ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Π. Ιουλιανού και Δ. Ιουλιανού (κα), για τον Αιτητή. Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-10-30 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΙΕΚΚΕΡΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΑΡΧΗΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ, Υπoθεση Αρ. 796/2012, 30/10/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D726

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 796/2012)

 

 

30 Οκτωβρίου, 2015

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΙΕΚΚΕΡΗ,

 

Αιτητής,

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΑΡΧΗΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

Π. Ιουλιανού και Δ. Ιουλιανού (κα), για τον Αιτητή.

 

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, με την οποία ο αιτητής κρίθηκε ένοχος πειθαρχικών παραπτωμάτων και του επιβλήθηκε ποινή, αμφισβητείται με την παρούσα προσφυγή.

 

O αιτητής είναι μόνιμος αξιωματικός στο στρατό της Δημοκρατίας και κατέχει το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη. Από δε τον Ιούλιο του 2010 εκτελεί καθήκοντα Διοικητή Τάγματος Αναπληρώσεως Απωλειών                 2ης Μεραρχίας (ΤΑΑ//ΙΙΜΠ).

 

Στις 15 Σεπτεμβρίου 2011, o Διοικητής του 49ου Λόχου, στον οποίο υπηρετεί ο γιος του αιτητή, υπέβαλε αναφορά στο Διοικητή της                       4ης Ταξιαρχίας (IV ΤΑΞ ΠΖ) ως προς τη συμπεριφορά του αιτητή απέναντι του. Το αντικείμενο του παραπόνου εστιαζόταν στην αντίδραση του αιτητή στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπιζόταν ο γιος του.

 

Ο αιτητής, ενεργώντας υπό την ιδιότητα του πατέρα, έστειλε, προς το Διοικητή της IV ΤΑΞ ΠΕΖ, επιστολή ημερ. 16 Σεπτεμβρίου 2011, με την οποία προέβαινε σε καταγγελίες εναντίον του Διοικητή του 49ου Λόχου για κατάχρηση εξουσίας, πλημμελή εκτέλεση καθηκόντων, κατάχρηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

 

Ο Διοικητής της 4ης Ταξιαρχίας (IV ΤΑΞ ΠΖ), με εντολή προς το Διοικητή του 804 Λόχου Ανεφοδιασμού Μεταφορών (804) (ΛΕΜ), διέταξε τη διενέργεια πειθαρχικής ανάκρισης και την υποβολή αιτιολογημένου πορίσματος.

 

Στις 27 Σεπτεμβρίου 2011, ο Διοικητής του 804 ΛΕΜ υπέβαλε υπηρεσιακή αναφορά στην οποία ανέφερε ότι, μετά την εξέταση των εμπλεκομένων δεν κατέστη δυνατό να εξαχθούν ακριβή συμπεράσματα όσον αφορά τα πραγματικά γεγονότα, ότι οι εμπλεκόμενοι συμφώνησαν ότι δεν υπάρχει πλέον αίτημα τους για εξέταση και ως εκ τούτου δεν κρινόταν σκόπιμη η διενέργεια πειθαρχικής ανάκρισης.

 

Ο αιτητής, υπό την ιδιότητα του πατέρα, με επιστολή του ημερ.                     1ης Νοεμβρίου 2011 προς το Διοικητή της 4ης Ταξιαρχίας (IV ΤΑΞ ΠΖ), προέβη και πάλι σε καταγγελία εναντίον του Διοικητή του 49ου Λόχου παραπονούμενος για τη συμπεριφορά του εν λόγω Διοικητή προς το γιο του και σε άλλους οπλίτες που υπηρετούσαν στον ίδιο Λόχο.

 

Ακολούθησε και πάλι υπηρεσιακή αναφορά του Διοικητή του                          49ου Λόχου προς το Διοικητή της 4ης Ταξιαρχίας (IV ΤΑΞ ΠΖ) με την οποία απαντούσε στις καταγγελίες του αιτητή. Αναφορές υποβλήθηκαν και από άλλους αξιωματικούς του Λόχου.

 

Στις 16 Νοεμβρίου 2011 ο Υποδιοικητής της 4ης Ταξιαρχίας (IV ΤΑΞ ΠΖ), αφού προέβη σε εξέταση των καταγγελιών του αιτητή, υπέβαλε υπηρεσιακή αναφορά με την οποία απέρριπτε τους ισχυρισμούς.

 

Με νέα επιστολή ημερ. 18 Νοεμβρίου 2011 ο αιτητής προέβη και πάλι σε καταγγελία εναντίον του Διοικητή του 49ου Λόχου. Ο τελευταίος υπέβαλε στις 5 Δεκεμβρίου 2011 υπηρεσιακή αναφορά απορρίπτοντας τις καταγγελίες εις βάρος του.

 

Οι ισχυρισμοί του αιτητή εξετάστηκαν από το Βοηθό Επιτελάρχη της               4ης Ταξιαρχίας (IV ΤΑΞ ΠΖ) και με αναφορά του ημερ. 29 Νοεμβρίου 2011 κρίθηκε ότι δεν στοιχειοθετούνταν οι καταγγελίες του.

 

Με επιστολή ημερ. 20 Δεκεμβρίου 2011 ο Διοικητής της 4ης Ταξιαρχίας (IV ΤΑΞ ΠΖ) ενημέρωσε τον αιτητή ότι, μετά την έρευνα που διενεργήθηκε δεν διαπιστώθηκε επιλεκτική συμπεριφορά εις βάρος του γιου του, και ταυτοχρόνως τον καλούσε σε κατ' ιδία συζήτηση του θέματος.

 

Ακολούθως στις 21 Δεκεμβρίου 2011 ο Διοικητής της 4ης Ταξιαρχίας (IV ΤΑΞ ΠΖ) υπέβαλε στο Επιτελικό Γραφείο Αρχηγού ΓΕΕΦ σχετική αναφορά.

 

Ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς με διαταγή του ημερ. 5 Ιανουαρίου 2012 προς τον Υποδιοικητή της ΙΙ ΜΠ, διέταξε τη διενέργεια ανάκρισης.

 

Ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς απέστειλε επιστολή ημερ.                          13 Ιανουαρίου 2012 στον αιτητή με την οποία τον πληροφορούσε ότι το ΓΕΕΦ θα προβεί σε διερεύνηση της υπόθεσης.

 

Ο Υποδιοικητής της ΙΙΜΠ, που είχε αναλάβει τη διεξαγωγή ανάκρισης, στις 25 Ιανουαρίου 2012 υπέβαλε το φάκελο της ανάκρισης και συνοπτική έκθεση προτείνοντας τον πειθαρχικό έλεγχο του αιτητή και του γιου του.

 

Ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς με διαταγή του ημερ. 15 Μαρτίου 2012 κάλεσε τον αιτητή σε απολογία μέχρι τις 23 Μαρτίου 2012.

 

Με την απάντηση του ημερ. 22 Μαρτίου 2012, ο αιτητής ανέφερε ότι οτιδήποτε είχε να πει θα το έλεγε ενώπιον του αρμόδιου πειθαρχικού ή δικαστικού οργάνου.

 

Τελικώς, στις 27 Απριλίου 2012, ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς τιμώρησε τον αιτητή με 2ήμερη φυλάκιση, 5νθήμερη κράτηση, 2ήμερη κράτηση και 3ήμερη φυλάκιση.

 

Όπως ήδη σημείωσα, η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον της πιο πάνω απόφασης.

 

Προβλήθηκε ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς. Συγκεκριμένα ότι παραβιάστηκαν οι Κανονισμοί 5(1), 6(1), 6(2) (3) και 8. Ο αιτητής εισηγήθηκε ότι η αναφορά έπρεπε να είχε υποβληθεί στο διοικούντα αξιωματικό, ο οποίος είχε την αποκλειστική αρμοδιότητα να επιληφθεί προσωπικά της έρευνας ως προς τη διάπραξη του πειθαρχικού αδικήματος και αυτός να επιβάλει την όποια πειθαρχική ποινή. Συνεπώς όπως ισχυρίζεται, ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς αναρμόδια είχε επιληφθεί της αναφοράς, της έρευνας και της πειθαρχικής δίωξης του.

 

Οι καθ'ων η αίτηση δεν αμφισβητούν ότι με βάση τους Πειθαρχικούς Κανονισμούς αρμοδιότητα για διεξαγωγή ανάκρισης ανήκει στο διοικούντα αξιωματικό, ο οποίος δεν ήταν ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς. Προβάλλουν, όμως, ότι η ανάκριση έγινε με βάση τον περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Δικονομίας Νόμο, Ν. 40/64  και ότι  ο Αρχηγός είχε αρμοδιότητα να διεξάγει την ανάκριση.

 

Το άρθρο 119 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα προβλέπει ότι:

 

″(1) Η ανάκριση, που ενεργείται δυνάμει του παρόντος Νόμου, τελεί υπό την εποπτεία και τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και διεξάγεται, είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν διαταγής του προσώπου που έχει δικαίωμα προς τούτο, όπως καθορίζεται στα εδάφια (2), (3) και (4).

 

(2) Δικαίωμα διεξαγωγής ανάκρισης έχουν ─

 

(α) αυτεπάγγελτα, ή μετά από οδηγίες του Υπουργού Άμυνας, ο Διοικητής.″

 

 

Το άρθρο 124(2) αναφέρει ότι:

 

 ″Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) και οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμού, ο Διοικητής, σε περίπτωση που κρίνει ότι από τα στοιχεία του φακέλου της ανάκρισης προκύπτει η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από οποιοδήποτε στρατιωτικό, δύναται -

 

(α) αφού προηγουμένως δώσει σ' αυτόν τη δυνατότητα να ακουσθεί, να του επιβάλει την αρμόζουσα, υπό τις περιστάσεις, πειθαρχική ποινή, εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του, που καθορίζεται στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς του Στρατού της Δημοκρατίας του 1962 μέχρι 1981 ή, ανάλογα με την περίπτωση, στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς του 1964 μέχρι 1979, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται..″

 

 

 

Στην υπό κρίση υπόθεση είμαι της γνώμης ότι η ανάκριση δεν έγινε με βάση τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα.

 

Υποβλήθηκε αναφορά στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς από το Διοικητή της IV ΤΑΞ ΠΖ. Κατόπιν τούτου ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς διέταξε τον Υποδιοικητή της ΙΙ ΜΠ «να διενεργήσει στρατιωτική ανάκριση η οποία να επεκταθεί προς κάθε κατεύθυνση και σε βάθος για εξακρίβωση των διαλαμβανόμενων στο (β) σχετικό, καταλογίζοντας τυχόν ευθύνες, όπου αυτές προκύψουν».

 

Στα υποβληθέντα, για σκοπούς ανάκρισης, έγγραφα δεν αναφέρεται πουθενά ότι πρόκειται για ανάκριση προς διάπραξη ποινικού αδικήματος, αλλά καταδεικνύεται ότι αφορούσαν πειθαρχικά παραπτώματα που ενδεχομένως έχουν διαπραχθεί από τον αιτητή.

 

Επομένως, δεν έγινε ανάκριση με βάση το άρθρο 124 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, προσδίδοντας με τον τρόπο αυτό αρμοδιότητα στον Αρχηγό. Με την αναφορά που υποβλήθηκε, ο Διοικητής της IV TAΞ ΠΖ δεν ισχυρίστηκε διάπραξη ποινικού αδικήματος αλλά αναφορά σε πειθαρχικό παράπτωμα. Η αναφορά, έπρεπε να είχε υποβληθεί στο διοικούντα αξιωματικό του αιτητή, ο οποίος θα προέβαινε στην έρευνα προσωπικά. Περαιτέρω, το άρθρο 119 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα αναφέρεται σε αυτεπάγγελτη διεξαγωγή ανάκρισης, που τελεί υπό την εποπτεία του Γενικού Εισαγγελέα. Στην παρούσα υπόθεση είχε υποβληθεί αναφορά στον Αρχηγό και ο Γενικός Εισαγγελέας δεν είχε οποιαδήποτε ανάμιξη. Η απλή αναφορά από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς στο άρθρο 124, δεν συνεπάγεται κα αρμοδιότητα για λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Στην υπόθεση Λεοντιάδης ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 732 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

″Συμφωνώ πως η διαδικασία που ακολουθήθηκε πάσχει στη ρίζα της και πως η ποινή ως επιβληθείσα αναρμοδίως είναι άκυρη. Αφού η αναφορά του υπολοχαγού περιείχε ισχυρισμό για τη διάπραξη παραπτώματος από τον αιτητή, το 222 ΤΠ στο οποίο υπεβλήθη, όφειλε να την αποστείλει στον διοικούντα αξιωματικό του. Ο οποίος, αφού ερευνούσε προσωπικώς θα μπορούσε είτε να επιβάλει ποινή είτε να παραπέμψει την υπόθεση στον αμέσως ανώτερο Διοικητή είτε, ως ο έχων το δικαίωμα προς τούτο (βλ. άρθρο 119 του Κώδικα), να διατάξει ανάκριση αν έκρινε ότι το παράπτωμα αποτελεί αδίκημα ή ότι χρήζει περαιτέρω έρευνας [βλ. Κανονισμός 6(3)]. Διαφορετική αντίκρυση θα αφαιρούσε κάθε νόημα από τους Πειθαρχικούς Κανονισμούς και θα αντιστρατευόταν το άρθρο 119 του Νόμου εφόσον δεν βρισκόμαστε μπροστά σε αυτεπάγγελτη διεξαγωγή ανάκρισης. Αντ' αυτού, η αναφορά του Υπολοχαγού προωθήθηκε στην ΙΙΜΠ η οποία και διέταξε τη συνεξέτασή της στο πλαίσιο της ανάκρισης που θα διεξαγόταν σε σχέση με τον υπολοχαγό. Πέρα από αυτά, είναι σαφές νομίζω πως ο Διοικητής της Εθνικής Φρουράς δεν άσκησε αρμοδιότητα κατ'επίκληση του άρθρου 124 του Κώδικα. Το άρθρο 124 παρέχει στον Διοικητή εξουσία να επιβάλλει "τας υπό των Κανονισμών προβλεπομένας πειθαρχικάς κυρώσεις" και να θέτει τη δικογραφία στο αρχείο, μόνο αν από τα έγγραφα και τις εκθέσεις "των επί της ανακρίσεως ανακριτικών υπαλλήλων μετά σχετικού πορίσματος", κρίνει ότι "δεν υπάρχουσιν εναντίον του υπό κατηγορία προσώπου ενδείξεις τελέσεως ποινικού τινός αδικήματος ή ότι τα βεβαιωθέντα γεγονότα δεν συνιστώσιν αξιόποινον πράξιν, αλλά συνιστώσιν πειθαρχικήν παράβασιν.″

 

 

(Σχετική επίσης είναι η Δημοκρατία ν. Χρυσιλίου (2001) 3  Α.Α.Δ. 967)

 

Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση εφαρμογή είχαν οι Πειθαρχικοί Κανονισμοί της Εθνικής Φρουράς του 1964 (Κ.Δ.Π. 554/64). 

 

Στον Κανονισμό 5(1) ορίζεται, ως διοικών αξιωματικός, ο Διοικητής της μονάδας στην οποία ανήκει το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Ο Κανονισμός 6 προβλέπει ότι, σε περίπτωση που υποβάλλεται αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός ότι μέλος της Εθνικής Φρουράς δυνατό να διέπραξε παράπτωμα, το ζήτημα θα αναφέρεται στο διοικούντα αξιωματικό του, ο οποίος επιλαμβάνεται προσωπικά της έρευνας, ασκεί τον προσήκοντα έλεγχο και επιβάλλει ποινή εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του. Με βάση το άρθρο 6(3) εάν το παράπτωμα αποτελεί αδίκημα ή χρήζει περαιτέρω έρευνας, ο διοικών αξιωματικός, διατάσσει ανάκριση.

 

Μετά το πέρας της ανάκρισης, ο ανακριτής υποβάλλει στο διοικούντα αξιωματικό έκθεση με το αποτέλεσμα της ανάκρισης, μαζί με τις καταθέσεις που έχουν ληφθεί και όλα τα σχετικά έγγραφα που είχαν προσαχθεί κατά την ανάκριση (άρθρο 8 (1)).

 

Αρμόδιο όργανο, με βάση τους Πειθαρχικούς Κανονισμούς, ήταν ο διοικών αξιωματικός του αιτητή, ο Διοικητής της Β Μεραρχίας Πεζικού (ΙΙ ΜΠ) και όχι ο αρχηγός της Εθνικής Φρουράς.

 

Με βάση τα πιο πάνω, καταδεικνύεται ότι η επιβληθείσα, στον αιτητή, τιμωρία, έγινε κατά παράβαση των Πειθαρχικών Κανονισμών. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο, ήτοι τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς, ο οποίος δεν νομιμοποιείτο επί του προκειμένου.

 

 

 

 

 

 

 

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται.

 

Τα έξοδα της προσφυγής επιδικάζονται υπέρ του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

 

                                              Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,

                                                           Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο