ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D594
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1160/2012)
11 Σεπτεμβρίου 2015
[T.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δικαστής]
Αναφορικά με το αρθρο 146 του Συντάγματος
ΛΟΥΚΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Αιτητή
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΥΠΟΤΡΟΦΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ου η Αίτηση.
_________
Γ. Νεάρχου για Μ. Βορκάς & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον αιτητή.
Α. Αρτεμίου, για το Καθ΄ου η Αίτηση.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ: Το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών με την ανακοίνωση αρ. 332 προκήρυξε αριθμό υποτροφιών για προπτυχιακές σπουδές για το ακαδημαϊκό έτος 2011-2012. Ένας εκ των αιτητών ήταν ο νυν αιτητής. Οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν ήταν περισσότερες από τις υποτροφίες που προσφέρονταν και έτσι έγινε ανάγκη επιλογής. Ακολουθήθηκαν τα κατά νόμο κριτήρια επιλογής, ήτοι η κοινωνικοοικονομική κατάσταση των υποψηφίων ή της οικογένειας τους και η ακαδημαϊκή τους επίδοση (άρθρο 21 του περί Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών Κύπρου (Ίδρυση και Λειτουργία) Νόμου του 2006, Ν. 154(Ι)/2006). Ειδικότερα σε ότι αφορά την οικονομική κατάσταση, το διοικητικό συμβούλιο του Ιδρύματος καθόρισε ότι σε περίπτωση που η αξία της περιουσίας αιτητή ή της οικογένειάς του ήταν από €600.001-€1.000.000 για το 2011, τότε θα αφαιρούνταν δέκα (10) μονάδες από το σύνολο των μονάδων που θα εξασφάλιζε αναφορικά με την οικονομική του κατάσταση.
Ο αιτητής επεσύναψε στην αίτησή του ένορκη δήλωση των γονέων του στην οποία είχαν αναφέρει ότι η ακίνητη τους περιουσία είχε συνολική αξία €750.000. Επί αυτής της δήλωσης και με βάση το προαναφερθέν κριτήριο, αφαιρέθηκαν δέκα μονάδες από τον αιτητή, με αποτέλεσμα να συγκεντρώσει συνολικά 49,026 μονάδες. Επειδή η χορήγηση υποτροφιών έγινε με βάση τη συνολική βαθμολογία που εξασφάλισαν οι υποψήφιοι κατά σειρά επιτυχίας και με βάση τα διαθέσιμα κονδύλια που προβλέπονταν στον προϋπολογισμό του 2012, η κατανομή των υποτροφιών έγινε μεταξύ υποψηφίων που είχαν συγκεντρώσει ψηλότερη βαθμολογία από τον αιτητή και ο τελευταίος υποψήφιος στον οποίο χορηγήθηκε η υποτροφία είχε συγκεντρώσει 58,5085. Ως εκ τούτου, ο αιτητής δεν επιλέγηκε για υποτροφία.
Ακολούθησε ένσταση που υπέβαλε ο πατέρας του αιτητή, ζητώντας επανεξέταση και προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι προφανώς είχε υπερεκτιμήσει την αξία της ακίνητής του ιδιοκτησίας. Επεσύναψε εκτίμηση επαγγελματία για ένα τεμάχιο, το οποίο ήταν ένα από τα οικόπεδα που είχε δηλώσει αρχικά, εισηγούμενος ότι, με βάση την εκτιμημένη αξία τούτου και τα άλλα τεμάχια που βρίσκονται στην ίδια περιοχή έχουν μικρότερη αξία και συνολικά είναι πολύ πιο κάτω από τις €600.000. Η ένσταση έγινε από τον πατέρα ως αντιπρόσωπο του αιτητή και ως τέτοια έγινε δεκτή και εξετάστηκε. Συνεπώς, είναι αβάσιμη η ένσταση των καθ΄ων η αίτηση ότι η επίδικη πράξη αφορούσε τρίτο.
Η Επιτροπή Ενστάσεων του Ιδρύματος σε συνεδρία της που πραγματοποιήθηκε στις 22.5.2012 εξέτασε την ένσταση και διαπίστωσε, όπως καταγράφεται σε σχετικό πρακτικό, ότι η αίτηση βαθμολογήθηκε ορθά και σύμφωνα με τα κριτήρια που τέθηκαν για αξιολόγηση. Ειδικότερα, γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι αφαιρέθηκαν δέκα μονάδες λόγω του ότι η οικογένεια είναι κάτοχος ακίνητης περιουσίας ύψους €750.000 όπως φαίνεται στην ένορκη δήλωση. Επιπρόσθετα, γίνεται αναφορά στην παράγραφο 13 την Ανακοίνωσης με αρ. 332, σύμφωνα με την οποία:
«Τονίζεται ότι δεν γίνονται δεκτά επιπρόσθετα στοιχεία/ πιστοποιητικά/δικαιολογητικά μετά τη λήξη της ημερομηνίας υποβολής των αιτήσεων (31.10.2011) και μετά τη λήψη της τελικής απόφασης για χορήγηση υποτροφίας από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών Κύπρου.»
Εν τέλει η Επιτροπή Ενστάσεων λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα των υποψηφίων κατέληξε στο να επιμένει στην ορθότητα της αρχικής απόφασης.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για χορήγηση κρατικής υποτροφίας είναι εξ υπαρχής άκυρη γιατί αντίκειται στην κείμενη πρωτογενή και/ή δευτερογενή νομοθεσία και ειδικότερα προς τις πρόνοιες του εν λόγω νόμου και των δυνάμει τούτου εκδοθέντων κανονισμών.
Η παραπάνω θέση εξειδικεύθηκε στην αγόρευση του ευπαιδεύτου δικηγόρου του αιτητή με αναφορά στον Κανονισμό 15 των περί του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών Κύπρου (Ίδρυση και Λειτουργία) Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 208/2007, που προβλέπει περί των ενστάσεων κατά των αποφάσεων για παραχώρηση υποτροφιών. Προβλέπεται ειδικότερα η προθεσμία για καταχώριση ένστασης και ο χρόνος εντός του οποίου θα πρέπει οι ενστάσεις να εξετάζονται και θεσπίζεται η υποχρέωση για γραπτή ενημέρωση για την απόφαση. Εξ αυτού, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή εισηγήθηκε ότι εφόσον ο Κανονισμός 15 δεν περιορίζει το αντικείμενο των ενστάσεων, ούτε θέτει ως προϋπόθεση για την εξέτασή τους τη μη παρουσίαση νέων στοιχείων, τότε τα προνοούμενα στην παράγραφο 13 της Ανακοίνωσης τέθηκαν χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση και περιορίζουν το δικαίωμα του αιτητή για ακρόαση. Συνεπώς, συνεχίζει η εισήγηση, ήταν δυνατή η υποβολή οποιωνδήποτε τυπικών ή ουσιαστικών λόγων, δεδομένων και/ή στοιχείων και θα έπρεπε να οδηγήσουν σε επανεξέταση της αρχικής απόφασης και διαφοροποίηση του αποτελέσματός της, εφόσον η αρχική δήλωση δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια και την πραγματική αξία της περιουσίας, αλλά βασίστηκε σε πρόχειρες και προσωπικές εκτιμήσεις. Αντ΄αυτού όμως, καταλήγει η εισήγηση, οι καθ΄ων η αίτηση αγνόησαν πλήρως τα πραγματικά στοιχεία.
Οι καθ΄ων η αίτηση απάντησαν ότι δεν είναι στη βάση της προηγούμενης ανακοίνωσης του Ιδρύματος που απορρίφθηκε η ένσταση αλλά αντιθέτως, το περιεχόμενο της ένστασης λήφθηκε υπόψη και η αίτηση επανεξετάστηκε και απορρίφθηκε ως προσπάθεια ανασκευής του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης.
Πέραν όμως της ουσίας, οι καθ΄ων η αίτηση ήγειραν σειρά προδικαστικών ενστάσεων, μερικές εκ των οποίων εγείρουν στην πραγματικότητα ζήτημα μη εκτελεστής διοικητικής πράξης και έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Γι΄αυτό άλλωστε, ο ευπαίδευτος δικηγόρος τους παρέπεμψε σε σχετικές αποφάσεις, ήτοι στις Φειδία Μεταξά ν. Επιτροπή Κρατικών Υποτροφιών κ.α., Υπόθ. 754/1998, 11.8.2000, Νάγιας Πετούση ν. Επιτροπής Κρατικών Υποτροφιών κ.α., Υπόθ. 1309/1999, 27.11.2000, Αντώνης Κοντεμενιώτης ν. Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών Κύπρου, Υπόθ. 1505/2008, 10.9.2012.
Οι εν λόγω υποθέσεις αφορούσαν, όπως και η παρούσα, την ενέργεια της Επιτροπής Κρατικών Υποτροφιών να επιλέξει άλλους από τον αιτητή υποψήφιους για υποτροφία. Στην υπόθεση Μεταξά ο Κωνσταντινίδης, Δ., με αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Χρυσοστόμου κ.α. (1993) 3 ΑΑΔ 391, έθεσε το ερώτημα κατά πόσον εκτελεστή πράξη είναι στην ουσία η απόφαση για τη χορήγηση υποτροφίας στους άλλους, έναντι των οποίων ο αιτητής, κατά τον ισχυρισμό του, υπερείχε. Κατέληξε δε πως η προσφυγή ήταν απαράδεκτη γιατί στρεφόταν κατά πράξης που δεν ήταν εκτελεστή, εξηγώντας τα εξής:
«Ενδεχόμενη επιτυχία της, του αιτήματος δηλαδή για ακύρωση της μη επιλογής του θα έφερνε στην επιφάνεια ζήτημα επανεξέτασης, εννοείται στη βάση του ίδιου καθεστώτος, χωρίς προοπτική. Με έγκυρες τις απρόσβλητες χορηγήσεις προς τους άλλους 17 δεν θα απέμενε ποσό για τον ίδιο.»
Το λόγο (ratio) της Μεταξά ακολούθησε στην υπόθεση Νάγιας Πετούση ο Καλλής, Δ., λέγοντας περαιτέρω τα εξής:
«Η αδυναμία ικανοποίησης του αιτήματος της αιτήτριας, σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής, για τους λόγους που έχουν υποδειχθεί στη Μεταξά καθιστά την προσφυγή "αλυσιτελή". Σε τέτοια περίπτωση δεν υφίσταται έννομο συμφέρον δυνάμει του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος. Η προσφυγή απορρίπτεται και λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος.»
Την ίδια προσέγγιση ακολούθησε ο Νικολαΐδης, Δ., στην υπόθεση Κοντεμενιώτης υποδεικνύοντας ότι τυχόν επιτυχία του αιτητή θα έφερνε στην επιφάνεια θέμα επανεξέτασης χωρίς όμως οποιαδήποτε προοπτική εφόσον η υποτροφία είχε παραχωρηθεί, αλλά και χωρίς αυτόνομο δικαίωμα αποζημίωσης. Αυτή η τελευταία αναφορά απαντά σε σχετικό επιχείρημα που προβλήθηκε και εν προκειμένω, ότι δηλαδή, έστω και αν θα μπορούσε να θεωρηθεί πως η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι αναστρέψιμη και η προσφυγή έχει απωλέσει το αντικείμενό της, ο αιτητής διατηρεί έννομο συμφέρον προς συνέχιση της διαδικασίας και έκδοση απόφασης ώστε να έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει αποζημιώσεις επί τη βάσει των προνοιών του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.
Ακολουθώντας τις προηγούμενες αποφάσεις ως πειστικά προηγούμενα θεωρώ πως η μη επιλογή του αιτητή δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη εκ της οποίας να προκύπτει έννομο συμφέρον για τον αιτητή.
Βάσιμη είναι και η περαιτέρω εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση ότι δεν θα μπορούσε η προσφυγή να επιτύχει στην απουσία προσώπων που ενδέχετο να επηρεαστούν από το αποτέλεσμα μιας επανεξέτασης. Τέτοιο πρόσωπο θα ήταν ο τελευταίος, τουλάχιστον, επιτυχών υποψήφιος, εφόσον αν θα μπορούσαν να πιστωθούν 10 μονάδες στον αιτητή, θα επέρχετο μετά βεβαιότητας ανατροπή, τουλάχιστον ως προς αυτόν. Όπως δε υποδείχθηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Γιαννάκη Παπαϊωάννου (2011) 3 ΑΑΔ 625, με αναφορά, μεταξύ άλλων, στις προαναφερθείσες υποθέσεις Χρυσοστόμου, Μεταξά, Πετούση και Κουσελίνη, σε τέτοιες περιπτώσεις όπου υποχρεωτικά επηρεάζεται η σειρά προτεραιότητας άλλων, δεν θα ήταν δυνατό αυτοί να επηρεαστούν χωρίς να αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας η δική τους σειρά και χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να ακουστούν. Σημειώθηκε δε περαιτέρω, ότι σε τέτοια περίπτωση δεν τίθεται απλώς ζήτημα μη επίδοσης της προσφυγής σε τρίτους που ενδεχομένως επηρεάζονται ώστε να τους δοθεί η ευκαιρία να ακουστούν, εφόσον δυνατότητα τέτοιας επίδοσης υπάρχει σε μια προσφυγή η οποία έχει ως αντικείμενό της μια εκτελεστή διοικητική πράξη. Εκ των υστέρων δε προσανατολισμός προς τέτοια κατεύθυνση, σημειώνεται από τον Χατζηχαμπή, Δ. (ως ήτο τότε), ο οποίος είχε δώσει την απόφαση της Ολομέλειας, θα εσήμαινε ριζική αναμόρφωση της θεραπείας, εκπροθέσμως. Οι περιστάσεις της υπόθεσης Δημοκρατία ν. Halit (2009) 3 ΑΑΔ 327, στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή εισηγούμενος ότι δεν απαιτείτο η επίδοση στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, ήταν διαφορετικές.
Περαιτέρω και παρά το ότι η προσφυγή θα οδηγηθεί σε απόρριψη κατά βάση ως μη στρεφόμενη κατά εκτελεστής πράξης, εφόσον οι διάδικοι έχουν ακουστεί και επί της ουσίας, θα προχωρήσω συνοπτικά και επί της ουσίας. Το γεγονός ότι ο κανονισμός 15 δεν προβλέπει για το περιεχόμενο των ενστάσεων, δεν σημαίνει πως η αρμόδια Επιτροπή δεν είχε δικαίωμα να καθορίσει τις προϋποθέσεις. Ο όρος που έθεσε δια της παραγράφου 13 της Ανακοίνωσης ήταν εύλογος αλλά και συνήδε με τα προβλεπόμενα και ειδικότερα με τον κανονισμό 9, σύμφωνα με τον οποίο:
«Η αίτηση υποβάλλεται μέσα στα πλαίσια της προθεσμίας που ορίζεται στην εκάστοτε ανακοίνωση της προκήρυξης, έναντι απόδειξης παραλαβής και σε καμιά περίπτωση δεν γίνονται δεκτές αιτήσεις που υποβάλλονται εκπρόθεσμα».
Εκ τούτου προκύπτει ότι η ένσταση δεν μπορεί να οδηγεί εκπροθέσμως κατ΄ουσίαν σε νέα αίτηση ή σε θεμελιακή τροποποίηση των δεδομένων της αίτησης. Όταν δε, ο ένας από τους δύο πυλώνες των κριτηρίων είναι η κοινωνικοοικονομική κατάσταση της οικογένειας και όταν επιχειρείται με την ένσταση να τροποποιηθούν τα στοιχεία που συνθέτουν την οικονομική κατάσταση με τέτοιο τρόπο ώστε η αίτηση να προσαρμοσθεί στα εκ των υστέρων τεθέντα ή εφαρμοσθέντα κριτήρια, στην πραγματικότητα τίθεται ζήτημα νέας αίτησης ή θεμελιακής τροποποίησης της αίτησης κατά παράβαση της πρόνοιας περί αναγκαστικής προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων. Η πρόνοια αυτή έχει την έννοια ότι δεν μπορούν να αλλάζουν τα δεδομένα κατά την κρίση ή για λόγους που αφορούν τους αιτητές μετά τη λήξη της προθεσμίας και μάλιστα μετά που η αρμόδια αρχή καταλήγει σε αποφάσεις που δεν αφορούν μόνο τους ενισταμένους, αλλά και τους άλλους, οι οποίοι έχουν επιτύχει.
Προβλήθηκαν και άλλα ζητήματα, ως προδικαστικές ενστάσεις, τα οποία όμως ως εκ της κατάληξης δεν είναι αναγκαίο να εξεταστούν.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ των καθ΄ων η αίτηση.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΚΧ»Π