ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D553
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1515/2012)
4 Αυγούστου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΧΑΛΛΟΥΜΙΣ ΠΟΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
2. Ε. GAVRIELIDES OY,
3. JOHN & PASCALIS LIMITED,
4. LEFKONITZIATIS DAIRIES PRODUCTS LTD,
5. Α. ΧΑΤΖΗΠΙΕΡΗΣ ΛΤΔ,
6. Α. ΠΡΟΞΕΝΟΥ ΛΤΔ,
7. Α/ΦΟΙ ΠΕΤΡΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΛΤΔ,
8. ΑΧΝΑΓΑΛ ΛΤΔ,
9. ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ ΖΗΤΑ ΛΤΔ,
10. Λ. ΚΑΛΛΕΝΟΣ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,
11. Ν. Θ. ΚΟΥΡΟΥΣΙΗΣ ΛΤΔ, ΓΑΛΑΚΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΟΥΡΟΥΣΙΗΣ,
12. ΡΕΝΟΣ Α. ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗΣ ΛΤΔ,
13. ΤΥΡΟΚΟΜΕΙΟΝ Α/ΦΟΙ ΠΑΝΤΖΙΑΡΟΥ ΛΤΔ,
14. ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ ΚΡΙΣΤΗΣ ΛΤΔ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Μαππουρίδης, για τους Αιτητές.
Ε. Συμεωνίδου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ζητείται από το Δικαστήριο απόφαση και/ή δήλωση «ότι το διάταγμα που δημοσίευσε ο καθ' ου η αίτηση με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 17Β των περί Διαπίστευσης, Τυποποίησης και Τεχνικής Πληροφόρησης Νόμων του 2002 έως 2012, το οποίο τελικά δημοσιεύτηκε ως ΚΔΠ 312/2012, στο μέρος Ι του Τρίτου Παραρτήματος της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 24/8/2012 και αριθμό 4588, είναι άκυρο και στερημένο οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος».
Οι αιτητές είναι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης εγγεγραμμένες στην Κύπρο με κύριο σκοπό την παραγωγή και εμπορία τυροκομικών προϊόντων, ως επί το πλείστον χαλλουμιών. Συνήψαν με αντιπροσώπους και εταιρείες του εξωτερικού συμβόλαια για την παραγωγή και διάθεση προς αυτούς χαλλουμιού, του οποίου η πρώτη ύλη γάλακτος θα συμμορφωνόταν με το λεκτικό του προτύπου όπως αυτό εφαρμοζόταν από την ημερομηνία θέσπισης του το 1985 μέχρι σήμερα.
Ο Υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, όπως ονομαζόταν τότε, ασκώντας τις εξουσίες που χορηγούνται σ' αυτόν δυνάμει του άρθρου 17Β των περί Διαπίστευσης, Τυποποίησης και Τεχνικής Πληροφόρησης Νόμων του 2002 έως 2012, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του περί Κυπριακών Προτύπων και Ελέγχου Ποιότητας (Καθορισμένα Πρότυπα - Δέκατη Σειρά) Κανονισμού του 1985 (ΚΔΠ 195/85), εξέδωσε στις 24.8.2012 Διάταγμα με ημερομηνία ισχύος την 1.9.2012, με το οποίο όρισε την ελάχιστη αναλογία αιγινού και πρόβειου γάλακτος στις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή χαλλουμιού, κατά συγκεκριμένες χρονικές περιόδους.
Ως αποτέλεσμα, οι αιτητές αρ. 3 John & Pascalis, οι οποίοι ασχολούνται με την εισαγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων και άλλων τροφίμων στο Ηνωμένο Βασίλειο, θα αντιμετωπίσουν, όπως ισχυρίζονται, ζημιές επειδή η ζήτηση της αγοράς τους δεν θα ικανοποιηθεί λόγω περιορισμένης προμήθειας πρόβειου και αιγινού γάλακτος η οποία θα περιορίσει και/ή αποτρέψει την παραγωγή του χαλλουμιού με βάση την αναλογία γάλακτος που προβλέπεται στην απόφαση, η αναλογία γάλακτος όπως περιγράφεται στην απόφαση θα επηρεάσει αρνητικά το κόστος του χαλλουμιού το οποίο θα έχει ως αποτέλεσμα την ουσιαστική αύξηση τιμών, με την εφαρμογή δε του περιορισμού αυτού η εταιρεία διατρέχει τον κίνδυνο να χάσει την αξιοπιστία της αφού το προϊόν το οποίο πωλούσε ως χαλλούμι δεν θα μπορεί πλέον να ονομάζεται έτσι. Περαιτέρω, η εταιρεία E. Gavrielides OY, αιτητές αρ. 2, κύρια εισαγωγέας χαλλουμιού στη Φινλανδία και Εσθονία, θα ζημιωθεί κατ' ανάλογο τρόπο.
Προδικαστικές ενστάσεις
Εγείρεται προδικαστική ένσταση ότι δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά κανονιστική πράξη νομοθετικού περιεχομένου. Κατά τους καθ' ων η αίτηση, η πράξη δεν συγκεντρώνει τα γνωρίσματα ατομικής διοικητικής πράξης. Είναι γενική, απρόσωπη και με δυνατότητα εφαρμογής σε αόριστες και μελλοντικές περιπτώσεις. Παρά το γεγονός ότι καλύπτει συγκεκριμένη ομάδα επαγγελματιών, τους παραγωγούς χαλλουμιού, εντούτοις η γενικότητα και ο απρόσωπος χαρακτήρας της πράξης την κατατάσσει στις κανονιστικές πράξεις νομοθετικού χαρακτήρα.
Εγείρεται περαιτέρω προδικαστική ένσταση ως προς το έννομο συμφέρον ορισμένων αιτητών καθότι δεν έχουν άμεσο ενεστώς έννομο συμφέρον να εγείρουν την προσφυγή γιατί δεν έχουν αποδείξει την αιτιώδη σχέση μεταξύ των προσβαλλόμενων πράξεων και της κατ' ισχυρισμό ζημιάς τους. Είναι η θέση των καθ' ων η αίτηση ότι οποιοσδήποτε αιτητής, εκτός των παραγωγών χαλλουμιού, δεν έχει έννομο συμφέρον να εγείρει την παρούσα προσφυγή. Και αυτό επειδή δεν υπάρχει άμεσο συμφέρον των όσων προμηθεύουν χαλλούμι είτε στην Κύπρο είτε στο εξωτερικό ή/και ασχολούνται με το λιανικό εμπόριο του χαλλουμιού. Απορρίπτουν τον ισχυρισμό των αιτητών John & Pascalis Ltd ότι θα υποστούν ζημιές από τον καθορισμό των ελάχιστων ποσοστών περιεκτικότητας γάλακτος παραπέμποντας στα στοιχεία των εξαγωγών χαλλουμιού τα οποία τηρούνται από τους καθ' ων η αίτηση από τον Σεπτέμβριο του 2012, αρχή της ισχύος της ΚΔΠ 312/2012 και τα οποία παρουσίασαν αύξηση παρά μείωση. Συνεπώς, οποιαδήποτε ισχυριζόμενη αύξηση στην τιμή του χαλλουμιού δεν φαίνεται να έχει επηρεάσει τις εξαγωγές. Περαιτέρω, ο κίνδυνος να παραχθούν σε άλλες χώρες στις οποίες δεν υπάρχουν ανάλογοι περιορισμοί, κατά τους καθ' ων η αίτηση, δεν υπάρχει καθότι η ονομασία Χαλλούμι είναι κατοχυρωμένη ως κοινοτικό συλλογικό εμπορικό σήμα στην ΕΕ στο όνομα του Ιδρύματος για την Προστασία του Παραδοσιακού Τυριού της Κύπρου ονομαζόμενου Χαλλούμι και ως πιστοποιούν εμπορικό σήμα στο όνομα του Υπουργείου Ενέργειας στην Κύπρο και το Ηνωμένο Βασίλειο σύμφωνα με τα οποία το προϊόν δύναται να παράγεται μόνο στην Κύπρο με συγκεκριμένη μέθοδο παραγωγής και με τη χρήση συγκεκριμένων πρώτων υλών (γάλα) παραγόμενων στην Κύπρο. Συνεπώς, η χρήση της ονομασίας χαλλούμι από παραγωγούς/μεταποιητές προϊόντων σε άλλες χώρες είναι παράνομη, δεν επηρεάζεται από τα ποσοστά γάλακτος που ορίζονται στην ΚΔΠ 312/2012 και η Κυπριακή Δημοκρατία έχει ήδη λάβει μέτρα εναντίον εταιρειών που εμπορεύονται στις αγορές του εξωτερικού προϊόντα με την εν λόγω κατοχυρωμένη ονομασία.
Οπότε, σύμφωνα με τους καθ' ων η αίτηση, στη βάση της πιο πάνω επιχειρηματολογίας, οι αιτητές οι οποίοι δεν είναι παραγωγοί χαλλουμιού δεν έχουν έννομο συμφέρον να εγείρουν την παρούσα προσφυγή.
Πέραν τούτου, οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι ενόψει της έκδοσης στις 9.7.2014 του διατάγματος 325/14 το οποίο αντικαθιστά την ΚΔΠ 312/12 που είναι το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής η προσφυγή έχει χάσει το αντικείμενό της αφού δεν έχει καταδειχθεί ποια η βλάβη την οποία οι αιτητές έχουν υποστεί για να συνεχιστεί η ισχύς της προσφυγής και η εξέτασή της.
Η κατάληξη επί των προδικαστικών ενστάσεων
Αρχή θα γίνει από τον τελευταίο ισχυρισμό ότι η προσφυγή έχει απολέσει το αντικείμενό της. Στις 9.7.2014 δημοσιεύτηκε στην ΕΕ της Δημοκρατίας νέο Διάταγμα του Υπουργού Ενέργειας το οποίο κατήργησε το προσβαλλόμενο. Με το Διάταγμα μειώθηκε η ελάχιστη αναλογία αιγινού ή πρόβειου γάλακτος ή μείγματος αυτών στις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή χαλλουμιού σε 20%. Συζητήθηκε το θέμα κατά πόσο παραμένει κατάλοιπο ζημιάς με τους αιτητές να εισηγούνται ότι το επιβληθέν σ' αυτούς πρόστιμο λόγω μη συμμόρφωσής τους με την ποσόστωση και την επ' αυτού ιεραρχική προσφυγή τους αφήνει υπαρκτή ζημιά με το ζητούμενο δηλαδή της εκ πρώτης όψεως ύπαρξης ζημιογόνων συνεπειών να ικανοποιείται (βλ. Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 ΑΑΔ 2452, 2466). Δεν τέθηκαν στοιχεία ενώπιον του Δικαστηρίου ως προς την έκβαση της ιεραρχικής προσφυγής και του συναφούς προστίμου ώστε να δικαιολογείται άποψη ότι εξαλείφθηκε η ζημιά. Ενόψει της υπαρκτής αυτής ζημιάς ακόμα και στο στάδιο των διευκρινήσεων, δεν θα υπεισέλθω στην εξέταση του ισχυρισμού των καθ' ων η αίτηση ότι οι αιτητές απέτυχαν να στοιχειοθετήσουν την ύπαρξη περαιτέρω πλέον ζημιάς από το προσβαλλόμενο Διάταγμα. Η επιβολή του προστίμου είναι από μόνη της επαρκές για να θεωρηθεί πως υπάρχει κατάλοιπο ζημιάς για τους αιτητές ώστε η προσφυγή να διατηρεί το αντικείμενό της.
Ως προς το κατά πόσον προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη, κλίνω υπέρ της άποψης των αιτητών ότι πρόκειται περί πράξης η οποία μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή καθότι, όπως παρατηρώ, δεν χρειάστηκε η συμβολή των αιτητών για την έκδοση άλλης πράξης η οποία θα ήταν εκτελεστή. Επιβεβαίωση αυτού αποτελεί η επιβολή προστίμου από τους καθ' ων η αίτηση με τη διαπίστωση πως οι αιτητές δεν πληρούσαν τη διατασσόμενη ποσόστωση. Προστίθεται εδώ η επισήμανση των αιτητών πως πρόκειται για τεχνικό κανόνα, καθώς και οι καθ' ων η αίτηση δέχονται, με αποτέλεσμα και αυτό να συνηγορεί υπέρ του μη κανονιστικού χαρακτήρα της πράξης αφού οι προδιαγραφές που καθορίζονται για το συγκεκριμένο προς εμπόριο προϊόν επηρεάζουν άμεσα τόσο τους παραγωγούς όσο και τους εμπόρους. Παρήχθησαν συνεπώς έννομα αποτελέσματα από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κανονιστική διοικητική πράξη γενικού περιεχομένου.
Την ίδια κατάληξη θα έχει και η προδικαστική ένσταση περί του εννόμου συμφέροντος των αιτητών. Η θέση των καθ' ων η αίτηση ότι ο επηρεασμός των αιτητών είναι απόμακρος και μεσολαβεί το έννομο συμφέρον άλλων με αποτέλεσμα το συμφέρον των αιτητών να μην είναι το απαιτούμενο άμεσο, δεν ευσταθεί αφού στους αιτητές έχει επιβληθεί πρόστιμο από τη μη συμμόρφωσή τους με την προβλεπόμενη από την κανονιστική διοικητική πράξη ποσόστωση. Πώς θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι μεσολαβεί το συμφέρον άλλων όταν επιβλήθηκε πρόστιμο κατευθείαν στους αιτητές; Τυγχάνει εδώ εφαρμογής, κατά την αντίληψή μου, το δόγμα της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας όταν οι καθ' ων η αίτηση από τη μια επιβάλλουν πρόστιμο στους αιτητές και από την άλλη εισηγούνται την έλλειψη άμεσου συμφέροντος από μέρους τους. Γι' αυτό το λόγο, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.
Νομικοί ισχυρισμοί
Οι αιτητές, με παραπομπή στο άρθρο 2 του περί της Διαδικασίας Πληροφόρησης Ορισμένων Τεχνικών Κανόνων Νόμου 72(Ι)/2003, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί τεχνικό κανόνα αφού είναι τεχνική προδιαγραφή που αφορά το εμπόριο και τη χρήση του προϊόντος στο εξωτερικό. Οι καθ' ων η αίτηση, όμως, κατά παράβαση του άρθρου 4 του Νόμου 72(Ι)/2003, δεν κοινοποίησαν το σχέδιο του τεχνικού κανόνα στον Κυπριακό Οργανισμό Προώθησης Ποιότητας ο οποίος με τη σειρά του θα το διαβίβαζε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οπότε, κατά τους αιτητές, ο τεχνικός κανόνας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έγκυρος και οι αιτητές έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν τη μη εφαρμογή του στα εθνικά δικαστήρια.
Επιπρόσθετα, τίθεται ισχυρισμός ότι αν καθοριστούν τώρα ποσοστά και αποδοθούν εσφαλμένα στο προϋπάρχον πρότυπο αυτό θα προσκρούσει στις πρόνοιες του Ν. 139(Ι)/2006 ο οποίος προβλέπει για την εγγραφή και την προστασία των ονομασιών προέλευσης και των γεωργικών ενδείξεων γεωργικών προϊόντων ή τροφίμων και ο οποίος είναι εναρμονισμένος με τον κανονισμό 510/2006 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του εν λόγω κανονισμού το χαλλούμι είναι παραδοσιακό προϊόν το οποίο τυγχάνει εμπορίας με το συγκεκριμένο τρόπο παρασκευής για περισσότερες από δύο γενιές και εάν οι αιτητές ενστούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ονομασία δεν θα καταχωρηθεί και πάλι για περίοδο 5 ετών.
Ο επόμενος ισχυρισμός των αιτητών άπτεται της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης. Ειδικότερα, οι αιτητές εισηγούνται ότι ο λόγος που δόθηκε για την καθιέρωση ελάχιστου ποσοστού περιεκτικότητας στο χαλλούμι αιγινού και πρόβειου γάλακτος από 23% έως και 35%, ότι δηλαδή υπάρχει θέληση για δημιουργία ενός σταθερού προτύπου που να οδηγήσει στην καταχώρηση της ονομασίας χαλλουμιού στο μητρώο των προστατευομένων ονομασιών προέλευσης. Αντιθέτως, ο Υπουργός όφειλε να είχε διεξάγει έρευνα αναφορικά με τις διαθέσιμες ποσότητες γάλακτος τις συγκεκριμένες περιόδους πράγμα το οποίο δεν έκανε.
Οι αιτητές ισχυρίζονται περαιτέρω ότι με την προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζονται συνταγματικές αρχές και ιδίως η Αρχή της Ισότητας (Άρθρο 28) και το Δικαίωμα Ασκήσεως του Επαγγέλματος (Άρθρο 25). Εν προκειμένω καθιερώνεται προνομιακή μεταχείριση μιας τάξης γαλακτοπαραγωγών, δηλαδή των ποιμνιοτρόφων έναντι μιας άλλης τάξης, δηλαδή των αγελαδοτρόφων με αποτέλεσμα οι αιτητές και άλλες τυροκομικές βιομηχανίες να εκτίθενται σε αθέμιτο ανταγωνισμό καθότι καθιερώνεται η δεσπόζουσα θέση των ποιμνιοτρόφων οι οποίοι με τις περιορισμένες ποσότητες γάλακτος που διαθέτουν θα καθορίζουν την τιμή της αγοράς του αιγοπρόβειου γάλακτος. Οι περιορισμοί είναι ανεπίτρεπτοι και δεν εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον αφού η παραγωγή χαλλουμιού εξαρτάται αποκλειστικά από το κατά πόσο οι ποιμνιοτρόφοι διαθέτουν προς πώληση προς τους τυροκόμους ικανών ποσοτήτων αιγοπρόβειου γάλακτος για την παραγωγή των ποσοτήτων χαλλουμιού. Επισυνάπτουν συναφώς σημείωμα ημερ. 11.4.2012 όπως αυτό κατατέθηκε στη Βουλή από το Υπουργείο Εμπορίου στο οποίο τονίζεται ότι δόθηκε η εξουσία στον Υπουργό να εκδίδει τα σχετικά Διατάγματα αφού παρατηρείτο το φαινόμενο να μην απορροφάται η διαθέσιμη παραγωγή αιγινού και πρόβειου γάλακτος λόγω της χρήσης από τη βιομηχανία τυροκόμησης, μεγαλύτερης ποσότητας αγελαδινού γάλακτος κατά παράβαση των προνοιών του εν λόγω προτύπου. Αναφορά γινόταν και σε γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας ημερ. 29.12.2006 σύμφωνα με την οποία η σχετική διατύπωση στην ΚΔΠ 195/85, έχει την έννοια ότι το ποσοστό χρήσης αιγινού ή πρόβειου γάλακτος ή του μείγματος αυτών θα πρέπει να υπερέχει του αγελαδινού γάλακτος. Από περαιτέρω πρακτικά της Συνεδρίας της Επιτροπής του Υπουργείου Γεωργίας ημερ. 17.11.2010 καταγράφονται τα βραχυπρόθεσμα προβλήματα που θα δημιουργούνταν από την εξειδίκευση του προτύπου ενώ μερίδα πληθυσμού αναγκάζεται να αποσυρθεί από την εργασία του.
Επίσης, η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο αφού αρμόδιο όργανο για την τροποποίηση του κυπριακού προτύπου αποτελεί δυνάμει του άρθρου 5 του περί Διαπίστευσης, Τυποποίησης και Τεχνικής Πληροφόρησης Νόμου του 2002 (Ν. 156(Ι)/2002) ο Κυπριακός Οργανισμός Προώθησης Ποιότητας και όχι ο Υπουργός Εμπορίου και εν πάση περιπτώσει ο Υπουργός όφειλε να καθορίσει την χρονική περίοδο της παρέκκλισης από τις πρόνοιες του περί Κυπριακών Προτύπων και Ελέγχου Ποιότητας (Καθορισμένα Πρότυπα - Δέκατη Σειρά) Κανονισμών του 1985 αφού σε αντίθετη περίπτωση θα παρείσδυε στις εξουσίες του Κυπριακού Οργανισμού Προώθησης Ποιότητας και θα καθιστούσε το άρθρο 5 του Νόμου ανενεργό.
Περαιτέρω, παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας. Εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε αλλαγή του προτύπου ώστε αυτό να καταστεί σταθερό θα μπορούσε να το επιδιώξει μέσω της τροποποίησής του με βάση τις πρόνοιες του νόμου και όχι εισάγοντας ποσοστιαίες αναλογίες τις οποίες ο νόμος εξαρχής δεν προέβλεπε. Συνεπώς ο σκοπός δεν είναι νόμιμος και επιπλέον δεν σταθμίστηκαν το προβαλλόμενο αγαθό και ο σκοπός που θα εξυπηρετούσε η ρύθμιση για να θέσει περιορισμούς σε ατομικά δικαιώματα όπως το δικαίωμα στην εργασία και της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι.
Τέλος η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε υπό πραγματική ή νομική πλάνη, κατά παράβαση του εθίμου και της αρχής της καλής πίστης ενώ το πρότυπο ερμηνεύθηκε λανθασμένα ότι η διάταξη επιβάλλει υπεροχή του αιγινού/πρόβειου γάλακτος ή συνδυασμό των δύο έτσι ώστε το αγελαδινό να μην μπορεί να αποτελεί ποσοστό πέραν του 49%. Η κακή ερμηνεία του νόμου μέσω της γνωμάτευσης του Νομικού Λειτουργού συμπαρέσυρε και στην παρανομία της θέσπισης της ΚΔΠ 312/2012 αφού σε αυτή την ερμηνεία στηρίχθηκε για να καθορίσει ποσοστιαίες αναλογίες.
Από την πλευρά τους οι καθ' ων η αίτηση επισημαίνουν κατ' αρχήν πως σαφώς και πρόκειται για τεχνικό κανόνα ο οποίος κοινοποιήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2013 μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος TRIS. Επιχειρούν δε να αντικρούσουν με τους δικούς τους ισχυρισμούς τα όσα οι αιτητές επικαλούνται.
Η κατάληξη
Θεωρώ λογικό να ξεκινήσω με τον ισχυρισμό για αναρμοδιότητα του οργάνου το οποίο προέβη στην τροποποίηση του κυπριακού προτύπου, δηλαδή του Υπουργού.
Το επικαλούμενο από τους καθ' ων η αίτηση άρθρο 17Β του Ν. 156(Ι)/2002, όπως τροποποιήθηκε, περιέχει μεταβατική διάταξη ως προς την εξουσία έκδοσης διατάγματος από τον Υπουργό. Εν προκειμένω, δεν έχουμε ισχυρισμό ότι η μεταβατική αυτή διάταξη παρανόμως εισήχθηκε στο Νόμο ώστε ενδεχομένως να εξεταστεί και ποια πρόνοια του Νόμου (το άρθρο 5 ή το 17Β) τελικώς εφαρμόζεται στην περίπτωση. Συνεπώς, έχοντας υπόψη ότι ο Υπουργός κινήθηκε εντός των πλαισίων που ο ίδιος Νόμος θέτει και ο οποίος περιέχει το επικαλούμενο από τους αιτητές άρθρο 5 σε σχέση με τις αρμοδιότητες του Οργανισμού, κρίνω πως η προσβαλλόμενη πράξη δεν εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο.
Περαιτέρω, παρατηρώ πως, σε αντίθεση με την εισήγηση των αιτητών ότι το Διάταγμα είναι χρονικά απεριόριστο, οι αναλογίες, πέραν του ότι ήταν δυνατό να διαφοροποιηθούν στην πορεία, θα ίσχυαν μέχρι την καταχώριση της ονομασίας Χαλλούμι στο μητρώο των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) 510/2006 ή, σε περίπτωση που η εν λόγω καταχώριση συνοδευθεί με μεταβατική περίοδο, μέχρι τη λήξη της εν λόγω μεταβατικής περιόδου. Υπήρχε συνεπώς, καθώς φαίνεται, χρονικός περιορισμός της παρέκκλισης.
Από όλους τους ισχυρισμούς προβληματίζει περισσότερο η μη έγκαιρη υποβολή του τεχνικού κανόνα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η καθυστέρηση στην υποβολή του τεχνικού κανόνα, και δη 16 μήνες μετά τη δημοσίευση του εν λόγω Διατάγματος, σύμφωνα με την εισήγηση των καθ' ων η αίτηση θα είχε σημασία εάν είχε επιβληθεί πρόστιμο στους αιτητές «και άρα ο επηρεασμός αυτός θα ήταν οφθαλμοφανής». Ως έχει αναφερθεί προηγουμένως, δέχονται τόσο οι αιτητές όσο και οι καθ' ων η αίτηση, πως πρόστιμο ύψους €38.000 πράγματι έχει επιβληθεί στους αιτητές. Οι αιτητές επηρεάστηκαν πραγματικά από τη μη έγκαιρη υποβολή του τεχνικού κανόνα και έχουν κάθε δικαίωμα να ζητήσουν τη μη εφαρμογή του Διατάγματος. Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, η εξέταση των υπόλοιπων ισχυρισμών παρέλκει.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και το προσβαλλόμενο Διάταγμα ακυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Ενόψει του μεγάλου αριθμού Αιτητών, κρίνω δίκαιο να επιδικάσω συνολικά €2000 έξοδα υπέρ των αιτητών, πλέον ΦΠΑ.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ