ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D771
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.1170/2012)
20 Νοεμβρίου, 2015
[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 28, 35 ΚΑΙ 146
ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΡΗΓΟΡΗ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ευγενία Παπαγεωργίου - Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, μέλος της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, αφυπηρέτησε από τη Δύναμη στις 4.3.2011, στη βάση σύστασης Ιατροσυμβουλίου του Υπουργείου Υγείας, ημερομηνίας 13.10.2010, και σύμφωνα με τον Κ. 20(3) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989, (Κ.Δ.Π. 51/89), όπως αυτοί έχουν τροποποιηθεί. Τα πιο πάνω καταγράφονται σε επιστολή που απέστειλε προς τον αιτητή ο τότε Αρχηγός Αστυνομίας, ημερομηνίας 5.11.2010, με την οποία αυτός πληροφορείτο ότι είχε αποφασιστεί η αφυπηρέτησή του από τις τάξεις της Αστυνομίας, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, υγείας.
Ο αιτητής, ενόψει της ως άνω αφυπηρέτησής του, υπέβαλε, την 1.3.2011, στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αίτηση για σύνταξη ανικανότητας. Η αίτηση συνοδευόταν από ιατρικές γνωματεύσεις των θεραπόντων ιατρών του, ημερομηνίας 20.10.2010, οι οποίες κατέληγαν ότι αυτός ήταν ανίκανος να ασκεί το επάγγελμά του.
Στις 31.5.2011, ο αιτητής εξετάστηκε από Νεφρολογικό Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Σύμφωνα με τα ευρήματά του, αυτός έπασχε από «Ομόζυγο ομοκυστειναιμία και Μεμβρανώδη σπειραματονεφρίτιδα». Συνακόλουθα, το εν λόγω Συμβούλιο εξέφρασε τη γνώμη ότι ο ίδιος ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματός του. Στη βάση της γνωμάτευσης αυτής, το Υπουργείο απέρριψε την αίτησή του, ενημερώνοντάς τον, σχετικά, με επιστολή ημερομηνίας 6.7.2011. Στη συνέχεια, ο αιτητής, με επιστολή του ημερομηνίας 12.7.2011, προσέφυγε στην Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, ζητώντας επανεξέταση, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό. Ως εκ τούτου, στις 18.11.2011, αυτός εξετάστηκε από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο, επίσης, τον έκρινε ικανό για εργασία.
Ακολούθως, η Υπουργός, αφού προηγουμένως προσκομίστηκε από τον αιτητή η έκθεση του Ιατροσυμβουλίου του Υπουργείου Υγείας ημερομηνίας 13.10.2010, βάσει της οποίας ο ίδιος κρίθηκε ανίκανος για εργασία, έδωσε οδηγίες όπως η αίτησή του επαναξιολογηθεί. Σύμφωνα με τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο αξιολόγησε την υπό αναφορά έκθεση στις 24.2.2012 και διευκρίνισε ότι συμφωνούσε με την εκεί διάγνωση του Ιατροσυμβουλίου του Υπουργείου Υγείας, αλλά, με βάση τη δική του κλινική εξέταση, που πραγματοποιήθηκε στις 18.11.2011, και τα εργαστηριακά ευρήματα, σε συνδυασμό και με τη φύση της εργασίας του αιτητή, η οποία τα τελευταία χρόνια ήταν γραφειακή, θεωρούσε ότι αυτός ήταν ικανός για εργασία. Η Υπουργός, αφού μελέτησε όλα τα δεδομένα της υπόθεσης, υιοθέτησε τη γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου και απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή, κρίνοντας ορθή την απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων να απορρίψουν το αίτημά του για σύνταξη ανικανότητας, τον πληροφόρησε δε, σχετικά, με επιστολή ημερομηνίας 5.7.2012.
Με την παρούσα προσφυγή, προσβάλλεται η πιο πάνω απόφαση, της οποίας επιδιώκεται η ακύρωση, για διάφορους λόγους, οι οποίοι αφορούν στο ότι αυτή είναι αντίθετη με την αρχή της καλής πίστης και αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα και έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 26(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999), οι πράξεις της διοίκησης πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένες, ώστε να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος και να μπορεί να διαπιστώνεται, σε κάθε περίπτωση, η ορθή εφαρμογή του νόμου.
Το επαρκές ή μη της αιτιολογίας μιας διοικητικής απόφασης κρίνεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά και τη φύση της υπό εξέταση υπόθεσης. Η επάρκειά της δε, η οποία καθιστά το δικαστικό έλεγχο εφικτό, εξαρτάται όχι από την έκταση του λεκτικού της αλλά από την ουσία του περιεχομένου της. Παρέχεται, βέβαια, δυνατότητα συμπλήρωσής της από τα στοιχεία του φακέλου. Συγκεκριμένα, πρέπει, με σαφήνεια, να προκύπτει, μέσα από το διοικητικό φάκελο, τι ακριβώς είχε υπόψη του το αποφασίζον όργανο, όταν λάμβανε την απόφαση. Πρέπει, δηλαδή, από τα στοιχεία του φακέλου, να καταδεικνύονται, αναντίλεκτα, οι λόγοι που οδήγησαν στη λήψη της απόφασης, αφού δεν είναι έργο του δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης σε σχέση με το τι θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. (Βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. (Ε) 589, Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 και Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438.)
Στην προκειμένη περίπτωση, το λεκτικό της προσβαλλόμενης απόφασης είναι πολύ λακωνικό. Τα δε στοιχεία του φακέλου δεν αιτιολογούν τη διάσταση μεταξύ της άποψης του Ιατροσυμβουλίου του Υπουργείου Υγείας, το οποίο, στις 13.10.2010, έκρινε τον αιτητή ανίκανο για το επάγγελμα του αστυνομικού και αυτής του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, το οποίο, στις 18.11.2011 και στις 24.2.2012, τον έκρινε ικανό για την εν λόγω εργασία. Στη Βαρβάρα Χριστοφόρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 261/2000, 11.6.2001, αναφέρονται τα πιο κάτω, τα οποία είναι απολύτως σχετικά με την παρούσα υπόθεση:-
«΄Εχω τη γνώμη πως οι διαπιστώσεις των Ιατρικών Συμβουλίων που έγιναν για σκοπούς εξέτασης της αίτησης για παροχή σύνταξης ανικανότητας, καθώς επίσης και του Ιατροσυμβουλίου που έκρινε πως η υγεία της αιτήτριας την καθιστούσε ανίκανη για εργασία ως τηλεφωνήτρια, με επακόλουθο να αφυπηρετήσει πρόωρα, δεν ελέγχονται δικαστικά. Η λειτουργία όμως της διοίκησης, που αναμένεται να είναι χρηστή, επέβαλλε, νομίζω, να δοθούν οι αναγκαίες επιστημονικές εξηγήσεις ώστε να δικαιολογείται η έκδηλη διάσταση μεταξύ της άποψης του Ιατρικού Συμβουλίου, που έκρινε την αιτήτρια ανίκανη για εργασία και συνέστησε πάραυτα την πρόωρη αφυπηρέτηση της, και των Ιατρικών Συμβουλίων που διαπίστωσαν ακριβώς το αντίθετο.»
Στην προκειμένη περίπτωση, το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, στις 24.2.2012, ενώ συμφώνησε σε ό,τι αφορά τη διάγνωση του Ιατρικού Συμβουλίου του Υπουργείου Υγείας, που έκρινε τον αιτητή ανίκανο για εργασία, η οποία περιλαμβάνεται στην έκθεσή του ημερομηνίας 13.10.2010, συμπέρανε, σε πλήρη αντίθεση με αυτό, ότι ο αιτητής ήταν ικανός να ασκεί το επάγγελμα του αστυνομικού. Δεν έδωσε, όμως, τις αναγκαίες επιστημονικές εξηγήσεις, οι οποίες να αιτιολογούν τη συγκεκριμένη διαφοροποίηση. Περαιτέρω, από τον τρόπο που είναι διατυπωμένη η σχετική έκθεσή του, δε φαίνεται κατά πόσο οι εκθέσεις των θεραπόντων ιατρών του αιτητή λήφθηκαν υπόψη, αφού καμιά αναφορά ή σχολιασμός δε γίνεται σε σχέση με αυτές.
Σύμφωνα με τη νομολογία, σε περιπτώσεις αξιολόγησης ιατρικών εκθέσεων, όταν αυτές βρίσκονται σε διάσταση μεταξύ τους ως προς τα συμπεράσματά τους, όπως είναι η περίπτωση εδώ, πρέπει να δίδεται ειδική αιτιολογία για παράκαμψη αντιφατικών στοιχείων του φακέλου, η δε απλή αναφορά στην κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα του Ιατρικού Συμβουλίου δε θεωρείται ότι μπορεί να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της νομολογίας για σαφή και επαρκή αιτιολογία, (βλ. Ιωάννης Παπαδόπουλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 688/2008, 28.2.2011).
Υπό το φως, λοιπόν, όλων των ανωτέρω, η προσφυγή επιτυγχάνει, η δε προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος. Ως προς τα έξοδα, επιδικάζεται ποσό €1,200,00, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων η αίτηση.
Γ.Ν. Γιασεμής,
Δ.
/ΜΠ