ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D575
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1049/2012)
4 Σεπτεμβρίου, 2015
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΛΙΑ ΠΑΝΤΖΑΡΗ - ΕΛΙΣΣΑΙΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Μ. Σπανού (κα), για την Αιτήτρια.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α. Ευσταθίου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.
Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η επιθυμία της διοίκησης για την πλήρωση δύο θέσεων Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, παρόλο που εκδηλώθηκε με την προκήρυξη ημερ. 28 Φεβρουαρίου 1992, δεν έμελλε να ικανοποιηθεί, οριστικώς, μέχρι σήμερα το 2015.
Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι το αποτέλεσμα έκτης επανεξέτασης αναφορικά με πλήρωση των δύο εν λόγω κενών θέσεων.
Ένα σύντομο ιστορικό της πορείας της υπόθεσης, όπως τούτο σκιαγραφείται στο Τεκ. Α, είναι, κατά τη γνώμη μου, απαραίτητο έτσι ώστε να καταφανεί το εύρος του προβλήματος που ενυπάρχει με τις αλλεπάλληλες προσφυγές που καταχωρήθηκαν.
Αρχικώς οι καθ'ων η αίτηση, επέλεξαν για τις δύο θέσεις (28 Σεπτεμβρίου 1993), Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, τις Δέσπω Λεωνίδου και Ερνεστίνα Σισμάνη.
Ο εν λόγω διορισμός ακυρώθηκε με απόφαση στην Υπ. Αρ. 802/1993 κ.ά., Ευανθία Παντελή κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 265.
Στις 18 Απριλίου 1996 οι καθ'ων η αίτηση επανεξέτασαν το θέμα και αποφάσισαν όπως προχωρήσουν στο διορισμό των ίδιων υποψηφίων, ήτοι των Δέσπω Λεωνίδου και Ερνεστίνα Σισμάνη.
Στο πλαίσιο προσφυγής η εν λόγω απόφαση των καθ'ων η αίτηση ακυρώθηκε με την Υπ. Αρ. 573/1996, Μαρίλια Παντζαρή-Ελισσαίου ν. Δημοκρατίας (1997) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1889.
Η ακολουθήσασα δεύτερη επανεξέταση που έλαβε χώρα στις 24 Φεβρουαρίου 1998, οδήγησε τους καθ'ων η αίτηση στη λήψη απόφασης για επιλογή για διορισμό των Ευανθία Παντελή και Ερνεστίνα Σισμάνη.
Η εν λόγω απόφαση προσβλήθηκε, επιτυχώς, με δύο προσφυγές 500/1998 και 576/1998. Η καταχωρηθείσα έφεση εκ μέρους της Δημοκρατίας απορρίφθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 2003, με την απόφαση Δημοκρατία ν. Παντζαρή - Ελισσαίου κ.ά. (2003) 3 Α.Α.Δ. 168.
Στο πλαίσιο της τρίτης επανεξέτασης οι καθ'ων η αίτηση με απόφαση τους ημερ. 5 Δεκεμβρίου 2003, επέλεξαν για διορισμό τις Μαρίλια Παντζαρή - Ελισσαίου και Ερνεστίνα Σισμάνη.
Η εν λόγω απόφαση προσβλήθηκε, και πάλι επιτυχώς, με τις προσφυγές 76/2004 και 124/2004. Η Δημοκρατία εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση. Στις 10 Σεπτεμβρίου 2007 με την απόφαση Σισμάνη κ.ά. ν. Θεοδώρου κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 420, η έφεση απορρίφθηκε.
Ακολουθεί τέταρτη επανεξέταση που διεξάγεται την 1η Νοεμβρίου 2007 όπου οι καθ'ων η αίτηση, επέλεξαν για διορισμό τις Μαρίλια Παντζαρή - Ελισσαίου και Ερνεστίνα Σισμάνη.
Η ορθότητα της απόφασης των καθ'ων η αίτηση αμφισβητήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την προσφυγή 96/2008 και ακυρώθηκε.
Η έφεση που καταχωρήθηκε από την ενδιαφερόμενη Παντζαρή - Ελισσαίου εκκρεμεί προς εκδίκαση.
Ανεξαρτήτως του αποτελέσματος της έφεσης οι καθ'ων η αίτηση προχώρησαν στις 7 Μαΐου 2010 στην πέμπτη επανεξέταση και επέλεξαν για διορισμό τις Μαρίλια Παντζαρή - Ελισσαίου και Ερνεστίνα Σισμάνη.
Η εν λόγω απόφαση ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 30 Μαρτίου 2012, στο πλαίσιο της προσφυγής 992/2010. Οι καταχωρηθείσες εφέσεις, Α.Ε. 101/2012 και Α.Ε. 104/2012, από τις δύο ενδιαφερόμενες, εκκρεμούν προς εκδίκαση.
Ανεξαρτήτως τούτου, οι καθ'ων η αίτηση προχώρησαν στην έκτη επανεξέταση και στις 10 Απριλίου 2012, επέλεξαν για διορισμό τις Ευανθία Παντελή και Ερνεστίνα Σισμάνη.
Εναντίον της τελευταίας αυτής απόφασης καταχωρήθηκε η υπό εκδίκαση προσφυγή.
Όπως σημειώθηκε, οι καθ'ων η αίτηση προέβηκαν σε επανεξέταση του διορισμού της αιτήτριας και της ενδιαφερόμενης αρ. 2. Σε συνεδρία τους, ημερ. 10 Απριλίου 2012, αξιολόγησαν και σύγκριναν τους υποψηφίους στη βάση του νομικού και πραγματικού καθεστώτος που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Κατά την επανεξέταση έλαβαν υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων, σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το πλεονέκτημα της πείρας, που προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, το περιεχόμενο του προσωπικού φακέλου και τους φακέλους των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων της αιτήτριας, η οποία ήταν δημόσιος υπάλληλος. Έλαβαν επίσης υπόψη την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση καθώς και το δεδικασμένο που προέκυψε από τις ακυρωτικές αποφάσεις. Κατέληξαν ότι οι ενδιαφερόμενες υπερείχαν και τις επέλεξαν, ως τις πιο κατάλληλες, για διορισμό στη θέση αναδρομικά από 1η Σεπτεμβρίου 1993.
Η αιτήτρια εισηγήθηκε, αρχικώς, ότι, η απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και κατ' επέκταση πλάνης, ως προς την κατοχή από την ενδιαφερόμενη αρ. 1, του απαιτούμενου μεταπτυχιακού προσόντος. Πρόβαλε ότι, το δίπλωμα της δεν ήταν μεταπτυχιακού επιπέδου ούτε και το περιεχόμενο του δικαιολογούσε την κρίση των καθ'ων η αίτηση ότι, ήταν, στην κλινική ψυχολογία.
Προβλήθηκε από τους καθ'ων η αίτηση ότι το θέμα των προσόντων της ενδιαφερόμενης αρ. 1, είχε αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης στην προσφυγή αρ. 96/2008 και αποτελεί δεδικασμένο, το οποίο δεν μπορεί να ανατραπεί.
Το θέμα της έρευνας, ως προς την κατοχή των προσόντων από την ενδιαφερόμενη αρ. 1, είχε εξεταστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 576/1998 που είχε καταχωρίσει η αιτήτρια εναντίον του διορισμού της ενδιαφερομένης. (Υπ. Αρ. 500/1998 και 576/1998, Λεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 6 Σεπτεμβρίου 2000). Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε ακυρώσει την απόφαση λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας αναφορικά με τα προσόντα της ενδιαφερόμενης αρ. 1. Αναφέρθηκε προς τούτο: ̎ Το ζήτημα των προσόντων της Παντελή εγείρεται για πρώτη φορά. ΄Ηταν αιτήτρια στις πρώτες προσφυγές και η αναθεώρηση διεξάχθηκε με δοσμένη τη διοικητική κρίση πως ήταν προσοντούχος.̎ Έφεση που είχε καταχωρηθεί απορρίφθηκε (Δημοκρατία ν. Παντζαρή - Ελισσαίου (2003) 3 Α.Α.Δ. 168).
Ακολούθησε επανεξέταση στις 8 Οκτωβρίου 2003 στην οποία κρίθηκε ότι η ενδιαφερόμενη αρ. 1, ήταν προσοντούχος αλλά, δεν επιλέγηκε για προαγωγή και πάλι, η δε προσφυγή που καταχώρισε η τελευταία ήταν επιτυχής. (Υπ. Αρ. 76/2004, Θεοδώρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2006) 4 Α.Α.Δ. 625). Στην εν λόγω προσφυγή η αιτήτρια είχε εγείρει, στην αγόρευση της, θέμα κατοχής από την ενδιαφερόμενη αρ. 1, μεταπτυχιακού διπλώματος, επιφυλάσσοντας παράλληλα το δικαίωμα της να το εγείρει σε άλλη προσφυγή. Ακολούθησε άλλη επανεξέταση, η πέμπτη στη σειρά, στην οποία διορίστηκε και πάλι η αιτήτρια. Καταχωρήθηκε νέα προσφυγή και ξανά ακύρωση της απόφασης. Στην τελευταία επανεξέταση διορίστηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη και καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή, όπως αναλύθηκε πιο πάνω.
Η αιτήτρια, στις τότε προσφυγές που είχε καταχωρήσει η ενδιαφερομένη, δεν μπορούσε να προβάλλει ισχυρισμό ως προς την μη κατοχή από την ενδιαφερόμενη αρ. 1 μεταπτυχιακού προσόντος. Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι, το ενδιαφερόμενο μέρος δεν μπορεί να προβάλλει ισχυρισμούς εναντίον της απόφασης αλλά να την υποστηρίζει.
Στην Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου (2013) 3 Α.Α.Δ. 202 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
"Άλλωστε η νομολογία αποδοκιμάζει την έγερση θεμάτων από το ενδιαφερόμενο μέρος που έρχονται σ' αντίθεση με τη θέση που λαμβάνει το διοικητικό όργανο, το οποίο είναι βεβαίως κατ' εξοχήν το αρμόδιο σώμα να αποφασίσει πώς θα χειριστεί μια ακυρωτική από το Ανώτατο Δικαστήριο, απόφαση. Ένα ενδιαφερόμενο μέρος οφείλει να συνδράμει στην απόφαση και όχι να προβάλλει χωριστές αιτιάσεις στήριξης της διοικητικής πράξης έξω από το χειρισμό της ίδιας της διοίκησης. Η εμπλοκή του ενδιαφερομένου μέρους στην όλη διαδικασία αποσκοπεί στην υποστήριξη της διοικητικής απόφασης, (Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109 και Κυπριανού κ.ά. ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Συνεκδ. Προσφ. Αρ. 1519/09 κ.ά., ημερ. 20.7.2012).″
Συναφώς η αιτήτρια νομιμοποιείται, για πρώτη φορά, να θέσει θέμα προσόντων της ενδιαφερόμενης αρ. 1. Ούτε και υπάρχει δεδικασμένο, ως προς τα προσόντα, αφού το θέμα δεν τέθηκε, ως επίδικο θέμα, σε καμιά προσφυγή, εκτός από αυτές που είχε καταχωρίσει η αιτήτρια. Στην προσφυγή αρ. 96/2008 (Παντελή ν. Δημοκρατίας, ημερ. 20 Απριλίου 2010) στην οποία έγινε αναφορά από τους καθ'ων η αίτηση, επίδικο θέμα ήταν τα προσόντα της αιτήτριας, στην παρούσα προσφυγή, και όχι τα προσόντα της ενδιαφερόμενης αρ. 1. Το Δικαστήριο ανέφερε ότι τα προσόντα των διαδίκων αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης στο παρελθόν και ότι η τότε αιτήτρια (ενδιαφερόμενη αρ. 1 στην παρούσα προσφυγή) εμποδιζόταν να θέσει εκ νέου θέμα προσόντων των υποψηφίων λόγω δεδικασμένου.
Το γεγονός, όπως αναφέρει η ενδιαφερόμενη αρ. 1, ότι η αιτήτρια δεν επιφύλαξε το δικαίωμα της αυτό, στο πλαίσιο των εφέσεων που εν συνεχεία καταχωρήθηκαν, δεν συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος της.
Καταλήγω επί του προκειμένου ότι η αιτήτρια δεν εμποδίζεται να εγείρει, στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής, θέμα κατοχής προσόντων. Εισηγήθηκε ότι, δεν έγινε η δέουσα έρευνα εάν ο τίτλος σπουδών της ενδιαφερόμενης αρ. 1 ήταν μεταπτυχιακού επιπέδου και εάν ήταν στην κλινική ψυχολογία. Όπως τέθηκε το επιχείρημα, οι καθ'ων η αίτηση όφειλαν να αποταθούν στα αρμόδια επί τούτου όργανα στην Κύπρο, ώστε να διαφανεί κατά πόσο ο τίτλος σπουδών της ενδιαφερομένης ήταν μεταπτυχιακό στην κλινική ψυχολογία.
Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προβλέπει, ως απαιτούμενο προσόν, Μεταπτυχιακό τίτλο ή δίπλωμα σε θέματα Εκπαιδευτικής ή Σχολικής ή Κλινικής Ψυχολογίας, μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους.
Το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει δίπλωμα Maitrise στην Ψυχολογία.
Οι καθ'ων η αίτηση μετά την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 576/1998, προέβηκαν σε έρευνα αναφορικά με τα προσόντα της ενδιαφερόμενης αρ. 1. Αποτάθηκαν, μέσω της πρεσβείας της Κύπρου, στη Γαλλία, στο γαλλικό Υπουργείο Εθνικής Παιδείας, ζητώντας πληροφορίες σχετικά με το επίπεδο του πανεπιστημιακού τίτλου Maitrise.
Στη συνεδρία τους ημερ. 8 Οκτωβρίου 2003, στο πλαίσιο εξέτασης των προσόντων της ενδιαφερόμενης αρ. 1, και αφού λήφθηκε υπόψη, επιστολή του Πρέσβη της Κύπρου στο Παρίσι, στην οποία δινόταν ανάλυση του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας της Γαλλίας αναφορικά με τα επίπεδα των πανεπιστημιακών διπλωμάτων ή τίτλων σπουδών που απονέμονται από τα γαλλικά πανεπιστήμια, όπως επιστολή από το Πανεπιστήμιο στο οποίο φοίτησε η ενδιαφερόμενη αρ. 1, ως προς τα μαθήματα του διπλώματος Maitrise, κατέληξαν ότι αυτή διαθέτει τα απαιτούμενα, από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ακαδημαϊκά προσόντα και ότι το μεταπτυχιακό της είναι στην κλινική ψυχολογία, εφόσον στο δίπλωμα αναφέρεται ότι, περιλάμβανε την κλινική και παθολογική ψυχολογία.
Έχει, κατ' επανάληψη, νομολογηθεί ότι η ερμηνεία και εφαρμογή των Σχεδίων Υπηρεσίας ανήκουν στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου. Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει και δεν υποκαθιστά την ουσιαστική κρίση της διοίκησης με τη δική του, παρά μόνο, όταν η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή. Το Δικαστήριο δεν αποφασίζει, πρωτογενώς, αν τα προσόντα ενός υποψηφίου ικανοποιούν τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, αλλά περιορίζεται στην εξέταση αν η ερμηνεία που είχε δοθεί από το αρμόδιο όργανο ήταν εύλογα επιτρεπτή, λαμβανομένου υπóψη του λεκτικού του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Όπως ανέφερα στην Υπ. Αρ. 745/2012, Πυθαρά Παπαλλή ν. Δημοκρατίας, ημερ. 2 Σεπτεμβρίου 2012:
"Το διορίζον όργανο έχει την υποχρέωση να διεξαγάγει τη δέουσα, υπό τις περιστάσεις έρευνα έτσι ώστε να βεβαιούται ότι οι υποψήφιοι κατέχουν τα προβλεπόμενα, από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, προσόντα. Η διαπίστωση ύπαρξης τους ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου (Επαμεινώνδα ν. ΡΙΚ (1998) 3 Α.Α.Δ. 376). Το δικαστήριο δεν διεξάγει πρωτογενή έρευνα κρίσεως ως προς το θέμα αυτό. Επεμβαίνει μόνο στην περίπτωση που διαπιστώσει αυθαιρεσία ή παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας ή πλάνης ή όπου η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν, υπό τις περιστάσεις, ευλόγως επιτρεπτή."
Οι καθ'ων η αίτηση είχαν προβεί στη δέουσα έρευνα και είχαν ενώπιον τους τα αναγκαία στοιχεία για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η ενδιαφερόμενη αρ. 1 κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα της θέσης. Η έρευνα φαίνεται να ήταν, κάτω από αυτά τα δεδομένα, επαρκής και δεν υπήρχε η ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση ή απαίτηση προσκόμισης πιστοποιητικού αναγνώρισης από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.
Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Σκαρπάρης ν. Δημοκρατίας (2004) 4 Α.Α.Δ. 797:
″Εξέτασα παρόμοιο ζήτημα πιο πριν στην υπόθεση Τάσσιας Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 857/99, ημερ. 4 Αυγούστου, 2000. Επεσήμανα εκεί ότι βάσει των εδαφίων (1) και (4) του Άρθρου 10 του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου του 1996, (Ν.68(Ι)/96 όπως τροποποιήθηκε), η αρμοδιότητα του ΚΥΣΑΤΣ σε σχέση με την αναγνώριση τίτλων σπουδών, στην οποία αναφέρεται το Άρθρο 4(1)(α), ενεργοποιείται με αίτηση του κατόχου και ότι το ΚΥΣΑΤΣ δεν αποτελεί όργανο που διερευνά εκ μέρους διορίζοντος οργάνου. Βέβαια, βάσει του Άρθρου 4(1)(στ)(ii), το ΚΥΣΑΤΣ έχει ως ρόλο και την παροχή πληροφοριών «για το σύστημα ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης ξένων χωρών και για τους τίτλους σπουδών που απονέμουν τα ιδρύματα ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης των χωρών αυτών». Αλλά αυτός ο ρόλος δεν έχει σχέση με τον άλλο, που αφορά στην αναγνώριση τίτλου σπουδών. Στην προκείμενη περίπτωση η Ε.Δ.Υ. κατείχε, όπως φαίνεται, τα αναγκαία στοιχεία και δεν χρειαζόταν η αναζήτηση πληροφοριών από το ΚΥΣΑΤΣ για να ασκήσει κρίση. Η οποία ανήκε σ' αυτήν, όχι στο ΚΥΣΑΤΣ.″
Ο λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται.
Με έτερο λόγο ακυρώσεως η αιτήτρια στρέφεται εναντίον του διορισμού της ενδιαφερόμενης αρ. 2. Προβλήθηκε ότι, η κρίση ότι η πείρα της στην Επιτροπή Προστασίας Νοητικά Καθυστερημένων Ατόμων (ΕΠΝΚΑ), ήταν σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, είναι εσφαλμένη, αντιφατική και αναιτιολόγητη. Περαιτέρω ισχυρίστηκε η αιτήτρια ότι, εσφαλμένα οι καθ'ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τους την πείρα αυτή, καθότι αυτή αποκτήθηκε μετά τον ουσιώδη χρόνο. Τέλος εισηγήθηκε ότι, τα καθήκοντα της θέσης λειτουργού στην ΕΠΝΚΑ, ήταν διοικητικής φύσεως και δεν είναι συναφή με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης που αφορά την παροχή υπηρεσιών ψυχολόγου σε παιδιά που αντιμετωπίζουν μαθησιακά προβλήματα.
Οι καθ'ων η αίτηση κρίνοντας ότι η πείρα της ενδιαφερομένης δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως πλεονέκτημα, αφού είχε αποκτηθεί μετά τη λήξη της ημερομηνίας υποβολής των αιτήσεων (20 Μαρτίου 1992), ανέφεραν στην απόφαση τους τα ακόλουθα:
".Επιπλέον ως λειτουργός στην Επιτροπή Προστασίας Νοητικά Καθυστερημένων Ατόμων, διαθέτει πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, η οποία, αν και δεν μπορεί να συνυπολογιστεί για σκοπούς απόδοσης του προβλεπόμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονεκτήματος, αφού αποκτήθηκε μετά την τελευταία ημερομηνία συνδρομής των προσόντων (20.3.92), είναι απόλυτα σχετική με τα καθήκοντα και τις ευθύνες των υπό πλήρωση θέσεων και ως τέτοια προσδίδει στην αξία της. Επομένως, λήφθηκε υπόψη ως επιπρόσθετο προσόν και αποδόθηκε σε αυτήν η δέουσα βαρύτητα, συνυπολογιζόμενη με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης."
Η πείρα αυτή είχε αποκτηθεί μεν, μετά τον χρόνο υποβολής των αιτήσεων, αλλά, πριν τη λήψη της απόφασης. Σύμφωνα με τη νομολογία υποψήφιος πρέπει να κατέχει τα απαιτούμενα, από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, προσόντα κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης. Πρόσθετα προσόντα που αποκτήθηκαν μεταγενέστερα μπορούν να ληφθούν υπόψη. Ουσιώδης χρόνος σε σχέση με τέτοια μη απαιτούμενα προσόντα δεν είναι η τελευταία ημερομηνία που καθορίζεται για την υποβολή της αίτησης για διορισμό αλλά ο χρόνος λήψης της απόφασης για διορισμό. (Υπ. Αρ. 828/2008, Παπαζαχαρίου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 23 Σεπτεμβρίου 2011).
Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Ευαγγέλου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 570:
"Ο εν λόγω χρόνος ισχύει για προσόντα που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας - απαιτούμενα, πρόσθετα ή πλεονεκτήματα: βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στη Republic v. Pericleous & Others (1984) 3 C.L.R. 577. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τα επιπρόσθετα μη προβλεπόμενα προσόντα. Τα οποία, καθώς υποδείχθηκε από την Ολομέλεια στη Δημοκρατία & άλλοι ν. Ανδρέου & άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 153, (στη σελ. 159) "είναι νόμιμο να εκτιμηθούν και μέχρι της ημέρας λήψης της απόφασης"."
Σε συνάρτηση με τον προβληθέντα ισχυρισμό ότι, τα καθήκοντα που εκτελούσε η αιτήτρια και συνεπώς η πείρα της δεν ήταν συναφής με τα καθήκοντα της θέσης, είμαι της γνώμης ότι ούτε και αυτός ευσταθεί.
Οι καθ'ων η αίτηση είχαν ενώπιον τους, κατά το χρόνο λήψης της απόφασης, βεβαίωση από τον πρόεδρο της ΕΠΝΚΑ ότι, κατά τη διάρκεια των καθηκόντων της η ενδιαφερομένη παρείχε υπηρεσίες ψυχολόγου.
Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης λειτουργού στην ΕΠΝΚΑ προβλέπει, μεταξύ των καθηκόντων ότι, θα παρέχει καθοδήγηση και συμβουλές σε άτομα με νοητική καθυστέρηση, στους συγγενείς, κηδεμόνες, διαχειριστές ή επιτρόπους της περιουσίας τους.
Η απόφαση των καθ'ων η αίτηση δεν εκφεύγει τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας. Περαιτέρω δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αναζήτηση και ο προσδιορισμός της σημασίας των προσόντων που κατέχει ένας υποψήφιος. Αυτό πρέπει να διερευνάται διοικητικώς (Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 1).
Η αιτήτρια εισηγήθηκε ότι οι καθ'ων η αίτηση παραγνώρισαν και δεν αξιολόγησαν την πείρα της ως κοινωνικής λειτουργού σε θέμα συναφές με τα καθήκοντα της θέσης, ως επίσης και ότι διαθέτει υπέρτερη πείρα από τις ενδιαφερόμενες. Περαιτέρω πρόβαλε ότι, δεν εξετάστηκε το θέμα της πείρας της στον ιδιωτικό τομέα η οποία αφορούσε την παροχή υπηρεσιών ψυχολόγου σε παιδιά που φοιτούσαν σε σχολεία και ήταν απόλυτα συναφής με τα καθήκοντα της θέσης.
Η ενδιαφερομένη αντιπρότεινε ότι η διαπίστωση πως η αιτήτρια δεν κατέχει πείρα αποτελεί δεδικασμένο, με βάση τις προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις. Προς αντίκρουση του ισχυρισμού αυτού η αιτήτρια εισηγήθηκε ότι αποτελεί δεδικασμένο μόνο ότι η πείρα της δεν αποτελεί πλεονέκτημα, αλλά, όχι ότι δεν έχει πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.
Αναφορικά με την πείρα της αιτήτριας, ως κοινωνικής λειτουργού, θεωρώ ότι αυτό αποτελεί δεδικασμένο. Οι καθ'ων η αίτηση είχαν εξετάσει το θέμα κατά πόσο τα καθήκοντα που ασκούσε ήταν συναφή με τα καθήκοντα της θέσης και αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο δεν της πιστώθηκε το πλεονέκτημα της θέσης. Στις προσφυγές αρ. 802/1993, 867/1993 εξετάστηκε το θέμα της συνάφειας των καθηκόντων που εκτελούσε η αιτήτρια με τα καθήκοντα της θέσης και το Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:
"Είναι η θέση της ότι τα σχέδια υπηρεσίας της θέσης που κατέχει (Λειτουργός Ευημερίας 3ης Τάξης), παρουσιάζουν κοινά στοιχεία με το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης, οι δε Λειτουργοί Ευημερίας βρίσκονται σε άμεση επαφή με τους Λειτουργούς του Υπουργείου Παιδείας, όπως και με παιδιά που παρουσιάζουν προβλήματα στο σχολείο ή την οικογένειά τους.
Η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας είναι έργο που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της ΕΔΥ. Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμπεριέλαβε την αιτήτρια ανάμεσα στους κατέχοντες το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας. Η γνώμη όμως της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν δεσμεύει την ΕΔΥ, ούτε την απαλλάσσει από την υποχρέωσή της να ερμηνεύσει και εφαρμόσει η ίδια τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας.
Όπως φαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου της, η αιτήτρια κατέχει, από 16/12/91, τη θέση Λειτουργού Ευημερίας 3ης Τάξης. Τα καθήκοντα που εκτελούσε η αιτήτρια περιγράφονται στο φάκελό της που βρισκόταν ενώπιον της ΕΔΥ. Ενώπιόν μου τέθηκαν επίσης και τα σχέδια υπηρεσίας των δύο θέσεων. Από τα στοιχεία αυτά βρίσκω ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό στην ΕΔΥ να καταλήξει στο συμπέρασμά της ότι η αιτήτρια δεν κατείχε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας και δεν ήταν απαραίτητη οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα.″
Στην προσφυγή αρ. 573/1996 (Παντζαρή - Ελισσαίου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1889), το Δικαστήριο ανέφερε ότι, το θέμα της πείρας της αιτήτριας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης, ως πλεονέκτημα, αποτελεί δεδικασμένο και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νέας αναθεώρησης.
Στις Υπ. Αρ. 500/1998 και 576/1998, Λεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 6 Σεπτεμβρίου 2000, ο ίδιος ισχυρισμός, αναφορικά με την πείρα, είχε εγερθεί και το Δικαστήριο πάλι έκρινε ότι αποτελεί δεδικασμένο. Παραθέτω πιο κάτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
″Το ζήτημα της πείρας της Ελισσαίου ήταν κατ΄ ευθείαν επίδικο στις πρώτες προσφυγές, εξετάστηκε κατ΄ ουσίαν και καλύφθηκε από τη δικαστική απόφαση. Αποτελεί ζήτημα κριθέν και, συνεπώς, δεδικασμένο, όπως άλλωστε διακηρύχθηκε και με την επόμενη δικαστική απόφαση."
Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι οι καθ'ων η αίτηση παραγνώρισαν την πείρα της στον ιδιωτικό τομέα, αυτός εγείρεται για πρώτη φορά και δεν εγέρθηκε σε οποιαδήποτε από τις προσφυγές που είχε καταχωρίσει η αιτήτρια. Σύμφωνα με τη νομολογία δεν είναι επιτρεπτό ο διάδικος να θέτει νέο θέμα όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί (Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608).
Ακόμη και εάν αποτελούσε λόγο ακυρώσεως που δεν εξετάστηκε από το Δικαστήριο, η αιτήτρια είχε δικαίωμα να ασκήσει έφεση ζητώντας εξέταση του λόγου ακυρώσεως (Θεοδούλου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 796).
Περαιτέρω παρατηρώ ότι οι καθ'ων η αίτηση εξέτασαν μόνο την πείρα της αιτήτριας ως κοινωνικής λειτουργού αφού, όπως ανέφεραν, είναι η μόνη που πιστοποιείται με βεβαιώσεις. Από μελέτη του φακέλου δεν εντόπισα οποιαδήποτε βεβαίωση ως προς την πείρα της. Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι δεν της ζητήθηκαν τέτοια στοιχεία. Οι καθ'ων η αίτηση δεν έχουν τέτοια υποχρέωση.
Η αιτήτρια εισηγήθηκε στη συνέχεια ότι εσφαλμένα οι καθ'ων η αίτηση θεώρησαν ότι επιβαλλόταν, από την ακυρωτική απόφαση, η επιλογή της ενδιαφερόμενης αρ. 1, ενώ, όπως αναφέρει, η ακυρωτική απόφαση αφορούσε την παραγνώριση του πλεονεκτήματος που κατείχε η ενδιαφερόμενη αρ. 1 χωρίς ειδική αιτιολογία.
Ούτε και αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Δεν θεωρώ ότι οι καθ'ων η αίτηση θεώρησαν ότι επιβαλλόταν από την ακυρωτική απόφαση η επιλογή της ενδιαφερομένης. Όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση δεν αποτελεί αιτιολογία για παραγνώριση του πλεονεκτήματος που κατείχε η ενδιαφερομένη.
Προβάλλεται επίσης ότι, οι καθ'ων η αίτηση υπό πλάνη θεώρησαν ότι οι ενδιαφερόμενες υπερείχαν σε προσόντα έναντι της αιτήτριας ενώ είναι ίσες, σε προσόντα, κατέχοντας πτυχίο και μεταπτυχιακό. Δεν θεωρώ ότι οι καθ'ων η αίτηση θεώρησαν ότι οι ενδιαφερόμενες υπερτερούσαν σε ακαδημαϊκά προσόντα. Στην απόφαση κάνουν αναφορά ότι η ενδιαφερόμενη αρ. 1 υπερτερεί σε προσόντα, αφού διαθέτει το πλεονέκτημα της πείρας και η ενδιαφερόμενη αρ. 2 είχε το πρόσθετο προσόν της πείρας.
Τέλος η αιτήτρια πρόβαλε ότι δεν λήφθηκαν υπόψη η βαθμολογημένη αξία της. Οι καθ'ων η αίτηση δεν μπορούσαν να λάβουν υπόψη τους τη βαθμολογία της αιτήτριας, καθότι τούτο θα συνιστούσε άνιση μεταχείριση έναντι των άλλων υποψηφίων που δεν ήταν δημόσιοι υπάλληλοι.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΔΓ