ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Tζιακούρης Aνδρέας και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 3147
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D532
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 5928/2013)
22 Ιουλίου, 2015
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ
ΚΑΙ/Ή ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ
ΗΛΕΚΤΡΟΜΗΧΑΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Καθ'ων η αίτηση.
Α. Ευσταθίου (κα), για τον Αιτητή.
Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ανάκληση από τους καθ'ων η αίτηση του εκδοθέντος Πιστοποιητικού Ικανότητας Εργολήπτη Ηλεκτρονικών Εγκαταστάσεων, έδωσε το έναυσμα για την καταχώριση της παρούσας προσφυγής.
Ο αιτητής ασκεί το επάγγελμα του ηλεκτρολόγου. Το 2005 παρακάθισε σε εξετάσεις για απόκτηση άδειας Εργολήπτη Ηλεκτρικών Εγκαταστάσεων. Ο αιτητής απέτυχε να εξασφαλίσει την απαιτούμενη βαθμολογία για απόκτηση Πιστοποιητικού Ικανότητας Εργολήπτη Ηλεκτρικών Εγκαταστάσεων.
Με επιστολή του ημερ. 31 Ιανουαρίου 2006, ο αιτητής ζήτησε επανεξέταση των αποτελεσμάτων της πιο πάνω εξέτασης. Ο Διευθυντής του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών με επιστολή ημερ. 3 Φεβρουαρίου 2006 πληροφόρησε τον αιτητή ότι, μετά από επανεξέταση του γραπτού του, δεν κατέστη δυνατή η αλλαγή της βαθμολογίας. Ενημερώθηκε ταυτοχρόνως ότι, προγραμματίζονταν νέες εξετάσεις και αν επιθυμούσε μπορούσε να παρακολουθήσει σειρά μαθημάτων και να λάβει μέρος στις νέες εξετάσεις.
Ανεξαρτήτως, όμως, της πιο πάνω αποτυχίας του αιτητή στις εξετάσεις, εκδόθηκε στο όνομα του Πιστοποιητικό Ικανότητας Εργολήπτη Ηλεκτρικών Εγκαταστάσεων ημερ. 20 Ιανουαρίου 2006. Στη συνέχεια, και στη βάση του πιο πάνω πιστοποιητικού, εκδίδονταν πιστοποιητικά εγγραφής για τα έτη 2006-2011.
Μετά από αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής την 1η Φεβρουαρίου 2012, για έκδοση πιστοποιητικού εγγραφής, οι καθ'ων η αίτηση προέβηκαν σε έρευνα όπου διαφάνηκε η αποτυχία του αιτητή στις εξετάσεις του 2005, για απόκτηση Πιστοποιητικού Ικανότητας Εργολήπτη Ηλεκτρικών Εγκαταστάσεων. Προχώρησαν δε στη συνέχεια σε ανάκληση του πιστοποιητικού και όλων των διοικητικών πράξεων που αφορούσαν στην έκδοση πιστοποιητικών εγγραφής για τα έτη 2006-2011. Σχετική επιστολή ημερ. 19 Μαρτίου 2012 στάληκε στον αιτητή.
Ο αιτητής καταχώρισε προσφυγή εναντίον της εν λόγω απόφασης την οποία, όμως, απέσυρε στη συνέχεια λόγω ανάκλησης από το Διευθυντή του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών της απόφασης του για ανάκληση των πιστοποιητικών που εκδόθηκαν στον αιτητή. Ο Διευθυντής με νέα επιστολή του ημερ. 7 Ιουνίου 2013, κάλεσε τον αιτητή όπως υποβάλει τις θέσεις και τις απόψεις του επί των αποτελεσμάτων των εξετάσεων που παρακάθισε το 2005. Ο αιτητής υπέβαλε τις απόψεις του με επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 18 Ιουνίου 2013.
Οι καθ'ων η αίτηση προέβηκαν σε επανεξέταση και ανακάλεσαν εκ νέου το Πιστοποιητικό Ικανότητας Εργολήπτη Ηλεκτρικών Εγκαταστάσεων και τα πιστοποιητικά εγγραφής για τα έτη 2006-2011. Ο αιτητής ενημερώθηκε για την απόφαση με επιστολή ημερ. 26 Ιουλίου 2013, το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Ως λόγοι ακυρώσεως προβάλλονται, η ουσιώδης πλάνη, η παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και η παραβίαση των αρχών της ανάκλησης διοικητικών πράξεων.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι, με την έκδοση του αρχικού πιστοποιητικού είχε δημιουργηθεί γι' αυτόν, μια ευνοϊκή κατάσταση και η ανάκληση, μετά την πάροδο επτά ετών, παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε ότι ήταν παράνομη η έκδοση του εν λόγω πιστοποιητικού, όπως αναφέρουν οι καθ'ων η αίτηση. Ισχυρίστηκε ότι, ποτέ δεν έλαβε την επιστολή ημερ. 3 Φεβρουαρίου 2006 με την οποία είχε απορριφθεί το αίτημα του για επανεξέταση και επομένως δεν γνώριζε ότι το εν λόγω εκδοθέν πιστοποιητικό ήταν παράνομο. Προβλήθηκε επίσης ότι, δεν ειδικεύεται ούτε και συγκεκριμενοποιείται ο δημόσιος σκοπός ο οποίος εξυπηρετείτο με την ανάκληση των συγκεκριμένων πιστοποιητικών.
Ο αιτητής ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι, η χορήγηση του εν λόγω πιστοποιητικού δεν ήταν παράνομη και επομένως δεν μπορούσε με επίκληση του δημόσιου συμφέροντος να ανακληθεί. Η ανάκληση έγινε, όπως ισχυρίστηκε, λόγω διαπίστωσης εσφαλμένης εκτίμησης των πραγματικών δεδομένων που υπήρχαν κατά την έκδοση των επίδικων πιστοποιητικών.
Δεν είμαι της γνώμης ότι η ανάκληση έγινε λόγω διαφορετικής εκτίμησης των πραγματικών γεγονότων.
Ο Κανονισμός 53(9)(α) των περί Ηλεκτρισμού Κανονισμών του 1941, όπως τροποποιήθηκαν, αναφέρει ότι πρόσωπο δύναται να αποκτήσει Πιστοποιητικό Ικανότητας Εργολήπτη Ηλεκτρικών Εγκαταστάσεων αφού ικανοποιήσει την Αρχή Αδειών, κατόπιν εξετάσεων, για την ικανότητα και τις τεχνικές του γνώσεις.
Ο αιτητής απέτυχε στις εν λόγω εξετάσεις και επομένως το σχετικό πιστοποιητικό εκδόθηκε κατά παράβαση του πιο πάνω Κανονισμού και συνεπώς, εκδόθηκε, παράνομα.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή περί μη λήψης της επιστολής ημερ. 3 Φεβρουαρίου 2006, οι καθ'ων η αίτηση, οι οποίοι είχαν το βάρος απόδειξης ότι στάληκε η επιστολή, δεν ανέφεραν οτιδήποτε το οποίο να αποδεικνύει ότι όντως στάληκε η εν λόγω επιστολή. Σημειώνω ότι, η συγκεκριμένη επιστολή δεν φέρει ημερομηνία και ούτε παρουσιάζεται οποιαδήποτε σημείωση επ' αυτού που να υποδηλοί ότι η συγκεκριμένη επιστολή είχε αποσταλεί. Το βάρος απόδειξης ότι όντως η επιστολή αυτή στάληκε στον αιτητή παρέμεινε στους ώμους των καθ'ων η αίτηση, οι οποίοι δεδομένης της άρνησης του αιτητή ότι έλαβε τέτοια επιστολή, όφειλαν να αποδείξουν την αποστολή της. Ούτε οποιαδήποτε μαρτυρία επί τούτου προσκομίστηκε.
Όπως ανέφερα στην Υπ. Αρ. 1835/2010, Aspis Holdings Public Ltd ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, ημερ. 4 Ιουνίου 2010: «Το βάρος απόδειξης ότι η επιστολή είχε σταλεί, βαρύνει τους αιτητές, οι οποίοι απέτυχαν να το αποδείξουν. (Βλ. Τζιακουρής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Δ) Α.Α.Δ. 3147)».
Επομένως δεν προκύπτει ότι ο αιτητής έλαβε την επιστολή.
Ανεξαρτήτως, όμως, του κατά πόσο ο αιτητής γνώριζε ή όχι περί της κατ' ισχυρισμό παρανομίας, παραμένει αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το εν λόγω πιστοποιητικό είχε εκδοθεί παράνομα λόγω αποτυχίας του αιτητή στις εξετάσεις, όπως καθορίζει ο σχετικός Κανονισμός, συνεπώς είχε εκδοθεί παρανόμως, η ανάκληση του οποίου έγινε, για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος.
Με βάση το άρθρο 54(2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου , Ν. 158(Ι)/99:
«Η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης επιτρέπεται και μετά παρέλευση εύλογου χρόνου, αν αυτή εκδόθηκε έπειτα από δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερομένου ή αν ο ενδιαφερόμενος ήταν ενήμερος της παρανομίας της πράξης κατά το χρόνο της έκδοσής της ή για λόγους δημόσιου συμφέροντος.»
Ο αιτητής εισηγήθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας, καθότι, δεν εξειδικεύεται ούτε και συγκεκριμενοποιείται το δημόσιο συμφέρον.
Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Τουμαζή ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 408:
"Είναι καθιερωμένη αρχή ότι, απλή επίκληση του δημοσίου συμφέροντος δεν αποτελεί αιτιολογία. Αν πρόκειται η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος να προσφέρει στήριξη σε μια διοικητική ενέργεια, θα πρέπει να συγκεκριμενοποιείται με αναφορά σε περιστατικά, έτσι που να αποκτά το απαραίτητο περιεχόμενο που θα αποκαλύπτει το συλλογισμό και θα επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο. Η εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος επιβάλλεται από της πλευράς της προστασίας του ατομικού συμφέροντος του επηρεαζόμενου. Βλ. Στεφανίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367.
Το δημόσιο συμφέρον δεν μπορεί να οριστεί εκ των προτέρων κατά τρόπο απαλλαγμένο από αοριστολογίες, σφάλματα και μονομέρειες. Το δημόσιο συμφέρον είναι μια εικόνα που αποκτά πρακτική χειροπιαστή σημασία με τη συγκεκριμενοποίησή της. Η έννοια του δημοσίου συμφέροντος δεν αποτελεί κατηγορία ευρισκόμενη εκτός και πέρα της περιοχής του δικαίου και της αρχής της νομιμότητας αλλά εντάσσεται σ' αυτήν. Η αρχή της νομιμότητας, στην οποία θεμελιώνεται το κράτος δικαίου, περιορίζει την άσκηση της εξουσίας η οποία παρέχεται στα κρατικά όργανα, στους λόγους και μόνο για τους οποίους μπορεί σύννομα να ασκηθεί. Βλ. υπόθ. αρ. 947/96 κ.ά., Παναγιώτης Αντωνιάδης κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 16.7.1997."
Στο πλαίσιο της προσβαλλόμενης απόφασης οι καθ'ων η αίτηση εστιάζουν την προσοχή τους στο γεγονός ότι η ανάκληση του συγκεκριμένου πιστοποιητικού, που είχε παραχωρηθεί στον αιτητή, κρίθηκε ως αναγκαία καθότι η άσκηση του επαγγέλματος του εργολήπτη θέτει σε κίνδυνο το δημόσιο συμφέρον και τη δημόσια ασφάλεια. Το πιο κάτω απόσπασμα από την εν λόγω επιστολή είναι σχετικό:
". Τα άτομα που επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμα του Εργολήπτη ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, θα πρέπει, να είναι πολύ καλοί γνώστες των προνοιών που αφορούν στην εκτέλεση ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, οι οποίες είναι καταγραμμένες σε Κανονισμούς και σε Πρότυπα, που εφαρμόζονται με βάση την ισχύουσα Νομοθεσία, στη χώρα μας. Η γνώση και κατ' επέκταση η εφαρμογή των εν λόγω προνοιών κατά την εκτέλεση των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, διασφαλίζει την ασφάλεια και «προστασία προσώπων και περιουσίας» από τους κινδύνους που εγκυμονεί η χρήση του ηλεκτρικού ρεύματος. Γι' αυτό, η ισχύουσα νομοθεσία επιβάλλει, να αποδείξουν, μέσα από τη δοκιμασία εξετάσεων, την ικανότητα τους για άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος."
Με γνώμονα τα πιο πάνω καθίσταται έκδηλο ότι η ανάκληση του πιστοποιητικού που παραχωρήθηκε στον αιτητή, με βάση το οποίο κρίθηκε ως ικανός Εργολήπτης Ηλεκτρικών Εγκαταστάσεων, ήταν απολύτως δικαιολογημένη, στηριζόμενη στην ανάγκη προστασίας της δημόσιας ασφάλειας η οποία, σε αντίθετη περίπτωση, θα ετίθετο σε κίνδυνο στην περίπτωση που άτομο, όπως τον αιτητή, θα ασκούσε το επάγγελμα Εργολήπτη Ηλεκτρικών Εγκαταστάσεων χωρίς τις απαιτούμενες γνώσεις, η οποία, διαπιστώνεται μέσα από ανάλογες εξετάσεις που στόχο έχουν την απόκτηση του συγκεκριμένου πιστοποιητικού.
Παρόλο που, το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα μεταξύ της εκδόσεως του πιστοποιητικού και της ανακλήσεως του είναι μεγάλο, είμαι της γνώμης ότι η ύπαρξη του δημόσιου συμφέροντος και της δημόσιας ασφάλειας, όπως έχει αναλυθεί πιο πάνω, υπερτερεί του χρόνου καθυστέρησης και ως εκ τούτου, η απόφαση κρίνεται ως δικαιολογημένη.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.