ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Kαραγιώργης Aνδρέας και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 1669
Δημοκρατία ν. Ανδρέου & άλλων (1993) 3 ΑΑΔ 153
Kυπριακός Oργανισμός Tουρισμού ν. Λοΐζου Προδρόμου. (1995) 3 ΑΑΔ 128
Θεοχαρίδης Χριστάκης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 644
Xατζηχάννας Bραχίμης I. ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 373
Χριστοδούλου Ειρήνη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 164
Καφά Αντώνης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 12
Παναγή Λοΐζος και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 163
Χριστοδούλου Ειρήνη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 745
Μουρτουβάνης Μάριος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4 ΑΑΔ 870
Κούλουμου Τούλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 4 ΑΑΔ 839
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΗΛΙΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1760/2009, 4/7/2012
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ, Υπόθεση Αρ. 828/2011, 20/9/2013
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D552
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 135/2012, 327/12, 333/12 και 359/12)
4 Αυγούστου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 135/2012)
ΑΝΔΡΙΑΝΘΗ ΚΟΥΚΚΟΥΡΗ ΛΑΚΚΟΤΡΥΠΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 327/2012)
ΑΣΠΑΣΙΑ ΛΥΣΙΩΤΟΥ ΛΑΜΠΡΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ,
2. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 333/2012)
ΑΣΤΕΡΩ ΑΘΗΝΟΔΩΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 359/2012)
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Ευσταθίου (κα), για την Αιτήτρια στην προσφυγή 135/12.
Α. Τριανταφυλλίδης, για την Αιτήτρια στην προσφυγή 327/12.
Χρ. Γεωργιάδης, για την Αιτήτρια στην προσφυγή 333/12.
Γ. Κωνσταντινίδης για Δράκο και Ευθυμίου, για τον Αιτητή στην 359/12.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Ν. Ζερβού (κα) για Λ. Γεωργίου, για το ΕΜ 2 στις προσφυγές 135/12, 327/12 και 333/12 και ΕΜ 4 στην προσφυγή 359/12.
Μ. Κυπριανού για Ν. Νεοκλέους, για το ΕΜ 1 στις προσφυγές 135/12, 327/12 και 333/12 και ΕΜ 3 στην προσφυγή 359/12.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση των καθ' ων η αίτηση να προαγάγουν τους Νεοκλή Νεοκλέους (ΕΜ 1) και Ιωάννα Γεωργιάδου-Παναγιώτου (ΕΜ 2) στη μόνιμη θέση Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού (Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο), Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας από τις 15.11.2011, αντί των αιτητών. Με την προσφυγή αρ. 359/2012 προσβάλλεται και ο διορισμός του Βαρνάβα Πασιουλή (ΕΜ 3) στην επίδικη θέση.
Με πρωτοβουλία της ΕΔΥ δυνάμει του άρθρου 29(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν. 1/90, όπως τροποποιήθηκε, δημοσιεύτηκε μία θέση Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού η οποία παρέμενε κενή λόγω αφυπηρέτησης του κατόχου της. Στην πορεία προστέθηκε ακόμα μία κενή θέση. Οι ανάγκες της υπηρεσίας για τη μία θέση απαιτούσαν κατοχή των προσόντων που προβλέπονται στην παράγραφο Α(2) των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, δηλαδή για τους Κλάδους Εγγραφής, Διακατοχής και Διαχειρίσεως Κρατικών Γαιών και για την άλλη θέση η κατοχή των προσόντων που προβλέπονται στην παράγραφο (6), δηλαδή για Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο. Ακολούθως, προστέθηκαν άλλες δύο θέσεις, οι οποίες αφορούσαν θέσεις για Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο.
Υποβλήθηκαν συνολικά 16 αιτήσεις.
Ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας διαβίβασε στις 18.7.2011 στην ΕΔΥ την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Για τις τρεις θέσεις που προορίζονταν για Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο, η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε για προαγωγή τόσο τα ΕΜ όσο και την αιτήτρια στην προσφυγή 135/2012. Διευκρινίζεται πως η Συμβουλευτική Επιτροπή κατήρτισε δύο ξεχωριστούς καταλόγους συστηθέντων υποψηφίων. Ένα κατάλογο για τη μια θέση Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού στον Κλάδο Εγγραφής, Διακατοχής, Διαχείρισης Κρατικής Γης όπου συστήθηκαν 4 υποψήφιοι, μεταξύ αυτών τα ΕΜ και όχι η αιτήτρια στην προσφυγή 135/2012 και ένα κατάλογο για τις 3 θέσεις Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού για Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο όπου συστήθηκαν 12 υποψήφιοι, μεταξύ αυτών η αιτήτρια στην 135/2012 και τα ΕΜ.
Στη συνεδρία της Επιτροπής ημερομηνίας 13.10.2011 η ΕΔΥ προέβη σε προφορική εξέταση των υποψηφίων που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Οι υποψήφιοι ήταν δώδεκα, μεταξύ αυτών τα ΕΜ και η αιτήτρια στην 135/2012. Ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ο οποίος παρίστατο στην προφορική εξέταση, αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων και σύστησε για προαγωγή τα ΕΜ και άλλο άτομο.
Η ΕΔΥ αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιόν της προφορική εξέταση και αφού έλαβε υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και τις συστάσεις του Διευθυντή, έκρινε ότι τα ΕΜ και άλλο πρόσωπο υπερέχουν των άλλων υποψηφίων και τα επέλεξε ως τα πιο κατάλληλα προσφέροντάς τους προαγωγή στην επίδικη θέση από 15.11.2011. Και η ΕΔΥ είχε καταρτίσει δύο ξεχωριστούς καταλόγους με τα ΕΜ να περιλαμβάνονται και στους δύο καταλόγους των συστηνομένων ενώ η αιτήτρια στην 135/2012 μόνο στον ένα γι' αυτό και η αιτήτρια κλήθηκε σε προφορική εξέταση μόνο για τη θέση που αφορούσε τον Κλάδο στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο.
Προσφυγή αρ. 135/2012
Λόγοι ακύρωσης
(1) Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης - Υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας
Είναι η εισήγηση της αιτήτριας ότι είναι πρόδηλη η παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όπως η συνταγματική αυτή αρχή κατοχυρώνεται και στο άρθρο 41 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), αφού ενώ όλοι οι υποψήφιοι τελούσαν υπό τις ίδιες συνθήκες, οι καθ' ων η αίτηση με τον καταρτισμό δύο καταλόγων έδωσαν περισσότερες πιθανότητες και προοπτικές επιλογής σε τέσσερις υποψήφιους μεταξύ αυτών τα ΕΜ σε βάρος των άλλων υποψηφίων όπως είναι η αιτήτρια οι οποίοι τέθηκαν εκ προοιμίου σε δυσμενέστερη θέση από αυτούς.
(2) Ενδεχόμενη πλάνη σε σχέση με την πείρα και τα προσόντα των υποψηφίων - αντιφατικότητα σε σχέση με τη βαρύτητα του κριτηρίου της αρχαιότητας
Η αιτήτρια παραπονείται πως ενώ διαθέτει επιπρόσθετα των 8 ετών της απαιτούμενης από το Σχέδιο Υπηρεσίας πείρας, πείρα κατά 2 χρόνια και 7 μήνες σε δικηγορικό γραφείο, αυτή δεν της πιστώθηκε με αποτέλεσμα αντί να της πιστωθούν 6 χρόνια και 28 μέρες επιπρόσθετης πείρας, της πιστώθηκε η μισή περίπου από αυτή πείρα. Αντίθετα, σε σχέση με το ΕΜ 2, στην επιπρόσθετη της πείρα των οκτώμιση περίπου χρόνων συνυπολογίστηκε τόσο η πείρα της από 12/1998-3/2000 ως αυτοεργοδοτούμενης εκτιμήτριας ακινήτων όσο και η πείρα της από τον 9/1995-11/1998 ως εκτιμήτριας ακινήτων στην εταιρεία Ρόης Νικολαΐδης & Συνεργάτες, αλλά και η πείρα της από τον 12/1994-8/1995 ως γραμματέα/υπεύθυνης κρατήσεων στην εταιρεία Libra Travel Tours. Κατά την εισήγηση, είναι άγνωστο πόσο αυτές οι ανακρίβειες επηρέασαν την τελική επιλογή με φανερό το ενδεχόμενο πλάνης σε σχέση με την πείρα των υποψηφίων.
Αναφορικά δε με τα πρόσθετα ακαδημαϊκά και άλλα προσόντα των υποψηφίων, η αιτήτρια παρατηρεί πως ενώ η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέγραψε το Bachelor of Economics και το Master of Business Administration του ΕΜ 1 κάτω από τον τίτλο Άλλα προσόντα και όχι κάτω από τον τίτλο Σχετικά με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντα, η ΕΔΥ τα έλαβε υπόψη στην επιλογή του ΕΜ, ως σχετικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες των υπό πλήρωση θέσεων, λαμβάνοντάς τα υπόψη και συνυπολογίζοντάς τα με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, αποδίδοντας σε αυτά τη δέουσα βαρύτητα. Αυτό μάλιστα, παρά το ότι στο σχετικό πρακτικό η ΕΔΥ καταγράφει πως υιοθέτησε όλα τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Περαιτέρω ανακύπτει ενδεχόμενο πλάνης εφόσον η Συμβουλευτική Επιτροπή πίστωσε στο ΕΜ 2 την κατοχή σχετικού ακαδημαϊκού προσόντος αντί επαγγελματικού (Professional Associate - The Royal Institution of Chartered Surveyors) κατατάσσοντάς το στην ενότητα του πίνακα με τίτλο «σχετικά με το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης» αντί στην ενότητα με τίτλο «άλλα». Κατά την εισήγηση και η ΕΔΥ υπέπεσε στην ίδια πλάνη.
Είναι η θέση της αιτήτριας ότι σε σχέση με το κριτήριο της αρχαιότητας παρουσιάζεται αντιφατικότητα στο σκεπτικό της ΕΔΥ αφού απέδωσε αυξημένη σημασία στην αρχαιότητα επιλεγέντα υποψηφίου ενώ αντιθέτως στη διετή υπεροχή σε αρχαιότητα της αιτήτριας απέδωσε μόνο περιορισμένη βαρύτητα εφόσον επρόκειτο για ανώτατη διευθυντική θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Η αιτήτρια παρατηρεί πως επρόκειτο περί υπηρεσίας στην αμέσως προηγούμενη θέση η οποία προσδίδει και υπέρτερη πείρα. Ενώ, η αναφορά της ΕΔΥ πως το κριτήριο της αρχαιότητας «από μόνο του» δεν είναι αρκετό να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του κατόχου του δεν είναι αντιπροσωπευτικό της πραγματικότητας αφού η αιτήτρια υπερέχει και στη συνεπαγόμενη πείρα η οποία είναι αποφασιστικής σημασίας επαυξάνοντας και την αξία της ως αρχαιότερης. Η δε καλύτερη απόδοση του ΕΜ 2 στην προφορική εξέταση χαρακτηρίζεται από το ίδιο το διορίζον όργανο ως «ελαφρώς σε υψηλότερο επίπεδο», ενώ παραγνωρίστηκαν τα σχόλια των εκθέσεων σε σχέση με την αιτήτρια στις εκθέσεις των ετών 2008-2011 από τα οποία προκύπτει πως υπερέχει η αιτήτρια, ιδίως ενόψει της ισοπεδωτικής βαθμολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων. Συνεπώς, η ελαφρώς καλύτερη απόδοση του ΕΜ στην προφορική εξέταση αναιτιολόγητα εξουδετέρωσε την υπεροχή της αιτήτριας στα δύο εκ των νομολογημένων κριτηρίων της αρχαιότητας και των προσόντων αλλά ταυτόχρονα και της πείρας και των ευμενών σχολίων των υπηρεσιακών εκθέσεων. Επειδή δε η υπέρ του ΕΜ σύσταση του Διευθυντή συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων δεν μπορεί να της αποδοθεί ουσιαστική βαρύτητα.
Η κατάληξη
Αναφορικά με τον ισχυρισμό της αιτήτριας πως κατά παράβαση της αρχής της ισότητας καταρτίστηκαν δύο κατάλογοι με την ίδια να περιλαμβάνεται μόνο στον ένα κατάλογο ενώ τα ΕΜ και στους δύο, εύστοχα παρατηρεί το ΕΜ 2 ότι η αιτήτρια επέλεξε να μην προσβάλει την προαγωγή του υποψηφίου ο οποίος τελικά κατέλαβε τη θέση στον Κλάδο Εγγραφής, Διακατοχής, Διαχείρισης Κρατικής Γης και επιλέγηκε από τον κατάλογο στον οποίο η αιτήτρια δεν περιλήφθηκε. Προβάλλεται συνεπώς ισχυρισμός επιτυχία του οποίου δεν θα βοηθήσει την αιτήτρια καθότι δεν προσβάλλεται η προαγωγή του συγκεκριμένου υποψηφίου με αποτέλεσμα να πρόκειται περί αλυσιτελούς ισχυρισμού και ως τέτοιος δεν θα εξεταστεί. Τα Δικαστήρια δεν ασχολούνται με ζητήματα που δεν οδηγούν στην επίλυση της εκάστοτε κρινόμενης διαφοράς (Dias United Publishing Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 550). Παρομοίως και το ΕΜ 1 παρατηρεί πως η αιτήτρια παραλείπει να εξηγήσει με ποιο τρόπο επηρεάστηκαν οι δικές της πιθανότητες για προαγωγή με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός να είναι ανεδαφικός.
Σε σχέση με τη θέση περί μη λήψης υπόψη συγκεκριμένης πείρας της αιτήτριας σε δικηγορικό γραφείο, το ΕΜ 1 εισηγείται πως ακόμη και αν η συγκεκριμένη χρονική περίοδος προσμετρείτο προς όφελος της αιτήτριας, και πάλι δεν θα μπορούσε να αλλοιωθεί η εικόνα που παρουσιάζουν οι υποψήφιοι.
Ορθά παρατηρεί και το ΕΜ 2 πως δεν υπήρξε πλάνη στον μη υπολογισμό στην πείρα της αιτήτριας στο δικηγορικό γραφείο που εργαζόταν από τον 9/1996-1/1999 εφόσον ακόμη και εάν η εργασία της αιτήτριας προστίθετο, το ΕΜ και πάλι θα υπερείχε. Η πείρα της αιτήτριας θα ανερχόταν σε 14 χρόνια και 28 ημέρες ενώ του ΕΜ σε 16 χρόνια, 5 μήνες και 27 ημέρες. Ακόμα και εάν δεν υπολογίζονταν οι 9 μήνες που εργάστηκε το ΕΜ στη Libra Tours και πάλι θα υπήρχε υπεροχή του ΕΜ στο θέμα της πείρας. Προσθέτω εδώ πως η πείρα στο δικηγορικό γραφείο καταγράφηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στην έκθεσή της και ήταν ένας από τους παράγοντες που η Επιτροπή στην τελική της αξιολόγηση της αιτήτριας την κατέταξε ως σχεδόν εξαίρετη από σχεδόν πάρα πολύ καλή + που έλαβε η αιτήτρια στην προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής.
Παρατηρώ εδώ πως κατ' αρχάς, η ΕΔΥ στην επιλογή του ΕΜ 2 κατέγραψε ότι διαθέτει επιπρόσθετο επαγγελματικό προσόν, χωρίς να συνδέεται αυτό το προσόν με ακαδημαϊκό. Πέραν τούτου, καθώς αντιλαμβάνομαι, η ενότητα «επιπρόσθετα ακαδημαϊκά και άλλα προσόντα» στην οποία η αιτήτρια αναφέρεται, υποδιαιρείται στις ενότητες «σχετικά με το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης» και «άλλα» εννοείται διακρίνοντας τα επιπρόσθετα ακαδημαϊκά και άλλα προσόντα σχετικά με το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης ή μη. Εκεί αναφέρεται η υποενότητα «άλλα», στα μη σχετικά με το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, οπότε ορθά καταγράφηκε το επαγγελματικό προσόν του ΕΜ 2 στην εν λόγω ενότητα ως συναφές με τα καθήκοντα της θέσης. Γι' αυτό εξάλλου, καταγράφηκε και η εγγραφή της αιτήτριας ως δικηγόρου στην υποενότητα αυτή προσόν το οποίο, όπως και το δίπλωμα του ΕΜ 2 το οποίο επίσης καταγράφηκε στην ίδια υποενότητα, είναι επαγγελματικό. Ως εκ τούτου ο ισχυρισμός περί ανάκυψης ενδεχομένου πλάνης δεν ευσταθεί.
Το ΕΜ 2 διορίστηκε στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄ στις 17.4.2000. Στις 15.12.2007 προάχθηκε στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄. Η αιτήτρια διορίστηκε στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄ στις 3.5.1999 και προάχθηκε στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄ την 1.11.2005, όπως και το ΕΜ 1, με αποτέλεσμα να είναι ορθή η επισήμανσή της ότι προηγείται σε αρχαιότητα έναντι του ΕΜ 2 κατά 2 χρόνια στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση. Όπως, όμως, ορθή είναι και η επισήμανση του ΕΜ 2 πως η αιτήτρια δεν μπορεί να αντλήσει υπεροχή από την πλασματική πείρα την οποία απέκτησε κατόπιν αποκατάστασής της στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄ (Λουΐζα Χριστοδουλίδου Ζανέττου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 768/01, ημερ. 20.3.2003).
Περαιτέρω, ο ισχυρισμός όμως, της αιτήτριας πως υπήρξε αντιφατικότητα ως προς την αντιμετώπιση του κριτηρίου της αρχαιότητας εφόσον η δική της αρχαιότητα παραγνωρίστηκε σε αντίθεση με επιλεγέντα του οποίου η υπεροχή σε αρχαιότητα λήφθηκε υπόψη δεν μπορεί να γίνει δεκτός καθότι, πέραν του ότι πρόκειται περί επιλεγέντα του οποίου η προαγωγή δεν προσβάλλεται, η επταετής και εννιαετής υπεροχή σε αρχαιότητα του εν λόγω επιλεγέντα χαρακτηρίστηκε ως συντριπτική, η δε διετής υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα δεν θα μπορούσε, κατά την κρίση μου, να χαρακτηριστεί ως τέτοια. Ενώ σε μικρότερης έκτασης αρχαιότητα, περιλαμβανομένης και ηλικιακής, υπέρ του ΕΜ 1 έναντι μάλιστα όλων των υποψηφίων, αποδόθηκε από την ΕΔΥ περιορισμένη σημασία ενόψει ακριβώς του ότι πρόκειται περί διευθυντικών θέσεων, ψηλά στην ιεραρχία, αν και η κρίση της ΕΔΥ, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, εν τέλει δεν έχει σημασία. Συνεπώς, δεν εντοπίζεται αντιφατικότητα στο χειρισμό του κριτηρίου της αρχαιότητας.
Ούτε και έχει αποδειχθεί έκδηλη υπεροχή από την αιτήτρια εφόσον μάλιστα τα ΕΜ είχαν καλύτερη επίδοση από την αιτήτρια και στις δύο συνεντεύξεις, έχοντας κριθεί ως Εξαίρετα και από τις δύο Επιτροπές, ενώ η αιτήτρια κρίθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως σχεδόν πάρα πολύ καλή + και από την ΕΔΥ ως πάρα πολύ καλή. Τα ΕΜ είχαν υπέρ τους τη σύσταση του Διευθυντή αλλά σ' αυτήν θα επανέλθω στη συνέχεια. Περαιτέρω, οι υπό αναφορά εκθέσεις των ετών 2010-2011 δεν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη εφόσον δεν αφορούν στον ουσιώδη χρόνο ενώ κατά την περίοδο 2005-2009 η αιτήτρια είναι εξαίρετη σε 38 σημεία και πολύ ικανοποιητική σε 2, ενώ το ΕΜ 1 κρίθηκε εξαίρετος σε 39 σημεία και πολύ ικανοποιητικός σε 1 το δε ΕΜ 2 κρίθηκε εξαίρετη σε 37 σημεία και πολύ ικανοποιητική σε 3. Καθόλου ουσιώδης η διαφορά. Προσθέτω δε εδώ πως τα σχόλια τα οποία η αιτήτρια επικαλείται στις εν λόγω εκθέσεις, αφορούν σε στοιχεία στα οποία έχει ήδη αξιολογηθεί στις ίδιες εκθέσεις και τα οποία συνεπώς δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι προσθέτουν στην εικόνα της αιτήτριας.
Προσφυγή αρ. 327/2012
Λόγοι ακύρωσης
(1) Οι καθ' ων η αίτηση δεν διενήργησαν δέουσα έρευνα σε σχέση με τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και πεπλανημένα και αναιτιολόγητα θεώρησαν ότι το ΕΜ Νεοκλέους κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα
Είναι η εισήγηση της αιτήτριας ότι το ΕΜ 1 δεν κατέχει τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και ως εκ τούτου χωρίς τη δέουσα έρευνα και πεπλανημένα θεωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση ως προσοντούχο. Και αυτό επειδή το ΕΜ κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο (MSc in Real Estate) ο οποίος δεν αποτελεί υποκατάστατο του πρώτου πτυχίου το οποίο απαιτείται από την παράγραφο Α1(1)(α)(i) του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης («Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στη Διαχείριση Ακινήτων ή στις Εκτιμήσεις ή σε θέματα σχετικά με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης (LIS Legal/Fiscal)» (ΚΟΤ ν. Λοΐζου Προδρόμου (1995) 3 ΑΑΔ 128 και Τούλα Κούλουμου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 144/04, ημερ. 26.10.2005).
(2) Η σύσταση του Διευθυντή είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και/ή έπασχε για το λόγο ότι ο Διευθυντής παρέλειψε να συνεκτιμήσει και να αξιολογήσει το πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν που διέθετε η αιτήτρια
Η αιτήτρια προτείνει πως παρά τη μονολεκτική καταγραφή του ονόματος των ΕΜ από τον Διευθυντή στη σύστασή του, κατά την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη, η σύσταση στις περιπτώσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής όπως η παρούσα, ελέγχεται κατά πόσο συνάδει με τα στοιχεία του φακέλου των υποψηφίων. Η σύσταση του Διευθυντή θα πρέπει να στηρίζεται μόνο στα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων και δεν επιτρέπεται ο Διευθυντής να χρησιμοποιεί τη συνέντευξη που διενεργείται ενώπιον της ΕΔΥ για να αξιολογήσει τους υποψηφίους και να καταλήξει στη σύστασή του (Αντώνης Καφά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 12).
Τα συγκριτικά στοιχεία των φακέλων φανερώνουν, κατά τον ισχυρισμό, την υπεροχή της αιτήτριας έναντι των ΕΜ. Ειδικότερα, η αιτήτρια υπερέχει κατά δύο χρόνια σε αρχαιότητα έναντι του ΕΜ 2, στην αμέσως προηγούμενη θέση, η οποία επιφέρει ταυτόχρονα υπεροχή σε πείρα και η οποία επαυξάνει την αξία, γεγονός το οποίο παραγνωρίστηκε και από την ΕΔΥ, καταλήγοντας να θεωρηθούν τόσο η αιτήτρια όσο και το ΕΜ 2 ως ίσες σε αξία. Περαιτέρω, η εν γένει επαγγελματική πείρα της αιτήτριας, σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με του ΕΜ 1, στοιχείο το οποίο επαυξάνει την αξία και το οποίο παραγνωρίστηκε από τους καθ' ων η αίτηση. Έστω και οριακά υπερέχει έναντι του ΕΜ 1 στις ετήσιες αξιολογήσεις, διαφορά η οποία αποκτά τη σημασία της (βλ. μεταξύ άλλων, Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 468). Η αιτήτρια, πέραν του επαγγελματικού προσόντος Professional Member of the Royal Institute of Chartered Surveyors (RICS) το οποίο κατέχει και το ΕΜ 1, διαθέτει επιπρόσθετα συναφή προσόντα, δηλαδή Master in Public Sector Management και Δίπλωμα Πολιτικού Μηχανικού, τα οποία ο Διευθυντής παραγνώρισε. Η σύσταση συνεπώς είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων.
Σε σύγκριση με το ΕΜ 2, η αιτήτρια εισηγείται πως υπερέχει σημαντικά σε πρόσθετα συναφή προσόντα καθώς και επαγγελματική πείρα από το 1991 αντί από το 1999 του ΕΜ. Η ηλικιακή υπεροχή των 6 μηνών του ΕΜ δεν έχει ουσιαστική σημασία και βαρύτητα.
Η παράλειψη του Διευθυντή να αξιολογήσει τη συνάφεια των πρόσθετων προσόντων της αιτήτριας και να προσδιορίσει τη βαρύτητα που τους απέδωσε καθιστά τη σύσταση πάσχουσα και, κατά την εισήγηση, η προσβαλλόμενη απόφαση η οποία στηρίχθηκε στη σύσταση, είναι άκυρη.
(3) Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής πάσχει πολλαπλώς και είναι πεπλανημένη και αναιτιολόγητη
(α) Η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη στερείται οποιασδήποτε νόμιμης και επαρκούς αιτιολογίας
Προβάλλεται η θέση ότι από τη δοθείσα αιτιολογία δεν συνάγεται ο λόγος για τον οποίο η Συμβουλευτική Επιτροπή ενέταξε τον κάθε υποψήφιο σε συγκεκριμένη κατηγορία αφού απλώς παρέθεσε πανομοιότυπους γενικευμένους χαρακτηρισμούς, χρησιμοποιώντας πανομοιότυπη φρασεολογία προκειμένου να αιτιολογήσει την κρίση της να εντάξει τον κάθε υποψήφιο στη συγκεκριμένη κατηγορία. Η αιτιολογία που δόθηκε δεν αντανακλά τα όσα διαδραματίστηκαν κατά τη συνέντευξη του κάθε υποψηφίου αλλά ήταν προκατασκευασμένη. Με αποτέλεσμα, ο δικαστικός έλεγχος να καθίσταται ανέφικτος.
(β) Η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής λήφθηκε υπό πλάνη σε σχέση με την πείρα που θεωρήθηκε πρόσθετο προσόν
Η αιτήτρια εισηγείται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, παρόλο που αποδέχθηκε ότι η πείρα αποτελεί στοιχείο που επαυξάνει την αξία των υποψηφίων, αντί να σταθμίσει και να συνεκτιμήσει την πρόσθετη πείρα που διέθεταν οι υποψήφιοι ανάλογα με το είδος και τη διάρκεια της, αναιτιολόγητα και ισοπεδωτικά θεώρησε ότι όσοι υποψήφιοι διαθέτουν πείρα πέραν των τριών ετών κατέχουν το πρόσθετο προσόν της πείρας. Ώστε, η πρόσθετη πείρα της αιτήτριας διάρκειας 8 και πλέον ετών, εξισώθηκε με την πρόσθετη πείρα του ΕΜ Νεοκλέους διάρκειας μόλις 3 περίπου ετών χωρίς οποιαδήποτε κρίση ή στάθμιση. Περαιτέρω, ως προς το ΕΜ 2 υπό πλάνη η Συμβουλευτική Επιτροπή θεώρησε ότι διαθέτει πρόσθετη σχετική πείρα διάρκειας πέραν των 8 χρόνων εφόσον συνολικά διαθέτει 15 χρόνια και 9 μήνες αντί 16 χρόνια 5 μήνες και 27 ημέρες που της υπολογίστηκαν. Υπό πλάνη θεωρήθηκε και ως πείρα σχετική η υπηρεσία του ΕΜ 2 στο Libra Travel & Tours ως υπεύθυνη κρατήσεων.
(γ) Πλάνη της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε σχέση με τα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας. Αναιτιολόγητη η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι τα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας, ήτοι το Master of Public Sector Management και το Δίπλωμα Πολιτικού Μηχανικού δεν ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης
Είναι η θέση της αιτήτριας ότι πεπλανημένα το Master in Public Sector Management κρίθηκε ως μη σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης όταν τα καθήκοντα της επίδικης θέσης προβλέπουν για την οργάνωση, διοίκηση και αποτελεσματική λειτουργία Κλάδου ή Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου καθώς και για τον προγραμματισμό, συντονισμό και εποπτεία των εργασιών τούτου κλπ. Το μεταπτυχιακό της αιτήτριας αφορά θέματα διοίκησης δημοσίου τομέα, όπως ακριβώς απαιτούν και τα καθήκοντα του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης ενώ η ΕΔΥ διαπίστωσε ως προς το ΕΜ 1 ότι το BSc in Business Administration είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης οπότε συνυπολογίστηκε με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης και του δόθηκε η δέουσα βαρύτητα. Περαιτέρω, η απουσία αιτιολογίας στην κρίση της μη σχετικότητας του Διπλώματος Πολιτικού Μηχανικού με τα καθήκοντα της θέσης καθιστά ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο της συγκεκριμένης διαπίστωσης από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.
(4) Οι καθ' ων η αίτηση δεν συνεκτίμησαν τα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας και δεν προσδιόρισαν ως όφειλαν τη βαρύτητα που τους απέδωσαν
Η αιτήτρια προτείνει ότι η ΕΔΥ πεπλανημένα και χωρίς να προηγηθεί η δέουσα έρευνα και να δοθεί επαρκής αιτιολογία θεώρησε ότι τα ΕΜ δεν υστερούν και/ή υπερέχουν σε πρόσθετα προσόντα έναντι της αιτήτριας. Περαιτέρω, η ΕΔΥ παρέλειψε να προσδιορίσει ως όφειλε σύμφωνα με την απαίτηση της νομολογίας (βλ. Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 164) τη βαρύτητα που απέδωσε στα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας και των ΕΜ. Κατά την εισήγηση, η αιτήτρια υπερέχει έκδηλα αφού κατέχει όχι μόνο το πρόσθετο επαγγελματικό προσόν που διαθέτει και το ΕΜ 2 αλλά επιπλέον κατέχει και Master in Public Sector Management καθώς και Δίπλωμα Πολιτικού Μηχανικού και είναι εγγεγραμμένο μέλος του ΕΤΕΚ τα οποία κατά τον ισχυρισμό, είναι απόλυτα σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Επίσης, η αιτήτρια υπερέχει και έναντι του ΕΜ 1 το οποίο δεν κατέχει τον επιπρόσθετο επαγγελματικό τίτλο που διαθέτει η αιτήτρια (Professional Member του Royal Institution of Chartered Surveyors) αλλά κατέχει μόνο Bachelor of Economics και Master in Business Administration. Συνεπώς, τα ΕΜ όχι μόνο δεν υπερέχουν αλλά υστερούν σε προσόντα έναντι της αιτήτριας. Περαιτέρω, η ΕΔΥ δεν αιτιολόγησε με ποιο κριτήριο το πτυχίο στα Οικονομικά που κατέχει το ΕΜ 1 και το MBA κρίθηκαν ως σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης μάλιστα σε αντίθεση με την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
(5) Η ΕΔΥ πεπλανημένα και αναιτιολόγητα επέλεξε τα ΕΜ δίνοντας υπέρμετρη βαρύτητα στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης
Κατά τον ισχυρισμό της αιτήτριας, οι καθ' ων η αίτηση λανθασμένα αιτιολόγησαν την απόφασή τους να επιλέξουν το ΕΜ 1 στηριζόμενοι στο γεγονός ότι αυτός είναι ίσος σε προσόντα και αξία με την αιτήτρια και υπερέχει έναντί της έστω και ελαφρά στην απόδοσή του στις προφορικές συνεντεύξεις. Το ΕΜ δεν είναι ίσος σε προσόντα με την αιτήτρια. Αντιθέτως, η αιτήτρια υπερέχει σε πρόσθετα προσόντα έναντι του ΕΜ αφού κατέχει πρόσθετο επαγγελματικό συναφή τίτλο, μεταπτυχιακό, δίπλωμα και είναι εγγεγραμμένο μέλος του ΕΤΕΚ. Τα δε πρόσθετα προσόντα του ΕΜ 1 δεν είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Η ελαφρά υπεροχή στην προφορική συνέντευξη αποτέλεσε το καθοριστικό κριτήριο στην επιλογή του ΕΜ 1. Παρέλειψαν όμως οι καθ' ων η αίτηση να σταθμίσουν την ελαφρά αυτή υπεροχή του ΕΜ με την υπεροχή της αιτήτριας σε πρόσθετα προσόντα και σε επαγγελματική πείρα και συνεπώς σε αξία με αποτέλεσμα η απόφαση να καθίσταται αναιτιολόγητη και ο δικαστικός έλεγχος ανέφικτος.
Στη δε περίπτωση επιλογής του ΕΜ 2 αποδόθηκε υπερβολική βαρύτητα στα αποτελέσματα των προφορικών συνεντεύξεων τα οποία αποτέλεσαν το μοναδικό στοιχείο κατ' επίκληση του οποίου αντισταθμίστηκε η υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα και κατ' επέκταση και σε πείρα, σε αξία λόγω της υπέρτερης πείρας της αλλά και της έστω οριακής υπεροχής της στις ετήσιες αξιολογήσεις και της υπεροχής της σε πρόσθετα προσόντα.
Η κατάληξη
Ορθά παρατηρεί το ΕΜ 1 ότι το σχέδιο υπηρεσίας προβλέπει πως «ο όρος «πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο» με αποτέλεσμα νομίμως ο μεταπτυχιακός του τίτλος να θεωρηθεί ως ικανοποιητικός για να κριθεί το ΕΜ 1 προσοντούχος για τη θέση. Η θέση της αιτήτριας ότι το επισυναφθέν ως Παράρτημα 11 στην ένσταση της Δημοκρατίας σχέδιο υπηρεσίας δεν περιέχει την επικαλούμενη από το ΕΜ 1 πρόνοια δεν ευσταθεί. Κατ' αρχάς παρατηρώ πως το Παράρτημα 11 στην ένσταση είναι επιστολή προς τον Πρόεδρο της ΕΔΥ ημερ. 2.6.2011. Στην επιστολή αυτή γίνεται αναφορά σε επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ημερ. 18.5.2011 στην οποία επισυνάπτεται αντίγραφο σχεδίου υπηρεσίας το οποίο δημοσιεύτηκε στην ΕΕ το 1992. Το σχέδιο αυτό πράγματι δεν περιέχει την επικαλούμενη πρόνοια. Όμως, η εν λόγω επιστολή παραπέμπει στη δημοσίευση των επίδικων θέσεων στην ΕΕ με αρ. 4484 και ημερομηνία 8.10.2010. Αντίγραφο της δημοσίευσης επισυνάπτεται ως Παράρτημα 5 στην ένσταση της Δημοκρατίας και εκεί περιέχεται η πρόνοια πως «ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο». Η προβαλλόμενη από την αιτήτρια θέση στην απαντητική της αγόρευση πως νόμιμο είναι το σχέδιο υπηρεσίας του 1992 και όχι η δημοσίευση της θέσης και τα όσα περιέχονται σ' αυτήν, δεν ευσταθεί. Έχω συναφώς υπόψη την τροποποίηση που επήλθε στα σχέδια υπηρεσίας με τους περί Σχεδίων Υπηρεσίας (Γενικούς) Κανονισμούς του 1995 (Σ.Υ. 11/95) σύμφωνα με τους οποίους:-
«2. Στα Σχέδια Υπηρεσίας των δημόσιων θέσεων για τις οποίες απαιτείται Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος, προστίθεται ως Σημείωση η πιο κάτω πρόνοια:
«Ο όρος Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο».
Με τους παρόντες Κανονισμούς τροποποιούνται ανάλογα οι Κανονισμοί που έχουν θεσπιστεί αναφορικά με τα Σχέδια Υπηρεσίας επηρεαζόμενων θέσεων».
Έχουν συνεπώς τροποποιηθεί όλα τα ήδη υφιστάμενα σχέδια υπηρεσίας, περιλαμβανομένου εννοείται και του Σ.Υ. 1/92 στο οποίο η αιτήτρια παραπέμπει, και παρά το ότι δεν υπήρξε αντίλογος ούτε από τους καθ' ων η αίτηση, ούτε από το ΕΜ 1 ως προς τη νομιμότητα της πιο πάνω πρόνοιας του σχεδίου υπηρεσίας, καταλήγω πως, ενόψει των προνοιών των ανωτέρω Κανονισμών, ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται (βλ. Μουρτουβάνης ν. Δημοκρατίας (2001) 4Β ΑΑΔ 870, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 662/02, ημερ. 6.6.2003, Χαραλάμπους ν. ΚΟΤ, Υπόθ. Αρ. 828/11, ημερ. 20.9.2013).
Αναφορικά με τα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας παρατηρώ πως έχουν σημειωθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στην έκθεσή της με αποτέλεσμα να συντείνουν, καθώς αντιλαμβάνομαι, στη βελτίωση της τελικής αξιολόγησής της από πολύ καλή + που είχε εξασφαλίσει στην προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε πάρα πολύ καλή. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα πρόσθετα προσόντα της ως μη σχετικά.
Περαιτέρω, και τα δύο ΕΜ εισηγούνται πως η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν εμποδίζεται από του να δώσει πανομοιότυπη αιτιολογία όταν αξιολογεί άτομα κατά την προφορική συνέντευξη διασφαλίζοντας έτσι την ισότητα μεταξύ των αξιολογουμένων. Παρά το ότι, κατά την κρίση μου, τέτοιου είδους αιτιολογία θα πρέπει να αποφεύγεται, εντούτοις, εύστοχη είναι η παραπομπή στη νομολογία στην οποία κρίθηκε πως «και να δεχθεί ένας την ομοιότητα δεν ακολουθεί άνευ ετέρου συμπέρασμα για διαβλητή βαθμολογία» (Χριστάκης Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 644). Εν πάση περιπτώσει, όπως σημειώνει το ΕΜ 2, υπερείχε κατά πολύ της αιτήτριας εφόσον τόσο στη συνέντευξη ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και ενώπιον της ΕΔΥ αξιολογήθηκε ως εξαίρετη ενώ η αιτήτρια ως πολύ καλή + από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και πολύ καλή από την ΕΔΥ.
Το δε ΕΜ 1 επισημαίνει πως ο τρόπος με τον οποίο η Συμβουλευτική Επιτροπή αντιμετώπισε την πείρα των υποψηφίων καθιερώνοντας την τριετή πείρα πέραν των απαιτούμενων 8 ετών, ως επιπρόσθετο προσόν είναι καθόλα νόμιμος. Ακόμη δε και δεκτός να γίνει ο συναφής ισχυρισμός της αιτήτριας, δεν θα είχε οποιαδήποτε συνέπεια στο αποτέλεσμα αφού η αιτήτρια ήταν ανάμεσα στα άτομα που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Περαιτέρω, η αιτήτρια, πάντοτε κατά τον ισχυρισμό, δεν υπερέχει ούτε σε αρχαιότητα ούτε σε επαγγελματική πείρα έναντι του ΕΜ, αφού και οι δύο διορίσθηκαν στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄ την 3.5.1999 και στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄ την 1.11.2005. Στην απουσία δε έκδηλης υπεροχής της αιτήτριας, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει.
Το ΕΜ 1 ορθά παρατηρεί πως πρόκειται περί θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, ψηλά στην ιεραρχία οπότε ορθά αποδόθηκε βαρύτητα στις προφορικές συνεντεύξεις η οποία, κάτω από τις περιστάσεις, δεν ήταν υπέρμετρη, ως είναι ο ισχυρισμός της αιτήτριας.
Σε σχέση με το ζήτημα της πείρας των υποψηφίων ως επιπρόσθετο προσόν, η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέγραψε στην έκθεσή της πως «έχει λάβει υπόψη της και το δεδικασμένο, όπως αυτό διαμορφώθηκε με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 928/2007, στην οποία αναφέρεται ότι, η πείρα όταν είναι πρόσθετη εκείνης που απαιτείται για την κατοχή του προβλεπόμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονεκτήματος, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως επιπρόσθετο προσόν, το οποίο όμως δεν προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Το στοιχείο της πείρας εμπίπτει στο γενικότερο παράγοντα της αξίας και η τυχόν ύπαρξη του ενισχύει την αξία ενός υποψηφίου. Γι' αυτό για υποψηφίους με τριετή, τουλάχιστον, υπηρεσία, πέραν των οκτώ (8) ετών που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, όπως αυτό περιγράφεται στην παράγραφο 2(β) της παρούσας έκθεσης, λήφθηκε υπόψη το γεγονός αυτό και θεωρήθηκε ως επιπρόσθετο προσόν».
Παρατηρώ πως το ζητούμενο στη βάση του δεδικασμένου ήταν το κάθε στοιχείο της πείρας να έχει την αυτοτέλειά του. Ένα στοιχείο ήταν η απαιτούμενη τριετής πείρα και άλλο η πέραν των τριών, πρόσθετη πείρα. Εναπόκειτο στους καθ' ων η αίτηση να αποδώσουν την όποια βαρύτητα στο πρόσθετο αυτό προσόν έκριναν ορθή, εννοείται σταθμίζοντας τα δεδομένα των υποψηφίων ώστε να αποφευχθεί ισοπέδωση της πέραν των τριών ετών πείρας τους. Εν προκειμένω, ενόψει ακριβώς και του δεδικασμένου, η εξίσωση της πείρας πέραν της τριετούς, ως αυτοτελούς πλέον κριτηρίου, ανεξαρτήτως διάρκειας, κατά την κρίση μου, δεν ήταν εύλογη. Αντιθέτως, δεν καθορίστηκαν παράμετροι ως προς την αξιολόγηση της πείρας και η διαπιστωθείσα από τη Συμβουλευτική Επιτροπή πενταετής υπεροχή της αιτήτριας σε πείρα έναντι ιδίως του ΕΜ 1 θα έπρεπε να τύχει αξιολόγησης από τους καθ' ων η αίτηση (βλ. Ιωάννης Μηλιού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1760/09, ημερ. 4.7.2012). Στην απουσία αυτής της αξιολόγησης διαπιστώνεται παρανομία η οποία οδηγεί την προσβαλλόμενη απόφαση σε ακύρωση.
Περαιτέρω, θεωρώ πως η εννιάμηνη διαφορά στην πείρα του ΕΜ 2 την οποία εισηγείται η αιτήτρια δεν είναι καθοριστική, ώστε να ισοδυναμεί με την ισχυριζόμενη πλάνη καθότι το ΕΜ 2 θα εξακολουθούσε να είναι προσοντούχο με επτά μόνο μήνες διαφορά από την πείρα της αιτήτριας.
Και στην παρούσα προσφυγή όπως και στην 135/2012, πιο πάνω, ο ισχυρισμός του ΕΜ 2 είναι ότι η αναδρομική αποκατάσταση της αιτήτριας η οποία της προσδίδει υπεροχή σε αρχαιότητα έναντί της κατά περίπου δύο χρόνια, είναι πλασματική και δεν εξομοιούται με πραγματική υπηρεσία ώστε να μετρήσει και η αντίστοιχη πείρα. (βλ. Λουΐζα Χριστοδουλίδου Ζανέττου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Συνεπώς, δεν υπήρξε παρανομία στη μη θεώρηση πως, σε αυτή την έκταση, η αξία της αιτήτριας δεν επαυξάνεται λόγω πείρας στη θέση στην οποία αποκαταστάθηκε.
Όμως, δικαίως παραπονείται η αιτήτρια σε σχέση με τον τρόπο που ο Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ. Στην Καφά ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, στην οποία ευστόχως παραπέμπει η αιτήτρια, λέχθηκε πως δεν είναι επιτρεπτό ο Διευθυντής να στηρίζει τη σύστασή του στις εντυπώσεις του από την προφορική εξέταση των υποψηφίων. Αντιθέτως, η σύσταση θα πρέπει να στηρίζεται στις προηγούμενες του εμπειρίες για τον συγκεκριμένο υποψήφιο, τις συστάσεις των άμεσα προϊσταμένων του και την εξέταση των υπηρεσιακών φακέλων. Η εντύπωση από τη συνέντευξη συνιστά εξωγενή παράγοντα (βλ. και Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3Α ΑΑΔ 163). Έχοντας αυτά υπόψη, ο συγκεκριμένος λόγος ακυρότητας επιτυγχάνει. Η ΕΔΥ έλαβε υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ των ΕΜ και ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση συμπαρασύρεται σε ακυρότητα.
Προσφυγή αρ. 333/2012
Η αιτήτρια περιλαμβάνει στην εισαγωγή της εισήγηση, όχι λόγο ακύρωσης, ότι οι καθ' ων η αίτηση όφειλαν να προχωρούσαν σε επανεξέταση και πλήρωση των μόνιμων θέσεων Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄ και Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄ μετά την ακυρωτική απόφαση στις συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 920/2007 κ.α., ημερ. 5.11.2010. Η αιτήτρια ειδοποιήθηκε με επιστολές ημερ. 1.2.2012 και 17.4.2012 ότι περιλαμβανόταν μεταξύ των προαχθέντων, αναδρομικά, για τη θέση Λειτουργού Β΄ από 17.5.1993 και για τη θέση Λειτουργού Α' από 15.7.1999. Εάν όμως η επανεξέταση άρχιζε και διεκπεραιωνόταν σε εύλογο χρόνο, η αιτήτρια θα είχε υπέρ της διαφορά αρχαιότητας 6 χρόνια σε σχέση με το ΕΜ 1 και 8 χρόνια σε σχέση με το ΕΜ 2. Σε σχέση δε με την επενέργεια της εκ των υστέρων μεταβολής της αρχαιότητας η αιτήτρια παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στην Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 373.
Ορθά παρατηρούν τα ΕΜ 1 και 2 ότι η κατ' ισχυρισμόν παράλειψη της διοίκησης να επανεξετάσει εντός ευλόγου χρόνου την πλήρωση των μόνιμων θέσεων Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄ και Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄ μετά την ακυρωτική απόφαση στις υποθέσεις 920/2007 κ.α., δεν προσβάλλεται με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εξεταστεί. Με την παρούσα καλείται το Δικαστήριο να ελέγξει την απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 23.12.2011 να διορίσουν τα ΕΜ στη μόνιμη θέση Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού και δεν μπορεί να ενταχθεί η εν λόγω ισχυριζόμενη παράλειψη επανεξέτασης και πλήρωσης των πιο πάνω θέσεων, στα πλαίσια της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας. Όπως ορθή είναι και η παρατήρηση των ΕΜ ότι όφειλε η αιτήτρια να καταχωρήσει προσφυγή για παράλειψη στον κατάλληλο χρόνο, εάν το επιθυμούσε. Θα εξεταστεί πιο κάτω το ζήτημα των αναδρομικών προαγωγών της αιτήτριας και οι συνέπειες εξ αυτών.
Λόγοι ακύρωσης
Οι λόγοι ακύρωσης τους οποίους η αιτήτρια προβάλλει συνοψίζονται στα ακόλουθα:-
Οι καθ' ων η αίτηση δεν ενήργησαν με ανεπηρέαστη κρίση κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά μερολήπτησαν υπέρ των ΕΜ και κατά της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν αλλότριου σκοπού και παραβιάζει κεκτημένα δικαιώματα της αιτήτριας, τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης. Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκαν υπόψη εξωγενή στοιχεία κρίσης. Η επίδικη απόφαση παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης. Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε με υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας. Οι καθ' ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τα επιπρόσθετα προσόντα της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνης αναφορικά με τα σχετικά γεγονότα από μέρους των καθ' ων η αίτηση και/ή μεταξύ άλλων, οι καθ' ων η αίτηση κατά την παραγωγή της προσβαλλόμενης απόφασης βασίστηκαν σε λανθασμένες και/ή άσχετες πληροφορίες και γεγονότα. Οι καθ' ων η αίτηση παρέλειψαν να προβούν στην αναγκαία έρευνα αναφορικά με την πείρα της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη πράξη είναι αναιτιολόγητη.
Είναι η θέση της αιτήτριας πως δεν έγινε ειδική μνεία στην κατοχή των συναφών πρόσθετων προσόντων της, τόσο του μεταπτυχιακού της διπλώματος επιπέδου Master στη διεύθυνση από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Διεύθυνσης όσο και του επαγγελματικού της προσόντος της άδειας ασκήσεως δικηγορίας. Η γενική αναφορά πως οι μη επιλεγέντες διαθέτουν πρόσθετα ακαδημαϊκά και/ή επαγγελματικά προσόντα δεν αρκεί. Στην αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, η ΕΔΥ δεν αναφέρθηκε καν στο όνομα της αιτήτριας, ούτε και η Συμβουλευτική Επιτροπή διευκρίνισε ότι η αιτήτρια κατείχε τόσο επαγγελματικό όσο και ακαδημαϊκό επιπρόσθετο προσόν.
Περαιτέρω, η αιτήτρια καταγράφει τις διάφορες θέσεις τις οποίες κατείχε πριν και μετά την εισδοχή της στη Δημόσια Υπηρεσία προβάλλοντας τη θέση πως η συγκεκριμένη πείρα τουλάχιστον 30 ετών είναι απόλυτα σχετική με τα απαιτούμενα προσόντα και τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Η πείρα αυτή δεν λήφθηκε υπόψη κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ώστε η προσβαλλόμενη απόφαση να απολήγει και αναιτιολόγητη έχοντας ιδίως υπόψη ότι το ΕΜ 1 έχει μόνο 11 χρόνια πείρα και το ΕΜ 2 μόνο 16.
Από πλευράς του, το ΕΜ 1 τονίζει πως στις προφορικές συνεντεύξεις ενώπιον τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και της ΕΔΥ αξιολογήθηκε ως εξαίρετος σε αντίθεση με την αιτήτρια η οποία βαθμολογήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως σχεδόν πάρα πολύ καλή και από την ΕΔΥ ως πάρα πολύ καλή. Από δε τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου φαίνεται η νόμιμη διαδικασία και ο τρόπος που ακολουθήθηκε για τη σύγκριση και αξιολόγηση των υποψηφίων. Τα στοιχεία της βρίσκονται στο φάκελό της και η διοίκηση δεν υπέχει υποχρέωση λεκτικής αναφοράς σε κάθε στοιχείο του κάθε υποψηφίου. Μεγαλύτερη σημασία έχει η πείρα στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση που εν προκειμένω είναι το ΕΜ 1 που διαθέτει υπέρτερη πείρα τεσσάρων χρόνων, έναντι της αιτήτριας. Το ΕΜ 1 τονίζει πως επρόκειτο για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, ψηλά στην ιεραρχία οπότε οι καθ' ων η αίτηση ορθά απέδωσαν ιδιαίτερη βαρύτητα στις προφορικές συνεντεύξεις στις οποίες καταφανώς υπερείχε το ΕΜ, η σύσταση του Διευθυντή ήταν υπέρ του ΕΜ και η αιτήτρια ούτε καν ισχυρίστηκε ότι υπερέχει έκδηλα του ΕΜ 1, επισημαίνει δε πως διαθέτει επιπρόσθετα προσόντα Bachelor of Economics και Master of Business Administration.
Το δε ΕΜ 2 εισηγείται πως η επικαλούμενη υπεροχή από την αιτήτρια δεν τεκμηριώνεται ως η απαιτούμενη έκδηλη ώστε να ανατραπεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, τα προσόντα της αιτήτριας βρίσκονταν στα στοιχεία του φακέλου και ήταν συνεπώς ενώπιον τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και της ΕΔΥ ώστε και ο ισχυρισμός για έλλειψη δέουσας έρευνας να μην ευσταθεί. Παρατηρεί πως το πιο πάνω μεταπτυχιακό της αιτήτριας καταγράφηκε στην ενότητα των μη σχετικών με το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων και πως η εκτίμηση των προσόντων είναι έργο της διοίκησης οπότε κακώς προτείνεται ότι είναι αυτονόητο ότι είναι σχετικά τα εν λόγω προσόντα.
Το ΕΜ 2 εισηγείται περαιτέρω πως παρά τη συνολική εκτενή υπηρεσία της αιτήτριας, εν τούτοις αποφασιστικής σημασίας είναι η πείρα στην προηγούμενη της επίδικης θέση, στην οποία, εν προκειμένω, το ΕΜ 2 υπερέχει εφόσον κατέλαβε τη θέση Λειτουργού σχεδόν δύο χρόνια πριν από την αιτήτρια. Με την εν τέλει υπεροχή του ΕΜ 2 στην απόδοση τόσο κατά τη συνέντευξη ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και της ΕΔΥ εφόσον αξιολογήθηκε από τη μεν Συμβουλευτική Επιτροπή ως Εξαίρετη ενώ η αιτήτρια ως σχεδόν πάρα πολύ καλή από τη δε ΕΔΥ το ΕΜ 2 αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη ενώ η αιτήτρια ως πάρα πολύ καλή. Ενόψει δε του γεγονότος ότι πρόκειται περί θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής και ψηλά στην ιεραρχία οι συνεντεύξεις αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα (Δημοκρατία ν. Αδάμου Αντρέου κ.α. (1993) 3 ΑΑΔ 153). Πέραν τούτου, το ΕΜ 2 διέθετε και τη σύσταση του Διευθυντή Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.
Η κατάληξη
Οι αναδρομικές προαγωγές της αιτήτριας στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄ από 17.5.1993 και στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄ από 15.7.1999 απολήγουν καθοριστικές. Έστω και εάν αυτές ακολούθησαν σε χρόνο ακόμη και αυτή την προσβαλλόμενη απόφαση με αποτέλεσμα τόσο η Συμβουλευτική όσο και η ΕΔΥ να έχουν λειτουργήσει «εν αγνοία» κάτω από διαφορετικά πραγματικά δεδομένα, εν τούτοις η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί, στη βάση της νομολογίας (βλ. Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω) να θεωρηθεί νόμιμη. Έχει πλέον διαταραχθεί η αρχαιότητα στην υπηρεσία με αποτέλεσμα τόσο το ΕΜ 1 το οποίο διορίστηκε στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄ στις 3.5.1999 και προάχθηκε στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄ την 1.11.2005 όσο και το ΕΜ 2 το οποίο διορίστηκε στην αντίστοιχη θέση στις 17.4.2000 και προάχθηκε ακολούθως στις 15.12.2007 να υστερούν σε αρχαιότητα έναντι της αιτήτριας. Υπενθυμίζω πως η Συμβουλευτική Επιτροπή χαρακτήρισε την επταετή υπεροχή άλλου υποψηφίου σε αρχαιότητα έναντι ανθυποψηφίων του ως «συντριπτική». Με αυτό το νέο δεδομένο, θα πρέπει οι καθ' ων η αίτηση να επανεξετάσουν την υπόθεση αφού η προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και εν αγνοία τους κατά τη Χατζηχάννας, ανωτέρω, έχει ληφθεί υπό πλάνη.
Τέλος, παρατηρώ πως η αιτήτρια επικαλείται την Καραγιώργης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 1669 σύμφωνα με την οποία η ακύρωση της προαγωγής του εκεί ΕΜ δεν συνεπάγεται εξάλειψη της πραγματικής του υπηρεσίας στις θέσεις και της πραγματικής αξιολόγησης της απόδοσης του στις ίδιες θέσεις. Το σκεπτικό αυτό, όμως, παραπέμπει, καθώς αντιλαμβάνομαι, στην αναγνώριση ακριβώς της συνεπαγόμενης αρχαιότητας και στη διατήρηση των εκθέσεων αξιολόγησης κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας στην ακυρωθείσα αυτή θέση και όχι καθώς η αιτήτρια εισηγείται, της αποκτηθείσας κατά την υπηρεσία αυτή πείρας (Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2011) 3Β ΑΑΔ 745).
Η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέγραψε στην έκθεσή της τόσο το μεταπτυχιακό δίπλωμα της αιτήτριας από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Διεύθυνσης όσο και το γεγονός ότι είναι εγγεγραμμένη δικηγόρος. Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα, συνέτειναν, καθώς φαίνεται στη μεταβολή της τελικής αξιολόγησης της Επιτροπής από την αξιολόγησή της κατά την προφορική εξέταση ως σχεδόν πάρα πολύ καλή σε πάρα πολύ καλή +. Συνεπώς, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός πως δεν λήφθηκαν υπόψη τα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας.
Προσφυγή αρ. 359/2012
Προδικαστική ένσταση
Τα ΕΜ εγείρουν προδικαστική ένσταση ως προς το έννομο συμφέρον του αιτητή καθότι κρίθηκε ως μη προσοντούχος σε σχέση με την απαιτούμενη οκταετή πείρα σε θέματα σχετικά με την εργασία των κλάδων του Κτηματολογίου. Η Συμβουλευτική Επιτροπή καταγράφει στην έκθεσή της πως «μέσα από ερωτήσεις που τέθηκαν για διευκρίνιση της πείρας του υποψηφίου, διαφάνηκε πως τα καθήκοντα που εκτελούσε δεν έχουν σχέση με θέματα σχετικά με την εργασία των Κλάδων του Κτηματολογίου». Στην τελική αξιολόγηση κρίθηκε ως Πολύ καλός «παρά το γεγονός ότι δεν κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα των παραγράφων 3Α1(β) και 3Α2(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας». Τα ευρήματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής υιοθετήθηκαν από την ΕΔΥ η οποία δεν κάλεσε τον αιτητή στην προφορική συνέντευξη ενώπιόν της.
Η κατάληξη
Η προδικαστική ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί. Είναι πάγια νομολογημένο ότι όπου ακριβώς ζητούμενο είναι το σύννομο του αποκλεισμού υποψηφίου από τη διαδικασία λόγω κρίσης του ως μη προσοντούχου, η εκτίμηση της διοίκησης αναφορικά με τα προσόντα καθίσταται επίδικο θέμα οπότε δε νοείται ο αιτητής να θεωρηθεί, εν προκειμένω, ότι στερείται του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος να στρέφεται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης. Η απόφανση ακριβώς περί της μη κατοχής των απαιτούμενων προσόντων διέρχεται μέσα από διοικητική κρίση, η νομιμότητα της οποίας αμφισβητείται (Spiel Clothing Manufacturing Ltd ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 633/05, ημερ. 4.9.2007). Συνεπώς, ορθά εισηγείται ο αιτητής ότι έχει έννομο συμφέρον να προβάλει λόγους ακύρωσης που αφορούν το στάδιο της διαδικασίας μέχρι τον αποκλεισμό του.
Λόγοι ακύρωσης
Προσβάλλεται η προαγωγή του ΕΜ 1 και ΕΜ 2 και ο διορισμός του ΕΜ 3 στην επίδικη θέση.
Ο αιτητής κλήθηκε σε προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αποκλείστηκε όμως από την περαιτέρω προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ καθότι κρίθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ότι δεν κατείχε τα προσόντα της θέσης και συγκεκριμένα το προσόν της οκταετούς πείρας σε θέματα σχετικά με την εργασία των Κλάδων του Κτηματολογίου, από την οποία τριετής τουλάχιστον διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση. Θέση η οποία υιοθετήθηκε στη συνέχεια από την ΕΔΥ εξ ου και η μη κλήση του αιτητή στην περαιτέρω διαδικασία αξιολόγησης των υποψηφίων. Συνεπώς, οι λόγοι τους οποίους επικαλείται ο αιτητής για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης αφορούν το στάδιο της διαδικασίας πριν και μέχρι τον αποκλεισμό του.
(1) Έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη ως προς την κατοχή των απαιτούμενων με βάση το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων από τον αιτητή
Ο αιτητής ισχυρίζεται κατά πρώτον ότι κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα για τη θέση και ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή καθώς και η ίδια η ΕΔΥ λόγω έλλειψης δικής της δέουσας έρευνας υπέπεσαν σε πλάνη θεωρώντας ότι τα προσόντα του αιτητή δεν ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Ο αιτητής επισημαίνει ότι στα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας δεν αναφέρεται οποιαδήποτε απαίτηση για εργασία σε Κλάδο του Κτηματολογίου. Αυτό, κατά τον αιτητή, ενισχύεται και από το ότι πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής στην οποία μπορούν να διοριστούν και άτομα εκτός δημόσιας υπηρεσίας.
Ειδικότερα απαιτείται και για τις δύο θέσεις οκταετής τουλάχιστον πείρα σε θέματα σχετικά με την εργασία των Κλάδων του Κτηματολογίου από την οποία τριετής τουλάχιστον πείρα σε υπεύθυνη θέση.
Ο αιτητής κατείχε, όπως ισχυρίζεται, το προσόν της οκταετούς πείρας σε θέματα σχετικά με την εργασία των Κλάδων του Κτηματολογίου από την οποία τριετής τουλάχιστον διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση όπως αυτή προκύπτει από τις σχετικές βεβαιώσεις τις οποίες ο αιτητής απέστειλε και από τις οποίες διαφαίνεται ότι τα καθήκοντα που κατά καιρούς ασκούσε ο αιτητής σε διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες αλλά και στον ιδιωτικό τομέα σχετίζονται άμεσα με τα καθήκοντα που αναφέρονται στο σχέδιο υπηρεσίας. Αναφέρει, περαιτέρω, πως συμμετείχε με άλλα δύο μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε επιτροπή για την Πολεοδομική Αμνηστία και άρα τα μέλη αυτά γνώριζαν τα περί ενασχόλησής του με θέματα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Λανθασμένα, κατά τον αιτητή, ερμηνεύθηκε το σχέδιο υπηρεσίας ώστε να αποκλεισθεί κάθε υποψήφιος που δεν προερχόταν από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωροταξίας και δεν είχε εργαστεί προηγουμένως σε αυτό.
(2) Η σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, την οποία υιοθέτησε η ΕΔΥ για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι παράνομη και αναιτιολόγητη:-
(α) Η σύσταση είναι παράνομη ως αντίθετη με τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων και των ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής στοιχείων.
(β) Δεν δόθηκε αιτιολογία για τη μη λήψη υπόψη των ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής στοιχείων.
Ο αιτητής εισηγείται ότι δόθηκε λανθασμένα η εικόνα ότι η πείρα του αιτητή δεν είχε σχέση με θέματα σχετικά με την εργασία των Κλάδων του Τμήματος Κτηματολογίου παρόλο που ο αιτητής απέστειλε σχετικές βεβαιώσεις αναφορικά με την πείρα του από τις οποίες προέκυπτε η αμεσότητα των καθηκόντων των προηγούμενων θέσεων του αιτητή με τα καθήκοντα των επίδικων θέσεων.
Η θέση της ΣΕ ότι κατά την αξιολόγηση του αιτητή είχε έλλειψη αυτοπεποίθησης έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων και ιδίως με τις συστάσεις των διευθυντών των διάφορων τμημάτων που βεβαιώνουν περί του αντιθέτου.
Αναιτιολόγητα παραγνωρίστηκε το πτυχίο νομικής και το γεγονός ότι ο αιτητής ήταν γνώστης των εργασιών που σχετίζονται με Κλάδους του Τμήματος Κτηματολογίου καθώς και ότι ο αιτητής κατείχε δίπλωμα τοπογράφου μηχανικού που περιλαμβάνεται σε ένα από τους κλάδους του Τμήματος Κτηματολογίου. Παραμένει δε κενό αιτιολογίας ως προς το κατά πόσο λήφθηκαν υπόψη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή οι βεβαιώσεις πείρας τις οποίες ο αιτητής έθεσε ενώπιόν της και εάν ναι, σε ποιο βαθμό.
Η δε ΕΔΥ δεν προέβη στη δική της έρευνα αλλά υιοθέτησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής σημειώνοντας ότι το έπραξε αυτό αφού μελέτησε τη σχετική έκθεση και έλεγξε και η ίδια τα στοιχεία των αιτήσεων κάθε υποψηφίου. Όμως, το άρθρο 34(9) προβλέπει πως η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη μια σειρά από παράγοντες, μεταξύ αυτών και η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όπως και το περιεχόμενο των αιτήσεων που υποβλήθηκαν, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων, τις συστάσεις του προϊσταμένου και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση αν έγινε. Συνεπώς, κατά τον ισχυρισμό, η έρευνα ήταν ελλιπής.
Τέλος, είναι η θέση του αιτητή ότι η επιλογή των ΕΜ για προαγωγή δεν ήταν προϊόν ορθής αξιολόγησης με βάση τα θεσμοθετημένα κριτήρια αξιολόγησης με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης.
Το ΕΜ 1 σε σχέση με το εγειρόμενο ζήτημα από τον αιτητή της διάκρισης μεταξύ εργασίας σε Κλάδο του Κτηματολογίου και εργασίας που σχετίζεται με Κλάδο του Κτηματολογίου, παρατηρεί πως αυτή η διάκριση ήταν ενώπιον των καθ' ων η αίτηση. Η δε Συμβουλευτική Επιτροπή «μέσα από ερωτήσεις που τέθηκαν για διευκρίνιση της πείρας του υποψηφίου, διαφάνηκε πως τα καθήκοντα που εκτελούσε δεν έχουν σχέση με θέματα σχετικά με την εργασία των Κλάδων Κτηματολογίου». Έργο καθαρά διοικητικό η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας, καθώς ορθά σημειώνει το ΕΜ 1, στο οποίο το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει με τη διενέργεια πρωτογενούς έρευνας και ουσιαστικής κρίσης για το θέμα της κατοχής εκ μέρους των υποψηφίων των απαιτούμενων προσόντων.
Το ΕΜ 1 παρατηρεί πως, εν πάση περιπτώσει, ο αιτητής υστερεί έναντί του σε αξία όπως προκύπτει από τις ετήσιες εκθέσεις εφόσον ο αιτητής έχει 37 εξαίρετος και 3 πολύ καλός ενώ το ΕΜ 39 εξαίρετος και 1 πολύ καλός. Επίσης, το ΕΜ έχει πρόσθετα προσόντα, στη δε προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής το ΕΜ αξιολογήθηκε ως εξαίρετος έναντι του πολύ καλός του αιτητή. Πέραν τούτου, το ΕΜ είχε υπέρ του και τη σύσταση του Διευθυντή.
Ορθά επισημαίνει το ΕΜ 2 ότι η αναφορά του αιτητή σε συμμετοχή του σε επιτροπή για την Πολεοδομική Αμνηστία αποτελεί απαραδέκτως εισαγωγή μαρτυρίας μέσα από αγόρευση για την οποία ουσιαστικά το Δικαστήριο καλείται να ασκήσει πρωτογενή κρίση. Ούτε και η «συνεργασία» με το Κτηματολόγιο μπορεί να θεωρηθεί ως πείρα σε υπεύθυνη θέση.
Σε αντίθεση με τον αιτητή, το ΕΜ 2 διαθέτει την οκταετή πείρα σε σχέση με κλάδους του Κτηματολογίου από την οποία τρία χρόνια σε διοικητική θέση, αφού διορίστηκε στο Τμήμα Κτηματολογίου από τις 17.4.2000 και στις 15.12.2007 προάχθηκε στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄. Πέραν τούτου, αξιολογήθηκε ως εξαίρετη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στην προφορική εξέταση έναντι του σχεδόν πολύ καλού + του αιτητή.
Η κατάληξη
Η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέγραψε σχετικά στην έκθεσή της αναφορικά με την πείρα του αιτητή:-
«Η Συμβουλευτική Επιτροπή, μετά που εξέτασε την αίτηση του κου Χατζηγεωργίου και παρά το γεγονός ότι είχε αμφιβολίες ως προς την κατοχή του προσόντος της οκταετούς τουλάχιστον πείρας, σε θέματα σχετικά με την εργασία των κλάδων του κτηματολογίου, από την οποία τριετής τουλάχιστον διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση και την πολύ καλή γνώση των διαδικασιών εκτέλεσης της εργασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3.Α.1.(β) και 3.Α.2.(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας, τον κάλεσε στην προφορική συνέντευξη. Ο κος Χατζηγεωργίου, μετά που παρέλαβε την επιστολή/πρόσκληση της Συμβουλευτικής Επιστολής για την προφορική συνέντευξη, προσκόμισε νέες βεβαιώσεις, με ανάλυση των καθηκόντων που εκτελούσε στις διάφορες θέσεις στις οποίες εργάστηκε. Μετά την προφορική συνέντευξη αλλά και μετά από προσεκτική μελέτη των νέων βεβαιώσεων που απέστειλε ο κος Χατζηγεωργίου, η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε ότι δεν πληροί τα απαιτούμενα προσόντα των παραγράφων 3.Α.1.(β) και 3.Α.2.(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, μέσα από ερωτήσεις που τέθηκαν για διευκρίνιση της πείρας του υποψηφίου, διαφάνηκε πως τα καθήκοντα που εκτελούσε δεν έχουν σχέση με θέματα σχετικά με την εργασία των Κλάδων Κτηματολογίου. Παρόλα αυτά και επειδή η Συμβουλευτική Επιτροπή γνωρίζει ότι το μόνο αρμόδιο όργανο για να κρίνει τελικά τους προσοντούχους υποψηφίους είναι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, προχώρησε με επιφύλαξη στην τελική αξιολόγηση για τον υποψήφιο. ..».
Προκύπτει από τα πιο πάνω πως η Συμβουλευτική Επιτροπή ασχολήθηκε ειδικώς με το ζήτημα, υποβάλλοντας ερωτήσεις στον αιτητή για διευκρίνιση της πείρας του, μέσα από τις οποίες προέκυψε πως τα καθήκοντά του δεν είχαν σχέση με την εργασία των Κλάδων Κτηματολογίου.
Παρατηρώ περαιτέρω πως η παραπομπή στην Εριέττα Κωνσταντινίδου ν. ΤΕΠΑΚ, Υπόθ. Αρ. 182/12, ημερ. 9.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:D491 δεν βοηθά τον αιτητή καθότι εκεί υιοθετήθηκε η έκθεση της επιτροπής αξιολόγησης και μόνο, χωρίς περαιτέρω προβληματισμό από το ίδιο το αποφασίζον όργανο. Σε αντίθεση με εδώ, όπου η ΕΔΥ υιοθέτησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αφού τη μελέτησε και έλεγξε και η ίδια, καθώς καταγράφει, τα στοιχεία των αιτήσεων κάθε υποψηφίου.
Από τα πιο πάνω διαφαίνεται πως έγινε η δέουσα έρευνα αναφορικά με τη συνάφεια της πείρας του αιτητή με την εργασία των κλάδων του Κτηματολογίου και δόθηκε η σχετική αιτιολογία ως προς την αντίθετη κατάληξη. Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε πρωτογενή αξιολόγηση των στοιχείων των υποψηφίων και μπορεί να ελέγξει μόνο τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης. Τα όσα επισημαίνει ο αιτητής στην αγόρευσή του ως επιδεικνύοντα συνάφεια της πείρας του με την εργασία των κλάδων Κτηματολογίου βρίσκονταν ενώπιον τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και της ΕΔΥ και δεν υπάρχει οτιδήποτε που να φανερώνει πως δεν αξιολογήθηκαν με ειδικές μάλιστα ερωτήσεις προς τον αιτητή κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Συνεπώς ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Τα επικαλούμενα προσόντα του αιτητή δεν παραγνωρίστηκαν αφού καταγράφηκαν στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και ήταν μεταξύ των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη στη βελτίωση της τελικής του αξιολόγησης αφού από σχεδόν πολύ καλός + που είχε εξασφαλίσει στην προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αξιολογήθηκε ως πολύ καλός.
Ούτε στην αξιολόγηση του αιτητή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ως προς την κρίση περί έλλειψης αυτοπεποίθησης διαπιστώνω παρανομία. Η ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση δεν συνδέεται με οποιοδήποτε τρόπο με τα στοιχεία των φακέλων. Πρόκειται περί αυτοτελούς εξέτασης και ως εκ τούτου ο ισχυρισμός περί σύγκρουσης της αξιολόγησης με τα στοιχεία των φακέλων και τις συστάσεις των διευθυντών των διαφόρων τμημάτων που βεβαιώνουν περί του αντιθέτου, δεν ευσταθεί.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης στην προσφυγή 327/2012 πως ο Διευθυντής στη σύστασή του παρανόμως έλαβε υπόψη την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, και ακριβώς επειδή η σύσταση του Διευθυντή λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ, η προσβαλλόμενη απόφαση συμπαρασύρεται σε ακυρότητα. Για το λόγο αυτό δεν θα προχωρήσω σε εξέταση των λόγων ακύρωσης που εγείρονται σε σχέση με τη διαδικασία ενώπιον της ΕΔΥ.
Έχοντας τα πιο πάνω υπόψη, οι προσφυγές επιτυγχάνουν έναντι και των τριών ΕΜ. Οι προσφυγές αρ. 327/12 και 333/12 επιτυγχάνουν και για τους λόγους που εκτίθενται πιο πάνω. Η προσφυγή 327/12 έναντι του ΕΜ 1 και η 333/12 έναντι των ΕΜ 1 και 2. Έξοδα €1400, πλέον ΦΠΑ, επιδικάζονται υπέρ της κάθε αιτήτριας στις δύο αυτές προσφυγές εφόσον οι προσφυγές αρ. 135/12 και 359/12 θα αποτύγχαναν εάν δεν εγειρόταν ο λόγος ακύρωσης στην 327/12 ο οποίος συμπαρέσυρε την προσβαλλόμενη απόφαση σε ακυρότητα.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ