ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Αρτ. Αρτεμίου, για την αιτήτρια Μ. Δρυμιώτου, για τους καθ΄ ων η αίτηση CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-09-09 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ ΠΟΝΤΙΚΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, Υπόθεση Αρ. 5994/2013, 9/9/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D586

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                              Υπόθεση  Αρ. 5994/2013

                                                

9 Σεπτεμβρίου, 2015

 

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

METΑΞΥ:

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ  ΠΟΝΤΙΚΗ,

                                                                     

                                                                                Αιτήτριας,

 

και    

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

                   

                    Καθ΄ων η αίτηση.

______

 

 

Αρτ. Αρτεμίου, για την αιτήτρια 

Μ. Δρυμιώτου, για τους καθ΄ ων η αίτηση

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

     ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:  Συμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου του 1997 (Ν.100(1)/1997) και των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Χορήγηση Αδειών) Κανονισμών, η άδεια μητρότητας είναι συνολικής διάρκειας 18 συναπτών εβδομάδων από τις οποίες οι 12 εβδομάδες είναι με πλήρεις απολαβές, μείον το επίδομα των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, και οι 6 εβδομάδες μόνο με επίδομα από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις με βάση τους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους.

 

     Η αιτήτρια, καθηγήτρια φιλολογίας στη Μέση Γενική Εκπαίδευση, γέννησε το πρώτο της παιδί στις 25.6.09 και υπέβαλε αίτηση για επίδομα μητρότητας από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία εγκρίθηκε στις 23.7.09 από 22.6.09 μέχρι 24.10.09 στο ποσό  των €393,69 την εβδομάδα.  Το ίδιο συνέβη και όταν γέννησε το δεύτερο της παιδί στις 9.2.2012, με τη διαφορά ότι στην πρώτη περίπτωση εκ παραδρομής - όπως ισχυρίζονται οι καθ΄ ων η αίτηση - το επίδομα μητρότητας που έλαβε από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν αποκόπηκε από το μισθό της παρόλο που καθόλο το διάστημα της άδειας μητρότητας ελάμβανε πλήρως το μισθό της.

 

     Η μη αποκοπή του επιδόματος που έλαβε η αιτήτρια από τις Κοινωνικές Υπηρεσίες διαπιστώθηκε μετά από έλεγχο που έγινε από το Λογιστήριο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, με αποτέλεσμα να της αποσταλεί επιστολή της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου ημερ. 24.5.13, με την οποία την πληροφορούσε ότι το μη αποκοπέν ποσό, ύψους €4.724,28 (€393,69 χ 12 εβδομάδες), θα της αποκόπτετο από το μισθό της σε εννέα μηνιαίες δόσεις.

 

     Η προαναφερθείσα επιστολή περιήλθε σε γνώση της αιτήτριας στις 27.7.13, η οποία αντέδρασε με την παρούσα προσφυγή ισχυριζόμενη ότι η επίδικη απόφαση είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.  Και αυτό στη βάση ότι εκδόθηκε κατά παράβαση των προνοιών του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν.158(1)/1999) καθότι «. η διοίκηση δεν νομιμοποιείται να ζητεί μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου μισθοδοτικά επιδόματα που είχε καταβάλει στους διοικούμενους από λάθος ή πλάνη και τα οποία είχαν ληφθεί καλόπιστα».

 

     Η προσφυγή προσέκρουσε σε ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση οι οποίοι υποστηρίζουν την ορθότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης, εγείροντας παράλληλα και δύο προδικαστικές ενστάσεις.  Η πρώτη ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά χρηματική διαφορά αναγόμενη στο πεδίο του διοικητικού δικαίου και ως εκ τούτου είναι ανεπίδεκτη αναθεωρητικού ελέγχου και, η δεύτερη, στην περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, η προσφυγή είναι πρόωρη εφόσον η επιστολή του Υπουργείου ημερ. 24.5.13 είναι πληροφοριακού χαρακτήρα και προπαρασκευαστική της αποκοπής καθότι η πρώτη αποκοπή πραγματοποιήθηκε στις 30.9.13 ενώ η προσφυγή καταχωρίστηκε στις 18.9.13.

 

     Όπως γίνεται αντιληπτό προέχει η εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων, οι οποίες κατά την άποψή μου δεν ευσταθούν.  Όπως ορθώς εισηγούνται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αιτήτριας - παραπέμποντας προς τούτο στις Republic v. Demetriou and Others (1972)  3 A.A.Δ. 219, 223, Institute of Cert. Pub. Accountants of Cyprus κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 276, Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd  (1994) 3 AAΔ 26, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 237 και 239, Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων, σελ. 123, Α.Ι. Τάχου, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 4η έκδοση, σελ. 356 - κύριο στοιχείο της εκτελεστής διοικητικής πράξης είναι η δημιουργία εννόμου αποτελέσματος, με το οποίο δημιουργείται, τροποποιείται ή καταργείται μια νομική κατάσταση. Δηλαδή ένα δικαίωμα ή μια υποχρέωση διοικητικού χαρακτήρα, μη υφιστάμενη πριν την έκδοση της απόφασης.  Και αυτό συνέβη στην υπό κρίση περίπτωση αφού η προσβαλλόμενη απόφαση, με την αποκοπή του υπό αναφορά ποσού από το μισθό της αιτήτριας, τροποποίησε μια υφιστάμενη κατάσταση. Διαφωτιστική επί του ζητήματος είναι και η Τσικουρής ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1990) 3 Α.Α.Δ. 4, 417, η οποία αφορούσε περικοπές αποδοχών όπου λέχθηκαν και τα ακόλουθα:

«Η υπό κρίση διαφορά έχει διοικητική υφή γιατί στη σχέση υπαλλήλου και νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κυριαρχεί το εξουσιαστικό στοιχείο και κατ' ανάγκη ανακύπτει ζήτημα νομιμότητας της πράξης.  Δεν είναι χρηματική διαφορά η οποία υπάγεται στην αρμοδιότητα των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων.  Τη γνώμη αυτή υποστηρίζει με σαφήνεια η απόφαση Καντζιάης ν. Δημοκρατίας (1982) 1 Α.Α.Δ. 606.  Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στον Τσούτσο "Διοίκησις και Δίκαιον" σελ. 169.  Ο Κυριακόπουλος "Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον" Μέρος Γ, σελ. 260 και 261 διατυπώνει τον κανόνα ως εξής:

"Η απόφασις (περικοπής αποδοχών) είναι εκτελεστή διοικητική πράξις και, ως τοιαύτη, δύναται να προσβληθή παρά του υπαλλήλου ενώπιον του Σ.τ.Ε δι' αιτήσεως ακυρώσεως.  Γενομένης δεκτής της προσφυγής ταύτης, η ακύρωσις της αποφάσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου υποχρεοί την αρμοδίαν αρχήν εις απόδοσιν του περικοπέντος ποσού εκ του μισθού του υπαλλήλου."

 

    Σ΄ ότι δε αφορά τη δεύτερη προδικαστική ένσταση - η οποία δεν ηγέρθηκε με την ένσταση, αλλά με την αγόρευση της ευπαιδεύτου συνηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση - θεωρώ αδιάφορο το γεγονός ότι η πρώτη αποκοπή πραγματοποιήθηκε μερικές ημέρες μετά την καταχώριση της προσφυγής.  Κι  αυτό καθότι, όπως ορθώς και πάλιν εισηγούνται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αιτήτριας, η ισχύς μιας διοικητικής πράξης αρχίζει από την ημέρα που δηλώνεται η βούληση του διοικητικού οργάνου με την κοινοποίηση της στο πρόσωπο που αφορά, εκτός εάν ο νόμος προβλέπει άλλο χρόνο που στην παρούσα περίπτωση δεν συμβαίνει (βλ. άρθρο 6(1) του Ν.158(1)/99.  Επομένως από τη στιγμή που η προσβαλλόμενη πράξη κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια, αυτή είχε όλα τα χαρακτηριστικά εκτελεστής πράξης υποκείμενης σε αναθεώρηση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η υλοποίηση της από τη Διοίκηση άρχισε μερικές ημέρες μετά την καταχώριση της προσφυγής.

 

     Οι προδικαστικές ενστάσεις λοιπόν δεν ευσταθούν και προχωρώ στην εξέταση της ουσίας της προσφυγής.  Με πρώτη επισήμανση ότι δεν αμφισβητείται πως σύμφωνα με τον Ν.100(1)/97 και τους περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Χορήγηση Αδειών) Κανονισμών, οι καθ΄ ων η αίτηση όφειλαν να προβούν σε αποκοπή από το μισθό της αιτήτριας του ποσού του επιδόματος που αυτή έλαβε από τις Κ.Α. εφόσον της είχαν καταβληθεί  πλήρως οι απολαβές του  μισθού της καθόλη τη διάρκεια της άδειας μητρότητας.

     Είναι εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της αιτήτριας - με αναφορά στις Τσικουρής (ανωτέρω), Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2296, Ψαρά ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 82 και Σολωμού ν. Δημοκρατίας, Αρ. Υπ. 1384/05 ημερ. 5.6.07 - ότι η αναζήτηση αποδοχών που έλαβε υπάλληλος καλόπιστα μετά πάροδο μακρού χρόνου, δημιουργεί απρόβλεπτες γι΄ αυτόν οικονομικές συνέπειες που μπορούν να έχουν άμεση επιρροή στα μέσα διαβίωσης του και αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης.  Επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να παραμερισθεί.

 

     Η παρούσα περίπτωση, αντιτείνει η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, διαφοροποιείται ουσιωδώς από τις αυθεντίες που επικαλούνται οι συνάδελφοί της.  Η ειδοποιός διαφορά των υποθέσεων αυτών με την παρούσα, εισηγείται, έγκειται στο ότι «. εν προκειμένω δεν πρόκειται για διόρθωση λάθους στο οποίο υπέπεσε η διοίκηση αλλά για απλή καθυστέρηση εφαρμογής του Νόμου, για τον οποίο η αιτήτρια είχε πλήρη γνώση ίσως και προς όφελός της».  Ήταν, τόνισε, υποχρέωση των καθ΄ ων η αίτηση που πήγαζε από το Νόμο και ως εκ τούτου προέκυπτε ανάγκη συμμόρφωσής τους προς το Νόμο και τους Κανονισμούς και σχετικά παρέπεμψε στην Παιονίδου ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 415, όπως παρέπεμψε και στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 5η Έκδοση, Παρ. 365, όπου διατυπώνεται η θέση πως όταν ο Νόμος επιβάλλει δεσμευμένη ενέργεια, η συμπεριφορά της διοίκησης είναι νόμιμη εφόσον η διοίκηση συμμορφώθηκε με την επιταγή (ή απαγόρευση) του Νόμου και παράνομη αν την παραβίασε.  Ή, όπως το θέτει ο Ι. Τάχου στο σύγγραμμα του «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο», 9η Έκδοση, Σελ. 371 «Όταν ο κανόνας δικαίου δεσμεύει, επιτάσσων ή απαγορεύων ορισμένη διοικητική δράση, τότε η διοίκηση είναι δέσμια απέναντι στο Νόμο.  Συνεπώς, αν δεν ενεργήσει - όταν ο Νόμος απαιτεί ενέργεια - παρανομεί.  Πρόκειται για αρμοδιότητα μόνο νομιμότητας».

 

     Υιοθετώ ως ορθές τις εισηγήσεις της ευπαιδεύτου συνηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση οι οποίες βρίσκουν θεμελίωση και στις αυθεντίες που παρέπεμψε ενώ οι αυθεντίες που επικαλέστηκαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αιτήτριας διαφοροποιούνται ουσιωδώς με τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.  Στην προκείμενη περίπτωση η απόφαση για αποκοπή του επιδόματος μητρότητας από τον μισθό της αιτήτριας, ελήφθη κατά ρητή επιταγή του Νόμου και αν η διοίκηση δεν ενεργούσε ως ενήργησε θα παρανομούσε. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελούσε αιφνιδιασμό για την αιτήτρια εφόσον αυτή γνώριζε - ή αναμενόταν να γνωρίζει - ότι αφ΄ ης στιγμής είχε λάβει πλήρως τις μισθολογικές απολαβές της καθόλη τη διάρκεια της άδειας μητρότητας, θα της αποκοπτόταν το επίδομα. Ενόψει τούτου η αρχή που έχει καθιερωθεί από τη νομολογία ότι η αναζήτηση των αποδοχών που έλαβε υπάλληλος καλόπιστα δημιουργεί γί΄ αυτόν απρόβλεπτες οικονομικές συνέπειες που μπορεί να έχουν άμεση επιρροή στα μέσα διαβίωσης του, δεν ευσταθεί.  Δεν θα ήταν δε χωρίς σημασία να τονιστεί ότι το επίδομα μητρότητας καταβάλλεται κατά άσκηση επιβαλλόμενης κοινωνικής πολιτικής με επιβάρυνση των δημοσίων ταμείων - και κατ΄ επέκταση των φορολογουμένων - και θεωρώ καταχρηστική την αξίωση ενός διοικουμένου που αμείβεται από το δημόσιο - όπως είναι η αιτήτρια - την κατακράτηση του επιδόματος μητρότητας που του καταβλήθηκε από τα ταμεία των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τη στιγμή που καθόλη τη διάρκεια της άδειας μητρότητας ελάμβανε πλήρως τα μισθοδοτικά της ωφελήματα.   Συνεπώς ότι η διοίκηση ενήργησε σύννομα και καμιά αρχή περί χρηστής διοίκησης, όπως ισχυρίζεται η αιτήτρια, δεν παραβιάστηκε και ως εκ τούτου η προσφυγή είναι καταδικασμένη σε απόρριψη.

     Υπό το φως των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται ως αβάσιμη και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος, με €1.300 έξοδα προς όφελος των καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

 

                                                                      Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο