ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D633
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.138 /2013)
29 Σεπτεμβρίου, 2015
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δικαστής]
Αναφορικά με τo ΄Αρθρo 146 του Συντάγματος
NIKH KAΣΤΩΡΗ
Αιτήτρια,
Και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
1. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων
2. Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων
Καθ' ων η αίτηση
-----------------------
Αθ.Παπαδοπούλου, (κα.), για Ρ.Ερωτοκρίτου και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους αιτητές
Μ.Δρυμιώτου, (κα.),- δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ων η αίτηση
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια ζητά από το Δικαστήριο απόφαση και/ή διάταγμα ότι, η απορριπτική απόφαση και/ή πράξη των καθ΄ων η αίτηση 1 και/ή 2, ημερ. 21.12.2012, όσον αφορά την ιεραρχική προσφυγή της αιτήτριας, ημερ. 22.6.2012, που στρεφόταν εναντίον της απορριπτικής απόφασης και/ή πράξης των καθ΄ων η αίτηση 1 και/ή 2, η οποία της γνωστοποιήθηκε με επιστολή των καθ΄ων η αίτηση 1 και/ή 2, ημερ. 25.6.2012, σχετικά με το αίτημα της αιτήτριας, για σύνταξη ανικανότητας από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, είναι άκυρη, παράνομη και εστερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
Στις 17/1/2012, η αιτήτρια, λιμενικός λειτουργός, 59 ετών, υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας, η οποία συνοδευόταν από ιατρική έκθεση από τον θεράποντα Ιατρό της
Ακολούθως, η αιτήτρια στις 23/4//2012, εξετάστηκε από Ρευματολογικό-Παθολογικό Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ικανή για άσκηση του επαγγέλματος της
Στην συνέχεια ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υιοθετώντας τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου απέρριψε την αίτηση της για σύνταξη ανικανότητας στις 18/6/2012. Η αιτήτρια ενημερώθηκε για την απόφαση του Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων με επιστολή ημερομηνίας 25/6/2012. Στις 22/6/2012, με επιστολή της προσέφυγε στην Υπουργό, κατά της απόφασης του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων για απόρριψη της αίτησης της για σύνταξη ανικανότητας ζητώντας επανεξέταση
Η αιτήτρια κλήθηκε στις 15/10/2012 για εξέταση από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο γνωμάτευσε ότι, με βάση την κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα, η αιτήτρια είναι ικανή για άσκηση του επαγγέλματος της.
Η Υπουργός, βάσει της εξουσίας που της παρέχει το άρθρο 83 του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, αφού μελέτησε τα δεδομένα της υπόθεσης της αιτήτριας, υιοθέτησε τη γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, βάσει της οποίας κρίνεται ικανή για άσκηση του επαγγέλματος της. Η αιτήτρια ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή ημερομηνίας 21/12/2012.
Η αιτήτρια προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης προβάλλει δύο λόγους ακύρωσης, (1) Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και (2) Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη.
Συγκεκριμένα η αιτήτρια προβάλλει κυρίως ότι αφενός δεν λήφθηκαν υπόψη από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο ο μεγάλος αριθμός ιατρικών πιστοποιητικών, τα οποία αποδεικνύουν ότι η αιτήτρια πάσχει από την επίδικη πάθηση και η οποία δεν της επιτρέπει να ασκεί το επάγγελμα της. Αφετέρου, προβάλλει ότι ο τρόπος με τον οποίο έγινε η εξέταση της από το επίδικο Συμβούλιο, υπήρξε επιφανειακός, αφού δεν έγινε συγκεκριμένη εξέταση, η τριχοειδοσκόπηση, με την οποία, κατά τον ισχυρισμό της, θα διαπιστωνόταν η πάθηση της
Όπως προκύπτει από τις νομολογιακές αρχές, δέουσα έρευνα κρίνεται ότι υπάρχει όταν το αποφασίζον όργανο κατόπιν έρευνας, συγκεντρώσει τα ουσιώδη στοιχεία της υπόθεσης, τα οποία θα το οδηγήσουν στη λήψη ορθής και κατ' επέκταση αιτιολογημένης απόφασης. (Βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας, (1999) 3 Α.Α.Δ. 447), Ράφτη ν. Δημοκρατία (2002) 3 Α.Α.Δ. 345).
Επί της ουσίας της παρούσης υπόθεσης, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, η αιτήτρια εξετάστηκε από Εξειδικευμένο Ιατρικό Συμβούλιο, με ειδικότητα στην ρευματολογία και παθολογία, ειδικότητες που αφορούσαν την περίπτωση των ιατρικών προβλημάτων που προέβαλε, με την αίτηση της για χορήγηση σύνταξης ανικανότητας. Με την έκθεση του το Συμβούλιο, καταγράφει ότι έλαβε υπόψη, τις ιατρικές εξετάσεις και πιστοποιητικά που προσκόμισε ενώπιον του, καθώς και την κλινική εξέταση στην οποία προέβη το ίδιο και τα εργαστηριακά ευρήματα του.
Ακόμα και με την ειδική εξέταση τρεχοειδοσκόπησης με την οποία διαπιστώνεται δευτεροπαθές φαινόμενο Raynaud που η ίδια επικαλείται δεν προκύπτει ανικανότητα εργασίας. Ούτε το ελάχιστο δε, δεν ισχύει η θέση της αιτήτριας ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν αντιλήφθησαν ή δεν αξιολόγησαν σωστά τη φύση αυτής της ειδικής εξέτασης, αντιθέτως, προκύπτει ότι την έλαβαν υπόψη στα σωστά της πλαίσια. Ούτε είναι βάσιμος ο ισχυρισμός ότι οι καθ΄ων η αίτηση όφειλαν να προβούν οι ίδιοι σε νέα τέτοια εξέταση.
Απ΄όλα τα δεδομένα της υπόθεσης προκύπτει σαφώς ότι, οι καθ' ων η αίτηση πριν την έκδοση της απόφαση τους, προέβησαν σε πλήρη και εμπεριστατωμένη έρευνα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιων τους και δεόντως τα συσχέτισαν με τη φύση της εργασίας της αιτήτριας.
Περαιτέρω, όσον αφορά τη θέση της αιτήτριας, ότι δεν υπήρξε δέουσα έρευνα και λόγω και του γεγονότος ότι το Συμβούλιο, θα έπρεπε στην γνωμάτευση του να καταγράψει πλήρως τον τρόπο και τις συνθήκες της εξέτασης, δεν στοιχειοθετεί εύρημα ελλιπούς έρευνας. Είναι στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου, πριν προχωρήσει στην έκδοση μιας απόφασης του, να επιλέξει τον τρόπο και την έκταση της έρευνας του, ανάλογα με την περίπτωση που έχει ενώπιον του κάθε φορά. (βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά., (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, (1997) 3 Α.Α.Δ. 270 και Nicolaou v. Minister of Interior and Another (1974) 3 C.L.R. 189). Παρατηρείται ότι τα αποτελέσματα εν πάση περιπτώσει της εν λόγω εξέτασης, όπως προκύπτουν από το σχετικό πίνακα ήταν ότι δεν παρατηρούνται «παθολογικές αλλοιώσεις» με κύριο εύρημα ότι υπάρχει φυσιολογική πυκνότητα χωρίς αιμορραγίες, ελικοειδή πορεία ή μορφολογικές ανωμαλίες. Οι περιστάσεις δεικνύουν πως είναι εύλογο το συμπέρασμα κατάληξης ότι το σύνδρομο από το οποίο η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι πάσχει αποτελεί μια συνηθισμένη αγγειοκινητική διαταραχή η οποία δεν καθιστά, δίχως άλλο, ένα άτομο ανίκανο για εργασία.
Ακόμη η Αιτήτρια προβάλλει ότι αφενός μεν η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, αφετέρου δε το Συμβούλιο άφησε κενά στο ερωτηματολόγιο της έκθεσης του, τα οποία έχουν σημασία και αφορούν άμεσα την περίπτωση της Αιτήτριας.
Η αιτιολογία μιας απόφασης θεωρείται πλήρης, εφόσον καταγράφεται στο σώμα της, τόσο η πραγματική βάση όσο και το νομικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίχθηκε για την ορθή κατάληξη του. Ενώ θα πρέπει να δίνει στο Δικαστήριο την δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της. Επίσης η αιτιολογία μιας απόφασης, μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία της υπόθεσης.
Στην προσβαλλόμενη απόφαση της, καταγράφονται τόσο τα πραγματικά περιστατικά που έλαβε υπόψη, τα πιστοποιητικά και τις εξετάσεις, όπως τα αποτελέσματα της τριχοειδοσκόπησης, που προσκόμισε η Αιτήτρια αλλά εν τέλει την ίδια τη γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, η οποία συμπληρώνει τη βασική αιτιολογία, καθώς και τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης του Συμβουλίου. Περαιτέρω στην απόφαση της η Υπουργός καταγράφει την νομική βάση της απόφασης της, ήτοι το άρθρο 40 του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, στο οποίο έχει υπαγάγει τα πραγματικά περιστατικά για να καταλήξει, ορθά και αιτιολογημένα στην απόφαση της, ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προυποθέσεις του Νόμου, για χορήγηση της αιτούμενης σύνταξης ανικανότητας.
Αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός για τη σημασία στα κενά επί του ερωτηματολογίου της έκθεσης του τα οποία, όπως προβάλλουν οι συνήγοροι της έχουν σημασία και αφορούν άμεσα την περίπτωση της Αιτήτριας. Η θέση αυτή δεν οδηγεί σε κάτι συγκεκριμένο που να αποδεικνύει ο,τιδήποτε μεμπτό. Η απόφαση για την χορήγηση μιας σύνταξης ανικανότητας απαιτεί ειδικές ιατρικές γνώσεις, τις οποίες ένα εξειδικευμένο Ιατρικό, κατά περίπτωση, Συμβούλιο μπορεί να κατέχει, το Δικαστήριο σ'αυτή την περίπτωση, που κρίνονται δεν μπορεί να επέμβει, παρά μόνο να ελέγξει αν το αποφασίζον όργανο έχει εκφύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του.
Στην παρούσα περίπτωση το αποφασίζον όργανο προβαίνοντας σε δέουσα έρευνα και κατ' επέκταση αιτιολογία, ενήργησε, σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης και σε καμία περίπτωση σε αντίθεση με αυτά. (Βλ. Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438). Οπότε και δεν υπάρχουν περιθώρια επέμβασης του Δικαστηρίου στο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503), Ράφτης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).
Ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη πράξη θα πρέπει να επικυρωθεί και επικυρώνεται. Η προσφυγή απορρίπτεται με €1,000 έξοδα εναντίον της αιτήτριας.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου,
Δ.