ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D568
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.1241 /2012)
3 Σεπτεμβρίου, 2015
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δικαστής]
Αναφορικά με τo ΄Αρθρo 146 του Συντάγματος
ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΣΙΣΣΙΟΥ
Αιτητής,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω Υπουργείου ΄Αμυνας
Καθ΄ων η αίτηση.
-----------------------
Παν.Λεωνίδου, για τον αιτητή
K.Σταυρινός - δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους καθ΄ων η αίτηση
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής ζητά ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση ημερ. 7.6.2012, με την οποία αποφασίστηκε επιβολή τετραήμερης κράτησης έπειτα από τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος.
Ο Αιτητής είναι μόνιμος Αξιωματικός της Αεροπορίας του Στρατού της Δημοκρατίας. Μετά την αποφοίτησή του διορίστηκε στο Στρατό, ως Αξιωματικός με το βαθμό του Ανθυποσμηναγού, από τις 21.6.2002 και από την ημερομηνία αυτή αποσπάσθηκε για υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά. Από τις 31.12.12 κατέχει το βαθμό του Σμηναγού. Από τις 3.10.11 μέχρι την 1.11.12 υπηρέτησε στη 419 Μοίρα Προστασίας Αεροδρομίου (419 ΜΠΑ) και από τις 2.11.12 υπηρετεί στη Διοίκηση Αεροπορίας/ΓΕΕΦ. Σημειώνεται ότι στην Αεροπορία οι βαθμοί του Ανθυποσμηναγού, Υποσμηναγού και Σμηναγού, είναι οι αντίστοιχοι των βαθμών του Ανθυπολοχαγού, Υπολοχαγού και Λοχαγού του Στρατού Ξηράς.
Στις 23.5.2012 ο Διοικητής της 419 ΜΠΑ, στην μονάδα στην οποία υπηρετούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Αιτητής, με διαταγή του ημερομηνίας κάλεσε τον Αιτητή σε διοικητική απολογία, γιατί από προσωπική έρευνα που διενήργησε προέκυψε πιθανή διάπραξη από μέρους του, του πειθαρχικού παραπτώματος της «πάσας παράλειψης συμμορφώσεως προς τις Γενικές Διαταγές του Διοικητού». Συγκεκριμένα, στις 2.5.2012, με την λήξη της αναρρωτικής του άδειας, όταν μετέβη στη Μονάδα προκειμένου να λάβει παραπεμπτικό σημείωμα για εξέτασή του από στρατιωτικό ιατρό, δεν έφερε τη στολή εργασίας ως όφειλε και ήταν «χαρακτηριστικά αξύριστος».
Ο Αιτητής, με αναφορά του προς τη Μονάδα του ημερομηνίας 30.5.2012, απάντησε στην πιο πάνω κλήση σε απολογία αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι στις 2.5.2012 που πήγε στη Μονάδα του δεν έφερε στολή εργασίας αλλά πολιτική περιβολή, τόσο επειδή λόγω του τραυματισμένου του ποδιού που ήταν σε νάρθηκα δεν μπορούσε να βάλει στρατιωτική στολή εργασίας, όσο και γιατί ο μοναδικός λόγος που πήγε ήταν για να λάβει παραπεμπτικό σημείωμα για εξέταση από στρατιωτικό ιατρό. Επίσης μπορεί να ήταν αξύριστος, όχι όμως «χαρακτηριστικά αξύριστος» όπως αναφέρεται στην κλήση για απολογία.
Ακολούθως ο Διοικητής της Μονάδας με διαταγή του προς τον Αιτητή ημερομηνίας 7.6.2012, τον βρήκε ένοχο και τον τιμώρησε με 4ήμερη κράτηση.
Ο Αιτητής εναντίον της προσβαλλόμενης απόφασης προβάλλει τρεις κύριους πυλώνες λόγων ακύρωσης, (1) Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα μη δέουσας αιτιολογίας και έρευνας, (2) Παραβίαση αρχής της φυσικής δικαιοσύνης και (3) Καθυστερημένη κλήση του σε απολογία.
Το αδίκημα για το οποίo τιμωρήθηκε προνοείται στον Καν.19(2) Πρώτος Πίνακας, Πειθαρχικός Κώδικας, (Κανονισμός 3):
«(19)-(2) Πάσα παράλειψις συμμορφώσεως προς τας Γενικάς Διαταγάς του Διοικητού.»
Τα όσα προβάλλει ο Αιτητής, στα πλαίσια του πρώτου πυλώνα λόγων ακύρωσης, περί μεροληψίας και εκδικητικής στάσης από μέρους του Διοικητή του δεν στοιχειοθετούνται αφού ο Αιτητής θα έπρεπε να αποδείξει με συγκεκριμένους λόγους και στοιχεία την ύπαρξη τέτοιας συμπεριφοράς. Τα όσα ο Αιτητής επικαλείται είναι γενικά και αόριστα και δεν αποδεικνύουν κάτι τέτοιο. (βλ. Ιακωβίδης ν. Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 33).
Επί του ζητήματος της έλλειψης δέουσας αιτιολογίας, ο αιτητής προβάλλει ότι λόγω μη δέουσας έρευνας, ο Διοικητής, δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι κατά την επίδικη μέρα είχε προσέλθει στο στρατόπεδο για εξέταση από τον ιατρό της μονάδας, ενώ ήδη βρισκόταν σε άδεια και λόγω του νάρθηκα που είχε στο πόδι του δεν μπορούσε να φορέσει την υπηρεσιακή του στολή ενώ δεν ήταν αξύριστος, ως αναφέρεται στην προσβαλλομένη απόφαση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται δεόντως αιτιολογημένη, αφού φέρει τόσο την απαιτούμενη νομική βάση όσο και τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία υπαγόμενα σ΄ αυτήν καταλήγουν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα και ειδικότερα ο Διοικητής του Αιτητή, αφού αρχικά περιγράφει εν συντομία το ιστορικό της υπόθεσης καθώς και το περιεχόμενο της απολογίας του Αιτητή, προχωρεί στην απόφαση του αιτιολογημένα καταγράφοντας τόσο τη σχετική νομοθεσία στην οποία βασίστηκε, όσο και τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους θεωρεί τον αιτητή ένοχο επιβάλλοντας την επίδικη ποινή. Τίθεται ότι σε σχέση με το ζήτημα της αδυναμίας του, λογω του τραυματισμένου ποδιού του, να φορεί την υπηρεσιακή του στολή, όφειλε να λάβει όπως αναφέρεται στην απόφαση, προηγουμένως έγκριση, κατόπιν σχετικού του αιτήματος, από την μονάδα του. Όσον αφορά την παράλειψη του να είναι ξυρισμένος, κατά την προσέλευση του στην μονάδα, και ανεξαρτήτως αν ο λόγος ήταν επανεξέταση του από στρατιωτικό γιατρό, δίδει το έρεισμα ότι ως αξιωματικός όφειλε να έχει την ενδεδειγμένη εμφάνιση, όπως ορίζουν οι σχετικοί Κανονισμοί.
Με τον δεύτερο πυλώνα λόγων ακύρωσης περί παραβίασης της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης, ο αιτητής κυρίως προβάλλει τη θέση ότι δεν του δόθηκε η δυνατότητα σε απολογία. Όπως επίσης ότι η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν δυσανάλογη, σε σχέση με τα πειθαρχικά παραπτώματα για τα όποια κατηγορείτο, ενώ μπορούσε να του επιβληθεί χρηματική ποινή.
΄Οπως προκύπτει από τα στοιχεία της υπόθεσης, ο αιτητής, κατόπιν πειθαρχικής έρευνας εκ μέρους του διοικητή για πιθανή διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος στις 2.5.2015 ως εκ του πιο πάνω Κανονισμού 19(2), κλήθηκε με επιστολή ημερ. 23.5.2012 (παράρτημα 1) να υποβάλει γραπτώς την απολογία του, όπως και έπραξε, (βλ. γραπτή αιτιολογία του αιτητή ημερ. 30.5.2012, παράρτημα 2). Συνεπώς κανένα σχετικό δικαίωμα του δεν παραβιάστηκε αφού είχε την ευκαιρία να δώσει τις θέσεις του. ΄Οσον αφορά το είδος και το ύψος της επιβαλλόμενης ποινής, εκτός του ότι το ζήτημα αυτό αφορά την διακριτική εξουσία του αποφασίζοντος οργάνου, η αιτιολογία είναι υπάρχουσα. Το πλαίσιο της επιβαλλόμενης ποινής καθορίζεται από τους σχετικούς κανονισμούς σε συνάφεια και αντιστοιχία με το πειθαρχικό αδίκημα το οποίο έχει διαπραχθεί. Συνεπώς δεν έχουν βάση τα σχετικά παράπονα του αιτητή.
Σημειώνεται δε ότι η πιο πάνω ποινή της τετραήμερης κράτησης θα «εκτίετο στο σπίτι» του αιτητή, σύμφωνα με την επίδικη απόφαση - παρ.3.
Ούτε και επίσης βρίσκω ότι στοιχειοθετείται το παράπονο του αιτητή ότι ο διοικητής ενήργησε με διπλή ιδιότητα, αντίθετα έχει υπάρξει συμμόρφωση προς τον Κ.6(1) και (2) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς, οι οποίοι έχουν ως εξής:
«6.-(1) Εις πάσαν περίπτωσιν καθ΄ην υποβάλλεται αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός, εξ ων φαίνεται ότι μέλος τι δυνατόν να διέπραξε παράπτωμά τι, το όλον ζήτημα θα αναφέρηται εις τον διοικούντα αξιωματικόν του τοιούτου μέλους:
Νοείται .........
(2) Ο διοικών αξιωματικός του τοιούτου μέλους λαμβάνων την αναφοράν, επιλαμβάνεται προσωπικώς της ερεύνης, του αναφερόμενου παραπτώματος, ασκεί τον προσήκοντα έλεγχον και επιβάλλει αμέσως την κατά την κρίσιν του και εντός των ορίων της δικαιοδοσίας αυτού διαγραφομένην ποινήν άνευ ετέρας τινός διαδικασίας:
Νοείται ......»
΄Εχει δε περαιτέρω δίκαιο ο κ.Σταυρινός στη θέση που εξέφρασε ότι εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση ο πιο πάνω κανονισμός, αφού ακριβώς πρόκειται για παράβαση διαταγής και δεν υπάρχει προσωπική εμπλοκή του Διοικητή, ώστε να διαφοροποιεί τα πράγματα ως προς την ανάγκη να μη συντρέχουν δυο ιδιότητες στο ίδιο πρόσωπο του κατήγορου και του κριτή.
Ούτε και ο λόγος περί καθυστερημένης κλήσης του σε απολογία ευσταθεί αφού οι καθ' ων η αίτηση αιτιολογούν, όπως προκύπτει από τα δοθέντα έγγραφα, την καθυστέρηση αυτή, εδράζοντας την στο γεγονός ότι ο αιτητής βρισκόταν με αναρρωτική άδεια. Μπορεί μεν η διοίκηση να οφείλει να ενεργεί εντός ευλόγου χρόνου, αλλά μπορεί να υπάρξουν λόγοι για τους οποίους να έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την όποια καθυστέρηση, όπως στην παρούσα περίπτωση. Συνεπώς δεν προκύπτει ευθύνη της Διοίκησης.
Ως εκ τούτου με βάση τα πιο πάνω η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε μέσα ατά πλαίσια της νομιμότητας εντός της οποίας θα πρέπει να ενεργεί η διοίκηση και ως εκ τούτου επικυρώνεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εκ ποσού €700 εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ων η αίτηση.
Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου
Δ.