ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Μιχαηλίδου, Δέσπω Θ. Θωμά, για τον αιτητή. Α. Χρίστου (κα) για Ιωαννίδη και Δημητρίου, για τους καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-09-03 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΗ ν. ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Αρ. Υπόθεσης: 834/2011, 3/9/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D573

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αρ. Υπόθεσης:  834/2011)

 

3 Σεπτεμβρίου, 2015

 

[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146  ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.

 

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ  ΠΑΝΑΓΗ,    

                                                                                               Αιτητής,

-  ΚΑΙ  -

 

ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

                                                                Καθ΄ων η αίτηση.

 

 __________

 

Θ. Θωμά, για τον αιτητή.

Α. Χρίστου (κα) για Ιωαννίδη και Δημητρίου, για τους καθ΄ ων η αίτηση.

__________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Ο αιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν μηχανολόγος εφαρμοστής στον Ηλεκτροπαραγωγικό Σταθμό Δεκέλειας.  Τον Οκτώβριο του 2007, ο γενικός διευθυντής της ΑΗΚ διόρισε δύο ερευνώντες λειτουργούς για τη διεξαγωγή έρευνας ως προς τη συμπεριφορά του αιτητή και συγκεκριμένα το ενδεχόμενο διάπραξης πειθαρχικών παραπτωμάτων εκ μέρους του: απουσίαζε αδικαιολόγητα από την εργασία του. Το πόρισμα που υπεβλήθη στις 23.6.2008 και εστάλη στους νομικούς συμβούλους της ΑΗΚ, θεμελίωνε το ενδεχόμενο διάπραξης των ανωτέρω παραπτωμάτων.  Ακολούθως η ΑΗΚ κάλεσε τον αιτητή σε ακρόαση. Κατόπιν μακράς ακροαματικής διαδικασίας, το διοικητικό συμβούλιο της Αρχής, ως  Πειθαρχικό Συμβούλιο, εξέδωσε στις 24.3.2011 καταδικαστική απόφαση και στις 15.4.2011 επέβαλε στον αιτητή την πειθαρχική ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.

 

Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή επιδιώκει, όπως με λεπτομέρεια προκύπτει από το αιτητικό, την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση ημερομηνίας 15.4.2011: 

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση που περιέχεται στα πρακτικά της συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου της ημερομηνίας 15.4.2011 και που υπογράφτηκε από τον Αντιπρόεδρο της στις 24.5.2011 για ποινή αναγκαστικής αφυπηρέτησης από την εργασία του αιτητή, δυνάμει των προνοιών του Κανονισμού του Πειθαρχικού Κώδικα της καθ΄ ης η αίτηση, είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.»

 

Οι καθ΄ ων οι αίτηση με την αγόρευση τους, προτάσσουν πέραν της υποστηρικτικής θέσης περί νομιμότητας της επιβληθείσας ποινής, δύο προδικαστικές ενστάσεις:  Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή πράξη και δεν υπόκειται στον έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Άρθρο 146 του Συντάγματος. Εκτελεστή είναι η απόφαση της καταδίκης και όχι η προσβαλλόμενη απόφαση που αφορά την επιβολή ποινής.  Οι δύο διαδικασίες είναι διακριτές, ως ο Νόμος προδιαγράφει και παρόλο που εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο, δεν αποτελούν σύνθετη διοικητική ενέργεια.  Σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής και ακύρωσης της επίδικης απόφασης για αναγκαστική αφυπηρέτηση, δεν συμπαρασύρεται σε ακυρότητα και η απόφαση για καταδίκη του αιτητή ημερομηνίας 24.3.2011. 

 

Απορρίπτοντας την πιο πάνω προδικαστική ένσταση ο αιτητής επιβεβαιώνει ότι προσβάλλει την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερομηνίας 15.4.2011 με την οποία του επιβλήθηκε η ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.  Το Ανώτατο Δικαστήριο αρμοδίως δύναται να επέμβει και να ακυρώσει την επιβληθείσα από το διοικητικό συμβούλιο (ΔΣ) της ΑΗΚ ποινή, ως υπέρμετρη, επαχθή και δυσανάλογη της κατηγορίας που αντιμετώπιζε και της πρότερης εργασίας που πρόσφερε ο αιτητής.

 

Με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση, προωθείται η εισήγηση ότι οι λόγοι ακύρωσης όπως αποκρυσταλλώθηκαν, τα γεγονότα που υποστηρίζουν την αίτηση καθώς και τα επιχειρήματα όπως αναπτύσσονται στη γραπτή αγόρευση και απάντηση του αιτητή, δεν αντιστοιχούν ή υποστηρίζουν αυτή καθ΄ εαυτή την πράξη την οποία προσβάλλει ο αιτητής στο αιτητικό της προσφυγής του: απόφαση ημερομηνίας 15.4.2011 για επιβολή ποινής.  Αντιθέτως στη γραπτή  αγόρευση αναφέρεται σε απόφαση του ΔΣ κατά της καταδίκης ημερομηνίας 24.3.2011, κατά παράβαση του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, και της ισχύουσας νομολογίας. 

 

Απορρίπτοντας την πιο πάνω προδικαστική ένσταση ο αιτητής παραπέμπει στο ξεκάθαρο, όπως υποστηρίζει, αιτητικό του, εμμένοντας ότι η αιτούμενη θεραπεία αφορά στην απόφαση του ΔΣ ημερομηνίας 15.4.2011, με την οποία του επιβλήθηκε η ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.   Υποβάλλει ότι ο λόγος που αναφέρεται, τόσο στην προσφυγή του, όσο και στη γραπτή του αγόρευση, στην απόφαση του ΔΣ της Αρχής ημερομηνίας 24.3.2011, με την οποία κρίθηκε η καταδίκη του, γίνεται αποκλειστικά για να τεθούν όλα τα γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου. 

Η δεύτερη προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει για τους ακόλουθους λόγους:

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 7, Διαδικαστικός Κανονισμός του 1962:

 

«7. Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως.  Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.»

 

Σαφέστατα προκύπτει από τον ανωτέρω Κανονισμό ότι ο αιτητής οφείλει να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται στις έγγραφες προτάσεις, συμπεριλαμβανομένης και της αίτησης, Καν. 2.

 

Η δικογραφία συνιστά το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων.  Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το Δικαστήριο να επιλύσει, όπως αναλύεται διεξοδικά στην Δημοκρατία ν. Ευγενίου κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ. 257, 263, απ΄ όπου και τα ακόλουθα αποσπάσματα:

 

«Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:

 

"Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης. Όπως αναφέρεται ρητά στο σχετικό Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου,

 

"7. Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον."

 

Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να συνοδεύσουν τους ισχυρισμούς με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα εφοδίαζαν το Δικαστήριο με το απαραίτητο υλικό που θα επέτρεπε την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης. (Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.)

 

Στην υπόθεση Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (πιο πάνω) τονίστηκε ότι τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται από τη δικογραφία και ότι η προφορική ή γραπτή αγόρευση δεν αποτελεί δικόγραφο ούτε αποδεικτικό μέσο.

 

Στην υπόθεση Β. Νικολάου και Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) αποφασίστηκε ότι πρόσθετοι λόγοι που περιλήφθηκαν στη γραπτή αγόρευση των αιτητών δεν μπορούσαν να εξεταστούν και υιοθετήθηκε η αρχή στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (πιο πάνω), ότι η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και ότι οι τελικές αγορεύσεις θα πρέπει να περιορίζονται στους λόγους της προσφυγής που προβάλλονται για την ακύρωση μιας διοικητικής πράξης.»

 

Με αναδρομή στο αιτητικό, όπως αυτούσιο παρατίθεται ανωτέρω σε αντιπαραβολή του με τα νομικά σημεία τα οποία παραθέτω κατωτέρω αυτολεξεί, είναι εξόφθαλμο ότι η πράξη της οποίας επιδιώκεται η ακύρωση είναι η απόφαση του ΔΣ ημερομηνίας 15.4.2011. Προωθείται όμως με την αγόρευση, ανακολούθως και εκτός δικογραφημένου αιτητικού, πλημμέλεια ως προς την καταδικαστική απόφαση της Αρχής ημερομηνίας 24.3.2011.  Μόνο με την απαντητική αγόρευση ακροθιγώς ο συνήγορος του αιτητή ασχολείται με την επίδικη απόφαση ημερομηνίας 15.4.2011:

 

«1. Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα και αιτιολογία και/ή αυθαίρετα.

          2. Η απόφαση στερείται αιτιολογίας και/ή επαρκούς αιτιολόγησης.

3. Η απόφαση καταπατά τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και αποτελεί δείγμα κατάχρησης εξουσίας.

          4. Η απόφαση εμφανίζει στοιχεία τιμωρίας.

5. Η απόφαση εναντίον του αιτητή είναι εκδικητική και ο αιτητής τιμωρείται και για μεταγενέστερα αδικήματα, κατά την άποψη πάντα της καθ΄ ης η αίτηση, και για τα οποία ποτέ δεν δικάστηκε.»

 

Επιπρόσθετα ο αιτητής στη σ.2 της γραπτής του αγόρευσης αναφέρει:

 

«Η απόφαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ημερομηνίας 24.3.2011, ήτοι της καθ΄ ης η αίτηση, όπως κριθεί ένοχος για την κατηγορία που αντιμετώπιζε ο αιτητής είναι εξ αρχής άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και αιτιολόγησης.»         

 

Διαχρονικά η νομολογία επαναλαμβάνει ότι δεν εξετάζονται ζητήματα τα οποία δεν τέθηκαν επακριβώς στην προσφυγή (Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210, Enotiadou v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 409, Republic v. L. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594, Solomou v. Republic (1984) 3 (A) C.L.R. 533, Παπαφώτης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1302, Θεοδωρίδης v. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 1457, Ανδρέας Αζίνας v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508, Κρητιώτη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 778).

 

Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι ο αιτητής επικαλείται νομικούς ισχυρισμούς με τη γραπτή του αγόρευση που αναφέρονται στην απόφαση της καταδίκης του ημερομηνίας 24.3.2011, την οποία δεν προσβάλλει και όχι στην επίδικη απόφαση επιβολής ποινής ημερομηνίας 15.4.2011, όπως υπογράφηκε στις 24.5.2011, την οποία ξεκάθαρα προσβάλλει, όπως και ο ίδιος άλλωστε, κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, επανέλαβε ενώπιον του Δικαστηρίου.  Ως εκ τούτου με δεδομένο ότι τα νομικά σημεία ενώ υποστηρίζουν ακύρωση της ποινής αναγκαστικής αφυπηρέτησης, εν τινί τρόπω, παραμένουν παντελώς αστήρικτα με την αγόρευση.  Και όχι μόνο.  Υποστηρίζουν, ως ανωτέρω αναφέρω, την ακύρωση της καταδίκης.  Ως εκ τούτου παραμένει άνευ υποστηρικτικού υποβάθρου το αιτητικό το οποίο το Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να εξετάσει περαιτέρω.  Τούτου δοθέντος η προσφυγή υπόκειται σε απόρριψη.

 

Ακόμη όμως και αν θεωρούσα ότι υπάρχουν ψήγματα ή στοιχεία στη γραπτή αγόρευση του αιτητή τα οποία ενδεχομένως να στρέφονται εναντίον της επιβληθείσας ποινής 15.4.2011, και πάλι τα πράγματα θα οδηγούνταν σε αδιέξοδο: θα προσέκρουαν στην πρώτη προδικαστική ένσταση εφόσον με τη γραπτή αγόρευση του αιτητή δεν έχει τεθεί οτιδήποτε που να θεμελιώνει ή έστω να είναι δυνατόν να ανιχνευθεί ότι οι καθ΄ ων η αίτηση κατά την επιβολή ποινής υπερέβησαν τα ακραία όρια της διακριτικής τους εξουσίας και του ενδεδειγμένου μέτρου.  Τούτου δοθέντος η εκτίμηση του μέτρου της ποινής δεν εμπίπτει στις εξουσίες του παρόντος Δικαστηρίου. (Κρητιώτη (ανωτέρω)).

 

Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.  Έξοδα €1.400 σε βάρος του αιτητή, πλέον ΦΠΑ, αν επιβάλλεται.

                                                                                Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

/ΦΚ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο