ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παρπαρίνος, Λεωνίδας κ. Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή κα Α. Χρίστου, για την Καθ΄ ης η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-10-05 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΕΤΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1447/2012, 5/10/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D653

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 1447/2012)

 

05 Οκτωβρίου, 2015

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΠΕΤΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Αιτητής,

ν.

 

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ΄ ης η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

κ. Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή

κα Α. Χρίστου, για την Καθ΄ ης η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Προσβάλλεται η αναδρομική προαγωγή του Γ.Λ. Δημητρίου (ο ενδιαφερόμενος) στη μόνιμη θέση Ανώτερου Τεχνίτη/Βοηθού Ανώτερου Τεχνικού Δικτύου (Εναέρια), Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών - Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου-Λάρνακας, από 1/5/08.

 

Η επίδικη απόφαση που λήφθηκε στη συνεδρία της Αρχής, ημερ.11.9.12 ήταν το αποτέλεσμα δεύτερης επανεξέτασης μετά την ακυρωτική απόφαση στην Πέτρος Γεωργίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Προσφυγή 631/08, ημερ. 19.2.10 και ακολούθως στην Πέτρος Γεωργίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υποθ. αρ. 1208/10, ημερ.10.2.12Ο λόγος ακυρότητας που διαπιστώθηκε ήταν ότι η απλή σύγκριση της αρχικής σύστασης του Γενικού Διευθυντή  με τη νέα έδειχνε πως είναι στην ουσία πανομοιότυπες, όπως και η σύσταση της Συμβουλευτικής Υποεπιτροπής και του Διοικητικού Συμβουλίου. Συνεπώς η υιοθέτηση τους και η πανομοιότυπη αιτιολογία με την αποδοκιμασθείσα στην ακυρωτική απόφαση συνιστούσε ευθεία παράβαση του δεδικασμένου.

 

Το θέμα παραπέμφθηκε ενώπιον της Συμβουλευτικής Υποεπιτροπής για θέματα προσωπικού. Αυτή, αφού κατέγραψε παρατηρήσεις για τους υποψήφιους, που αφορούσαν στη σταδιοδρομία/πείρα τους και στην εκπαίδευση τους, άκουσε τη νέα σύσταση του Γενικού Διευθυντή.  Ήταν η ακόλουθη:

«Ως προς το κριτήριο αξία, παρατηρώ ότι ο Γεώργιος Λ Δημητρίου και ο Πέτρος Γεωργίου, κρίνονται σύμφωνα με την πάγια νομολογία ισοδύναμοι.  Η διαφορά 2Α σε  διάστημα 5 ετών δεν μπορεί παρά χαρακτηριστεί οριακή.  Σημειώνω ακόμη το γεγονός πως κατά τον ουσιώδη χρόνο, 2002-2006, η οριακή διαφορά αυτή του Πέτρου Γεωργίου, βρίσκεται στα απομακρυσμένα έτη 2002 και 2003 ενώ στα πιο πρόσφατα έτη, ήτοι 2005 και 2006, ο Γεώργιος Λ Δημητρίου υπερέχει έναντι του Πέτρου Α Γεωργίου κατά 2Α.  Είναι συνεπώς καταφανές πως οι εν λόγω δύο υποψήφιοι δεν μπορούν παρά να χαρακτηριστούν ισοδύναμοι σε αξία.

 

Στο κριτήριο αρχαιότητα, παρατηρώ ότι ο Γεώργιος Λ Δημητρίου υπερέχει έναντι του Πέτρου Γεωργίου, κατά 4 μήνες, λαμβάνοντας υπόψη μου την προηγούμενη της κρινόμενης θέσης προαγωγή. Το κριτήριο της αρχαιότητας καταδεικνύει και την πείρα του Γεώργιου Λ Γεωργίου και κατά συνέπεια ως παράγοντας προσμετρά στην αξία του.

 

Ως προς τα προσόντα, παρατηρώ ότι ο Πέτρος Γεωργίου κατέχει Απολυτήριο Λυκείου πέραν του Απολυτηρίου της Τεχνικής Σχολής που κατέχει και ο Γεώργιος Λ Δημητρίου.  Η κατοχή του Απολυτηρίου του Λυκείου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σχετικό με τα καθήκοντα της κρινόμενης θέσης προσόν, αφού πρόκειται θέση Ανώτερου Τεχνίτη/Βοηθού ανώτερου Τεχνικού δικτύου (Εναέρια Δίκτυα).  Επομένως, όπως είναι νομολογημένο πρόσθετα προσόντα που δεν σχετίζονται με τα καθήκοντα της κρινόμενης θέσης μόνο περιθωριακή σημασία μπορούν να έχουν.»

 

Μετά την αποχώρηση του Διευθυντή, τα μέλη σύστησαν ομόφωνα τον ενδιαφερόμενο, υιοθετώντας κατά λέξη την αιτιολογία της πιο πάνω σύστασης. Ακολούθησε η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, που, αφού έλαβε υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή και της εισήγηση της υποεπιτροπής σε συνδυασμό με τα ευρήματα της ακυρωτικής απόφασης, κατέληξε κατά πλειοψηφία (με δυο ψήφους εναντίον) στην απόφαση για την προαγωγή του ενδιαφερομένου. 

 

Ο λόγος ακύρωσης που καταρχήν πρέπει να εξεταστεί είναι η παράβαση του δεδικασμένου της πρώτης ακυρωτικής απόφασης ημερ.19.2.10, βάσει του οποίου κατ' ισχυρισμόν του αιτητή υπερέχει του ε.μ. σε αξία (ετήσιες εκθέσεις), προσόντα, ικανότητα, επίδοση και απόδοση ενώ ισοβαθμεί στην πείρα, στις οργανωτικές και εποπτικές ικανότητες και υστερεί μόνο σε αρχαιότητα κατά 4 μήνες. Ο ευπαίδευτος συνήγορος στηρίζει την εισήγηση του στο εξής απόσπασμα της απόφασης του δικαστή Κληρίδη που εξέδωσε την πρώτη ακυρωτική απόφαση:

«Στην αγόρευσή του ο συνήγορος του αιτητή προβαίνει στην παράθεση λεπτομερών στοιχείων, τα οποία εξάγονται από το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και ετήσιων εκθέσεων, τόσο για τον αιτητή, όσο και για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι:

 

·        Ο αιτητής υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους στα θέματα αξιολόγησης επί των Ετήσιων Εκθέσεων.

·        Ο αιτητής υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους σε Προσόντα, Ικανότητα, Επίδοση και Απόδοση.

·        Ο αιτητής ισοβαθμεί με το ενδιαφερόμενο μέρος στον τομέα της Πείρας, Οργανωτικών και Εποπτικών Ικανοτήτων.

·        Το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί του αιτητή μόνο στον τομέα της Αρχαιότητας με τετράμηνη μόνο υπεροχή.»

 

Θεωρεί ότι εφόσον η συγκριτική εικόνα ως προς τα επιμέρους κριτήρια επιλογής του Καν.23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου Κανονισμών του 1986 ήταν επίδικο θέμα και το Δικαστήριο συμφώνησε με την εισήγηση του αιτητή, η επί του προκειμένου αιτιολογία των καθ' ων η αίτηση που ενσωματώνει τη σύσταση και εισήγηση της Συμβουλευτικής Υποεπιτροπής  στο βαθμό που περιέχει κρίση ισοδυναμίας του ε.μ. με τον αιτητή στο κριτήριο της αξίας και των προσόντων καθώς και υπεροχής του ε.μ. σε πείρα, παραβιάζει το δεδικασμένο. Παρόλα αυτά ο δικηγόρος του αιτητή, αναλύει και την υπεροχή  ή ισοδυναμία του αιτητή στα πλείστα επιμέρους κριτήρια προαγωγής, επιζητώντας κρίση του παρόντος Δικαστηρίου για αυτά.

 

Η καθ'ης η αίτηση αντιτείνει ότι η εν λόγω αναφορά στην ακυρωτική απόφαση, χωρίς το Δικαστήριο να υπεισέλθει στην εξέταση των επιμέρους ισχυρισμών του αιτητή για υπεροχή στα κριτήρια επιλογής, δεν παράγει ουσιαστικό δεδικασμένο. Απλά το δικαστήριο το ανέφερε υποθετικά για να καταλήξει στο κατά πόσο με επάρκεια και αιτιολογημένα δεν συστήθηκε ο αιτητής. Τέτοιο δεδικασμένο δεν παράγεται ούτε από τη  δεύτερη ακυρωτική απόφαση. Περαιτέρω αναφέρουν ότι η σύσταση αυτή την φορά συμμορφώνεται πλήρως με το δεδικασμένο και αφετέρου ότι η αιτιολογία της απόφασης  είναι σε πλήρη σύμπνοια με τα δεσμευτικά ευρήματα των ακυρωτικών αποφάσεων αλλά και με τις καθιερωμένες αρχές της Νομολογίας για το θέμα της αξίας και των πρόσθετων προσόντων. Διαζευκτικά  προβάλλοντας την αρχή της Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, θεωρεί ότι ο αιτητής εμποδίζεται να επαναφέρει τον ισχυρισμό για σύγκρουση της σύστασης και της τελικής απόφασης με τα στοιχεία των φακέλων και τις κρίσεις των άμεσα προϊσταμένων, επειδή τον είχε προβάλει και στην Προσφυγή αρ.1208/10, αλλά δεν εξετάστηκε και παρόλα αυτά δεν καταχώρησε έφεση ως επιτυχών διάδικος προκειμένου να εξεταστεί.

 

Στο σύγγραμμα του Επ. Σπηλιωτόπουλου (παρ.571) ''Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου'', Τόμος 2, 14η Έκδοση κατά την ανάλυση του σχετικού δεδικασμένου ως προς τα ''διοικητικής φύσεως'' ζητήματα που κρίθηκαν με σκέψεις οι οποίες διατυπώνονται στην αιτιολογία της απόφασης, αναφέρονται τα εξής:

 

«Όσον αφορά τα «διοικητικής φύσεως» ζητήματα, πρέπει να συντρέχουν οι συνήθεις προϋποθέσεις του δεδικασμένου: ταυτότητα προσώπων (ΣΕ 46/1973) και ταυτότητα διαφοράς (ΣΕ 2280/1991), δηλαδή διαφοράς που θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά ή νομικά δεδομένα (ΣΕ 1429/1986, 2139/1993).  Είναι δε «διοικητικής φύσεως» ζητήματα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που ρυθμίζονται από κανόνες του διοικητικού δικαίου και αναφέρονται στη μείζονα ή την ελάσσονα πρόταση του συλλογισμού της απόφασης, εφόσον ήταν αντικείμενο διάγνωσης και κρίσης και βρίσκονται σε συνάρτηση με το συμπέρασμα που έγινε δεκτό από την απόφαση (ακύρωση της πράξης ή απόρριψη της αίτησης), δηλαδή, αποτελούν το στήριγμα του συμπεράσματος αυτού.»

Η απόφαση του ΣτΕ 2103/00 αναλύει το θέμα ως εξής:

 

«'Ειδικότερα το πιο πάνω δεδικασμένο καλύπτει και διοικητικής φύσεως ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως, ακόμη και όταν στην ακυρωτική απόφαση δεν υπάρχει ρητή σκέψη γι' αυτά, εφόσον όμως τα τελευταία συνδέονται άρρηκτα με το κύριο ζήτημα, κατά τρόπο ώστε η διαμόρφωση της τελικής γι' αυτό κρίσης να προϋποθέτει κατά λογική αναγκαιότητα την προηγούμενη κρίση και των ζητημάτων αυτών......

 

Αντιθέτως το δεδικασμένο δεν καλύπτει ζητήματα που δεν συνδέονται κατά τρόπο στενό και άρρηκτο με το κριθέν κύριο ζήτημα, δηλαδή, όταν η διαμόρφωση της τελικής κρίσης δεν προϋποθέτει, κατά λογική αναγκαιότητα, την προηγούμενη γι' αυτά κρίση. ΄Ετσι από μια παρεμβαλλόμενη αρνητική για υπάλληλο κρίση της Διοίκησης, σε διαδικασία προαγωγών, σχετικά με την έλλειψη στο πρόσωπό του μιας προϋπόθεσης, δεν συνάγεται, κατά λογική αναγκαιότητα η συνδρομή όλων των άλλων όρων και προϋποθέσεων για την επίμαχη κρίση. Κατά συνέπεια η ακυρωτική της κρίσεως αυτής απόφαση του ΣτΕ δημιουργεί δεδικασμένο μόνο ως προς το προσόν ή την προϋπόθεση που αμφισβήτησε η διοίκηση και όχι ως προς όλες τις άλλες προϋποθέσεις, εφόσον δεν συνδέονται στενά και άρρηκτα με αυτό. Τέλος, δεδικασμένο δεν δημιουργείται για θέματα που αναφέρονται αφηγηματικά στην ακυρωτική απόφαση.''

 

 

Στο σύγγραμμα της Ευαγγελίας Κουτούπα-Ρεγκάκου «Το δεδικασμένο των αποφάσεων των Διοικητικών Δικαστηρίων» (σελ.143 και 145) επίσης αναφέρεται:

«Το δεδικασμένο προκύπτει τόσο από το διατακτικό, όσο και από το αιτιολογικό της απόφασης σύμφωνα με μια Τρίτη, ενδιάμεση άποψη, η οποία είναι κρατούσα στην θεωρία.  Κατά την Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, εντοπίζοντας το δεδικασμένον εις το 'διατακτικόν', «ήτοι εις εν ωρισμένον τυπικόν σημείον της αποφάσεως, ο δικαστής εμφανίζεται αυθαιρετών και το διατακτικόν ακατανόητον άνευ λογικής θεμελιώσεως, τίθενται δε εκτός της ισχύος του δεδικασμένου τα καθ'  ύλην αρμοδίως αλλά παρεμπιπτόντως κρίθεντα ζητήματα».  Δεδικασμένο «παράγει μόνο το κατ΄ ουσίαν διατακτικό της αποφάσεως, έστω και αν αυτό περιλαμβάνεται εν μέρει στο αιτιολογικό (το οποίο καθ΄ εαυτό, μαζί με το ιστορικό, δεν παράγει δεδικασμένο)».

 

Στην Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585, όπου κρίθηκε πως δεν προέκυπτε οποιοδήποτε δεδικασμένο όσον αφορά την ισοδυναμία σε αξία μεταξύ τ ων διαδίκων από τ ην ακυρωτική απόφαση, επισημάνθηκε ότι:

 

«Το δεδικασμένο προϋποθέτει κατ' αρχήν τη δικαστική απόφαση επί της ουσίας εγειρομένης διαφοράς και όχι επί καταλήξεων όταν αυτές είναι αποτέλεσμα της έλλειψης των προϋποθέσεων για την εξέταση της ουσίας (Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349, 360). Η δικαστική απόφαση δεν περιορίζεται σε μόνο το διατακτικό αλλά εκτείνεται και στην όποια διαπίστωση του δικαστηρίου επί επίδικου θέματος, πραγματικού ή νομικού, στο βαθμό που απαιτείται για την κατάληξη την οποία εκφράζει το διατακτικό (βλέπε επίσης Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054)».

 

Η δέσμευση αφορά στα ευρήματα του δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα, εκείνα δηλαδή στα οποία θεμελιώνεται η απόφαση του δικαστηρίου. Τα ευρήματα εκείνα, τα λειτουργικά ευρήματα όπως ονομάζονται, είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης και στοιχειοθετούν και δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα, κατά την επανεξέταση (Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας (1998) 4(Α) Α.Α.Δ. 7). Ό,τι δεν ακυρώνεται δεν σημαίνει ότι επικυρώνεται. (Χ'Χάννας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 19).

 

Στην προκειμένη περίπτωση η ακυρωτική απόφαση περιελάμβανε δυο ακυρωτικά συμπεράσματα, την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας της έκθεσης-σύστασης της Επιτροπής Επιλογής και την έλλειψη αιτιολογίας της σύστασης που να συνάδει με το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων ή με τις απόψεις των προϊσταμένων (σε συνδυασμό με την αντινομία και άνιση μεταχείριση των υποψηφίων εκ της σύστασης).

 

Το πιο πάνω απόσπασμα της ακυρωτικής απόφασης, δεν θεωρώ ότι περιλαμβάνει οποιαδήποτε αξιολογική κρίση ως προς οποιαδήποτε υπεροχή των διαδίκων στο σύνολο των κριτηρίων που να παράγει δεσμευτικό δεδικασμένο, όπως εισηγείται ο αιτητής. Τα λειτουργικά ευρήματα που  καλύπτει το σχετικό  δεδικασμένο και συναρτώνται άμεσα με τους λόγους ακύρωσης που έγιναν δεκτοί, είναι η υπεροχή του αιτητή στις ετήσιες εκθέσεις ''κατά τον τρόπο και τον βαθμό που υπερείχε'' καθώς και η οριακή υπεροχή του ε.μ. μόνο ως προς την αρχαιότητα. Ως προς τα υπόλοιπα κριτήρια επιλογής δεν κρίθηκε ούτε διαπιστώθηκε συγκριτικά οποιαδήποτε υπεροχή του αιτητή, που να εμποδίζει την Αρχή ή το Δικαστήριο λόγω δεδικασμένου να επανεξεταστούν.

Κάτι τέτοιο δεν χρειάζεται να γίνει ούτε εδώ.  Η νέα σύσταση που δόθηκε καθώς και η επακόλουθη εισήγηση της Υποεπιτροπής αλλά και η επίδικη απόφαση που την υιοθετεί, διαφέρει από τις προηγούμενες ακυρωθείσες. Ο Διευθυντής αυτή την φορά στάθμισε πέραν του κριτηρίου της αρχαιότητας, το θέμα της βαθμολογημένης αξίας και των προσόντων, κατ΄ επιταγή του ακυρωτικού δεδικασμένου ως προς το αναιτιολόγητο της ακυρωθείσας σύστασης του. Ωστόσο στο κριτήριο της αξίας επί της ίδιας πραγματικής βάσης καταλήγει ανατρέχοντας σε πάγια νομολογία ότι οι υποψήφιοι χαρακτηρίζονται ισοδύναμοι σε αξία. Αυτό παραβιάζει ευθέως το δεδικασμένο της πρώτης ακυρωτικής απόφασης, το οποίο εκτενώς ανέλυσα προηγουμένως, αλλά και την αντίθετη κρίση της Διοίκησης κατά την προηγούμενη διαδικασία περί ελαφράς υπεροχής του αιτητή σε βαθμολογημένη αξία.

 

Στην υπόθεση ΑΤΗΚ ν. Στασινοπούλου (2005) 3 Α.Α.Δ. 107, αποφασίστηκε ότι, η αρχαιότητα και τα προσόντα, έχουν τη δική τους σημασία, σε περίπτωση προαγωγής. Περαιτέρω, η αρχαιότητα καθίσταται αποφασιστικής σημασίας όταν όλα τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσεως είναι ισοδύναμα.

 

Ωστόσο, ενόψει της κατάληξης για παράβαση δεδικασμένου στο θέμα της συγκριτικής υπεροχής του αιτητή στις αξιολογικές εκθέσεις, δεν χωρεί οποιαδήποτε άλλη  κρίση του Δικαστηρίου για τα λοιπά κριτήρια επιλογής και παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων ακύρωσης.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με €1.300 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του αιτητή.

 

 

 

 

 

                                                  Λ. Παρπαρίνος, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο