ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Α. Ευσταθίου, για την Αιτήτρια. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-10-30 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΟΔΕΣΤΑ ΑΝΔΡΟΚΛΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ ΚΑΙ/Η ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1505/2012, 30/10/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D723

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                           (Υπόθεση  Αρ. 1505/2012)

 

30 Οκτωβρίου, 2015

 

[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΟΔΕΣΤΑ ΑΝΔΡΟΚΛΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

 

Αιτήτρια,

KAI

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ ΚΑΙ/Η

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ,

 

Καθ'ων  η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

Α. Ευσταθίου, για την Αιτήτρια.

 

Ε. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για τους  Καθ΄ων

  η Αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερομηνίας 26.7.2012 με την οποία, μετά από επανεξέταση, τερμάτισαν το δημόσιο βοήθημα που της παρείχαν από 1.8.2009.

 

Η αιτήτρια πάσχει από σοβαρή αμφίπλευρη ακουστική απώλεια νευροαισθητηριακής μορφής. Είναι διαζευγμένη και μητέρα δύο ενηλίκων παιδιών, ηλικίας 23 και 20 χρόνων αντίστοιχα.

 

Στις 22.1.1996 η αιτήτρια υπέβαλε, λόγω της αναπηρίας, αίτηση για παροχή δημόσιου βοηθήματος, στην οποία δε δήλωσε κατά πόσο είχε οποιαδήποτε εισοδήματα ή περιουσία. Ακολούθως, διαπιστώθηκε, μετά από έρευνα, ότι η αιτήτρια ήταν κάτοχος περιουσίας πέραν των €170.000. Ενημερώθηκε ότι θα πρέπει να αξιοποιήσει την περιουσία της και της δόθηκε προς τούτο χρονικό περιθώριο έξι μηνών. Τον Ιούνιο του 2003 η παροχή του δημοσίου βοηθήματος τερματίστηκε.  Στις 6.11.2003 η αιτήτρια υπέβαλε εκ νέου αίτηση, η οποία απορρίφθηκε, λόγω ύπαρξης περιουσίας. Στις 10.4.2004 υπεβλήθη νέα αίτηση, στην οποία η αιτήτρια δήλωσε την περιουσία της και αποδέχθηκε δέσμευση μέρους αυτής, έναντι παροχής δημοσίου βοηθήματος. Η αίτηση εγκρίθηκε για παροχή δημοσίου βοηθήματος συμπεριλαμβανομένων και αναπηρικών δικαιωμάτων. Στις 8.12.2005 εκδόθηκε, στα πλαίσια της αγωγής 6515/2005 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, προσωρινό διάταγμα, με το οποίο δεσμεύτηκε ένα από τα επτά τεμάχια ακίνητης ιδιοκτησίας τα οποία κατείχε η αιτήτρια, διάταγμα που κατέστη απόλυτο στις 30.3.2006. Την 1.8.2009 τερματίστηκε η παροχή δημοσίου βοηθήματος προς την αιτήτρια, με βάση το άρθρο 3(10)(θ) του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου 95(Ι)/2006 (στο εξής «ο Νόμος»), αφού η αιτήτρια δε συνεργάστηκε με τους καθ΄ων η αίτηση για εξακρίβωση πληροφοριών σχετικά με την απασχόλησή της. Η αιτήτρια από το 2004 ανέλαβε εργασία ως κυβερνητική εργάτρια στο Επαρχιακό Ταχυδρομείο Λεμεσού. Στην ίδια υπηρεσία άρχισε να εργάζεται ως διανομέας και το μεγαλύτερο παιδί της. Η αγωγή 6515/2005 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία αφορούσε επιστροφή του χρηματικού ποσού το οποίο έλαβε η αιτήτρια κατά την περίοδο 19.4.2004 μέχρι 30.9.2005, απορρίφθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 29.1.2010. Εν τω μεταξύ, καταχωρήθηκε η προσφυγή 1410/2009, αναφορικά με τον τερματισμό παροχής δημοσίου βοηθήματος, η οποία τελικά απεσύρθη λόγω επανεξέτασης. Μετά την επανεξέταση οι καθ΄ων η αίτηση τερμάτισαν την παροχή δημόσιου βοηθήματος η οποία κοινοποιήθηκε με συστημένη επιστολή ημερομηνίας 26.7.2012, με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.

 

Η αιτήτρια επικαλείται ως λόγους ακύρωσης της απόφασης (α) την ελλιπή έρευνα, πλημμελή αιτιολογία και ουσιώδη πλάνη, και (β) ότι δεν υπήρξε ορθή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Διευθυντή.

 

Σε συνάρτηση με το λόγο ακύρωσης (α) στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου της αιτήτριας αμφισβητείται ότι ο μισθός της αιτήτριας εμπίπτει στην ερμηνεία της λέξης «προσοδοφόρος» που προνοείται στο άρθρο 3(10)(α) του Νόμου και διερωτάται αν ερευνήθηκε κατά πόσο το μηνιαίο εισόδημα της αιτήτριας επαρκεί για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών αναγκών της ίδιας και των εξαρτώμενων της. Η δε επίκληση της ύπαρξης ακίνητης περιουσίας είναι άσχετη και αυθαίρετη, εισηγείται η συνήγορος, αφού δε διευρευνήθηκε η δυνατότητα αξιοποίησης της περιουσίας της. Περαιτέρω, εισηγείται ότι το κατά πόσο η αιτήτρια «αυτοεξυπηρετείται» και είναι «ενταγμένη στο κοινωνικό σύνολο» συνιστούν εξωγενή στοιχεία τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την παροχή ή όχι δημόσιου βοηθήματος. Το ζητούμενο δεν είναι, σύμφωνα με τη συνήγορο, αν η αιτήτρια αυτοεξυπηρετείται και είναι ενταγμένη στο κοινωνικό σύνολο, αλλά κατά πόσο το εισόδημά της ως καθαρίστρια στο Ταχυδρομείο είναι ο μόνος οικονομικός της πόρος, και αν αυτό επαρκεί για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών αναγκών, τόσο της ίδιας, όσο και των εξαρτώμενων τέκνων της. Δεν έχει προσκομιστεί ο,τιδήποτε που να συνηγορεί υπέρ της άποψης των καθ΄ων η αίτηση ότι η αιτήτρια αυτοεξυπηρετείται ή ότι είναι ενταγμένη στο κοινωνικό σύνολο. Πρόκειται για πλημμελή αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης, αφού εμπεριέχει αντιφατικές προτάσεις που αναιρούν η μία την άλλη, εμπεριέχει στοιχεία τα οποία είναι άσχετα με τα οριζόμενα στο Νόμο, είναι πεπλανημένη ως μη λαμβάνουσα υπόψη όλα τα πραγματικά δεδομένα και, γενικά, δε συνιστά αιτιολογία σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές, όπως έχουν κωδικοποιηθεί στα άρθρα 26, 28, 45 και 46 του Νόμου 158(Ι)/1999

 

Αναπτύσσοντας το λόγο ακύρωσης (β), η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας στη γραπτή της αγόρευση παραπέμπει στα πραγματικά δεδομένα της αιτήτριας, τα οποία, κατά την εισήγησή της, συνιστούν ειδικές περιστάσεις, οι οποίες συνηγορούν στη συνέχιση της παροχής του δημόσιου βοηθήματος. Εισηγείται δε ότι, κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, ο Διευθυντής δεν ενήργησε σύμφωνα με το περί δικαίου αίσθημα και η απόφασή του είναι ανεπιεικής και άδικη.

 

Όπως προσδιορίζεται στην αγόρευση, δεν είναι δυνατόν η αιτήτρια να είναι ανάπηρο άτομο και να αποδίδεται σ΄ αυτήν ότι αυτοεξυπηρετείται, χωρίς να έχει προσκομιστεί ο,τιδήποτε που να συνηγορεί υπέρ αυτής της άποψης. Υπάρχει έλλειψη επαρκούς έρευνας και δέουσας αιτιολογίας, εισηγείται η συνήγορος. Επίσης, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η απόφαση πάσχει λόγω μη επαρκούς διευρεύνησης των ειδικών περιστάσεων της αιτήτριας, η οποία είναι κωφάλαλη, αντιμετωπίζει πρόβλημα στον σπόνδυλο/αυχένα, είναι διαζευγμένη και έχει επιβαρυνθεί οικονομικώς με χρέη και οφειλές που προέκυψαν κατά τη διάρκεια του γάμου της, είναι μονογονιός και έχει δύο εξαρτώμενα πρόσωπα. Τα γεγονότα αυτά, ισχυρίζεται η αιτήτρια, συνιστούν ειδικές περιστάσεις, οι οποίες συνηγορούν στη συνέχιση της παροχής του δημόσιου βοηθήματος.

 

Από την άλλη, στη γραπτή αγόρευση της Δημοκρατίας αναφέρεται ότι οι καθ΄ων η αίτηση προέβησαν σε ενδελεχή έρευνα, πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, και πως η επάρκεια της έρευνας στην προκείμενη περίπτωση συναρτάται με τη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με τη συνέχιση παροχής δημόσιου βοηθήματος στην αιτήτρια κατά τον επίδικο χρόνο. Μετά την ανάκληση της απόφασης ημερομηνίας 1.8.2009, για διακοπή του δημοσίου βοηθήματος λόγω έλλειψης συνεργασίας της αιτήτριας, οι καθ΄ων η αίτηση προέβηκαν σε επανεξέταση της υπόθεσης, στα πλαίσια της οποίας συγκέντρωσαν στοιχεία και είχαν συναντήσεις τόσο με την αιτήτρια όσο και με την κόρη της, για να διακριβωθεί κατά πόσο έπρεπε να συνεχιστεί η αποκοπή του βοηθήματος, με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που επικρατούσε την επίδικη περίοδο. Στη βάση των στοιχείων που τέθηκαν στη διοίκηση και τα οποία περιέχονται στο διοικητικό φάκελο, οι καθ΄ων η αίτηση εισηγούνται ότι υπάρχει αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου και, επίσης, ότι έχει διεξαχθεί επαρκής έρευνα όπου λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη γεγονότα.

 

Η νομοθετική διάταξη που διέπει την παρούσα υπόθεση είναι το  άρθρο 3(10)(α)(1) του Νόμου το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

 

«3(10) Δημόσιο βοήθημα δεν παρέχεται:

 

(α) για οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποία ο αιτητής απασχολείται πλήρως σε προσοδοφόρα εργασία:

 

Νοείται ότι, εάν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, ο Διευθυντής δύναται να εγκρίνει την παροχή δημόσιου βοηθήματος, έστω και αν αυτά απασχολούνται πλήρως σε προσοδοφόρα εργασία:

 

(ι) σε ανάπηρα άτομα.»

 

Στην παρούσα περίπτωση, θεωρώ ότι η αιτήτρια απασχολείται πλήρως σε προσοδοφόρα εργασία και, συνεπώς, η παροχή δημόσιου βοηθήματος εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή σε περίπτωση που συντρέχουν ειδικές περιστάσεις. Η περί του αντιθέτου εισήγηση της κας Ευσταθίου δε με βρίσκει σύμφωνη. Το γεγονός ότι η αιτήτρια εργάζεται ως κυβερνητική εργάτρια και είναι πλήρως απασχολημένη με σταθερό μηνιαίο μισθό, θεωρώ ότι είναι αρκετό για να θέσει την περίπτωση της αιτήτριας εντός της εμβέλειας της πιο πάνω νομοθετικής διάταξης. Και αυτό γιατί, από τη στιγμή που η αιτήτρια λαμβάνει σταθερό μηνιαίο μισθό, σημαίνει ότι η εργασία της αποφέρει προσόδους. Το γεγονός ότι έχει χρέη, και μέρος του μηνιαίου μισθού της καταβάλλεται στα χρέη της, δεν αλλοιώνει την κατάσταση. Άλλωστε, δε θα μπορούσε να δοθεί τέτοια ερμηνεία στο Νόμο προσθέτοντας σ΄ αυτό διατάξεις που δεν υφίστανται.

 

Παραθέτω αυτούσιο το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης, η οποία περιλαμβάνεται στην επιστολή που απεστάλη στην αιτήτρια, ημερομηνίας 26.7.2012:

 

«Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους και της σχετικής νομοθεσίας, από το 1990 παρείχαν στην οικογένεια σας σημαντική οικονομική βοήθεια για κάλυψη των βασικών και ειδικών σας αναγκών με κάποιες διακοπές ή/και αναπροσαρμογές στο επίδομα, ανάλογα με τα κατά καιρούς κοινωνικό οικονομικά δεδομένα σας. Παράλληλα σας παρασχέθηκε συμβουλευτική καθοδήγηση και στήριξη,  ώστε να μπορέσετε να αντεπεξέλθετε στα διάφορα προβλήματα που αντιμετωπίζατε, λόγω της αναπηρίας και του διαζυγίου με το σύζυγο σας.

 

Επιπρόσθετα οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας σας παραχώρησαν οικονομική βοήθεια για καταβολή τόκων οικιστικού δανείου, που αφορά ανέγερση της κατοικίας σας.

 

Με βάση τα στοιχεία πληρωμών από τις 19/4/2004 μέχρι την 31/7/2009 λάβατε δημόσιο βοήθημα από τις Υπηρεσίες μας συνολικού ύψους €65,201,47.

 

Με την στήριξη των Υπηρεσιών μας, αλλά και τη δική σας προσπάθεια έχετε καταφέρει να μεγαλώσετε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα τα παιδιά σας, τα οποία έχουν πλέον ενηλικιωθεί. Ο γιος σας, όπως μας έχετε ενημερώσει, έχει ήδη αποκατασταθεί επαγγελματικά, αφού άρχισε να εργάζεται στο Τμήμα Ταχυδρομικών Υπηρεσιών και η κόρη σας, η οποία έχει αποφοιτήσει από το Λύκειο, έχει αρραβωνιαστεί.

 

Καθοριστικής σημασίας, αποτελεί επίσης η ανάληψη εργασίας από μέρους σας, από τις 19/7/2004 στο Τμήμα Ταχυδρομικών Υπηρεσιών ως Κυβερνητική Εργάτρια, γεγονός το οποίο, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία που έχουμε, αποφύγατε να ενημερώσετε τις Υπηρεσίας μας, κατά παράβαση της σχετικής Νομοθεσίας.

 

Σημειώνεται επίσης ότι πέραν των εισοδημάτων σας από εργασία, κατέχετε σημαντική ακίνητη περιουσία της οποίας η εκτιμημένη αγοραία αξία, με βάση επιτόπια έρευνα που διεξήγαγε το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ανέρχεται σε €176,498,53, σε τιμές του 2006.

 

Σύμφωνα με την αξιολόγηση του αρμόδιου Λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, διαπιστώνεται ότι πέραν του βαθμού δυσκολίας που έχετε στα θέματα επικοινωνίας, είσαστε σε θέση να αυτοεξυπηρετείστε πλήρως και δεν αντιμετωπίζετε σοβαρά προβλήματα κοινωνικής ένταξης λόγω της αναπηρίας σας. Οι σχέσεις σας με τα παιδιά σας είναι αρμονικές και φαίνεται επίσης ότι έχετε υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο σας παρέχει κάθε δυνατή στήριξη και βοήθεια.

 

Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω δεδομένα της οικογένειας σας, ότι δηλαδή είσαστε πλήρως απασχολημένη με σταθερό μηνιαίο μισθό, κατέχετε ακίνητη περιουσία της οποίας η αξία υπολογίστηκε σε 176,498,53 σε τιμές του 2006, τα παιδιά σας έχουν ενηλικιωθεί, αυτοεξυπηρετείστε και είσαστε πλήρως ενταγμένη στο κοινωνικό σύνολο με υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον, κρίνουμε ότι δεν συντρέχουν πλέον ειδικές περιστάσεις ώστε να συνεχίσει η ενεργοποίηση της δυνητικής πρόνοιας του άρθρου 3 10(α)(ι) του Περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου 95(Ι)/2006, για συνέχιση της παροχής σ΄ εσάς δημοσίου βοηθήματος.

 

Ως εκ τούτου με βάση το άρθρο 3(10)(α), του ίδιου Νόμου, η παροχή Δημοσίου Βοηθήματος τερματίζεται από 1/8/2009, αφού είστε πλήρως απασχολούμενο άτομο.»

 

Δεν υπάρχει αμφισβήτηση των γεγονότων που λήφθηκαν υπόψη από τους καθ΄ων η αίτηση. Αυτό που ουσιαστικά αμφισβητείται είναι τα συμπεράσματα στα οποία οδηγήθηκε η διοίκηση με βάση τα γεγονότα που αναφέρονται πιο πάνω και κατά πόσο υπήρξε ορθή άσκηση της σχετικής διακριτικής της ευχέρειας.

 

Ως εκ τούτου, αυτό που απομένει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η επίδικη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και υποστηρίζεται από επαρκή αιτιολογία.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που επισυνάπτονται στην ένσταση και την γραπτή αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση, καθώς και από το διοικητικό φάκελο, ζητήθηκαν στοιχεία από την αιτήτρια και από τα παιδιά της και υπήρξε συνάντηση με την αιτήτρια. Θεωρώ ότι η έρευνα που έγινε ήταν επαρκής και ότι για τη λήψη της απόφασης λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα.

 

Το γεγονός ότι η αιτήτρια είναι ανάπηρο άτομο δε σημαίνει ότι άνευ άλλου δικαιολογείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Διευθυντή υπέρ της παροχής δημοσίου βοηθήματος. Θα πρέπει να καταδειχθούν ειδικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την παροχή τέτοιου βοηθήματος. Το συμπέρασμα της διοίκησης ότι η αιτήτρια αυτοεξυπηρετείται, προφανώς, στηρίχθηκε στην έρευνα που έγινε, η οποία περιελάμβανε και συνάντηση με την ίδια την αιτήτρια. Ο δε ισχυρισμός περί πλάνης βαρύνει την αιτήτρια και, με βάση τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, θεωρώ ότι δεν έχει τεκμηριωθεί. Αναφορικά με την ακίνητη περιουσία της αιτήτριας, καταγράφεται ως ένας παράγοντας που λήφθηκε υπόψη, χωρίς όμως να στηρίζεται η απόφαση αποκλειστικά σ΄ αυτό το στοιχείο, ως περιουσιακό στοιχείο που αποδίδει εισοδήματα.

 

Με βάση τα γεγονότα που ίσχυαν κατά τον επίδικο χρόνο, ο γιος της αιτήτριας εργαζόταν στο Τμήμα Ταχυδρομικών Υπηρεσιών, ενώ η κόρη της μόλις τέλειωσε το σχολείο, αρραβωνιάστηκε και διέμενε αρχικά στο σπίτι της πεθεράς της και αργότερα με τον αρραβωνιαστικό της σε ενοικιαζόμενη οικία. Με αυτά τα δεδομένα, δε θεωρώ ορθή την εισήγηση της αιτήτριας ότι είναι μητέρα δύο εξαρτωμένων από αυτήν παιδιών. Συνακόλουθα, δε θεωρώ ότι εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση το άρθρο 9(ζ) του Νόμου, το οποίο ίσχυε τότε.

 

Όπως έχει νομολογηθεί, όταν μια απόφαση λαμβάνεται κατά διακριτική ευχέρεια το διοικητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, εφόσον με την ορθή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας έχει ληφθεί μια απόφαση η οποία ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του υλικού το οποίο βρισκόταν ενώπιον της Διοίκησης. Ωστόσο το Δικαστήριο υποχρεούται να επέμβει σε περίπτωση που η διακριτική ευχέρεια ασκείται με πλημμελή τρόπο, όπως π.χ. όπου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί έγκυρα να υποστηριχθεί από τη δοθείσα αιτιολογία ή όπου ουσιώδεις παράγοντες δε λήφθηκαν δεόντως υπόψη (βλ. Χριστοφίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 294).

 

Με βάση όλα τα στοιχεία που τέθηκαν, δε θεωρώ ότι έχουν καταδειχθεί ειδικές περιστάσεις που να δικαιολογούν διαφορετική άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης.

 

Ενόψει των πιο πάνω, θεωρώ ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό για την Διευθύντρια να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια υπέρ της απόρριψης του αιτήματος.

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται, με €500 έξοδα εναντίον της αιτήτριας. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

                                                                           Κ. Σταματίου,

                                                                                     Δ.

 

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο