ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Α. Ευσταθίου (κα), για την αιτήτρια. Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Καθ΄ης η Αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-06-12 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 490/2012, 12/6/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D423

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 490/2012 )

 

 

12 Ιουνίου 2015

 

 

[T.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δικαστής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ

Αιτήτρια

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ΄ης η Αίτηση.

_________

 

Α. Ευσταθίου (κα), για την αιτήτρια.

Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα,  για την Καθ΄ης η Αίτηση.

Π. Σιακαλλής για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλαμπους ΔΕΠΕ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

_________________

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ:  Η αιτήτρια προσβάλλει δια της παρούσας προσφυγής την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Πρώτου Λειτουργού Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.  Κατά τον ουσιώδη χρόνο (Οκτώβριο 2010) η αιτήτρια υπηρετούσε ως Ανώτερος Λειτουργός Εκπαίδευσης στην Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση από 1.2.2007, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ως Προϊσταμένη Τομέα Παιδαγωγικού Ινστιτούτου για την Επιμόρφωση από 5.3.2008.

 

1.   Ζήτημα σε σχέση με το απαιτούμενο προσόν δυνάμει της παραγράφου 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

Το πρώτο θέμα που έθεσε η αιτήτρια αφορά το ότι η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Ε.Ε.Υ.) ανεγνώρισε στο ενδιαφερόμενο μέρος ως προσόν, απαιτούμενο από την παράγραφο 3(2)[1]του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας, τίτλο M.A. in Information Technology in Education που απέκτησε από το Πανεπιστήμιο Reading το 1992.

 

Περαιτέρω, η Ε.Ε.Υ. έλαβε υπόψιν της, ως επιπρόσθετο, μη προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόν ή πλεονέκτημα, PhD in Education, τίτλο που το ενδιαφερόμενο μέρος απέκτησε το 1997 από το ίδιο Πανεπιστήμιο με τίτλο «Η Σχέση Πληροφορικής και Μαθησιακών Δυσκολιών».  Το έλαβε υπόψιν, όπως αναφέρεται στο φάκελο, όχι ως πλεονέκτημα, αλλά υπό την έννοια ότι δεν μπορούσε να παραγνωριστεί η εμπειρογνωμοσύνη που προκύπτει από την κατοχή ενός διδακτορικού τίτλου στην εκπαίδευση.

 

Όμως, κατά την αιτήτρια, κακώς έπραξε ως άνω η Ε.Ε.Υ., εφόσον κατά τους χρόνους που το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αποκτήσει μεταπτυχιακό και διδακτορικό τίτλο, δεν κατείχε τίτλο πτυχιακού επιπέδου, αλλά δίπλωμα της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου και μόνο το 1998 απέκτησε Πτυχίο Εξομοίωσης τούτου, στα Παιδαγωγικά, από το Πανεπιστήμιο Κύπρου.

 

Σύμφωνα δε με νομολογία στην οποία παρέπεμψε η ευπαίδευτη δικηγόρος της αιτήτριας, μεταπτυχιακός τίτλος που αποκτάται κατά χρόνο πρωθύστερο, ήτοι πριν το πτυχίο που αποτελεί τον πρώτο καταληκτικό τίτλο πανεπιστημιακού επιπέδου, δεν μπορεί να θεωρηθεί μεταπτυχιακή εκπαίδευση, αλλ΄ούτε και ως βασικό πανεπιστημιακό δίπλωμα, εφόσον ο μεταπτυχιακός τίτλος συνιστά πρόσθετη εκπαίδευση μετά την απόκτηση του πανεπιστημιακού διπλώματος (Χαραλαμπίδη ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 414, Παπανδρέου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 568).

 

Πέραν της απάντησης τους επί της ουσίας του παραπάνω επιχειρήματος, οι καθ΄ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος έθεσαν ένα προκριματικό ζήτημα το οποίο σχετίζεται με το γεγονός, ότι ένα από τα απαιτούμενα προσόντα για την προηγούμενη θέση που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος, ήταν η κατοχή μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου «σε θέμα συναφές με τα καθήκοντα του τομέα για τον οποίο προορίζεται, μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους».  Συνεπώς, κατά τη νομολογία, συνεχίζει η εισήγηση, υφίσταται ως εκ της κατάληψης της προηγούμενης θέσης, αμάχητο τεκμήριο περί της κατοχής του σχετικού προσόντος για τη διεκδίκηση της επίμαχης θέσης.  Οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα θα απέληγε στην πράξη σε ανεπίτρεπτη αναψηλάφιση της τοποθέτησης στην προηγούμενη θέση και θα προσέκρουε στην παγιωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου περί της νομιμότητας του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στην προηγούμενη θέση που ουδέποτε προσεβλήθη (Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 ΑΑΔ 422).

 

Η πλευρά της αιτήτριας δεν αμφισβήτησε το ότι επρόκειτο για το ίδιο απαιτούμενο προσόν ως προς την ουσία του, παρά το κάποιο διαφορετικό λεκτικό που χρησιμοποιείται.

 

Η απάντηση της εστιάστηκε στην εισήγηση ότι τέτοιο αμάχητο τεκμήριο δημιουργείται πρώτον, όταν το θέμα των προσόντων των υποψηφίων είχε αποτελέσει επίδικο θέμα και άρα δεδικασμένο και δεύτερον, όταν ηγέρθη στο παρελθόν ζήτημα σε σχέση με την κατοχή προσόντος και υπήρξε επ΄αυτού συγκεκριμένη απόφαση της διοίκησης.

 

Η βασική απόφαση επί του θέματος είναι η προαναφερθείσα Πογιατζή, στην οποία η Ολομέλεια έκρινε (απόφαση πλειοψηφίας) ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, το αμάχητο τεκμήριο περί συνδρομής του επίμαχου προσόντος «δεν επιβάλλεται μόνο από την κοινή λογική, αλλά και παγιώνεται από την αρχή του διοικητικού δικαίου περί της νομιμότητας του ενδιαφερομένου προσώπου στην προηγούμενη θέση, που ουδέποτε προσεβλήθη.  Οποιαδήποτε «έρευνα» από την ΕΔΥ για το επίμαχο προσόν,  ...., θα απέληγε στην πράξη σε αναψηλάφιση του διορισμού του προαχθέντος, ..., πράγμα νομικά ανυπόστατο».

 

Σύντομα μετά, η Ολομέλεια είχε την ευκαιρία να επιβεβαιώσει σε δύο παρόμοιες περιπτώσεις την ίδια αρχή (Πέτρος Μάρκου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 213, Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.α. (Αρ. 2) (1993) 3 ΑΑΔ 347).

 

Η Ολομέλεια και πάλιν, στην Γεώργιος Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 47, συνόψισε τα ακόλουθα με αναφορά στις προαναφερθείσες αποφάσεις:

 

«Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος είναι σαφής. Εφόσον η νομιμότητα των προηγούμενων διορισμών ή προαγωγών δεν προσβλήθηκε πάνω στη βάση ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν κατείχαν το υπό αναφορά προσόν, τεκμαίρεται πλέον αμάχητα ότι το κατέχουν προς το σκοπό διεκδίκησης ανώτερων θέσεων.»

 

Ακολούθως στην Τιμοθέου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 908/1997, ημερομηνίας 28.1.1999 και στην Τάκη Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 391/1998, ημερομηνίας 25.2.2000, ο Γ.Κ. Νικολάου, Δ., επεχείρησε να περιορίσει την εφαρμογή της αρχής λέγοντας τα ακόλουθα σε σχέση με το απόσπασμα από την Πογιατζή που παρετέθη κι εδώ, ανωτέρω:

 

«Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το μέρος του σκεπτικού με το οποίο υποδεικνύεται ότι πρόκειται για περιπτώσεις όπου η προηγούμενη απόφαση της αρμόδιας αρχής αναφορικά με τα προσόντα "ουδέποτε προσεβλήθη." Και βέβαια, μπορεί κανείς να ομιλεί για το ότι δεν προσεβλήθη απόφαση μόνον εφόσον υπήρχε τότε η δυνατότητα προσβολής από αυτόν που τώρα προσβάλλει.»

 

Ανάλογο ήταν το επιχείρημα της ευπαιδεύτου δικηγόρου της αιτήτριας η οποία υπέδειξε ότι η αιτήτρια κατείχε τη θέση Ανώτερου Λειτουργού Εκπαίδευσης στην Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση (Κλ. Α13+2) από 1.2.2007 και το ενδιαφερόμενο μέρος τη θέση Προϊστάμενου Τμήματος Τομέα Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (Κλ. Α13+2) από 5.3.2008 και συνεπώς όταν το ενδιαφερόμενο μέρος προήχθη στην πιο πάνω θέση, η αιτήτρια δεν νομιμοποιείτο να προσφύγει εναντίον της προαγωγής, εφόσον ήδη κατείχε θέση της ίδιας κλίμακας.

 

Όμως, από πλευράς νομολογίας, ακολούθησε η απόφαση του Γ. Κωνσταντινίδη, Δ., στην Ανδρέα Κούλη ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση 1038/2000, ημερομηνίας 22.1.2002, ο οποίος έχοντας υπόψιν του την προσέγγιση του Νικολάου, Δ., κατέληξε ως εξής:

 

«Επ' αυτού, με όλο το σεβασμό, άγομαι σε κατάληξη άλλη από εκείνη του συναδέλφου μου. Δεν μπορώ να συμφωνήσω πως εξάγεται από την απόφαση της πλειοψηφίας στην Πογιατζής περιορισμός τέτοιας φύσης. ΄Οταν αναφέρεται σε διορισμό ο οποίος "ουδέποτε προσεβλήθη" κατά τη γνώμη μου εννοεί γενικά και δεν παραπέμπει σε δυνατότητα προσβολής της από το συγκεκριμένο αιτητή. Δυνατότητα που δεν την απασχόλησε κιόλας όταν έκρινε πως κατά το τεκμήριο που αναγνώρισε, ο διορισθείς κατείχε το προσόν. ΄Ο,τι αποτέλεσε το αιτιολογικό στήριγμά της ήταν το γεγονός ότι, πλέον, ο υπάλληλος νομίμως κατείχε την προηγούμενη θέση, οπότε η διεξαγωγή έρευνας για το επίμαχο προσόν θα απέληγε στην πράξη σε αναψηλάφιση του διορισμού του προαχθέντος, πράγμα νομικά ανεπίτρεπτο.»

 

Η διχογνωμία επιλύθηκε με την κατ΄έφεση απόφαση στην υπόθεση Αντωνίου (Δημοκρατία ν. Τάκης Αντωνίου (2002) 3 ΑΑΔ 468), στην οποία η πλευρά της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι η παρεμπίπτουσα έρευνα εναντίον του κύρους μιας διοικητικής πράξης μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την καταχώριση αίτησης ακύρωσης, θα δημιουργούσε αβεβαιότητα και ανασφάλεια για όλες τις διοικητικές πράξεις.

 

Η Ολομέλεια υιοθέτησε την προσέγγιση του Κωνσταντινίδη, Δ.

 

Πρόκειται πλέον για νομολογία που ακολουθείται σταθερά και πάγια (Βραχίμη Ι. Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1096/2000 και 1414/2000, ημερομηνίας 22.7.2001, Μάρθα Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 684/2000, ημερομηνίας 12.5.2003, Χρίστος Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 410, Άγις Μεταξά ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης, Υπόθεση Αρ. 1359/2007, ημερομηνίας 21.5.2009, Δρ Χριστόδουλος Γρουτίδης ν. Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις 1393/2011 και 1422/2011, ημερομηνίας 19.7.2013).

 

Στην απόφαση στην οποία, κυρίως, παρέπεμψε η ευπαίδευτη δικηγόρος της αιτήτριας, την Κύπρος Μ. Πετρίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 308/2009, ημερομηνίας 15.3.2011, όντως ελέχθη από το Στ. Ναθαναήλ, Δ., ότι το αποφασίζον όργανο οφείλει να διερευνήσει την κατοχή του προσόντος εφόσον δεν είχε εγερθεί επ΄αυτού ζήτημα προηγουμένως ή δεν υπήρξε επ΄αυτού οποιαδήποτε απόφαση, όπως ήταν η εισήγηση, εν προκειμένω, της αιτήτριας.  Στο προηγηθέν όμως σκεπτικό του Δικαστηρίου και σε απάντηση του επιχειρήματος ότι είχε ήδη αναγνωρισθεί στο ενδιαφερόμενο μέρος η κατοχή του μεταπτυχιακού προσόντος στην προηγούμενη του θέση, σημειώνεται ότι η προηγούμενη θέση είχε διαφοροποιημένο το απαιτούμενο προηγούμενο προσόν.  Αυτή η διαπίστωση που διακρίνει την περίπτωση εκείνη από την εφαρμοστέα αρχή, δεν περιλήφθηκε στο υπόλοιπο απόσπασμα που τέθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Παρόμοια ήταν και η απόφαση Ανδρέας Κούλη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 852, στην οποία παρέπεμψε σε σχέση με τα παραπάνω ο Ναθαναήλ, Δ., στην οποία όμως και πάλιν το προσόν της κατώτερης θέσης ήταν διαφορετικό, εφόσον απαιτείτο μεν και πάλιν η γνώση της Αγγλικής, σε κατώτερο όμως επίπεδο, εξ ου και δεν υφίστατο τεκμήριο, αλλά ήταν αναγκαία η δέουσα επί τούτου έρευνα.

 

Είναι υπό το φως των ανωτέρω που πρέπει να διαβαστούν τα λεχθέντα υπό του Ναθαναήλ, Δ., στην Πετρίδης, ο οποίος στην προαναφερθείσα Μεταξάς χαρακτήρισε τη νομολογία που καθιέρωνε η Πογιατζή ως «διαχρονική και βεβαίως ορθή».

 

Η υπόθεση δε, Δημοκρατία ν. Κούλουμου (2010) 3 ΑΑΔ 293, στην οποία επίσης παραπέμφθηκα, αφορά διαφορετικό ζήτημα, ήτοι τις προϋποθέσεις δημιουργίας και την έκταση του δεδικασμένου από ακυρωτική απόφαση.

 

Ως εκ των άνω, θεωρώ ότι δεν είναι επιτρεπτό να εξετάσω τους ισχυρισμούς της αιτήτριας αναφορικά με ουσιώδη πλάνη και ανεπαρκή διερεύνηση ως προς την κατοχή του απαιτούμενου προσόντος της παραγράφου 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας και για, συνεπακόλουθα, πάσχουσα αιτιολογία.

 

2.   Ζήτημα σε σχέση με την πείρα της Αιτήτριας ως Πρώτης Λειτουργού στην Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση.

 

Η αιτήτρια από 1.9.2009 μέχρι τον Αύγουστο 2011 κατείχε τη θέση Πρώτου Λειτουργού στην Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση.  Η προαγωγή της στη θέση εκείνη ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή υπ΄αρ. 1489/2009 και κατά την επανεξέταση δεν προήχθη η αιτήτρια.

 

Είναι η θέση της αιτήτριας ότι η Ε.Ε.Υ. δεν έλαβε υπόψιν της την πείρα που απέκτησε ως πραγματικό γεγονός συνεπαγόμενο από την υπηρεσία της για δύο έτη στην εν λόγω θέση, έστω κι αν η προαγωγή της ακυρώθηκε.  Η ευπαίδευτη δικηγόρος της παρέπεμψε σχετικά στις υποθέσεις Ανδρέας Ξενοφώντος ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 501/2002, ημερομηνίας 12.2.2004 και Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1583/2006, ημερομηνίας 17.9.2007

 

Στην Ξενοφώντος λέχθηκαν τα ακόλουθα από τον Κραμβή, Δ.:

 

«Η πείρα που αποκτήθηκε σε συγκεκριμένη θέση εφόσον συνεπάγεται πραγματική υπηρεσία δεν μπορεί να αγνοηθεί ούτε να διαγραφεί, έστω και αν ο διορισμός στην θέση αυτή ακυρωθεί ή ανακληθεί εκ των υστέρων. Η πείρα παραμένει ως πραγματικό γεγονός. Σχετικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από την Καραγιώργης κ.α. ν. Δημοκρατίας, 1990 3(Γ) ΑΑΔ 1669:

 

«Το γεγονός ότι η προαγωγή του κ. Παπαδόπουλου στις αναφερόμενες θέσεις ακυρώθηκε, δεν συνεπάγεται εξάλειψη της πραγματικής του υπηρεσίας σ΄ αυτές και της πραγματικής αξιολόγησης της απόδοσης του στις ίδιες θέσεις.»

 

(Βλ. επίσης στο σύγγραμμα της Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου «Αι συνέπειαι της ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοίκησεως», σελ. 292, 293.)»

 

Επικαλέστηκε επίσης την αρχή ότι το στοιχείο της πείρας εμπίπτει στο γενικότερο παράγοντα της αξίας με αναφορά στις υποθέσεις Piperi v. The Republic (1984) 3 CLR 1306 και Ierides v. The Republic (1980) 3 CLR 165.

 

H ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση δεν αμφισβήτησε τη νομολογία που επικαλέστηκε η άλλη πλευρά και ειδικότερα τη νομολογία πως η πείρα προσμετρά στο κριτήριο της αξίας.

 

Διαφώνησε, όμως, με τον ισχυρισμό ότι η Ε.Ε.Υ. δεν έλαβε υπόψη την πείρα που απέκτησε η αιτήτρια στην εν λόγω περίοδο.  Προς υποστήριξη της θέσης της παρέπεμψε στα πρακτικά που καταδεικνύουν ότι στη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής που έλαβε υπόψιν η Ε.Ε.Υ. καταγράφονται οι βαθμολογίες στις υπηρεσιακές εκθέσεις της αιτήτριας και για τα έτη που είχε διατελέσει Πρώτη Λειτουργός (2009 και 2010), όπως και στον κατάλογο των υποψηφίων για την πλήρωση της επίδικης θέσης.

 

Ενόψει τούτων, εισηγήθηκε ότι η Ε.Ε.Υ., παρά την ακύρωση της προαγωγής, έλαβε υπόψιν την πείρα που η αιτήτρια απεκόμισε από την εν λόγω θέση.

 

Διέλαθε όμως της προσοχής της ευπαίδευτης δικηγόρου της καθ΄ης η αίτηση ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή (Παράρτημα 5 στην Ένσταση, σελ. 11 και σελ. 20) και στο σχετικό κατάλογο υποψηφίων (Παράρτημα 5, σελ. 26), όσο και στην τελική αξιολόγηση/απόφαση της Ε.Ε.Υ. (Παράρτημα 7) οι αναφορές σε σχέση με την αιτήτρια σταματούν την 1.2.2007 όταν έλαβε τη θέση Ανώτερου Λειτουργού Εκπαίδευσης, χωρίς να γίνεται καμιά αναφορά στο γεγονός της υπηρεσίας της στη θέση Πρώτου Λειτουργού και καμιά αξιολόγηση του γεγονότος αυτού.

 

Το κυριότερο όμως που διέλαθε της προσοχής και που δεν αφήνει καμιά πλέον αμφιβολία για τον χειρισμό του θέματος από την Ε.Ε.Υ., είναι η απάντηση που δόθηκε με επιστολή του Προέδρου της σε ένσταση της αιτήτριας (Παράρτημα 6 στην Ένσταση) όπου για το υπό συζήτηση θέμα καταγράφονται τα ακόλουθα:

 

«2.  Η ένστασή σας που αφορούσε το γεγονός ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την υπηρεσία σας ως Πρώτου Λειτουργού στην Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση επίσης δεν έγινε δεκτή. Η υπηρεσία σας αυτή ορθά δεν λήφθηκε υπόψη, εφόσον η προαγωγή σας στην εν λόγω θέση ακυρώθηκε μετά από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή Αρ. 1481/2009.»

 

Συνεπώς, είναι γεγονός ότι η Ε.Ε.Υ. δεν έλαβε υπόψιν την πείρα που απέκτησε η αιτήτρια και συνειδητά δεν το έπραξε για τον δοθέντα, ως άνω, λόγο.

 

Αυτή ήταν και η θέση που υποστήριξε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους.  Εισηγήθηκε ότι οι αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε η αιτήτρια αφορούσαν θέσεις πρώτου διορισμού και όχι προαγωγής.  Στην τελευταία περίπτωση, όπως εν προκειμένω, η πείρα και απόρροια της αρχαιότητας των υποψηφίων, δηλαδή της υπηρεσίας τους στις προηγούμενες θέσεις, πρέπει να είναι νόμιμη υπό την έννοια ότι αποκτήθηκε από υπηρεσία σε νόμιμη θέση.  Διαφορετικά θα επροσπορίζετο η αιτήτρια όφελος από παράνομη πράξη σε βάρος του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Παρέπεμψε σχετικά στην απόφαση της Ολομέλειας στην Fitzgerald v. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 263, στην οποία αποφασίστηκε ότι η πείρα που απέκτησε ο αλλοδαπός εφεσείων που βρισκόταν παράνομα στην Κύπρο και παράνομα ασκούσε εργασίες κτηματομεσίτη, δεν μπορούσε να προσμετρήσει ως προσόν για την έκδοση άδειας κτηματομεσίτη.  Απέρριψε το Δικαστήριο την εισήγηση ότι η πείρα ως πραγματικό γεγονός δεν μπορούσε να αναιρεθεί ανάλογα με τον τρόπο που αποκτήθηκε, εφόσον από την παρανομία δεν μπορεί να αποκομισθεί όφελος.

 

Εισηγήθηκε τέλος ο ευπαίδευτος δικηγόρος του ενδιαφερομένου μέρους ότι στην Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 745, κρίθηκε ότι πείρα που αποκτήθηκε σε θέση που ακυρώθηκε δεν λαμβάνεται υπόψιν, σε περίπτωση που η λήψη υπόψιν αυτής της πείρας θα επιφέρει ζημιά στον αντίδικο.

 

Σημειώνω ότι στην Χριστοδούλου έγινε εισήγηση από πλευράς αιτήτριας ότι η νομολογία που καθιερώθηκε στην Ξενοφώντος με αναφορά στην Καραγιώργης και ακολουθήθηκε στην Παναγή, ξεπεράστηκε από την απόφαση της Ολομέλειας στην Fitzgerald.   Το Δικαστήριο, όμως, δεν ενεπλάκη σε τέτοια συζήτηση, θεωρώντας ότι εκεί το ζήτημα ήταν ιδιαίτερο και δεν αφορούσε στα προσόντα ή στα προαπαιτούμενα αυτοτελώς.

 

Αφορούσε το συγκριτικό συσχετισμό δυνητικών πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων που προέκυπτε μέσα από το σύνθετο δικαστικό ιστορικό μεταξύ της αιτήτριας και του ενδιαφερόμενου μέρους και τη διαπίστωση πως αποδοχή της θέσης της Ε.Δ.Υ., υπό τις ιδιαίτερες εκείνες περιστάσεις, θα σήμαινε πως, παρά την εξαφάνιση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή και στην αναδρομική προαγωγή σ΄αυτή της αιτήτριας, θα παρέμενε κατάλοιπο σοβαρού οφέλους της ενδιαφερόμενης σε βάρος της αιτήτριας.

 

Εν προκειμένω η αναγνώριση της πείρας της αιτήτριας είναι ζήτημα αυτοτελές που δεν συσχετίζεται με το ενδιαφερόμενο μέρος υπό την έννοια της υπόθεσης Χριστοδούλου.

 

Σε ότι αφορά δε την Fitzgerald, δεν μπορεί να εξομοιωθεί η τέλεση ποινικών αδικημάτων με την καθ΄όλα νόμιμη άσκηση καθηκόντων από δημόσια θέση, επειδή και μόνο σε κάποιο στάδιο ανατρέπεται το τεκμήριο νομιμότητας της τοποθέτησης του λειτουργού στην θέση εκείνη.

 

Συνεπώς, η πείρα της αιτήτριας θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη ως πραγματικό γεγονός υπό την έννοια που εξηγήθηκε στην Ξενοφώντος.

 

Η διαπίστωση αυτή καθιστά μη αναγκαία την εξέταση της τελευταίας πτυχής της προσφυγής που αφορά ισχυρισμούς για πεπλανημένη και αναιτιολόγητη κρίση σε σχέση με τη συγκριτική αξία των υποψηφίων, αλλά και αδόκιμη, εφόσον η συγκριτική αξιολόγηση θα πρέπει να επανεξεταστεί από τη διοίκηση υπό το φως του προηγούμενου ευρήματος.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει.  Η επίδικη πράξη ακυρώνεται με έξοδα €1300 πλέον ΦΠΑ υπέρ της αιτήτριας και εις βάρος της Δημοκρατίας.

 

 

 

                                              Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ¨Π



[1] Μεταπτυχιακή εκπαίδευση στον τομέα της ειδικότητας του ή στην εκπαιδευτική διοίκηση ή στα παιδαγωγικά ή σε θέμα συναφές με τα καθήκοντα της θέσης, διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο