ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
FRANGOS & OTHERS ν. REPUBLIC (1982) 3 CLR 53
MOYO & ANOTHER ν. REPUBLIC (1988) 3 CLR 976
Λοϊζίδης Σταύρος ν. Yπουργού Eξωτερικών. (1995) 3 ΑΑΔ 233
Eπιτροπή Kεφαλαιαγοράς Kύπρου ν. Marfin Popular BankPublic Co Ltd (2007) 3 ΑΑΔ 32
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D450
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 466/2015
25 Ιουνίου 2015
[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.]
NGUYEN THI THANH HOA
Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ
4. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ΄ων η Αίτηση
----------------
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 8.4.2015
----------------
Χ. Σταυράκης με Μ. Μιχαήλ, για την αιτήτρια.
Μ. Δρυμιώτου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους καθ΄ων η αίτηση.
---------------
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια, υπήκοος Βιετνάμ, προσβάλλει διατάγματα απέλασης και κράτησης μέχρις ότου απελαθεί, που εκδόθηκαν εναντίον της στις 15.4.2014, για το λόγο ότι είναι απαγορευμένη μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.
Παρατίθενται τα γεγονότα όπως αυτά φαίνονται στα τεκμήρια από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης. Η αιτήτρια αφίχθηκε για πρώτη φορά στη Δημοκρατία στις 20.7.2009 με άδεια εισόδου για να εργασθεί ως οικιακή βοηθός σε οικογένεια και της παραχωρήθηκε άδεια παραμονής μέχρι 20.7.2013. Στις 27.10.2010, έπειτα από παράπονο που υποβλήθηκε στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων, δόθηκε στην αιτήτρια έγγραφο αποδέσμευσης. Αυτή δεν διευθέτησε την παραμονή της και ως εκ τούτου τα στοιχεία της τοποθετήθηκαν στον κατάλογο αναζητουμένων προσώπων. Στις 14.4.2011 υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο η οποία απορρίφθηκε. Δεν υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή και συνέχισε να παραμένει παράνομα στην Κύπρο.
Στις 16.6.2011 τέλεσε γάμο με βούλγαρο υπήκοο, ο οποίος εισήλθε στη Δημοκρατία στις 24.5.2011. Στις 5.7.2011 αποτάθηκε για διευθέτηση της παραμονής της ως σύζυγος Ευρωπαίου Πολίτη, υποβάλλοντας σχετική αίτηση. Η αρμόδια αρχή, όμως, έκρινε το γάμο αυτό εικονικό και η σχετική απόφαση κοινοποιήθηκε στο ζεύγος στις 29.5.2013 και ταυτόχρονα ενημερώθηκαν για την ακύρωση της Βεβαίωσης Εγγραφής του Ευρωπαίου Πολίτη και την απόρριψη της αίτησης για Δελτίο Διαμονής που υπέβαλε η αιτήτρια. Ιεραρχική προσφυγή του ζεύγους απορρίφθηκε και ακολούθησε η προσφυγή 6334/2013 η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Στις 15.4.2014 εκδόθηκαν από τη Διευθύντρια Μετανάστευσης τα προσβαλλόμενα, ως άνω διατάγματα απέλασης και κράτησης (Τεκμήρια 13 και 14 στην ένσταση αντίστοιχα). Σχετική επιστολή, στην αγγλική γλώσσα, φαίνεται να απεστάλη στην αιτήτρια στις 15.4.2014 (Τεκμήριο 15 στην ένσταση).
Σύμφωνα με απόδειξη παραλαβής υπογεγραμμένη από τον αστυνομικό Μιχάλη Δημητρίου, η αιτήτρια αρνήθηκε να παραλάβει στις 19.2.2015 την εν λόγω επιστολή (Τεκμήριο 16 στην ένσταση). Την ίδια ημέρα η αιτήτρια συνελήφθη επί τη βάσει των εν λόγω διαταγμάτων, ακολούθως δε καταχώρησε την παρούσα προσφυγή και στα πλαίσια αυτής την υπό εξέταση τώρα αίτηση.
Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων στα πλαίσια αναθεωρητικών αιτήσεων (προσφυγών) διέπεται από τον Καν. 13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Πρόκειται για δικαιοδοσία που ασκείται με φειδώ και μόνο όταν συντρέχει είτε έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης πράξης, είτε πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημίας στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος (Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ν. Marfin Popular Bank (2007) 3 ΑΑΔ 32.
Εν προκειμένω, η αιτήτρια επικαλείται έκδηλη παρανομία. Έκδηλη είναι εκείνη η παρανομία που είναι προδήλως αναγνωρίσιμη, χωρίς να χρειάζεται να διερευνηθούν τα αμφισβητούμενα γεγονότα. Αν και δεν έχει δοθεί εξαντλητικός ορισμός, φαίνεται πάντως ότι συνεπάγεται καθαρή παράβαση της διαδικασίας που προβλέπεται από το Νόμο ή αδιαμφισβήτητη περιφρόνηση των θεμελιωδών αρχών του διοικητικού δικαίου (Frangos & Others v. Republic (1982) 3 CLR 53). Δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα στάθμισης για έκφραση κρίσης, αλλά θα πρέπει να είναι αντικειμενικά αναντίλεκτη (Λοϊζίδης ν. Υπ. Εξωτερικών (1995) 3 ΑΑΔ 233). Δεν επαρκεί να καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση, όπως στις περιπτώσεις απαγορευτικών διαταγμάτων του ιδιωτικού δικαίου, αλλά απαιτείται στοιχειοθέτηση έκδηλης, υπό την παραπάνω έννοια, παρανομίας (Moyo & Another v. Republic (1988) 3 CLR 976).
Τα στοιχεία που κατά την αίτηση συνθέτουν έκδηλη παρανομία, συνοψίζονται στα ακόλουθα:
(α) Τα διατάγματα εκδόθηκαν προ πολλού και δεν επιδόθηκαν έγκαιρα ώστε η αιτήτρια να τα αντικρούσει νομικά. Περιπλέον, η μεγάλη καθυστέρηση υποδηλώνει έλλειψη καλής πίστης, αυθαιρεσία και εκδικητικότητα. Κακή πίστη προκύπτει και εκ του γεγονότος ότι εκδόθηκαν τα προσβαλλόμενα διατάγματα εκκρεμούσης της προσφυγής 6334/2013.
(β) Τα προσβαλλόμενα διατάγματα δεν επιδόθηκαν στην αιτήτρια ή δεν θεωρούνται ότι επιδόθηκαν, αφού «δεν έγιναν» σε αντιληπτή από αυτή γλώσσα, εξ ου και αυτή δεν υπέγραψε την παραλαβή τους, με αποτέλεσμα την παράβαση κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, εφόσον η αιτήτρια κρατείται χωρίς να αντιλαμβάνεται τον λόγο.
(γ) Το λεκτικό των διαταγμάτων αντίκειται στη νομολογία και δεν τεκμηριώνεται κίνδυνος στη δημόσια τάξη ώστε να δικαιολογείται η κράτηση της αιτήτριας.
(δ) Κατά παράβαση του Άρθρου 11 του Συντάγματος, δεν της επετράπη να αντιπροσωπευθεί ή να συμβουλευθεί το δικηγόρο της.
(ε) Η φυλάκιση της αιτήτριας, που για σειρά ετών παραμένει στη Δημοκρατία ως νομοταγής, είναι πασιφανώς τιμωρητική και εκδικητική και κρατείται αδίκως και παράνομα.
Το γεγονός ότι τα διατάγματα επιδόθηκαν και εκτελέστηκαν με καθυστέρηση ή εκκρεμούσης της προσφυγής 6334/2013, ασφαλώς δεν θέτει ζήτημα έκδηλης παρανομίας. Ούτε μπορούν να ενταχθούν σ΄εκείνα τα πλαίσια οι ισχυρισμοί για τιμωρητική ή εκδικητική συμπεριφορά. Περαιτέρω, δεν στηρίζονται στις πρόνοιες του άρθρου 6(1)(ζ) του Κεφ. 105 που διέπουν την απέλαση προσώπων σε σχέση με ζητήματα δημόσιας τάξης, ώστε να ετίθετο ζήτημα να τεκμηριωθεί κίνδυνος για τη δημόσια τάξη. Τα διατάγματα εκδόθηκαν, ως άνω, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 6(1)(κ). Ο ισχυρισμός ότι η αιτήτρια δεν είχε τη δυνατότητα να αντιπροσωπευθεί ή να συμβουλευθεί δικηγόρο δεν βρίσκει έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου που καταδεικνύουν μακρά εμπλοκή του δικηγόρου της.
Εκείνο που θα μπορούσε να θέσει ζήτημα παρανομίας ικανής ενδεχομένως να εξεταστεί σ΄αυτό το στάδιο, είναι οι ισχυρισμοί ότι τα διατάγματα δεν επιδόθηκαν σε αντιληπτή γλώσσα. Τούτο, ενόψει της ρητής πρόνοιας του άρθρου 14(6)(α) του Κεφ. 105, που ενσωματώνει γενικότερη αρχή για τα δικαιώματα προσώπων που τίθενται υπό σύλληψη, ότι πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία και/ή διάταγμα κράτησης ή περιορισμού: «Πληροφορείται γραπτώς σε γλώσσα κατανοητή από αυτό τους λόγους για την πιο πάνω απόφαση εκτός εάν λόγοι εθνικής ασφάλειας καθιστούν κάτι τέτοιο ανεπιθύμητο».
Συζητήθηκε το ζήτημα του βάρους απόδειξης για την κατ΄ισχυρισμό έλλειψη γνώσης της αγγλικής γλώσσας από την αιτήτρια. Περαιτέρω, η δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι από τα υποβληθέντα από την ίδια την αιτήτρια έγγραφα τα οποία βρίσκονται στο σχετικό φάκελό, προκύπτει γνώση της αγγλικής γλώσσας από την αιτήτρια. Όντως, από τα στοιχεία που συνοδεύουν την ίδια την αίτηση προκύπτει, εκ πρώτης όψεως, ότι η αιτήτρια είχε επαρκή γνώση και αντίληψη της αγγλικής για τους υπό συζήτηση σκοπούς. Σε επιστολή του δικηγόρου της προς την Αν. Διευθύντρια του Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερ. 22.10.2014, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Με την παρούσα σας πληροφορώ ότι την 20.10.2014 το πρωί επικοινώνησε μαζί μου η πελάτιδα μου για να μου αναφέρει ότι λειτουργοί του Τμήματος Μετανάστευσης εμφανίστηκαν στον τόπο εργασίας της και της ανάφεραν ότι είναι παράνομη, καθότι ο γάμος της είναι εικονικός. Αυτή τους εξήγησε ότι εκκρεμεί η ως άνω προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο ..... Η πελάτιδά μας μου έστειλε μήνυμα ότι οι λειτουργοί του Τμήματος άρχισαν εξ αρχής πλήρη έρευνα για τα δεδομένα του γάμου της (2 χρόνια μετά) ρωτούσαν πάμπολες ανούσιες ερωτήσεις ....»
Αυτά συνάδουν με τον ισχυρισμό που περιλαμβάνεται σε επιστολή ημερομηνίας 10.3.2015, του κ. Γλυκέριου Λεοντίου, Αστυνόμου Α΄, προς τους δικηγόρους της αιτήτριας (τεκμήριο 4 στην Αίτηση), ότι η επικοινωνία γινόταν στην αγγλική γλώσσα και δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, ούτε και έγινε αντιληπτό ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει τις ακολουθούμενες διαδικασίες. Ο ισχυρισμός αυτός δεν τέθηκε ενόρκως στα πλαίσια της παρούσας αίτησης, αλλά, ως άνω, συνάδει με όσα κατέγραφε η εν λόγω επιστολή των δικηγόρων της καθ΄ης η αίτηση στις 22.10.2014. Σημειώνεται δε, ότι σε μια άλλη επιστολή τους, ημερομηνίας 19.2.2015, ήτοι αμέσως μετά τη σύλληψη της, που απευθύνεται προς τον Υπουργό Εσωτερικών, ό,τι μετ΄επιτάσεως τέθηκε, είναι το ζήτημα της εκτέλεσης των διαταγμάτων εκκρεμούσης της προσφυγής 6334/2013, χωρίς να γίνεται κανένας λόγος για το ζήτημα που τώρα προβάλλεται ως έκδηλη παρανομία.
Έκδηλη παρανομία δεν διαπιστώνεται.
Εν πάση περιπτώσει, ως εκδήλωση της αρχής ότι μια αρνητική πράξη της διοίκησης δεν υπόκειται σε αναστολή, δεν θα ήταν δυνατή η αναστολή της κράτησης από το Δικαστήριο, εφόσον τούτο θα ισοδυναμούσε κατ΄ουσίαν με απόδοση άδειας προσωρινής παραμονής στη Δημοκρατία, ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στην ευχέρεια της διοίκησης (Moyo, ανωτέρω). Η εκκρεμοδικία δεν παρέχει δικαίωμα αλλοδαπού για παραμονή στη Δημοκρατία μέχρι την αποπεράτωση της διοικητικής δίκης, υπό την επιφύλαξη ότι εάν η φυσική του παρουσία κριθεί αναγκαία μπορούν να γίνουν κατάλληλες ρυθμίσεις για να διασφαλιστεί (Moyo, ανωτέρω, Rached v. Δημοκρατίας κ.α. (1992) 4 ΑΑΔ 3135).
Τέλος, σημειώνεται ότι, στην αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση, χωρίς να περιλαμβάνεται στη βάση της αίτησης και χωρίς να γίνεται λόγος στην αίτηση ή στην αγόρευση για την αιτήτρια, τέθηκε ζήτημα σε σχέση με το άρθρο 18ΠΣΤ(4) που διέπει την επανεξέταση του διατάγματος κράτησης από τον Υπουργό, οπότε προκλήθηκε απάντηση και για το ζήτημα αυτό. Όμως, όχι μόνο τέτοιο ζήτημα ήταν εκτός των πλαισίων της αίτησης, αλλ΄ ούτε και θα μπορούσε να τεθεί σ΄αυτά τα πλαίσια, εφόσον θα ενέπιπτε στη δικαιοδοσία που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο κατά το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΚΧ»Π