ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Α.Σ. Αγγελίδης, για τον αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-07-30 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗ ν. ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΑΛΑΙΟΜΕΤΟΧΟΥ, Υπόθεση Αρ. 14/2012, 30/7/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D548

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 14/2012)

 

 

30 Ιουλίου 2015

 

 

[T.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δικαστής]

 

 

Αναφορικά με τα αρθρα 12, 28, 30, 35 και 146 του Συντάγματος

 

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗ

Αιτητής

ν.

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΑΛΑΙΟΜΕΤΟΧΟΥ

Καθ΄ου η Αίτηση

_________

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον αιτητή.

Π. Αγγελίδης,  για το καθ΄ου η αίτηση.

_________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Ο αιτητής υπηρετούσε ως γραμματέας του Κοινοτικού Συμβουλίου Παλαιομετόχου.  Το 2008 κρίθηκε ένοχος από το Κοινοτικό Συμβούλιο εννέα πειθαρχικών παραπτωμάτων για τα οποία του επεβλήθη η ποινή της απόλυσης.  Η σχετική απόφαση προσβλήθηκε δια της προσφυγής 1175/2008, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν ακυρωτικό (Κωνσταντίνος Χριστοφίδης ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Παλαιομετόχου, Υπόθ. Αρ. 1175/2008, ημερομ. 8.9.2010 - Απόφαση Γ. Κωνσταντινίδη, Δ.).

 

Ακολούθησε «επανεξέταση» της πειθαρχικής διαδικασίας επί τη βάσει «νέου κατηγορητηρίου», το οποίο, όμως, ταυτίζεται με το κατηγορητήριο της πρώτης, ακυρωθείσας, διαδικασίας.  Εκείνο που έγινε, κατά την αντίληψη του Συμβουλίου, όπως καταγράφεται σε απόφασή του επί προδικαστικών ενστάσεων, ήταν «η αφαίρεση στοιχείων που εθεωρήθηκαν παράνομα από τον Δικαστή του Ανωτάτου».  

 

Στο τέλος της δεύτερης διαδικασίας, στις 12.11.2011, το Συμβούλιο έκρινε ένοχο τον αιτητή στις κατηγορίες 1, 2, 3, 4, 7, 8 και 9 και τον αθώωσε, αυτή τη φορά, στις κατηγορίες 5 και 6.  Εν τέλει, στις 24.11.2011, το Συμβούλιο επέβαλε στον αιτητή τις ποινές της αναγκαστικής αφυπηρέτησης, της στέρησης απολαβών τριών μηνών και της απόλυσης. Είναι αυτή η πράξη που προσβάλλεται δια της παρούσας προσφυγής, στην οποία ο αιτητής επικαλείται σειρά λόγων ακύρωσης, μεταξύ των οποίων η παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας, η παραβίαση του δεδικασμένου, η παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και η παραβίαση του ’ρθρου 12 του Συντάγματος.

 

Θεμελιακός κανόνας της φυσικής δικαιοσύνης, ο οποίος βρήκε έκφραση στο ’ρθρο 12.2 του Συντάγματος, είναι ότι «ο απαλλαγείς ή καταδικασθείς δεν δικάζεται εκ δευτέρου δια το αυτό αδίκημα».  Ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται και σε πειθαρχικά παραπτώματα.  Γενικότερα ο πειθαρχικώς διωκόμενος απολαμβάνει των δικαιωμάτων τα οποία εγγυάται το ’ρθρο 12.5 του Συντάγματος σε κατηγορούμενο σε ποινική δίκη (Δημοκρατία ν. Χανιάν (1998) 3 ΑΑΔ 690 και Πολύκαρπος Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1839).

 

Συνεπώς, η τυχόν ευχέρεια για επανεξέταση μετά από ακυρωτική απόφαση μιας πειθαρχικής διαδικασίας θα πρέπει να εξετάζεται υπό το παραπάνω πρίσμα και όχι στα πλαίσια της επανεξέτασης μιας οποιασδήποτε διοικητικής πράξης.  Αυτή η σοβαρή πτυχή δεν απασχόλησε το Συμβούλιο.  Αποτέλεσε όμως, ένα από τα βασικά επιχειρήματα του αιτητή στην παρούσα προσφυγή, ο οποίος επικαλέστηκε παραβίαση της εν λόγω αρχής και των εξ αυτής δικαιωμάτων του.  Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του παρέπεμψε βασικά στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 7) (1993) 1 ΑΑΔ 793, στην οποία όμως το ζήτημα εξετάστηκε υπό το ιδιαίτερο πρίσμα ευχέρειας ή μη προσβολής αθωωτικής απόφασης Κακουργιοδικείου, που τότε δεν ήταν  εφέσιμη, αίτηση τύπου certiorari.  Έγινε επίσης αναφορά στην υπόθεση Πουλλαούας ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 494, όπου βρήκε εφαρμογή το δόγμα του δεδικασμένου υπό την έννοια του κανόνα που αποκλείει τη διπλή διακινδύνευση κατηγορουμένου (jeopardy) παρέχοντας του τις ειδικές υπερασπίσεις autrefois convict και autrefois acquit.

 

Οι καθ΄ων η αίτηση όμως, ισχυρίστηκαν ότι η απόφαση στην προσφυγή 1175/2008 αφορούσε διαδικαστικά λάθη τα οποία οδήγησαν στην ακύρωση.  Αυτά, κατά την επανεξέταση, έχουν διορθωθεί και συνεπώς δεν υπήρξε δεδικασμένο.  Ως παράδειγμα δημιουργίας δεδικασμένου ανέφερε ο ευπαίδευτος δικηγόρος τους την υπόθεση Χριστάκη Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου, Υποθ. Αρ. 79/1997, ημερ. 14.10.1998, στην οποία όμως δεν εξετάστηκε θέμα δεδικασμένου υπό την έννοια της διπλής διακινδύνευσης.  Η πρώτη πειθαρχική διαδικασία είχε ακυρωθεί επειδή συμμετείχε σ΄αυτή ο Δήμαρχος, ο οποίος είχε καταγγείλει τον αιτητή και έτσι ενεργούσε και ως κατήγορός του.  Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε και τη δεύτερη πειθαρχική δίκη θεωρώντας ότι η συμμετοχή του Δημάρχου στη διαδικασία που προηγήθηκε της δεύτερης πειθαρχικής δίωξης, δεν διασφάλιζε πλήρη αμεροληψία.

 

Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής autrefois acquit εξετάστηκαν πρόσφατα στην υπόθεση Τασούλλα Κονέ ν. Χαράλαμπου Φλουρή κ.α., Ποιν. Έφ. Αρ. 209/2013, ημερ. 5.3.2015, όπου εξηγήθηκε από την αδελφή Δικαστή Π. Παναγή ότι η απαλλαγή επί της ουσίας (acquittal on the merits) που αποτελεί προϋπόθεση για επιτυχή προβολή της υπεράσπισης autrefois acquit (βλ. G. Araouzos & Son v. The Police (1980) 2 CLR 131) αντιδιαστέλλεται από τις περιπτώσεις όπου η κατηγορία απορρίπτεται για κάποιο τεχνικό λόγο που εμποδίζει την άσκηση δικαστικής κρίσης επί της ουσίας της κατηγορίας.  Το ουσιώδες κριτήριο έγκειται στο κατά πόσον ο κατηγορούμενος είχε εκτεθεί σε πραγματικό κίνδυνο καταδίκης στην υπόθεση στην οποία απαλλάχθηκε.

 

Εν προκειμένω, ο αιτητής «απαλλάχθηκε» εν τέλει μετά από την ακυρωτική απόφαση, που όπως θα φανεί κατωτέρω, δεν αφορούσε οποιοδήποτε τεχνικό ζήτημα που απλώς θα εμπόδιζε το Συμβούλιο να προχωρήσει σε εκδίκαση.  Το Συμβούλιο προχώρησε σε πλήρη εκδίκαση η οποία και ακυρώθηκε για πολύ ουσιαστικούς λόγους.  Συνεπώς, η δεύτερη πειθαρχική δίωξη έλαβε χώρα κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης όπως διασφαλίζονται και από το ’ρθρο 12.2 του Συντάγματος.  Ο κατηγορούμενος τέθηκε ανεπίτρεπτα εκ δευτέρου σε κίνδυνο καταδίκης.  Ο λόγος αυτός αρκεί ώστε η όλη διαδικασία να ακυρωθεί.  Η αναφορά στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση από την υπόθεση Μάριος Αποστόλου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου ΕΤΕΚ (2004) 4 ΑΑΔ 567, περί του ότι η πειθαρχική διαδικασία στο διοικητικό δίκαιο δεν μπορεί να εξισώνεται με την ποινική δίκη σε βαθμό που να υιοθετείται η εφαρμογή όλων των αρχών της Ποινικής Δικονομίας με τα σχετικά επακόλουθα που επιφέρουν οι παραβιάσεις των αρχών αυτών, δεν είναι σχετική.  Εν προκειμένω, πρόκειται για παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων και αρχών της φυσικής δικαιοσύνης που ρητά, ως άνω, αναγνωρίστηκαν ότι διέπουν και τις πειθαρχικές διαδικασίες.

 

Εν πάση περιπτώσει και αν ακόμα επρόκειτο για περίπτωση που η επανεξέταση θα ήταν θεμιτή, η αναφορά σε «επανεξέταση με σκοπό την αφαίρεση στοιχείων που εθεωρήθηκαν παράνομα από τον Δικαστή» αποδεικνύεται, για τους λόγους που εξηγούνται κατωτέρω, σχηματική.  Εκείνο που στην πραγματικότητα έγινε, ήταν προσπάθεια για μια δεύτερη ευκαιρία δίωξης του αιτητή υπό το πρόσχημα της διοικητικής επανεξέτασης.  Δεν επρόκειτο για συμμόρφωση στα αποφασισθέντα, αλλά για ενέργειες που εκφράζουν την ουσιαστική εμμονή στα αποφασισθέντα και την «δυστροπία της διοίκησης» στο ακυρωτικό αποτέλεσμα.

 

Οι κατηγορίες 1 και 2 αφορούσαν στο πρώτο κατηγορητήριο την κοινοποίηση εκ μέρους του αιτητή, προς τον Έπαρχο Λευκωσίας και την Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, επιστολών που είχε στείλει στον Πρόεδρο του Κοινοτικού Συμβουλίου «στις οποίες κρίνει και επικρίνει αποφάσεις του Κοινοτικού Συμβουλίου Παλαιομετόχου καθ΄υπέρβαση καθήκοντος και χωρίς ρητή εντολή του Κοινοτάρχη ή του Συμβουλίου κατά τρόπο που δυνατόν να δυσφημίσει το κύρος και που τείνει να κλονίσει την εμπιστοσύνη του κοινού στην υπηρεσία του».  Ένα από τα ζητήματα, που οδήγησαν σε ακύρωση της καταδίκης στις κατηγορίες 1 και 2, ήταν ότι το Συμβούλιο προχώρησε σε αναιτιολόγητο συμπέρασμα ότι ο αιτητής είχε κοινοποιήσει τις επιστολές και προς την Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, κάτι το οποίο ο ίδιος αρνείτο.  Το τι έπραξε το Συμβούλιο στην επακολουθήσασα, επίδικη, πειθαρχική διαδικασία ήταν απλώς να αφαιρέσει από το κατηγορητήριο την αναφορά στην Ελεγκτική Υπηρεσία, θεωρώντας την ενέργεια αυτή ως πλήρη συμμόρφωση με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Κατά τ΄ άλλα, προχώρησε επαναλαμβάνοντας την ίδια αιτιολογία, όπως στην ακυρωθείσα απόφαση.

 

Όμως, το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει σειρά ζητημάτων που, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Γ. Κωνσταντινίδης, Δ., αγγίζουν τη ρίζα των κατηγοριών 1 και 2 και δεν περιορίστηκε στο ζήτημα του ευρήματος αναφορικά με την κοινοποίηση στην Ελεγκτική Υπηρεσία.  Μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι σύμφωνα με το σχετικό κανονισμό (Καν. 49(1) της Κ.Δ.Π. 556/2002), η κοινοποίηση θα έπρεπε να μην είχε γίνει «για την πρέπουσα εκτέλεση υπηρεσιακού καθήκοντος» και σημείωσε πως βασική θέση του αιτητή ήταν ότι η κοινοποίηση των επιστολών προς τον Έπαρχο έγινε προς εκτέλεση τέτοιου καθήκοντος.  Διαπίστωσε δε, ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο απλώς δεν ασχολήθηκε με το θέμα.  Ένα άλλο ζήτημα, αφορούσε το συστατικό στοιχείο  του Καν. 40(1)(στ) της Κ.Δ,Π. 556/2002 περί δυσφήμισης του κύρους της υπηρεσίας.  Σημείωσε το Δικαστήριο ότι, στην απόφασή του το Κοινοτικό Συμβούλιο είχε απλώς αναφέρει ότι στις πιο πάνω επιστολές κρίνεται και επικρίνεται το Συμβούλιο, χωρίς οποιασδήποτε μορφής αιτιολόγηση που θα ήταν δυνατό να συσχετισθεί προς τα πιο πάνω συστατικά του παραπτώματος, ιδιαιτέρως μάλιστα ενόψει της βασικής θέσης του αιτητή ότι ενεργούσε καθηκόντως, κοινοποιώντας τις επιστολές σε αρμόδιο που είχε εξουσία ελέγχου νομιμότητας. 

 

Θεωρώ περιττό να επεκταθώ σε άλλα ζητήματα που είχε εντοπίσει ο Δικαστής Κωνσταντινίδης για να καταλήξει στην τελική του διαπίστωση ότι δεν είχαν στοιχειοθετηθεί ουσιώδη συστατικά των παραπτωμάτων των κατηγοριών 1 και 2, ζητήματα τα οποία καθόλου δεν απασχόλησαν τη δεύτερη φορά.  Όσα ανωτέρω ανέφερα θεωρώ ότι αρκούν για να στοιχειοθετηθεί η καταγραφείσα ήδη διαπίστωση περί σχηματικής απλώς «επανεξέτασης».

 

Η 3η κατηγορία αφορούσε ισχυρισμούς ότι ο αιτητής είχε προσλάβει κάποιο Στέλιο Χ"Ηράκλη για εκτέλεση λογιστικής εργασίας έναντι αμοιβής, χωρίς απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου Παλαιομετόχου που ήταν αρμόδιο να πράξει τούτο.  Εν προκειμένω, στα πλαίσια της προσφυγής 1175/2008 το Δικαστήριο κατέληξε ότι ελλείπει η απαραίτητη τεκμηρίωση και η απαιτούμενη αιτιολόγηση σε σχέση με τη στοιχειοθέτηση της κατηγορίας.  Το γεγονός της εκτέλεσης λογιστικής εργασίας επ΄αμοιβή αναφερόταν σε ενυπόγραφη κατάθεση του εν λόγω προσώπου το οποίο δεν είχε προσέλθει να μαρτυρήσει ενόρκως στην πρώτη πειθαρχική διαδικασία.  Το Συμβούλιο όμως θεώρησε ότι η κατάθεση του ενισχυόταν από το γεγονός ότι «ενώ δεν υπήρχε απόφαση του Συμβουλίου για την πρόσληψη του, εκδόθηκαν στο όνομα αυτού με αποκλειστική πρωτοβουλία του Γραμματέα δύο επιταγές».  Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση περί έκδοσης των επιταγών «με αποκλειστική πρωτοβουλία του Γραμματέα» είχε γίνει χωρίς αναφορά στο πού εδραζόταν η διαπίστωση αυτή.  Σημείωσε, μάλιστα, σε σχέση με το ζήτημα αυτό, ότι οι δύο επιταγές που αναφέρονται στο κατηγορητήριο ήταν υπογραμμένες από τον ίδιο τον Πρόεδρο του Κοινοτικού Συμβουλίου και ότι βασική ήταν η θέση του αιτητή πως ήταν ο Πρόεδρος που του ανέθεσε την έκδοσή τους.  Σημείωσε, περαιτέρω, ότι στη γραπτή έστω κατάθεση του Χ"Ηράκλη, δεν υπήρχε οτιδήποτε περί πρωτοβουλίας του αιτητή και η αναφορά σε ανάθεση της εργασίας από τον αιτητή, χωρίς οτιδήποτε άλλο, για την οποία ασφαλώς ο αιτητής είχε, εν πάση περιπτώσει, δικαίωμα αντεξέτασης, δεν μπορούσε να αναπληρώσει το κενό.

 

Αυτό όμως το κενό θεωρήθηκε στη δεύτερη διαδικασία ως πληρωθέν, ως εκ της μη παρουσίας του αιτητή στην ακροαματική διαδικασία και της μη αμφισβήτησης των ισχυρισμών του Χ"Ηράκλη κάτι που είχε ως αποτέλεσμα, όπως σημειώνεται στην επίδικη απόφαση, να καταστεί η μαρτυρία του τελευταίου αναντίλεκτη.  Οπότε το Συμβούλιο καταδίκασε τον αιτητή επί αυτού του δεδομένου.   Ακόμα, λοιπόν και αν ήταν θεμιτή η επανεξέταση, με τον τρόπο που έγινε, η επανεξέταση ως προς το ζήτημα αυτό, προσκρούει ευθέως στο δεδικασμένο ότι η μαρτυρία Χ"Ηράκλη κατέλειπε κενό ως προς  την αποκλειστική πρωτοβουλία του αιτητή.

 

Αναφορικά με την τέταρτη κατηγορία, ο αιτητής κατηγορείτο ότι αποχώρησε από την εργασία του χωρίς άδεια του Συμβουλίου γύρω στις 1.00 μ.μ. για να μεταβεί στον Έπαρχο και στην Ελεγκτική Υπηρεσία.  Ο Δικαστής Κωνσταντινίδης κατέγραψε τον προβληματισμό του κατά πόσο απουσία δύο ωρών για υπηρεσιακούς λόγους από τον πρώτο υπάλληλο του Κοινοτικού Συμβουλίου θα ήταν δυνατό να ταξινομηθεί, χωρίς άλλο, ως απουσία με την έννοια του σχετικού κανονισμού.  Πέραν τούτου, έκρινε ότι υπήρχαν κενά στη στοιχειοθέτηση και στην αιτιολογία.  Στην «επανεξέταση» ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι ο αιτητής «κατά την επανεξέταση δεν εθεώρησε σκόπιμο να παρουσιαστεί αφήνοντας τη μαρτυρία εναντίον του να γίνει αναντίλεκτη» και με αυτό το σκεπτικό κρίθηκε ένοχος.  Εν προκειμένω, όχι μόνο δεν απασχόλησε ο προβληματισμός του Δικαστηρίου, αλλά και η «επανεξέταση» δεν έγινε επί τη βάσει των δεδομένων που υπήρχαν κατά την υπό αναθεώρηση πράξη, παρά μόνο ελήφθη υπόψη η απουσία του αιτητή τη δεύτερη φορά, ως μάλιστα να είχε και βάρος απόδειξης.

 

Στην έβδομη κατηγορία ο αιτητής κατηγορήθηκε ότι είχε κατακρατήσει το Μητρώο Παρουσιών καταγραφής της ώρας προσέλευσης και αποχώρησης των υπαλλήλων του Συμβουλίου.  Ήταν η θέση του ότι κρατούσε το μητρώο παρουσιών στο γραφείο του εν γνώσει του Προέδρου και ενός μέλους του Κοινοτικού Συμβουλίου, στην οποία ανατέθηκε η σχετική ευθύνη και η οποία το έλεγχε εβδομαδιαίως.  Το Δικαστήριο σημείωσε ότι αυτά δεν έτυχαν σχολιασμού από το Συμβούλιο στην απόφασή του, πέραν από τη γενική καταγραφή της θέσης του αιτητή και τη συλλήβδην, χωρίς καμιά αιτιολόγηση, απόρριψή της.  Σημείωσε δε ότι, στο θέμα ευθέως εμπλεκόταν ο Πρόεδρος και το μέλος Α. Ζούκα οι οποίοι, εντούτοις, συμμετείχαν στη σύνθεση που τον δίκασε.  Εξ ου και θεώρησε την καταδίκη και σε αυτή την κατηγορία πάσχουσα και άκυρη. 

 

Στην «επανεξέταση» ελήφθη και πάλιν υπόψη το γεγονός ότι ο αιτητής δεν παρουσιάστηκε και μάλιστα ότι  δεν αμφισβήτησε «είτε με ζωντανή μαρτυρία ή ακόμα και με αντεξέταση του Προέδρου και του μέλους Α. Ζούκα».  Αφήνεται, έτσι, να νοηθεί ότι, παρά τα όσα ο Δικαστής Κωνσταντινίδης είχε υποδείξει, συνέχιζαν να θεωρούν ως μαρτυρία την εκδοχή των προσώπων αυτών που δίκαζαν τον αιτητή, όσο και αν στη συνέχεια αναφέρεται ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο, «επανεξετάζοντας το μαρτυρικό υλικό και αφαιρώντας τυχόν πληροφορίες του Προέδρου και του μέλους Α. Ζούκα, αναπόφευκτα καταλήγει στην αποδοχή των υπολοίπων μαρτυριών που προσφέρθηκαν εναντίον του».  Πώς αυτά αφαιρέθηκαν, αλλά έγινε παρατήρηση ότι ο αιτητής δεν τα αμφισβήτησε;  Εν πάση περιπτώσει, όλα αυτά καταγράφονται ως γενικότητες, χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση.

 

Στην όγδοη κατηγορία ο αιτητής κατηγορείτο ότι προχώρησε σε ανανέωση ασφαλιστηρίου για υπαλλήλους του Κοινοτικού Συμβουλίου χωρίς την εξουσιοδότηση και έγκριση του Κοινοτικού Συμβουλίου που ήταν αρμόδιο να πράξει τούτο.  Εν προκειμένω, το Συμβούλιο είχε στηριχθεί επί ενυπόγραφης κατάθεσης της κας Ειρήνης Μιχαηλίδου, η οποία, όμως, δεν προσήλθε ως μάρτυρας και αναφέρθηκε, προφανώς ως εκ τούτου, σε ενισχυτική μαρτυρία.  Ο Δικαστής Κωνσταντινίδης έκρινε ότι δεν προέκυπτε από την προσδιορισθείσα μαρτυρία οτιδήποτε που θα ενίσχυε ως προς το ζητούμενο και κατέληξε ότι η καταδίκη του αιτητή ήταν ανεπίτρεπτη. 

 

Στην «επανεξέταση», παρά ταύτα, το Συμβούλιο έκρινε ότι «δεν υπάρχει έδαφος για άλλο συμπέρασμα από την αποδοχή της μαρτυρίας, όπως αυτή αναφέρεται στο πόρισμα του ερευνώντος λειτουργού» και καταλήγει ότι έχει πεισθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας για την ενοχή του αιτητή.  Διαπιστώνεται, εν προκειμένω, ότι η λεγόμενη «επανεξέταση» έλαβε πλέον τη μορφή, όχι απλώς παράβασης του δεδικασμένου,  αλλά αναθεώρησης κατά άμεσο τρόπο των διαπιστώσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Στην ένατη κατηγορία καταλογιζόταν στον αιτητή ότι υπέβαλε απαίτηση για οδοιπορικά χωρίς δικαιολογητικό.  Σε σχέση με το ζήτημα αυτό υπήρχε και πάλιν, σημείωσε ο Δικαστής Κωνσταντινίδης, ευθεία εμπλοκή του Προέδρου, ο οποίος συμμετείχε στη σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου που καταδίκασε τον αιτητή και έκρινε, βέβαια, την καταδίκη ανεπίτρεπτη.   Στην «επανεξέταση» σημειώθηκε και πάλιν ότι, «ο γραμματέας επροτίμησε να μην προσέλθει στη διαδικασία και να καταστήσει τις λεπτομέρειες γι΄αυτή την κατηγορία εναντίον του αναντίλεκτες.  Θα μπορούσε να δημιουργήσει βάσιμη υπεράσπιση ή ακόμα και αμφιβολίες .»  Η «επανεξέταση» έγινε υπό τον ίδιο Πρόεδρο, χωρίς το ζήτημα να απασχολήσει και με αναφορές που και πάλι παραπέμπουν σε μια κατάσταση επανεξέτασης με βάση τα δεδομένα της δεύτερης διαδικασίας και μάλιστα κατά τρόπο που να αφήνεται να νοηθεί ότι ο αιτητής είχε το βάρος να παρουσιάσει υπεράσπιση.

 

Το στοιχείο της έλλειψης αμεροληψίας για το οποίο παραπονείται ο αιτητής, είναι ήδη ορατό μέσα από την απόφαση του Δικαστή Κωνσταντινίδη αναφορικά με την πρώτη διαδικασία, είναι όμως και διάχυτο στη δεύτερη διαδικασία και προκύπτει από τα ανωτέρω, μέσα από μια σφαιρική θεώρηση, απ΄αυτό τούτο τον τρόπο μεθόδευσης της «επανεξέτασης», ώστε να επιτευχθεί και πάλιν το ίδιο αποτέλεσμα.  Πέραν τούτου, υπάρχουν και αναφορές στα πρακτικά που υποδηλώνουν ρητώς προκατάληψη. Λ.χ., στις 29.8.2011, όταν ο αιτητής δεν παρουσιάστηκε προβάλλοντας λόγους υγείας και εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, ο Πρόεδρος και τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους για την όλη συμπεριφορά και στάση του, θεωρώντας ότι αποσκοπεί στην κωλυσιεργία της διαδικασίας.  Δεν αρκέστηκαν όμως σε αυτά, αλλά ένα μέλος του Συμβουλίου μετατράπηκε σε μάρτυρα εναντίον του ισχυρισμού που προέβαλλε ο αιτητής, μεταφέροντας την πληροφορία ότι ο αιτητής το Σαββατοκυρίακο «θεάθηκε στον κήπο του σπιτιού του να εκτελεί κηπουρικές εργασίες και δεν φαίνεται να υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας».  Στις 19.9.2011 ένα μέλος του Συμβουλίου, προκειμένου να αμφισβητήσει την ιατρική έκθεση που είχε παρουσιάσει ο δικηγόρος του αιτητή, στην οποία αναφερόταν ότι είχε κρίσεις πανικού, ανέφερε ότι, ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ικανό πρόσωπο για εργασία και ακολούθως συμπλήρωσε ότι ο στόχος του ήταν να καθυστερήσει τη διαδικασία.  Διαπιστώνεται συνεπώς, όχι απλώς έκφραση ανησυχίας για την πορεία της διαδικασίας ή έστω και παρατηρήσεις, αλλά σαφής απόρριψη των ισχυρισμών του αιτητή και των ιατρικών εκθέσεων, χωρίς διερεύνηση, επί τη βάσει ακόμα και προσωπικής μαρτυρίας.  Τέτοια προσέγγιση είναι απαράδεκτη από πρόσωπα που ασκούν οιονεί δικαστική λειτουργία.  Υποδηλώνει δε, την προειλημμένη τους διάθεση έναντι του αιτητή και των ισχυρισμών και υπερασπίσεων του.

 

Σχετικό είναι και το ζήτημα της ιδιωτικής ποινικής 27477/10, στην οποία κατηγορούσα αρχή ήταν το Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιομετόχου και κατηγορούμενος ο νυν αιτητής, αντιμετωπίζοντας κατηγορίες για απόπειρα κλοπής, κλοπή, πλαστογραφίες και κατάρτιση πλαστού εγγράφου, σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του.  Στην ποινική υπόθεση έδωσαν μαρτυρία, το 2013, εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής ο Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου (Μ.Κ.1) και το μέλος κ. Μάμας Χατζηγεωργίου (Μ.Κ.4).  Το Δικαστήριο αθώωσε τον κατηγορούμενο, όχι μόνο αξιολογώντας αρνητικά τη μαρτυρία των  Μ.Κ.1 και Μ.Κ.4, αλλά διαπιστώνοντας ότι «η αντιπάθεια του Μ.Κ.1 αλλά και του Μ.Κ.4 προς το πρόσωπο του κατηγορουμένου ήταν κάτι περισσότερο από εμφανής».  Σημείωσε, παράλληλα, ότι τα αισθήματα ήταν αμοιβαία.  Κατέληξε δε, στη διαπίστωση ότι «σαφέστατα και χωρίς καμιά αμφιβολία ο πραγματικός σκοπός της παρούσας ιδιωτικής δίωξης δεν είναι η καταγγελία και η τιμωρία του κατηγορούμενου για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων, ενόψει αδράνειας της αστυνομίας να τον διώξει, αλλά η επιδίωξη και ο στόχος του Προέδρου και κάποιων μελών του Κ.Σ. να επιτύχουν την απομάκρυνση του κατηγορούμενου από τη θέση του γραμματέα, εφόσον οι προηγούμενες προσπάθειες ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο.».  Ας σημειωθεί, μάλιστα, ότι η ιδιωτική ποινική υπόθεση καταχωρίστηκε στις 7.10.2010, ένα μήνα μετά την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 1175/2008, ημερομηνίας 8.9.2010.

 

Αναφέρθηκε, βέβαια, ότι εκκρεμεί έφεση σε σχέση με την αθωωτική αυτή απόφαση, όμως ο μεροληπτικός τρόπος αντιμετώπισης του κατηγορουμένου ήδη, ως άνω, στοιχειοθετείται.  ’ξιζε όμως να σημειωθεί, ως ενδεικτικό της όλης στάσης, ότι μετά από ακύρωση της πειθαρχικής απόφασης, οι «δικαστές» μετατράπηκαν σε ιδιώτες κατηγόρους για να καταλήξει το Δικαστήριο στο εύρημα που κατέληξε ως προς τα κίνητρά τους.

 

Η συνολική εικόνα υποστηρίζει ως βάσιμη την αντίληψη του αιτητή περί καταδιωκτικής πλέον διάθεσης έναντί του.

 

Ενόψει των ανωτέρω, δεν θα εξετάσω περαιτέρω πτυχές που ετέθησαν, γιατί δεν είναι αναγκαίο και όχι γιατί στερούνται σημασίας.  Η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη πράξη ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                            Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

/ΚΧ»Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο