ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D538
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 921/2015)
23 Ιουλίου 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
HASNAS NATALIA,
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΑΙ/Η ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ου η αίτηση
-------------------------------------
Μονομερής Αίτηση ημερ. 22 Ιουλίου 2015
Α. Δημητρίου με Χ. Αλεξάνδρου (κα), για την Αιτήτρια.
---------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Ex tempore)
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Έχει αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αίτημα για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, στο πλαίσιο της καταχωρηθείσας με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό προσφυγής, με το οποίο επιδιώκεται η αναστολή της ισχύος της απόφασης του διατάγματος απέλασης της αιτήτριας που εκδόθηκε από τον καθ΄ ου η αίτηση, Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών ή τον Αναπληρωτή αυτού με ημερ. 20.7.2015. Επιδιώκεται επίσης η αναστολή της ισχύος του διατάγματος κράτησης μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής, καθώς και προσωρινό διάταγμα αναστολής της ισχύος απαγόρευσης της εισόδου της αιτήτριας στη Δημοκρατία για την περίοδο που έχει καθορίσει το ένταλμα.
Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση δικηγόρου που χειρίζεται την υπόθεση στο δικηγορικό γραφείο Δημητρίου & Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., που έχει καταχωρήσει την προσφυγή και υπέβαλε την παρούσα αίτηση, ενόψει του γεγονότος ότι η αιτήτρια βρισκόμενη υπό κράτηση στον Αστυνομικό Σταθμό Αραδίππου δεν θα μπορούσε η ίδια να προβεί σε ένορκη δήλωση. Σύμφωνα με τα όσα εκεί αναφέρονται, η αιτήτρια νομίμως αφίχθη στην Κύπρο από τον Φεβρουάριο του 2008 έχοντας συνάψει γάμο με Ελληνικής υπηκοότητας άτομο στο Δημαρχείο Αραδίππου στις 25.2.2008. Στα τέλη του 2008, ο σύζυγος της την εγκατέλειψε και έκτοτε έχει χάσει τα ίχνη του. Η αιτήτρια έχει ανήλικο τέκνο που γεννήθηκε στις 22.12.2002, το οποίο διαμένει με αυτήν στην Κύπρο και έχει τελειώσει το δημοτικό σχολείο Καλογερά, καθώς και την πρώτη τάξη Γυμνασίου στο οποίο έχει επανεγγραφεί για συνέχιση της εκπαίδευσης του τον επόμενο χρόνο. Η μοναδική οικογένεια που έχει η αιτήτρια στην Κύπρο είναι η αδελφή της που διαμένει μόνιμα στη Λεμεσό, νυμφευμένη με Κύπριο πολίτη.
Στις 19.7.2015, το Τμήμα Αλλοδαπών Λάρνακας συνέλαβε αιφνιδίως, όπως αναφέρεται, την αιτήτρια περί το μεσημέρι και τη μετέφερε στα κρατητήρια του Αστυνομικού Σταθμού Αραδίππου χωρίς να της ζητηθούν οποιεσδήποτε πληροφορίες ή τα προσωπικά της δεδομένα. Της παραδόθηκε την επομένη, 20.7.2015, διάταγμα απέλασης το οποίο και επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση. Της παραδόθηκε επίσης επιστολή ίδιας ημερομηνίας για την κράτηση της και για την πενταετή απαγόρευση εισόδου της στη Δημοκρατία. Επιδιώκεται στη βάση των πιο πάνω, η έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής των διαταγμάτων αυτών διότι η αιτήτρια έχει καλή υπόθεση επί της ουσίας της προσφυγής, διότι η απόφαση είναι αυθαίρετη, παράνομη και ενάντια σε κάθε αρχή δικαίου και διότι της αποστερεί το δικαίωμα του σεβασμού στην ιδιωτική και οικογενειακή της ζωή με τη διάσπαση των οικογενειακών της δεσμών με το ανήλικο τέκνο της ηλικίας, σήμερα, δώδεκα ετών. Η έκδοση των διαταγμάτων θεωρείται επείγουσα εφόσον αν δεν εκδοθούν, η αιτήτρια θα απελαθεί από την Κύπρο χωρίς να ακουστεί και να υπερασπιστεί ως προς τα δικαιώματα της και θα της προκληθεί ανεπανόρθωτης φύσεως ζημιά διότι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα πέντε ετών δεν θα μπορεί να επανέλθει στη Δημοκρατία.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας αγόρευσε πάνω στο ίδιο μήκος κύματος και ενώπιον του Δικαστηρίου προωθώντας τη μονομερή έκδοση των διαταγμάτων που επιδιώκονται. Το πρώτο που πρέπει να υπομνησθεί στην παρούσα αίτηση είναι βεβαίως το δεδομένο ότι προσωρινό διάταγμα στη βάση του Κανονισμού 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, σε συνδυασμό με το άρθρο 11 του Νόμου αρ. 33/64, εκδίδεται μόνο λόγω επείγουσας ανάγκης ή άλλων περιστάσεων και όπου υπάρχει έκδηλη παρανομία ή διαφαίνεται η έλευση ανεπανόρθωτης ζημιάς με την ταυτόχρονη προϋπόθεση ότι δεν δημιουργούνται ανυπέρβλητα εμπόδια στη διοίκηση, (Σταύρος Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 234). Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Ltd (2007) 3 Α.Α.Δ. 32 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.»
Έκδηλη παρανομία διαπιστώνεται όταν υπάρχει καθαρή παραβίαση διαδικασίας ή εμφανής παραγνώριση ουσιαστικών αρχών του διοικητικού δικαίου. Η έκδηλη παρανομία με βάση τη νομολογία θα πρέπει να αναδύεται από μόνη της από τα δεδομένα που αναντίλεκτα και αντικειμενικά τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου, (Πολύβιος Νικολάου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3559). Στην απόφαση της Ολομέλειας Κώστας Τούμπας ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 387 λέχθηκε ότι η παρανομία για να θεωρηθεί έκδηλη, θα πρέπει να είναι αυταπόδεικτη, άμεσα αναγνωρίσιμη, δηλαδή, χειροπιαστή που να αναγνωρίζεται εκ πρώτης όψεως. Όπου χρειάζεται η διερεύνηση γεγονότων ή αντιφατικών δεδομένων η παραβίαση δεν είναι οφθαλμοφανής και με αναφορά και στην Κροκίδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857, απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας, μια απόφαση επί θεμάτων που επιζητούν τελική κρίση του Δικαστηρίου σε διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος, θα πρέπει να αποφεύγεται και μόνο με περίσκεψη θα πρέπει να διαπιστώνεται έκδηλη παρανομία. Είναι επίσης γνωστό ότι ένα προσωρινό διάταγμα δεν σκοπεί να ελέγξει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου, (Frangos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 52).
Τα διατάγματα τα οποία έχουν εκδοθεί εναντίον της αιτήτριας είναι συνημμένα ως Τεκμήρια στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για το προσωρινό διάταγμα. Από αυτά φαίνεται ότι η αιτήτρια έχει κηρυχθεί απαγορευμένη μετανάστρια δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστών Νόμου, Κεφ. 105, όπως έχει τροποποιηθεί. Και η παραμονή της σε κράτηση μέχρις ότου απελαθεί εκδόθηκε με βάση τα άρθρα 14 και 18ΠΣΤ(1), ενόψει κινδύνου διαφυγής. Το διάταγμα για τη μη επάνοδο στη Δημοκρατία για περίοδο πέντε ετών εκδόθηκε επίσης στη βάση του άρθρου 14 του Νόμου και στη βάση βεβαίως του γεγονότος ότι η αιτήτρια θεωρήθηκε απαγορευμένη μετανάστρια. Ο λόγος φαίνεται που η αιτήτρια έχει κηρυχθεί απαγορευμένη μετανάστρια είναι, όπως παρουσιάζεται και πάλι στα εντάλματα, η παράνομη διαμονή της στην Κύπρο. Στην όψη τους λοιπόν τα διατάγματα αυτά παρουσιάζονται νομίμως εκδοθέντα και αιτιολογημένα εφόσον ενώπιον του Δικαστηρίου δεν έχει τεθεί οποιοδήποτε άλλο υπόβαθρο ή δεδομένο που να οδηγεί στην αντίθετη εκ πρώτης όψεως κατάληξη. Απευθύνθηκε το Δικαστήριο στους συνηγόρους της αιτήτριας με το ερώτημα κατά πόσο όντως η αιτήτρια είναι παρανόμως διαμένουσα στη Δημοκρατία, αλλά δεν μπόρεσαν οι συνήγοροι να εφοδιάσουν το Δικαστήριο με οποιαδήποτε λεπτομέρεια επ΄ αυτού λόγω του ότι τα γεγονότα έγιναν πολύ γρήγορα.
Παραμένει λοιπόν το δεδομένο ότι στην όψη τους η διοίκηση εξέδωσε διατάγματα διότι η αιτήτρια διαμένει, καθώς φαίνεται, στην Κύπρο παράνομα και κηρυχθείσα απαγορευμένη μετανάστρια διατάχθηκε η κράτηση και η απέλαση της. Θα πρέπει να λεχθεί ότι η αιτήτρια ως άτομο που διαμένει στη Δημοκρατία και δεν είναι Ευρωπαία πολίτιδα, υπόκειται στο κυρίαρχο δικαίωμα της Δημοκρατίας να ελέγχει την είσοδο, παραμονή και διαμονή ατόμων στην επικράτεια της με βάση πάγια νομολογία. Είναι κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας να δέχεται ή όχι αλλοδαπούς διαχρονικά επιβεβαιωμένο και αρκεί να αναφερθεί η υπόθεση Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583. Το μόνο εμπόδιο στη διοίκηση να ελέγχει αυτή την είσοδο και διαμονή αλλοδαπών είναι η καλόπιστη άσκηση της εξουσίας της. Εφόσον ασκείται καλόπιστα αυτή η εξουσία το Δικαστήριο δεν ελέγχει τη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.
Όσον αφορά το διάταγμα απαγόρευσης εισόδου για τα επόμενα πέντε έτη αυτό και πάλι εμπίπτει στην ευχέρεια της διοίκησης με βάση τα άρθρα 6(1) και 18ΠΓ(2) του Κεφ. 105 και σημειώνεται ότι και το άρθρο 34 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007 δεν οριοθετεί ελάχιστη περίοδο απαγόρευσης εισόδου ή επαναεισόδου, αλλά προσδιορίζει ότι ο αλλοδαπός σε εύλογο χρόνο μετά την περίοδο τριετίας μπορεί να αιτηθεί την άρση της απαγόρευσης αν έχουν διαφοροποιηθεί τα στοιχεία ή υπάρχει προς τούτο καλός λόγος. Περαιτέρω, εκτός από το ότι τα διατάγματα στην όψη τους φαίνονται νομίμως εκδοθέντα και άρα δεν διαπιστώνεται έκδηλη παρανομία θα πρέπει να αναφερθεί και η νομολογία ότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης είναι παρεπόμενο μέτρο της μη έκδοσης άδειας περαιτέρω παραμονής ενός ατόμου και δεν μπορεί με την προσφυγή της η αιτήτρια ή με το προσωρινό μέτρο που επιδιώκει εδώ, να προσβάλει παρεμπιπτόντως οποιοδήποτε προηγηθέν διάταγμα ή απόφαση της διοίκησης για άρνηση της να δώσει περαιτέρω παραμονή της αιτήτριας στη Δημοκρατία και επί αυτού θα πρέπει να λεχθεί ότι και πάλι δεν υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα δεδομένα τα οποία θα έπρεπε να τεθούν τουλάχιστον σε ότι αφορά την ίδια την αιτήτρια, η οποία καλώς γνωρίζει κατά πόσο έχει ή όχι άδεια παραμονής στη Δημοκρατία και αν η άδεια παραμονής της έχει ανανεωθεί ή όχι. Αυτό είναι ένα δεδομένο το οποίο όφειλε η αιτήτρια να αποκαλύψει με την εκ μέρους της ένορκη δήλωση. Επομένως τα διατάγματα κράτησης και απέλασης προσβαλλόμενα αυτοτελώς δεν διαφοροποιούν το νόμιμο εκ πρώτης όψεως υπαρκτό προηγηθέν δεδομένο της παράνομης διαμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία. Και προς τούτο μπορούν να αναφερθούν οι αποφάσεις Ahmed Ibrahim Kedoum ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 505, Δημοκρατία ν. Dejic (2008) 3 Α.Α.Δ. 358 και Khatateav ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 19.
Έχει αναφερθεί προς υποστήριξη της αίτησης ότι αποτελεί βασικό ανθρώπινο δικαίωμα της αιτήτριας να έχει οικογενειακή ζωή και να μην χωρισθεί από το ανήλικο τέκνο της. Αυτό ως ζήτημα αρχής είναι ορθό. Η κα Αλεξάνδρου αναφέρθηκε στις υποθέσεις του ΕΔΑΔ, Berrehab v. Netherlands, A 138 (1988), Moustaquim v. Belgium Α 193 (1991) και Beldjoudi v. France A 234-A (1992) όπως αυτές έχουν μνημονευθεί στην προαναφερόμενη υπόθεση Kedoum v. Δημοκρατίας. Στην Kedoum, όμως, η Ολομέλεια διαφοροποίησε τις αποφάσεις αυτές για το λόγο ότι τα πρόσωπα τα οποία θα παρέμειναν στη χώρα από την οποία διατάχθηκε η απέλαση του ενδιαφερομένου προσώπου είχαν αυτοτελώς δικαίωμα παραμονής στη χώρα εκείνη. Στην Kedoum όμως, όπως και στην παρούσα υπόθεση, τα εξαρτώμενα παιδιά και εδώ το ανήλικο τέκνο δεν έχει προφανώς αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στην Κύπρο. Και όπως μνημονεύθηκε επίσης στην ίδια απόφαση ακόμη και η γέννηση παιδιού στην Κύπρο ως δεδομένο δεν δίνει αυτόνομο και αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στην Κύπρο. Βεβαίως, υπό κρίση δεν είναι οποιαδήποτε απόφαση απέλασης του ανήλικου τέκνου, αλλά το διάταγμα απέλασης της αιτήτριας, η οποία όμως δεν μπορεί να επικαλείται τον δεσμό της με το παιδί για να αποφύγει τις συνέπειες μιας διοικητικής πράξης εφόσον η διοίκηση έχει διαπιστώσει ότι είναι παράνομη στη Δημοκρατία και την έχει κηρύξει ως απαγορευμένη μετανάστρια.
Με όλα αυτά τα δεδομένα και πάντοτε στο πλαίσιο προσωρινού διατάγματος, στο οποίο πρέπει να διαπιστωθεί έκδηλη παρανομία ή ανεπανόρθωτη ζημιά, δεν μπορεί να εγκριθεί το αίτημα. Έχει αποφασιστεί ότι η πράξη της απέλασης δεν θεωρείται από μόνη της στοιχείο ανεπανόρθωτης ζημιάς διότι το έννομο συμφέρον της αιτήτριας παραμένει στο να εκδικαστεί η προσφυγή της και σε περίπτωση επιτυχίας να αποζημιωθεί υπό την προϋπόθεση απόδειξης ζημίας, (Tatiana Balashevich v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 5635/2013, ημερ. 10.7.2013 και Magdalin Mensah v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 5735/2013, ημερ. 9.8.2013). Ανεπανόρθωτη ζημιά δεν μπορεί να διαπιστωθεί επίσης διότι με δεδομένη τη θέση στην ένορκη δήλωση και τα όσα η συνήγορος της αιτήτριας ανέφερε στο Δικαστήριο, το παιδί θα εξακολουθήσει προφανώς να παραμένει στην Κύπρο στη φροντίδα και φύλαξη της αδελφής της αιτήτριας.
Η αίτηση λοιπόν απορρίπτεται.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ