθρων 14 και 18Π(3)(α).

 

Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι, σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ C-554/13 Staatssercretaris voor Veiligheid en Justitie v. I.O, ημερομηνίας 11.6.2015:

 

 

«Το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115 έχει την έννοια ότι για τη χρήση της παρεχόμενης από τη διάταξη αυτή δυνατότητας μη χορηγήσεως προθεσμίας οικειοθελούς αναχωρήσεως, όταν ο ενδιαφερόμενος αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, δεν απαιτείται νέα εξέταση των στοιχείων που έχουν ήδη εξεταστεί για τη διαπίστωση της υπάρξεως του κινδύνου αυτού. Κάθε συναφής κανονιστική ρύθμιση ή πρακτική κράτους μέλους πρέπει, εντούτοις, να διασφαλίζει ότι εξακριβώνεται κατά περίπτωση εάν η μη χορήγηση προθεσμίας οικειοθελούς αναχωρήσεως συνάδει προς τα θεμελιώδη δικαιώματα του ενδιαφερομένου

 

(Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου) 

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, οι καθ' ων η αίτηση εξέδωσαν την απόφαση απέλασης αμέσως μετά τη σύλληψη του αιτητή από την Αστυνομία και βάσει της εισήγησης του Υπεύθυνου Κλιμακίου Αλλοδαπών Λευκωσίας, ημερομηνίας 18.2.2015 - στην οποία υπάρχει η χειρόγραφη σημείωση ημερομηνίας 19.2.2011  «δεν υπάρχει επαναπροώθηση» - όπως εναντίον του αιτητή εκδοθούν διατάγματα κράτησης και απέλασης.  Είναι πρόδηλο από τη νομική βάση των επίδικων διαταγμάτων, ότι η απέλαση στηρίχθηκε στο κοινό άρθρο 6(1), παρ. (κ) και (λ), επειδή ο αιτητής διαπιστώθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης, και στο γενικό άρθρο 14 του Κεφ. 105. Δεν γίνεται αναφορά, ούτε φαίνεται να ακολουθήθηκε, η διαδικασία των άρθρων 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ που εφαρμόζεται για τους παρανόμως παραμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών, όπως ήταν ο αιτητής.

 

Παρατηρώ συναφώς, ότι η μόνη πρόνοια που αναφέρεται από τους καθ΄ ων η αίτηση σε σχέση με τη διαδικασία επιστροφής υπηκόου τρίτης χώρας, είναι το άρθρο 18 ΠΣΤ(1), του Κεφ. 105, στο διάταγμα κράτησης (ερυθρό 131 στο διοικητικό φάκελο). Σύμφωνα με το άρθρο 18 ΠΣΤ, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ή όταν ο υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει τις διαδικασίες απέλασής του. Η κράτηση αυτή έχει την μικρότερη δυνατή διάρκεια και διατηρείται μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια.

 

Ωστόσο, δεν αναφέρεται οτιδήποτε στη σχετική απόφαση του Αν. Διευθυντή προς αιτιολόγηση της έκδοσης του εν λόγω διατάγματος, παρά μόνο ότι θεωρήθηκε πως ήταν αναγκαίο ο αιτητής να παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί. Αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για την απόφαση του Αν. Διευθυντή και, πολύ περισσότερο, δε συνάδει με τα όσα το προαναφερθέν άρθρο προβλέπει σε μια τέτοια περίπτωση (βλ. Yπόθεση αρ. 5630/13, Κale Ekema Ngomba v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 19.12.14).  Παρατηρώ δε παρενθετικά ότι η διάρκεια της κράτησης στην προκειμένη περίπτωση παρατάθηκε επανειλημμένα.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, θεωρώ ότι δικαιολογείται η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να χρειάζεται η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης που εγείρονται με την προσφυγή.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

 

Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

                                                                      Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

/ΣΓεωργίου


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο