ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θαλασσινός Γρηγόρης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 364
Γεωργίου Στέλιος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 559
Μάρκου Κωνσταντίνος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 531
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Κυβέλης Αναστασίου (2011) 3 ΑΑΔ 519
Σασακάρος Κωνσταντίνος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 106, ECLI:CY:AD:2014:C235
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2015:D449
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1805/2012)
25 Ιουνίου 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
------------------------------------
Α. Παπασιάντης, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής κατάγεται από το Μηλικούρι, γεννηθείς το 1946, μέχρι δε την Τουρκική εισβολή το 1974 και πριν νυμφευθεί, διέμενε με τις αδελφές του σε ενοικιαζόμενη κατοικία στη Μόρφου. Στη βάση των δεδομένων από τις κάρτες Κοινωνικών Ασφαλίσεων ο αιτητής εργάστηκε για την περίοδο Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου του 1973 σε εργοδότη της επαρχίας Μόρφου και από τον Φεβρουάριο-Ιούλιο του 1974, σε εργοδότη της επαρχίας Λευκωσίας.
Λόγω του γεγονότος ότι στις 16.8.1974 ο αιτητής δεν ήταν ιδιοκτήτης κατοικίας ή άλλης ακίνητης περιουσίας στις κατεχόμενες περιοχές, του παραχωρήθηκε το 2005 προσφυγική ταυτότητα της κατηγορίας «Εκτοπισθείς λόγω επαγγέλματος». Εναντίον αυτής της απόφασης ο αιτητής καταχώρησε την προσφυγή υπ΄ αρ. 1574/2009, η οποία απερρίφθη στις 12.5.2011. Με γραπτή του δήλωση ημερ. 26.6.2012, ο αιτητής ανέφερε, παραθέτοντας και διάφορες ενυπόγραφες δηλώσεις συμπολιτών του, ότι κατοικούσε μέχρι την Τουρκική εισβολή μονίμως στη Μόρφου. Οι καθ΄ ων εξέτασαν τους ισχυρισμούς, αλλά απέρριψαν το προφορικό, όπως συνάγεται, αίτημα του για αλλαγή της κατηγορίας του εκτοπισμένου εξ επαγγέλματος σε κανονικό εκτοπισθέντα. Εναντίον της γνωστοποιηθείσας σ΄ αυτόν απόφασης ημερ. 14.8.2012, καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Οι καθ΄ ων με την άδεια του Δικαστηρίου και τη συμφωνία του συνηγόρου του αιτητή, προσέθεσαν στις 2.9.2014 προδικαστική ένσταση ότι δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά βεβαιωτική προηγούμενης απόφασης και επομένως η προσφυγή υπόκειται σε απόρριψη. Ανεξάρτητα από την προδικαστική αυτή ένσταση, οι καθ΄ ων εισηγούνται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι καθ΄ όλα νόμιμη εφόσον η διοίκηση είχε ενώπιον της όλα τα δεδομένα, προέβη στην υπό τις περιστάσεις δέουσα έρευνα, δόθηκε πλήρης ή επαρκής αιτιολογία, η οποία εν πάση περιπτώσει συμπληρώνεται από τον διοικητικό φάκελο, ενώ η αρνητική για τον αιτητή κατάληξη ήταν εύλογα επιτρεπτή χωρίς ο αιτητής να έχει καταφέρει να ανατρέψει το τεκμήριο της κανονικότητας.
Από την άλλη, ο αιτητής θεωρεί ότι η προδικαστική ένσταση δεν είναι ορθή εφόσον παρουσιάστηκαν νέα πραγματικά στοιχεία που δεν υπήρχαν αρχικά το 2005 και, επομένως, οι καθ΄ ων όφειλαν να εξετάσουν αυτά τα νέα δεδομένα. Απέτυχαν όμως να προβούν σε δέουσα έρευνα, πλανώμενοι περί τα πράγματα και καταλήγοντας αναιτιολόγητα στην απόρριψη της αίτησης.
Εξετάζοντας την όλη υπόθεση, κρίνεται ότι η προδικαστική ένσταση είναι ορθή. Τα όλα δεδομένα του αιτητή αναφέρονται στην προαναφερθείσα απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1574/2009, ημερ. 12.5.2011, εναντίον της οποίας δεν λέχθηκε ότι ασκήθηκε έφεση. Σε εκείνη την υπόθεση αναφέρεται ότι στις 29.10.1981 χορηγήθηκε στον αιτητή ως κατόχου προσφυγικής ταυτότητας, οικονομική βοήθεια για αυτοστέγαση στο ποσό των £4.600, πλέον £24 πρόσθετη βοήθεια. Το 2005, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης καταχώρησε τον αιτητή ως εκτοπισθέντα λόγω επαγγέλματος. Αυτό έγινε στη βάση του περί Παροχής Στεγαστικής Βοήθειας σε Εκτοπισθέντες, Παθόντες και Άλλα Πρόσωπα Νόμου αρ. 46(Ι)/2005, (εφεξής «ο Νόμος»), ως τροποποιήθηκε. Στη συνέχεια, οι θυγατέρες του αιτητή κατατάχθηκαν επίσης στην κατηγορία των εκτοπισθέντων λόγω επαγγέλματος των γονιών τους και τους εκδόθηκαν σχετικές προσφυγικές ταυτότητες. Μια εκ των θυγατέρων υπέβαλε το 2006 αίτημα προς παραχώρηση οικονομικής βοήθειας για την αγορά οικίας στη Λευκωσία, το οποίο όμως απερρίφθη διότι είχε ήδη βοηθηθεί ο πατέρας της για αυτοστέγαση.
Μετά την πάροδο ετών, το 2009, ο αιτητής διαμαρτυρήθηκε για το γεγονός ότι οι θυγατέρες του δεν αναγνωρίζονταν ως εκτοπισθείσες είτε εκ πατρός, είτε εκ μητρός και ο Διευθυντής Υπηρεσίας Μερίμνης απάντησε στον αιτητή μετά από εξέταση του αιτήματος του, με επιστολή ημερ. 7.9.2009, στην οποία αναφέρθησαν τα δεδομένα του αιτητή ότι δηλαδή είχε την ιδιότητα του εκτοπισθέντος εξ επαγγέλματος και όχι την ιδιότητα του εκτοπισθέντος ως αποτέλεσμα δε της πρώτης ιδιότητας επωφελήθηκε ο ίδιος οικονομικής βοήθειας που σύμφωνα με τα καθορισθέντα κριτήρια δεν είναι μεταβιβάσιμο δικαίωμα στα τέκνα. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή στη βάση του άρθρου 13 του πιο πάνω Νόμου, ούτε και φαινόταν ότι ο αιτητής είχε υποβάλει κάποιο συγκεκριμένο αίτημα για χορήγηση στεγαστικής βοήθειας άμεσα συναρτώμενο προς το πρόσωπο του. Το Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι οι αφορούσες στο πρόσωπο του αιτητή αποφάσεις των καθ΄ ων που παρήγαγαν έννομες συνέπειες γι΄ αυτόν, εξαντλούντο με τον προσδιορισμό του ως «εκτοπισθέντα λόγω επαγγέλματος» από τις 2.6.2005, έκρινε εν τέλει ότι η ενώπιον του προσβαλλόμενη πράξη ήταν απλώς πληροφοριακού χαρακτήρος ως προς τις πρόνοιες του Νόμου και συνεπώς στερείτο εκτελεστότητας με αποτέλεσμα την απόρριψη της προσφυγής.
Παρά τα όσα προβάλλονται στην υπό κρίση προσφυγή από τον αιτητή περί της υποβολής νέων στοιχείων, αυτά δεν θα μπορούσαν να αλλάξουν τη φυσιογνωμία της πράξης του 2005, με την οποία ο αιτητής κατηγοριοποιήθηκε ως εκτοπισθείς εξ επαγγέλματος. Σύμφωνα με τα κριτήρια που καθόρισε το Υπουργικό Συμβούλιο στη βάση του πιο πάνω Νόμου, «εκτοπισθέντες λόγω επαγγέλματος» θεωρούνται τα πρόσωπα που βρίσκονταν σε κατεχόμενες περιοχές λόγω επαγγέλματος, ενώ το σπίτι τους και γενικά η περιουσία τους, βρίσκονταν στις ελεύθερες περιοχές. Τα πρόσωπα αυτά θεωρούνται εκτοπισθέντες δικαιούμενοι στεγαστικής βοήθειας, χωρίς όμως να μεταβιβάζεται αυτή η βοήθεια στα παιδιά τους, εκτός και εάν το δικαιούχο πρόσωπο δηλώσει ότι αποδέχεται τη μεταβίβαση της στεγαστικής βοήθειας στο παιδί του, (δέστε κατ΄ αναλογίαν την Σταυράκης Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1824/06, ημερ. 10.7.2008).
Ο αιτητής δεν αμφισβητεί είτε τις πρόνοιες της νομοθεσίας, είτε τις πρόνοιες των σχετικών κριτηρίων. Αναφέρεται ο ίδιος διά του δικηγόρου του στις σχετικές πρόνοιες των τεθέντων στις 19.9.1974 και αργότερα στις 19.4.1990 κριτηρίων, (σελ. 4 της αρχικής αγόρευσης του). Εκτοπισθείς σήμαινε αρχικά το άτομο που είχε τη μόνιμη κατοικία του σε περιοχή που κατελήφθη από τα Τουρκικά Στρατεύματα ή ήταν σε απροσπέλαστη περιοχή, ή, η περιοχή εκκενώθηκε μετά από υπόδειξη της Εθνικής Φρουράς ή κηρύχθηκε επικίνδυνη. Αργότερα το 1995, τα κριτήρια επεκτάθηκαν ώστε να καλύπτονται και άτομα που κατοικούσαν στις κατεχόμενες περιοχές λόγω εργασίας, αλλά το σπίτι τους και η περιουσία τους ήταν στις ελεύθερες περιοχές.
Φανερά ο αιτητής δεν καλύπτει το κριτήριο της κατοχής περιουσίας στη Μόρφου και εκείνο το οποίο απλώς επανέλαβε με τη δήλωση του ημερ. 26.6.2012 που περιέχεται στο Παράρτημα 7 της ένστασης, είναι ότι κατοικούσε με τις αδελφές του μονίμως στην κωμόπολη Μόρφου από το 1960 μέχρι την Τουρκική εισβολή. Οι τρεις βεβαιώσεις που στη συνέχεια υποστηρίζουν τη δήλωση αυτή, πιστοποιούν απλώς τη μόνιμη διαμονή, αλλά πουθενά δεν φανερώνεται, ούτε και γίνεται ισχυρισμός, ότι ο αιτητής ήταν ιδιοκτήτης περιουσίας στις κατεχόμενες περιοχές. Η διαπίστωση επομένως της ιδιότητας του αιτητή ως εκτοπισθέντος εξ επαγγέλματος που έγινε το 2005, παραμένει ισχυρή και ως εκ τούτου η απόφαση των καθ΄ ων δεν είναι παρά βεβαιωτική πράξη της προηγούμενης απόφασης. Σημειώνεται ότι στην αίτηση που υπέβαλε στις 18.5.2005, (ερυθρό 13 του διοικητικού φακέλου, Τεκμ. «Α»), διαγράφηκε η στήλη περί της κατοχής ιδιόκτητης κατοικίας, ή άλλης ακίνητης ιδιοκτησίας στις κατεχόμενες περιοχές κατά την 16.8.1974. Καθώς υποδείκνυε η εν λόγω στήλη, σε περίπτωση κατοχής τέτοιας ιδιοκτησίας, έπρεπε να επισυναφθεί τίτλος ιδιοκτησίας.
Η νομολογία έχει καθορίσει ότι η βεβαιωτική πράξη δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα και απαράδεκτα προσβάλλεται με προσφυγή, (Στέλιος Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 559 και Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (2011) 3 Α.Α.Δ. 851). Στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» (2007) σελ. 127, παρ. 108, αναφέρεται ότι οι βεβαιωτικές πράξεις στερούνται εκτελεστότητας, ως τέτοιες δε είναι αυτές που συνήθως εκδίδονται μετά από νέα αίτηση του διοικούμενου για το ίδιο θέμα ή άσκηση αίτησης θεραπείας ή ιεραρχικής προσφυγής. Η θέση του αιτητή μέσα από τις αγορεύσεις του ότι υποβλήθησαν νέα στοιχεία τα οποία έπρεπε να οδηγήσουν σε νέα έρευνα, δεν είναι ορθή διότι, όπως υποδείχθηκε πιο πάνω, δεν αναφέρθηκε ή υποστηρίχθηκε οτιδήποτε σε σχέση με τα δεδομένα του αιτητή που θα μπορούσαν να αλλάξουν την ταξινόμηση του ως εκτοπισθέντος εξ επαγγέλματος. Πράγματι η υποβολή νέων στοιχείων απολήγει σε νέα απόφαση μετά από δέουσα έρευνα, (Μάρκου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 531 και Δημοκρατία ν. Αναστασίου(2011) 3 Α.Α.Δ. 519). Το πότε υπάρχει νέα έρευνα είναι βεβαίως ζήτημα πραγματικό και υφίσταται γενικώς όταν λαμβάνονται υπόψη νέα ουσιώδη νομικά ή πραγματικά στοιχεία. Χρειάζεται επομένως η υποβολή νέου υλικού που δεν υπήρχε προηγουμένως ή ήσαν άγνωστα έστω και αν προϋπήρχαν και λαμβάνονται υπόψη για πρώτη φορά μεταγενέστερα (δέστε Μ. Δ. Στασινόπουλου: Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών, 4η έκδ. σελ. 176, Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 364 και Σασακάρος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 177/2009, ημερ. 2.4.2014), ECLI:CY:AD:2014:C235.
Εδώ όμως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία που έχρηζαν νέας έρευνας. Το ότι ο αιτητής ήταν μόνιμος κάτοικος Μόρφου είχε πιστοποιηθεί και προηγουμένως με την αίτηση του για έκδοση προσφυγικής ταυτότητας, Παράρτημα 1 στην ένσταση, με βεβαιώσεις του τότε Προέδρου της Χωρητικής Αρχής Μόρφου, (Παράρτημα 2) και δήλωση του ιδίου, (Παράρτημα 3).
Ακόμη όμως και να μπορούσαν να θεωρηθούν τα υποβληθέντα πιστοποιητικά ή δηλώσεις που υποστήριξαν τη δήλωση του αιτητή ως νέα στοιχεία, αυτά έτυχαν εξέτασης και μάλιστα με επάρκεια, διότι, όπως προκύπτει από το σημείωμα ημερ. 26.6.2012, (Τεκμήριο 8 στην ένσταση), λήφθηκαν υπόψη και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η εξετάστρια της υπόθεσης, η οικογένεια του αιτητή δεν πρόλαβε να αποκτήσει περιουσία δική της στη Μόρφου και τα δεδομένα του αιτητή δεν διαφοροποιήθηκαν από το 2005 όταν η περίπτωση του εξετάστηκε ενδελεχώς, (δέστε τα σημειώματα και τα ερυθρά 38, 14, 13 και 12-11 του διοικητικού φακέλου), με αποτέλεσμα την τεκμηριωμένη κατάληξη ότι αυτός ήταν «εκτοπισθείς εξ επαγγέλματος», απόφαση που επιβεβαιώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προαναφερθείσα υπόθεση.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως μη παραδεκτή με έξοδα εναντίον του αιτητή, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ