ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D599
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1551-1571/2011)
15 Σεπτεμβρίου, 2015
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
(Υπόθεση Αρ. 1551/2011)
ΚΟΥΣΕΛΙΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1552/2011)
ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1553/2011)
ΜΙΧΑΗΛ ΚΟΣΜΑΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1554/2011)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1555/2011)
ΤΣΙΚΟΥΡΗΣ ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1556/2011)
ΣΤΑΥΡΙΝΑΚΗΣ ΣΠΥΡΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1557/2011)
ΤΣΟΥΝΤΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1558/2011)
ΜΕΡΟΠΗ ΤΣΙΚΟΥΡΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1559/2011)
ΑΝΔΡΟΥΛΑ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1560/2011)
ΑΝΤΡΗ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1561/2011)
ΖΑΝΝΕΤΤΟΥ ΧΑΡΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1562/2011)
ΙΩΑΝΝΑ ΑΡΓΥΡΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1563/2011)
ΕΛΕΝΑ ΜΑΚΡΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1564/2011)
ΚΑΖΑΜΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1565/2011)
ΜΑΡΙΑ ΚΛΕΙΤΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1566/2011)
ΧΑΣΑΠΟΠΟΥΛΟΥ ΜΙΧΑΛΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1567/2011)
ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΙΧΑΗΛ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1568/2011)
ΚΟΙΛΙΑΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1569/2011)
ΚΑΡΣΟΥΜΑΣ ΜΑΡΙΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1570/2011)
ΑΝΘΟΥΣΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1571/2011)
ΔΗΜΗΤΡΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Γ. Βαλιαντής, για τους Αιτητές.
Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Α. Ευαγγέλου και Σία ΔΕΠΕ, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Την 31 Αυγούστου του 2011, θεσπίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων ο περί Έκτακτης Εισφοράς Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμος του 2011, (Ν.112(Ι)/2011) (εφεξής «ο Νόμος»), ο οποίος αποτελούσε το νομικό πλαίσιο με το οποίο θα αποκόπτετο κάθε μήνα από τις συντάξεις και ακαθάριστες απολαβές αξιωματούχων και εργοδοτουμένων στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα και από τις συντάξεις των συνταξιούχων, ως έκτακτη εισφορά προς τη Δημοκρατία, ποσοστό των απολαβών ή της σύνταξής τους, το οποίο προσδιοριζόταν στο Νόμο.
Την ίδια ημερομηνία ψηφίστηκε ο περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμος του 2011 (Ν.113(Ι)/2011).
Με εγκύκλιο του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (καθ' ης η αίτηση) ημερ. 14.9.11, ΑΑ2/2011, η οποία στάληκε σε όλο το προσωπικό της, ο Διευθυντής ενημέρωνε μεταξύ άλλων και τους αιτητές ότι η ψήφιση των πιο πάνω Νόμων έγινε για εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών και ότι, σύμφωνα με νομική γνωμάτευση, εφαρμόζονται και σε αυτούς.
Στηριζόμενη στο πιο πάνω νομικό πλαίσιο, η Διοίκηση ξεκίνησε από το Σεπτέμβριο του 2011 να αποκόπτει το ανάλογο ποσοστό έκτακτης εισφοράς από τους υπαλλήλους της καθ' ης. Συγκεκριμένα από τις ακαθάριστες απολαβές για το μήνα Σεπτέμβριο του Αιτητή στην προσφυγή 1551/11, αποκόπηκε το ποσό των €183,05 (επί ολικού απολαβών και επιδομάτων €7.729), από την Αιτήτρια στην 1552/11, το ποσό των €80.12 (επί ολικού απολαβών και επιδομάτων €4.789) από τον Αιτητή στην 1553/11, το ποσό των €26,20 (επί ολικού απολαβών και επιδομάτων €2.948), από τον Αιτητή στην 1554/11, το ποσό των €80,57 (επί ολικού απολαβών και επιδομάτων €4.802), από τον Αιτητή στην 1555/11, το ποσό των €70,11 (επί ολικού απολαβών και επιδομάτων €4.502), από τον Αιτητή στην 1556/11, το ποσό των €246,58 (επί ολικού απολαβών και επιδομάτων €9.545), από τον Αιτητή στην 1557/11, το ποσό των €111,03 (επί ολικού απολαβών και επιδομάτων €5.680), από την Αιτήτρια στην 1558/11 το ποσό των €70,11 (επί ολικού απολαβών και επιδομάτων €4.502), από την Αιτήτρια στην 1559/11 το ποσό των 65,47 (επί ολικού απολαβών και επιδομάτων €4.349), από την Αιτήτρια στην 1560/11 το ποσό των 52,93 (επί ολικού απολαβών και επιδομάτων €3.931), από τον Αιτητή στην 1561/11 το ποσό των 90,76 (επί ολικού απολαβών και επιδομάτων €5.092), από την Αιτήτρια στην 1562/11 το ποσό των 42,49 (επί ολικού απολαβών και επιδομάτων €3.683), από την Αιτήτρια στην 1563/2011 το ποσό των 72,14 (επί ολικού απολαβών και επιδομάτων €4.561), από τον Αιτητή στην 1564/11 το ποσό των 29,23 (επί ολικού απολαβών και επιδομάτων €2.949), από την αιτήτρια στην 1565/2011 το ποσό των 70,11 (επί ολικού απολαβών και επιδομάτων €4.502), από τον Αιτητή στην 1566/11 και την Αιτήτρια στην 1567/11 το ποσό των 119,11 (επί ολικού απολαβών και επιδομάτων €5.902), από την Αιτήτρια στην 1568/11 το ποσό των 82,25 (επί ολικού απολαβών και επιδομάτων €4.849), από τον Αιτητή στην 1569/11 το ποσό των 42,52 (επί ολικού απολαβών και επιδομάτων €3.584), από την Αιτήτρια στη 1570/11 το ποσό των 100,14 (επί ολικού απολαβών και επιδομάτων €5.360) και τέλος από την Αιτήτρια στην 1571/11 το ποσό των 45,25 (επί ολικού απολαβών και επιδομάτων €3.674). Ολες οι προσφυγές, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, στρέφονται εναντίον της απόφασης της καθ' ης η αίτηση να τους εντάξει στο πεδίο εφαρμογής των Νόμων και να αποκόπτει τα προαναφερόμενα ποσά μηνιαίως από το μισθό τους, από το μήνα Σεπτέμβριο του 2011 και εντεύθεν, ως έκτακτες εισφορές και/ή αποκοπές.
Οι κοινοί λόγοι ακύρωσης που προβλήθηκαν με ενιαία επιχειρηματολογία σε όλες τις προσφυγές συνοψίζονται στους εξής:
1. Δεν έχει τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία λήψεως της απόφασης από συλλογικό όργανο βάσει του περί Κεντρικής Τράπεζας Νόμου του 2002 και των περί Κεντρικής Τράπεζας (Όροι Υπηρεσίας) Οδηγιών του 2004. Παράβαση του άρθρου 17 του Ν.158(Ι)/99 και απέκδυση εξουσιών από το Διοικητή και το Διοικητικό Συμβούλιο, οι οποίοι ήταν καθ' ύλην αρμόδιοι για λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης
2. Παράλειψη τήρησης άρτιων πρακτικών. Δεν υπάρχει οποιοδήποτε πρακτικό νόμιμης συνεδρίας που να αφορά την επίδικη απόφαση κατά παράβαση του 24(1) του Περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν.158(Ι)/99.
3. Δεν διεξήχθη δέουσα και επαρκής έρευνα. Η καθ' ης απλά υιοθέτησε τη βούληση της εκτελεστικής εξουσίας κατά δέσμια αρμοδιότητα, χωρίς διαβούλευση με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, χωρίς διερεύνηση του ειδικού καθεστώτος των υπαλλήλων της καθ' ης και του θέματος της θέσης της στο δικαιΐκο μας χώρο, ότι δηλαδή απολαμβάνει πλήρους ανεξαρτησίας και δεν εντάσσεται στην έννοια του ευρύτερου δημοσίου τομέα.
4. Πλάνη περί τα πράγματα, αναφορικά με το καθεστώς πλήρους ανεξαρτησίας της καθ' ης όπως όλων των Εθνικών τραπεζών των κρατών μελών βάσει Ευρωπαϊκού δικαίου. Παραβίαση των άρθρων 5, 5Α, 6 και 7, 14, 23 του περί Κεντρικής Τράπεζας Νόμου του 2002, Ν.138(Ι)/2002, που διασφαλίζουν την ανεξαρτησία της, η οποία επιβάλλεται βάσει συνταγματικών και υπερσυνταγματικών προνοιών.
5. Παντελής έλλειψη αιτιολογίας. Η απόφαση στηρίχθηκε σε νομική γνωμάτευση χωρίς να εκφράσουν κρίση οι αρμόδιοι φορείς της καθ' ης.
6. Παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας λόγω της παράλειψης του Υπουργείου Οικονομικών και καθ΄ ης η αίτηση να ζητηθεί η προβλεπόμενη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, πριν τεθούν σε εφαρμογή οι επίδικοι Νόμοι στους αιτητές. Συναφώς η απόφαση είναι αντίθετη με τη Συνθήκη Λειτουργίας της ΕΕ (ΣΛΕΕ), με την απόφαση του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1998 σχετικά με την διαβούλευση της ΕΚΤ με τις εθνικές αρχές για τα σχέδια νομοθετικών διατάξεων που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας της (άρθρο 127(4) Δευτέρου Εδαφίου ΣΛΕΕ, 98/415/ΕΚ). Ως ενδεικτικά παραδείγματα τέτοιων γνωματεύσεων επικαλούνται οι αιτητές μεταξύ άλλων (σελ. 56-62 της γραπτής αγόρευσης), τη Γνώμη της ΕΚΤ αναφορικά με τις τροποποιήσεις στη νομοθεσία που διέπει την τράπεζα της Ισπανίας της 15/11/12(CON/2012/89) και τη γνώμη της 1/07/10 αναφορικά με την αμοιβή προσωπικού της εθνικής τράπεζας της Ρουμανίας CON/2010/51.
7. Παράβαση του δικαιώματος περιουσίας του άρθρου 23 του Συντάγματος και το άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Παράβαση των αρχών της αναλογικότητας και αναγκαιότητας, της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του πολίτη και χρηστής διοίκησης.
Εκ μέρους της καθ' ης η αίτηση αναπτύχθηκαν τρεις προδικαστικές ενστάσεις με τις οποίες θα ασχοληθώ κατά προτεραιότητα.
Με την πρώτη προδικαστική η καθ' ης η αίτηση ισχυρίζεται ότι δεν πρόκειται για εκτελεστή πράξη, αλλά πληροφοριακού χαρακτήρα εγκύκλιο πράξη με την οποία απλά οι αιτητές πληροφορήθηκαν την ψήφιση και ότι εμπίπτουν στις πρόνοιες των επίμαχων Νόμων. Η αποκοπή των απολαβών που είναι η εκτελεστή συνέπεια, έγινε κατ' εφαρμογή των Νόμων.
Η ένσταση είναι προδήλως αβάσιμη. Καταρχάς πρέπει να ειπωθεί ότι οι ίδιοι οι Νόμοι δεν είναι αφ' εαυτών προσβλητοί με αίτηση ακυρώσεως, διότι ως πράξεις νομοθετικού περιεχομένου δεν υπόκεινται σε αναθεωρητικό έλεγχο υπό το άρθρο 146 Συντάγματος. Είναι αντιληπτό από το αιτητικό των προσφυγών ότι δεν είναι η Εγκύκλιος του Διοικητή προς το προσωπικό (Παράρτημα Ι ένστασης) που προσβάλλεται, αλλά η απόφαση της καθ' ης η αίτηση για εφαρμογή των επίμαχων Νόμων στους υπαλλήλους της συνεπεία της οποίας τέθηκαν σε ισχύ οι αποκοπές στις καταστάσεις πληρωμών Σεπτεμβρίου του 2011, που επισυνάφθηκαν ως Παραρτήματα στις αιτήσεις ακυρώσεως. Προκύπτει δε από το σύνολο της επιχειρηματολογίας ότι ουσιαστικά προσβαλλόμενες είναι οι αποκοπές για τον κάθε αιτητή που άρχισαν το Σεπτέμβρη του 2011 και επαναλαμβάνονται εντεύθεν στη μηνιαία μισθοδοσία τους, προκαλώντας άμεσες έννομες υλικές συνέπειες για τους αιτητές που σηματοδοτούν τον εκτελεστό τους χαρακτήρα. Εξάλλου οι επισυνημμένες μισθοδοτικές καταστάσεις από μόνες τους αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, όπως έχει επανειλημμένα κριθεί με τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων (ΣτΕ 3837-8/2006, 1784/2002, 1786/2002, 2412/2001, 3533/1999, 2260/1998, 5060/1997, 2394/1997, 4822/1996, 4713/1996, 1895/1994, 2722/1992 και αποφάσεις 890/2012 1510/2008 και 2760/2007 του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών).
Με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση η καθ' ης θεωρεί ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλλουν τις επίδικες αποφάσεις, αφού αποδέχθηκαν τις επιμέρους αποκοπές των μισθών τους χωρίς επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους. Η αποδοχή, ως λόγος άρσης του εννόμου συμφέροντος, θα πρέπει να είναι ανεπιφύλακτη αλλά και ελεύθερη. Στο βαθμό που οι αιτητές λαμβάνουν μηνιαίως το μισθό τους που ενσωμάτωσε τις επίδικες αποκοπές, η μη αποδοχή τους δια της απόρριψης του μισθού τους θα συνεπαγόταν άμεσες συνέπειες για αυτούς και σαφώς δεν τεκμηριώνεται ως ελεύθερη. Εξάλλου είναι παραδεκτό ότι δεν ζητήθηκε η γνώμη των αιτητών, ούτε προηγήθηκε διαβούλευση μέσω του συνδικαλιστικού οργάνου (ΕΤΥΚ), ώστε να υπάρξει η κατάλληλη ενημέρωση και αντίλογος. Επιπρόσθετα εντόπισα στο διοικητικό φάκελο επιστολή ημερ. 30/9/2011 από την Ένωση Τραπεζικών Υπαλλήλων μέσω του Προέδρου της κ. Χατζηκωστή προς τον Διοικητή κ. Ορφανίδη, με την οποία του ζητούσε να αποσύρει τη μονομερή του απόφαση για εφαρμογή των προνοιών του Νόμου για τα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης στα μέλη της και ότι, σε αντίθετη περίπτωση, επιφύλασσε τα δικαιώματα της να προσφύγει στα κατάλληλα ευρωπαϊκά όργανα και σώματα στη Δημοκρατία. Επίσης φαίνεται με διάφορες ανακοινώσεις προς τα μέλη της που κοινοποιήθηκαν στην καθ' ης η αίτηση και έλαβαν δημοσιότητα, ότι υπήρξε διαμαρτυρία και διαφωνία από τους υπαλλήλους μέσω της ΕΤΥΚ. Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν θεωρώ ότι συντρέχει εδώ σαφής και ανεπιφύλακτη αποδοχή των προσβαλλόμενων πράξεων.
Η επόμενη προδικαστική ένσταση που τέθηκε από την καθ' ης είναι ότι η παρούσα προσφυγή δεν στρέφεται κατά πράξης άσκησης διακριτικής ευχέρειας της καθ' ης η αίτηση. Η ίδια υποχρεούται σε άμεση εφαρμογή των επίδικων νομοθεσιών χωρίς να έχει ασκηθεί οποιαδήποτε αποφασιστική αρμοδιότητα εκ μέρους της. Συνεπώς πρόκειται για πράξη δέσμιας εξουσίας που προβλέπεται απευθείας από το Νόμο, χωρίς να δηλώνει η καθ' ης η αίτηση εδώ οποιαδήποτε βούληση της.
Οι αιτητές ορθά απαντούν ότι δεν πρόκειται για προδικαστική ένσταση, αφού το αν η προσβαλλόμενη είναι δέσμιας αρμοδιότητας ή διακριτικής εξουσίας δεν άπτεται του αντικειμενικά παραδεκτού της προσφυγής. Το ζήτημα είναι θέμα ουσίας που ωστόσο θα πρέπει να εξεταστεί κατά προτεραιότητα, αφού θα κρίνει αποφασιστικά πλείστους από τους εγερθέντες λόγους ακύρωσης.
Οι αιτητές στο πλαίσιο συζήτησης της ένστασης και προκειμένου να θεμελιώσουν τον τρίτο λόγο ακύρωσης ανωτέρω, αντιτείνουν ότι λανθασμένα η καθ' ης η αίτηση έδρασε δέσμια και γι' αυτό το λόγο δεν έλαβε οποιαδήποτε έγκυρη απόφαση ως συλλογικό όργανο, στηριζόμενη αποκλειστικά στη νομική γνωμάτευση (για την οποία γίνεται αναφορά στην εγκύκλιο). Αφενός υποστηρίζουν ότι είναι σαφές πως πρόκειται για πράξη διακριτικής ευχέρειας, αφού επρόκειτο να ερμηνευθεί η αόριστη αξιολογική έννοια του ευρύτερου δημοσίου τομέα και να γίνει υπαγωγή, αφετέρου ότι η καθ' ης έδρασε δέσμια χωρίς να εκφράσει αυτοτελή κρίση, παρόλο που οποιαδήποτε νομική ρύθμιση που επιφέρει έννομα αποτελέσματα στους υπαλλήλους ανεξάρτητης αρχής πρέπει να εφαρμόζεται με απόφαση της ίδιας της Αρχής ώστε να ελέγχεται η συνταγματικότητα της.
Στο σύγγραμμα Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου του Επ. Σπηλιωτόπουλου, 14η έκδοση, παρ. 148, 150 και 151 (σελ.153 επ.) αναφέρεται:
«Δ έ σ μ ι α α ρ μ ο δ ι ό τ η τα υπάρχει, όταν το διοικητικό όργανο, εφόσον διαπιστώσει ότι συντρέχουν οι προβλεπόμενες από τους κανόνες δικαίου πραγματικές ή νομικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους, είναι υποχρεωμένο να εκδώσει διοικητική πράξη που περιέχει ορισμένη ατομική ρύθμιση, την οποία προκαθορίζουν οι κανόνες αυτοί.»
Κρίνω ότι η καθ΄ ύλην αρμοδιότητα της Κεντρικής Τράπεζας εν προκειμένω ασκήθηκε δέσμια. Δεν εντόπισα οποιαδήποτε αόριστη νομική ή αξιολογική έννοια που να έχρηζε ερμηνείας ή εξειδίκευσης. Η πλήρης δέσμευση της καθ' ης η αίτηση προέκυπτε από το πεδίο εφαρμογής των Νόμων που καθόριζε δεσμευτικά και το πλαίσιο εφαρμογής, χωρίς περιθώριο για την καθ΄ ης για να επιλέξει ή να αποφασίσει τίποτα περαιτέρω. Εξ ου και η εγκύκλιος 1437 του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 14/09/11 που αφορούσε στην εφαρμογή των Νόμων έφερε κατάλογο αποδεκτών, ανάμεσα στους οποίους (οργανισμούς) ήταν και η καθ' ης η αίτηση.
Η ίδια η ερμηνεία του «ευρύτερου δημοσίου τομέα» στο άρθρο 2 περιλαμβάνει νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Πιο συγκεκριμένα το άρθρο 2 των νομοθεσιών, όπως εξάλλου και σε μεταγενέστερους μνημονιακούς νόμους (π.χ. περί Μείωσης των Απολαβών Ν.168(Ι)/12 και τροποποιητικοί) αναλύοντας το πεδίο εφαρμογής σε ότι αφορά τους εργοδοτουμένους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προνοεί:
««ευρύτερος δημόσιος τομέας» σημαίνει «κάθε ανεξάρτητη υπηρεσία ή αρχή ή γραφείο ανεξάρτητου αξιωματούχου, κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμό δημοσίου δικαίου, περιλαμβανομένων των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης ή των σχολικών εφορειών ή οποιοδήποτε άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου χωρίς νομική προσωπικότητα που ιδρύεται με νόμο προς το δημόσιο συμφέρον και τα κεφάλαια του οποίου είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία.»
Η Κεντρική Τράπεζα ιδρύθηκε βάσει των άρθρων 118 και 121 του Συντάγματος και λειτουργεί βάσει του περί Κεντρικής Τράπεζας Νόμου Ν.138(Ι)/02 (όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα). Δυνάμει του άρθρου 3 του περί της Κεντρικής Τράπεζας Νόμου είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.
Αποτελεί όργανο άσκησης σημαντικών τομέων κυβερνητικής πολιτικής και φορέα άσκησης δημόσιας εξουσίας, ανεξάρτητο από την Κυβέρνηση και οποιοδήποτε άλλο θεσμικό κρατικό φορέα. Χαρακτηριστικό της ανεξαρτησίας της είναι το άρθρο 7 του Νόμου που προνοεί:
«7. Η Τράπεζα και τα μέλη των οργάνων της δε ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από Κοινοτικά όργανα ή οργανισμούς, την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας ή οποιαδήποτε κυβέρνηση άλλου κράτους μέλους ή οποιοδήποτε άλλο οργανισμό κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων τους δυνάμει του παρόντος Νόμου.»
Η Τράπεζα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και ενεργεί σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες της ΕΚΤ (άρθρο 5α του Νόμου). Επίσης ενεργεί δια των οργάνων της που είναι το Διοικητικό Συμβούλιο, ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής.
Σε ότι αφορά το προσωπικό, οι θέσεις, διορισμοί, προαγωγές και μισθοί /ωφελήματα διέπονται από τις περί Κεντρικής Τράπεζας (Οροι Υπηρεσίας) Οδηγίες του 2004 ΚΔΠ 233/2004, που θεσπίστηκαν από το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας ασκώντας τις εξουσίες των άρθρων 16(2) και (3) και 23 του Ν.138(Ι)/02.
Είναι λοιπόν σαφές ότι οι υπάλληλοι και αξιωματούχοι της καθ' ης ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής των Νόμων που θεσπίστηκαν για τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και ότι δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε απόφαση ΔΣ προκειμένου να υλοποιηθούν. Εξάλλου στους επίδικους Νόμους δεν προνοείτο οποιαδήποτε εξαίρεση υπέρ της Κεντρικής Τράπεζας, όπως έγινε αργότερα με τον περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων Ν.168(Ι)/12 για τον οποίο χρειάστηκε η έκδοση ΚΔΠ 458/13 ως ειδικής αντίστοιχης νομοθεσίας. Συνεπώς, τα όσα επιμέρους προβάλλουν οι αιτητές ως λόγους ακύρωσης υπό 1, 2, 3 και 5 πιο πάνω δεν ευσταθούν. Εφόσον στις πράξεις δέσμιας εξουσίας που οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους καθώς και ο ακριβής τρόπος εφαρμογής τους και δράσης της Διοίκησης προκύπτουν απευθείας από το Νόμο, χωρίς να χρήζουν εξειδίκευσης ή αιτιολογίας μέσω της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου οργάνου, δεν τίθεται θέμα πρακτικών, αιτιολογίας, έρευνας ή κατάχρησης εξουσίας.
Στα Πορίσματα Νομολογίας του Σ.Ε. 1929-1959 στη σελ. 184:
«Αι πράξεις διακριτικής εξουσίας είναι κατά κανόνα αιτιολογητέαι, ενώ αι πράξεις οφειλομένης νομίμου ενεργείας κατά κανόνα όχι: 754(36), 1110 (41).»
Επίσης η κατάχρηση εξουσίας προϋποθέτει την ύπαρξη και άσκηση διακριτικής εξουσίας: Βλέπε Stademos Hotels Ltd. v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αμαθούντας (αρ. 2) (1991) 4 Α.Α.Δ. 3561 και δεν συζητείται εδώ.
Τα θέματα συνταγματικότητας και παράβασης του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που θίγει ο δικηγόρος των αιτητών με τον τελευταίο λόγο ακύρωσης έχουν απαντηθεί στο σύνολό τους από την Ολομέλεια στις Γεώργιος Χαραλάμπους κ.α., Υπόθ. αρ. 1480/11 κ.α. ημερ. 11.06.14, ECLI:CY:AD:2014:C1005. Παρά το ότι είχα συνταχθεί με την απόφαση της Μειοψηφίας, εντούτοις η πιο πάνω απόφαση είναι δεσμευτική και προς αποφυγή επαναλήψεων υιοθετώ το σκεπτικό της.
Παραμένουν προς εξέταση οι λόγοι ακύρωσης 4 και 6 οι οποίοι αναπτύχθηκαν με συναφή επιχειρηματολογία. Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της Απόφασης του Συμβουλίου της 29/06/98 σχετικά με τη διαβούλευση της ΕΚΤ με τις εθνικές αρχές σχετικά με τα σχέδια νομοθετικών διατάξεων (98/415/ΕΚ) και είναι αντίθετη με το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (C115/230), επειδή δεν υποβλήθηκε εκ των προτέρων αίτημα για διατύπωση γνώμης της ΕΚΤ για την εφαρμογή των προνοιών των επίδικων νομοθεσιών σε σχέση με τους υπαλλήλους της Κεντρικής Τράπεζας. Αυτό συνιστά παράβαση του άρθρου 127(4) ΣΛΕΕ, αλλά και του άρθρου 4 του Πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Τραπεζών που θεσπίζει την υποχρέωση των Εθνικών Αρχών να ζητούν τη γνώμη της ΕΚΤ για κάθε σχέδιο νομοθετικής διάταξης που εμπίπτει στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της, εντός όμως και υπό τις προϋποθέσεις που όρισε το Συμβούλιο. Οι αιτητές θεωρούν ότι πρόκειται για παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας εφόσον αφορούσε σε προηγούμενη υποχρεωτική γνωμοδότηση ως προπαρασκευαστική πράξη η διενέργεια της οποίας προβλέπεται στη νομοθεσία.
Οι αιτητές μάλιστα ενδεικτικά επικαλούνται παραδείγματα τέτοιων γνωματεύσεων (σελ.56-62 της γραπτής αγόρευσης), όπως τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αναφορικά με τις τροποποιήσεις στη νομοθεσία που διέπει την Τράπεζα της Ισπανίας της 15/11/12 (CON/2012/89) «on euro bank notes and coins», τη γνώμη σχετικά με τροποποιήσεις του καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος (CON/2011/36), τη γνώμη ημερ. 1/07/10 «on the remuneration of the stuff» της Εθνικής Τράπεζας της Ρουμανίας (CON/2010/51), τη γνώμη ημερ. 12/07/10 προς το Υπουργείο Οικονομικών της Ουγγαρίας «on the amendments to the Law of Magyar Nemzeti Bank introducing salary reductions» (CON/2010/56), αντίγραφα των οποίων εφοδίασαν το Δικαστήριο κατά τις διευκρινήσεις.
Παράλληλα η υιοθέτηση από την καθ' ης της εγκυκλίου που αφορούσε στους επίμαχους νόμους κατ' επιταγή του Υπουργείου Οικονομικών διαρρηγνύει την υποχρέωση της κάτω από το άρθρο 130 της ΣΛΕΕ όπως μη δέχεται υποδείξεις από την κυβέρνηση και άλλα θεσμικά ή λοιπά όργανα του κράτους. Επίσης η εισροή χρημάτων προς την Κυβέρνηση που σκοπεί να επιτύχουν οι Νόμοι με την έκτακτη εισφορά και τη συγκράτηση δαπανών των επαγγελματικών συστημάτων συνταξιοδότησης παραβιάζει το άρθρο 123(1) της ΣΛΕΕ που απαγορεύει τις πιστωτικές διευκολύνσεις από ΕΚΤ προς κεντρικές κυβερνήσεις και ΟΔΔ.
Η καθ' ης παραπέμπει στη Γνώμη ημερ. 4/01/12 της ΕΚΤ προς το Υπουργείο Οικονομικών της Κύπρου σε σχέση με μεταγενέστερες των επίδικων νομοθεσιών, αναφορικά με το πάγωμα του τιμαριθμικού επιδόματος και των προσαυξήσεων των υπαλλήλων του ευρύτερου δημοσίου τομέα για τη διετία 2012-2013 (Ν.192(Ι)/11) η οποία στάληκε κατόπιν σχετικού αιτήματος ημερ. 15/2/11 και στην οποία κρίθηκε ότι τα μέτρα που διαλαμβάνονται με το εν λόγω σχέδιο νόμου δεν περιόριζαν με κανένα τρόπο την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας. Ακολουθεί το σχετικό απόσπασμα από τη γνώμη του Προέδρου της ΕΚΤ κ. Draghi:
«Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι η ΚΤΚ δεν θα αντετίθετο στο σχέδιο νόμου. Εξάλλου, ο ουσιαστικός αντίκτυπος των μέτρων που διαλαμβάνονται στο σχέδιο νόμου θεωρείται απίθανο να παρακωλύσει τους αξιωματούχους ή τα μέλη του προσωπικού της ΚΤΚ, ή και την ΚΤΚ συνολικά, στην κατ΄ ανεξάρτητο τρόπο εκτέλεση των καθηκόντων τους. Μάλιστα το σχέδιο νόμου θεωρείται απίθανο να περιορίζει την ικανότητα της ΚΤΚ να διατηρεί ειδικευμένο προσωπικό ή να στερήσει άλλους από τα όργανα λήψης αποφάσεών της τις εξουσίες που αυτά ασκούν σε επίπεδο εσωτερικής οργάνωσης και ελέγχου επί θεμάτων προσωπικού. Η ΕΚΤ σημειώνει ακόμη ότι τα μέτρα που διαλαμβάνονται στο σχέδιο νόμου και νοούνται ως μέτρα γενικής εφαρμογής περιορίζονται αυστηρά στο πάγωμα των μισθολογικών αυξήσεων με σκοπό τη μείωση της δημόσιας δαπάνης και ότι αυτά δεν επιβάλλουν μείωση μισθών ούτε θίγουν την πολιτική της ΚΤΚ σε θέματα προσωπικού (π.χ. την ικανότητά της να προβαίνει σε μισθολογικές αυξήσεις λόγω προαγωγών ή να προσλαμβάνει νέο προσωπικό). Αν και η μισθολογική διάρθρωση που ισχύει στην ΚΤΚ διαφέρει από εκείνη του υπόλοιπου δημόσιου τομέα, αντίστοιχα μέτρα θα μπορούσε να λάβει αυτόνομα και η ΚΤΚ, η δε ΕΚΤ με ικανοποίηση σημειώνει ότι τα μέτρα που διαλαμβάνονται στο σχέδιο νόμου δεν περιορίζουν τη θεσμική και οικονομική ανεξαρτησία της ΚΤΚ.
.....................................................................
Σκοπός τους, όπως άλλωστε σημειώνεται και στην εισηγητική έκθεση του σχεδίου νόμου, δεν είναι ο κατ΄ άμεσο ή έμμεσο τρόπο επηρεασμός των οργάνων λήψης αποφάσεων της ΚΤΚ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, αλλά η συμβολή τους στην εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών διά της συγκράτησης του μισθολογικού κόστους. Υπό το φως των παραπάνω η ΕΚΤ θεωρεί ότι το σχέδιο νόμου δεν περιορίζει την προσωπική ανεξαρτησία των μελών των οργάνων λήψης αποφάσεων της ΚΤΚ.»
Την ίδια γνώμη υιοθέτησε η ΕΚΤ σε σχέση με τις επίδικες νομοθεσίες με επιστολή της ημερ. 2/02/12 με την οποία απάντησε ως εξής:
«Αναφορικά με τις από 22 Νοεμβρίου 2011 και 23 Ιανουαρίου 2012 επιστολές σας σχετικά με τους Νόμους 112(Ι)/2011 και 113(Ι)/2011, οι οποίοι εισάγουν περικοπές στις απολαβές και σε ορισμένα ωφελήματα των δημοσίων υπαλλήλων, επιθυμώ να επιστήσω την προσοχή σας στη γνώμη CON/2012/1 της ΕΚΤ της 4ης Ιανουαρίου 2012 επί κυπριακών σχεδίων νομοθετικών διατάξεων (η «γνώμη της ΕΚΤ»). Η γνώμη της ΕΚΤ αφορά νομοθετικές διατάξεις παρεμφερείς των αναφερόμενων στις ως άνω επιστολές. Στην εν λόγω γνώμη της η ΕΚΤ σημειώνει (i) ότι τα μέτρα που εξετάζονται στην εν λόγω γνώμη της είναι γενικής εφαρμογής (ii) ότι αυτά εξυπηρετούν τον θεμιτό σκοπό της μείωσης της δημόσιας δαπάνης και (iii) ότι δεν θίγουν την πολιτική της ΚΤΚ σε θέματα προσωπικού. Η ανωτέρω συλλογική σχετικά με τη θεσμική και την οικονομική ανεξαρτησία της ΚΤΚ, όπως αυτή αναπτύχθηκε στη γνώμη της ΕΚΤ, θα ίσχυε προφανώς και στην περίπτωση των Νόμων 112(Ι)/2011 και 113(Ι)/2011.»
Εξάλλου, κατά την επιχειρηματολογία της καθ' ης η αίτηση, ειδικά ο Ν.112(Ι)/11 δεν επηρεάζει την ανεξαρτησία της και για ένα επιπρόσθετο λόγο διότι θεσπίζει «έκτακτη» εισφορά που συνιστά φορολογία γενικής εφαρμογής και συνεπώς δεν παρέχεται η δυνατότητα μερικής εφαρμογής της. Η επιλεκτική εξαίρεση των υπαλλήλων της από την εφαρμογή των επίδικων νομοθεσιών θα συνιστούσε παράβαση της αρχής της ισότητας και του άρθρου 28 του Συντάγματος.
Στην Λούκας Παπαλούκας κ.α. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 656 αναφέρθηκαν τ΄ ακόλουθα από την Ολομέλεια:
«Είναι γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, την οποία υιοθετεί τόσο η ελληνική όσο και η κυπριακή νομολογία, ότι η παράβαση διατεταγμένου τύπου (ή τυπικής διατάξεως) επάγεται την ακυρότητα της πράξεως μόνον εφ' όσον ήθελε θεωρηθεί ότι, στην υπό εξέταση συγκεκριμένη περίπτωση, ο τύπος ο οποίος δεν τηρήθηκε ήταν ουσιώδης. Αν δεν ήταν ουσιώδης, η πράξη δεν υπόκειται σε ακύρωση, παρά την παράβαση. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το εξ αντικειμένου ουσιώδες του τύπου, αν διαπιστωθεί ότι η παράβασή του δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις για τον διοικούμενο, τότε, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης περίπτωσης, αυτός θεωρείται επουσιώδης με αποτέλεσμα η παράβαση του να μην επάγεται την ακυρότητα της πράξεως.
Όπως παρατηρεί ο Σ. Δεληκωστόπουλος στη μονογραφία του "Η παράβασις ουσιώδους τύπου ως λόγος ακυρώσεως διοικητικών πράξεων" (1970), στη σελίδα 82:-
"Εφ' όσον ούτως ή άλλως η πράξις της διοικήσεως και αν ετηρούντο οι τύποι θα είχε το αυτό περιεχόμενον, διότι η παράλειψις ουδεμίαν επ' αυτού επίδρασιν έσχε, δεν παρίσταται ως ουσιώδης ο μη τηρηθείς τύπος."
Πάνω στη ίδια βάση, ο Θ. Τσάτσος, στο σύγγραμμα του "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", 3η Έκδοση (1971), στη σελίδα 228, αναφέρει τα ακόλουθα:-
"Η παράβασις του τύπου τούτου καθιστά την πράξιν, την ούτω εκδοθείσαν, δηλαδή άνευ προηγουμένης κλήσεως ή μετά τοσούτον ελλιπή δημοσίευσιν ή κοινοποίησιν αυτής ώστε να εξισούται προς εντελή έλλειψιν, ακυρωτέαν, εκτός εάν παρά την έλλειψιν κλήσεως ή το ουσιωδώς ελλιπές αυτής, ηδυνήθη να πράξη ο ενδιαφερόμενος ό,τι θα έπραττε και αν η κλήσις εγίνετο κατά τρόπον απολύτως άμεμπτον ή εγίνετο άνευ ουσιωδών ελλείψεων."
Την ίδια γραμμή ακολουθεί και ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμα του "Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο", Β΄έκδοση (1994), στις παραγράφους 585 και 586. Αναφέρει σχετικά:-
"2. Ενώ η παράβαση ουσιαστικών διατάξεων του νόμου αποτελεί ανεξαιρέτως λόγο ακυρώσεως, την έννομη αυτή συνέπεια έχει μόνο η παράβαση ουσιώδους τύπου. η παράβαση απλώς ε π ο υ σ ι ώ δ ο υ ς τύπου δεν αρκεί για να καταστήσει βάσιμη την αίτηση ακυρώσεως.
.....................................
3. Στην συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να χαρακτηρισθεί ένας τύπος ως επουσιώδης, αν ο ενδιαφερόμενος, υπέρ του οποίου προβλέπεται, προέβη ήδη στην αποσκοπούμενη προς το συμφέρον του ενέργεια."
Στην υπόθεση Ιωάννης Πρέζας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2533, ο Δικαστής Νικήτας είπε τα εξής πάνω στο ίδιο ζήτημα:-
"Η διάκριση των τύπων σε ουσιώδεις και μη επαφίεται σε τελευταία ανάλυση στην κρίση του δικαστηρίου που ελέγχει τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης. Κυριακόπουλος "Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον" 4η έκδοση τόμος Β, σελ. 380, Α. Γεωργίου και Άλλοι ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 1443. Τα βασικά κριτήρια που συντελούν στο σχηματισμό της γνώμης του δικαστή είναι από τη μια ο σκοπός που εξυπηρετεί ο τύπος και οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει η παράβασή του, από την άλλη."
Σ' αυτή την περίπτωση παραβιάστηκε μεν η διαδικαστική προϋπόθεση του άρθρ. 26(1), αλλά αυτό δεν στέρησε τον αιτητή του δικαιώματος να υποβάλει αίτηση και στη συνέχεια να θεωρηθεί προσοντούχος."
Τις ίδιες αρχές επανέλαβε ο ίδιος Δικαστής και σε μεταγενέστερη απόφασή του, στις υποθέσεις Ζησίμου Χ"Τοφή και Άλλης ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1851. Είπε χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:-
"Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, που επικρότησε η νομολογία μας από το ξεκίνημα της, η παράβαση ουσιαστικού τύπου στη διαδικασία παραγωγής της διοικητικής πράξης συνεπάγεται την ακυρότητά της. Το ερώτημα κατά πόσον παράβαση τύπου είναι ουσιώδης ή όχι εξαρτάται από την επίδραση που έχει η παράλειψη του τύπου στη συγκεκριμένη πράξη: Ανδρέας Γεωργίου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1443, Αλίκης Λιμνάτη & Άλλες ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4057."»
Στην προκείμενη περίπτωση η μη υποβολή των επίδικων νόμων πριν από την εφαρμογή τους στους υπαλλήλους της Κεντρικής Τράπεζας για γνωμάτευση από την ΕΚΤ δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράβαση ουσιαστικού τύπου στη διαδικασία της παραγωγής της διοικητικής πράξης. Όπως νομολογιακά έχει καθιερωθεί εκείνο που εξετάζεται προκειμένου το Δικαστήριο να οδηγηθεί στο σχηματισμό γνώμης διάκρισης των τύπων σε ουσιώδη ή μη είναι από τη μια ο σκοπός που εξυπηρετεί ο τύπος και οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει η παράβασή του από την άλλη. Στην προκείμενη περίπτωση παραβιάστηκε μεν η υποχρέωση να ζητηθεί η προηγούμενη γνωμάτευση της ΕΚΤ αναφορικά με τους επίδικους νόμους αλλά από την άλλη αυτό δεν στέρησε την ΚΤΚ από τη θεσμική και οικονομική ανεξαρτησία της ως ξεκάθαρα φαίνεται από τις επιστολές του Διοικητή της ΕΚΤ ημερ. 4/01/12 και 2/02/12 με αποτέλεσμα η σημειωθείσα παράβαση να κρίνεται ως μη ουσιώδης.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με €350 έξοδα υπέρ της Καθ΄ ης η αίτηση στην κάθε προσφυγή. Οι προσβαλλόμενες πράξεις επικυρώνονται δυνάμει του ΄Αρθρ. 146.4(α) του Συντάγματος.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΣΦ.