ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Μιχαηλίδου, Δέσπω Α. Χρίστου (κα) για Ιωαννίδης, Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τους καθ΄ ων η αίτηση. Λ. Ψυχάκης για Αχιλλέα και Αιμίλιο Κ. Αιμιλιανίδη, για το ενδιαφερόμενο μέρος. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-08-07 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΕΥΗΣ ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ ν. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ, Αρ. Υπόθεσης: 1483/2013, 7/8/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D555

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Αρ. Υπόθεσης:  1483/2013

 

 

7 Αυγούστου, 2015

 

[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

 

ΕΥΗΣ  ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ

                                                                                     Αιτητής,

 

- ΚΑΙ -

 

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ,

                                                                                                   Καθ΄ων η αίτηση.

 __________

 

 

 

Aίτηση για επαναφορά ημερομηνίας 9.4.2015

 

Μ. Καλλιγέρου (κα), για τoν αιτητή.

Α. Χρίστου (κα) για Ιωαννίδης, Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τους καθ΄ ων η αίτηση.

Λ. Ψυχάκης για Αχιλλέα και Αιμίλιο Κ. Αιμιλιανίδη, για το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

 

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Η υπό κρίση αίτηση αφορά σε αίτημα επαναφοράς της αίτησης ακυρώσεως, η οποία και απορρίφθηκε στις 8.4.2015, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος εκ μέρους του συνηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση, στη βάση των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου ότι ο αιτητής δεν ενδιαφερόταν πλέον και λόγω προηγούμενης συμπεριφοράς αλλά και λόγω μη εμφάνισης του ιδίου ή της συνηγόρου του, κατά την εν λόγω ημερομηνία, να την προωθήσει. 

 

Η αίτηση που καταχωρήθηκε στις 9.4.2015 αντίκρισε την ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους για κοινούς και/ή διάφορους μεταξύ τους λόγους, με κύριο κοινό πυρήνα ότι δεν υπήρξε, στη βάση του όλου ιστορικού της υπόθεσης, πραγματική πρόθεση του αιτητή για προώθηση της προσφυγής αλλά και μη πλήρωσης των προϋποθέσεων που ορίζει η νομολογία για επαναφορά αίτησης απορριφθείσας λόγω μη προώθησης της. 

 

Όπως προκύπτει από το φάκελο και τις ένορκες δηλώσεις, η ιστορική διαδρομή της υπόθεσης ήταν μακρά:  Στις 27.5.2013 καταχωρήθηκε από τον αιτητή η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο προσφυγή, η οποία ορίστηκε από το Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου για πρώτη εμφάνιση στις 3.9.2013.  Δόθηκαν από το Δικαστήριο επανειλημμένες αναβολές με σκοπό την καταχώριση δικογράφων.  Aρχικά για καταχώριση της ένστασης των καθ΄ ων η αίτηση, 7.11.2013 και 17.1.2014.  Αμέσως μετά την καταχώριση της ένστασης, στις 17.1.2014, δόθηκαν οδηγίες για καταχώριση της γραπτής αγόρευσης του αιτητή εντός έξι εβδομάδων.  Η υπόθεση ορίστηκε για περαιτέρω οδηγίες στις 11.3.2014.  Έκτοτε η συνήγορος του αιτητή ζήτησε επανειλημμένα παράταση χρόνου για να καταχωρίσει τη γραπτή αγόρευση του αιτητή: 10.4.2014, 5.6.2014, 9.7.2014, 10.10.2014 και 3.12.2014.  Ακολούθως η υπόθεση αναβλήθηκε λόγω απουσίας του Δικαστηρίου, για τις 14.1.2014 και 4.2.2015 και ορίστηκε με τις ίδιες οδηγίες στις 25.2.2015.

 

Στις 25.2.2015 ο αιτητής ζήτησε παράταση χρόνου για την καταχώριση της γραπτής του αγόρευσης.  Το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση με τις ίδιες οδηγίες στις 8.4.2015, οπότε και απορρίφθηκε η αίτηση, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος του συνηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση, λόγω μη εμφάνισης της συνηγόρου του αιτητή αλλά και λόγω επανειλημμένων αναβολών που δόθηκαν, χωρίς όμως μέχρι την ημερομηνία εκείνη να καταχωριστεί η γραπτή αγόρευση του αιτητή.

 

Η συνήγορος του αιτητή υποστηρίζει ότι η οποιαδήποτε καθυστέρηση που παρατηρήθηκε οφειλόταν στο γεγονός ότι ο αιτητής προήχθη αναδρομικά από το 2006, στις 14.1.2015, σε θέση μικρότερων μισθολογικών απολαβών και εξέταζε έκτοτε το ενδεχόμενο να αποσύρει την παρούσα αίτηση ακυρώσεως, «αν δεν καταχωρούσαν προσφυγή οι αντίδικοι του».  Μόλις πριν 4 ημέρες, από την καταχώριση αντιλαμβάνομαι της ένορκης δήλωσης, που φέρει ημερομηνία 9.4.2015, ειδοποίησε τη συνήγορο του πως θέλει συνάντηση «για να φέρει την προσφυγή που καταχωρίστηκε (τεκμήριο 2) και να συζητήσει την πορεία της προσφυγής και τους λόγους ακύρωσης».

 

Η μη καταχώριση της γραπτής αγόρευσης μέχρι τον Ιανουάριο του 2015, οφειλόταν σε φόρτο εργασίας της ίδιας της συνηγόρου, οι όποιες δε αναβολές δόθηκαν, ήταν κατόπιν συναίνεσης των μερών κατόπιν σχετικού αιτήματος που υπεβλήθη προς το Δικαστήριο.  Η δε καθυστέρηση από τις 14.1.2015 και εντεύθεν, οφειλόταν ακριβώς στην εξέταση του ενδεχομένου απόσυρσης της προσφυγής, γεγονότα γνωστά στο συνήγορο του καθ΄ ου η αίτηση, τα οποία όμως παρά ταύτα, δεν αναφέρθηκαν ώστε να καταχωριστούν στο πρακτικό του Δικαστηρίου.

 

Οι συνήγοροι των καθ΄ ων η αίτηση εισηγούνται ότι δεν καταδεικνύεται οποιοδήποτε στοιχείο που να υποστηρίζει την ύπαρξη πραγματικής πρόθεσης του αιτητή για προώθηση της αίτησης του.  Η δε δικαιολογία που εισάγεται, ως προς την εξέταση του ενδεχομένου απόσυρσης της προσφυγής, δεν ευρίσκει έρεισμα στην πραγματικότητα.  Η αναδρομική προαγωγή του αιτητή έλαβε χώρα ακριβώς ένα χρόνο μετά τις οδηγίες του Δικαστηρίου για καταχώριση της γραπτής αγόρευσης του αιτητή και συνεπώς δεν μπορεί να υφίσταται ως λόγος καθυστέρησης. Κατά δεύτερον ο λόγος αυτός δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία.  Το Δικαστήριο αποφασίζει αποκλειστικά στη βάση των πραγματικών δεδομένων του ουσιώδους χρόνου που ίσχυαν κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης και εξέτασης της υποψηφιότητας του, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οποιαδήποτε μεταγενέστερα δεδομένα που προκύπτουν μετά την καταχώριση της προσφυγής.

 

Οι αρχές που ορίζουν το πλαίσιο εντός του οποίου εξετάζεται αίτηση αυτής της φύσης τέθηκαν με σαφήνεια από τον Τριανταφυλλίδη, Π., στην Tsingi v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1262, και ακολουθήθηκαν σε άλλες πρωτόδικες αποφάσεις Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Προσφυγή η οποία απορρίπτεται χωρίς να εξεταστεί κατ΄ ουσίαν, λόγω έλλειψης προώθησης, θεωρείται ως εγκαταληφθείσα.  Δυνατόν όμως να επαναφερθεί αν και εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπήρξε στην πραγματικότητα πρόθεση εγκατάλειψης, αντίκριση προκύπτουσα ως εκ της φύσης της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, θέση που υιοθετήθηκε και στην Σταυρινάκης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 5663/2013, Απόφαση Ολομέλειας, 24.2.2014, αλλά και σε προηγούμενες αποφάσεις τόσο της Ολομέλειας, όσο και πρωτόδικων Δικαστηρίων, στις οποίες έγινε αναφορά (Tsingi (ανωτέρω), Rousos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 119 και Σωματείο Μεταφ. ΣΕΚ κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 1):

 

«Το κριτήριο που προκύπτει ότι εφαρμόζεται σε περιπτώσεις επαναφοράς Αίτησης απορριφθείσας λόγω μη προώθησης της είναι κατά πόσον υπήρξε, επί του όλου ιστορικού, πραγματική πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής και με σχετικό παράγοντα το εύλογο του χρόνου αντίδρασης στην απόρριψη.

 

Κοινό κριτήριο στις περιπτώσεις απόσυρσης και στις περιπτώσεις απόρριψης λόγω μη προώθησης φαίνεται να είναι η πραγματικότητα της πρόθεσης εγκατάλειψης της προσφυγής. Το κριτήριο όμως έχει διαφορετικές παραμέτρους σε κάθε περίπτωση.

 

Οι παράμετροι που αφορούν περιπτώσεις απόρριψης λόγω μη προώθησης συναρτώνται πρωτίστως προς τη διαπίστωση της πρόθεσης μη εγκατάλειψης με αναφορά στις συνθήκες της μη προώθησης και το όλο ιστορικό της υπόθεσης, ώστε να μπορέσει να συναχθεί, αντικειμενικώς, το ζητούμενο, καθ΄ όσον δεν υπήρξε θετική έκφραση της πρόθεσης εγκατάλειψης παρά μόνο παράλειψη προώθησης. ..»

 

 

Θετικό στοιχείο υπέρ του αιτητή είναι το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υποστηρίζει σε όλο της το εύρος την εξήγηση που δίδει η συνήγορος του αιτητή: εμφανίστηκε ενωρίτερα ενώπιον του Δικαστηρίου, ο φάκελος όμως δεν είχε τεθεί προηγουμένως ενώπιον του από το Πρωτοκολλητείο.  Η υποχρέωση του δικηγόρου να εμφανιστεί κατά τη δικάσιμο είναι εγγενής και το βάρος που επωμίζεται σοβαρό, σχετίζεται δε άμεσα με την απονομή της δικαιοσύνης ως ζήτημα ουσίας (Ξενοφώντος ν. Χατζηαράπη (1999) 3 Α.Α.Δ. 221, Βαρδιάνος ν. Richards (1998) 1 Α.Α.Δ. 698).  Τονίζεται στις εν λόγω αποφάσεις η επιτακτική ανάγκη συμμόρφωσης με τις οδηγίες του Δικαστηρίου και εισάγεται ο κανόνας ότι δεν νοείται να προβάλλεται το λάθος ή η παράλειψη συνηγόρου ώστε να υπερφαλαγγίζει τις προθεσμίες ή να οδηγεί σε αναγέννηση της διαδικασίας.

 

Με αποδεκτό το γεγονός ότι ο φάκελος δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, ενώ ήδη η συνήγορος του αιτητή ήταν παρούσα στο Δικαστήριο, αλλά όχι αργότερα όταν το Δικαστήριο της επιλήφθηκε εκ νέου, κρίνω ότι η μη εμφάνιση της δεν μπορεί να εκληφθεί ως μη συμμόρφωση προς τις οδηγίες του Δικαστηρίου και κατ΄ επέκταση να συμβάλει στη διαπίστωση πρόθεσης εγκατάλειψης της προσφυγής. 

 

Όπως και πιστώνεται υπέρ του αιτητή η σπουδή με την οποία καταχώρισε την αίτηση επαναφοράς, ακριβώς την επόμενη ημέρα, οπότε παραμένει να εξεταστεί κατά πόσο παρέχεται έδαφος αναβίωσης της προσφυγής δια της επαναφοράς.  Στην Tsingi και Rousos (ανωτέρω) τονίστηκε ότι σε αιτήσεις αυτής της φύσης πρωτίστως εξετάζεται η αναθεωρητική φύση της διαδικασίας ώστε να μην θεωρηθεί ως εγκαταληφθείσα, αν πράγματι δεν υπήρξε τέτοια πρόθεση.

 

Η απόρριψη μιας προσφυγής ακριβώς ως εκ της φύσης της την εξαφανίζει, οπότε τυχόν αναβίωση της λειτουργεί καταλυτικά εναντίον της ανατρεπτικής προθεσμίας των 75 ημερών.  Δίνεται έτσι μια νέα ευκαιρία στον διοικούμενο να προωθήσει την αίτηση ακυρότητας.  Την αυστηρότητα με την οποία πρέπει να αντιμετωπίζονται οι προθεσμίες σε υποθέσεις αναθεωρητικής δικαιοδοσίας δίδει και η Georghiou v. Republic (1968) 3 C.L.R. 563, που αφορούσε σε αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρισης έφεσης.

Η κα Καλλίγερου παρέπεμψε στο σύγγραμμα Α. Σ. Αγγελίδη - Σ. Αγγελίδη: Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, σ.97, για να υποστηρίξει ότι:

 

«Πρέπει να σημειώσω όμως και την περίπτωση που ήδη ανέφερα πιο πριν, όπου το Δικαστήριο απορρίπτει προσφυγή γιατί τη θεωρεί ως «εγκαταληφθείσα», για το λόγο ότι δεν ανταποκρίθηκε ο δικηγόρος του αιτητή ακριβόχρονα στις οδηγίες για καταχώριση γραπτής αγόρευσης.  Είναι μια Δικαστική πρακτική που στηρίζεται σε διαδικαστικούς κανονισμούς, η οποία, κατά την άποψή μου, πέραν από το ότι δεν έχει έρεισμα στο άρθρο 146(4) του Συντάγματος ή στους Κανονισμούς ή στην ιδιόμορφη φύση της δικαστικής δίκης ή στο ανακριτικό σύστημα, εξ ου και φαίνεται να εγκαταλείφθηκε ή τουλάχιστον έπαυσε να είναι πλέον η συνήθης πρακτική, γιατί πλήττει συνταγματικό δικαίωμα, αυτό της καταφυγής στη δικαιοσύνη (Άρθρο 30).  Δεν μπορεί να υπερισχύει η διαδικαστική προϋπόθεση του τι ορίζει το Σύνταγμα.  Άλλωστε επιφέρει και πρόσθετη χρονική επιβάρυνση αφού ως «αντίδραση», με στόχο την προστασία του δικαιώματος καταφυγής στο δικαστήριο, πρέπει να υποβληθεί εκ μέρους του προσφεύγοντος αίτημα επαναφοράς της προσφυγής, το οποίο πρέπει να ομολογήσω ότι σπάνια δεν γίνεται αποδεκτό.»

 

Δεν με βρίσκει σύμφωνη ότι η δικαστική πρακτική πλήττει συνταγματικό δικαίωμα, αυτό της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, Άρθρο 30, κατά τρόπο που η δικαστική πρακτική να υπερισχύει του Συντάγματος.  Σε κάθε περίπτωση ο αιτητής είχε πρόσβαση στο Δικαστήριο ανεμπόδιστα από την ημέρα καταχώρισης της προσφυγής, 27.5.2013, και ήταν ελεύθερος κατά πάντα χρόνο να την προωθήσει, εντός του ταχθέντος υπό του Δικαστηρίου χρόνου και αναλόγως των οδηγιών του, ώστε να ανταποκριθεί και να εξασφαλίσει την προστασία που το Σύνταγμα του παρέχει και της θεραπείας που δυνατόν να πετύχει δυνάμει του Άρθρου 146(4) του Συντάγματος.  Το δικαίωμα δεν μπορεί να είναι ούτε απεριόριστο, ούτε και ανεξέλεγκτο, σε σημείο που να συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας.  Το δικαίωμα του αιτητή προστατεύεται εφόσον προωθεί νομοτύπως την προσφυγή του και δεν δικαιούται να παρακάμπτει τις διαδικασίες και οδηγίες του Δικαστηρίου.  Διαφορετικά θα υπάρχει καταστρατήγηση του δικαιώματος για διαπίστωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αμφοτέρων, διοίκησης και διοικούμενου εντός ευλόγου χρόνου, σύμφωνα με το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος και κατ΄ επέκταση πλημμέλεια του Δικαστηρίου να τηρήσει τις προθεσμίες.

 

Ο χρόνος που διέρρευσε από της καταχώρισης της προσφυγής (27.5.2013) μέχρι την ημερομηνία που απερρίφθη (8.4.2015), σχεδόν δύο χρόνια, θεωρώ ότι ουσιαστικά θεμελιώνει πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής, συνιστώντας ταυτοχρόνως κατάχρηση της διαδικασίας με τη συμβολή δυστυχώς αντιδίκων και Δικαστηρίου.  Η δυσκολία της συνηγόρου του αιτητή να καταχωρίσει γραπτή αγόρευση λόγω φόρτου εργασίας για το χρονικό διάστημα όπως περιγράφεται ανωτέρω, δεν μπορεί να εξαφανίσει τις παραλείψεις του αιτητή για προώθηση της υπόθεσης του.  Η υποχρέωση της συνηγόρου για καταχώριση της γραπτής αγόρευσης του αιτητή δεν φαίνεται να συναρτάτο από τη δική της πλημμέλεια αλλά από την επιθυμία του αιτητή να διερευνήσει κατά πόσο υπό προϋποθέσεις και αν αυτές τηρούνταν, θα προωθούσε την προσφυγή του.  Το λάθος, η αμέλεια ή η παράλειψη της συνηγόρου του δεν μπορεί να συνηγορήσει σε παράταση των προθεσμιών ή αναγέννηση των δικαστικών διαδικασιών κατά τρόπο που εύσχημα υπερφαλαγγίζει τις δικονομικές διατάξεις (Βαρδιάνος ν. Richards (ανωτέρω)) αλλά που κατ΄ αναλογίαν κρίνω εφαρμόζεται επιτακτικά σε αίτηση ακυρώσεως.  Εδώ στο τέλος της ημέρας η καθυστέρηση της συνηγόρου μικρή συμβολή είχε στον άπραγο χρόνο που διέρρευσε.

 

Υπό τις περιστάσεις κρίνω ότι ουσιαστικά ο αιτητής δια της συμπεριφοράς του, όπως περιγράφηκε ανωτέρω, λειτούργησε περιφρονητικά προς τις οδηγίες του Δικαστηρίου κατά τρόπο που αντικειμενικά δύναται να θεωρηθεί ότι δεν ενδιαφερόταν κατ΄ ουσίαν να προωθήσει την προσφυγή του.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                                      Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

 

/ΦΚ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο