ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Μ. Κληρίδης, για τον αιτητή Ε. Καρακάννα (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους καθ' ων η αίτηση CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-05-05 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΑΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ν. KΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 935/2012, 5/5/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D300

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ.  935/2012

 

 

5 Μαϊου, 2015

 

 

 

 [Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ Δ/ΣΤΗΣ]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 29, 30 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

 

ΧΑΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

Αιτητής

 

- ΚΑΙ -

 

 

KΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

Καθ'ων η αίτηση

....................................

 

Μ. Κληρίδης,  για τον αιτητή

Ε. Καρακάννα (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους καθ' ων η αίτηση

 

.............................

 

 

 

 

 

 

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ:  Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ. 20/4/12, με την οποία απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή του που στρεφόταν εναντίον της απόφασης των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ.19/12/11 να τερματίσουν την σύνταξη ανικανότητας του από 1/12/11.

 

Ο αιτητής είχε αρχικά εγκριθεί κατόπιν γνωμάτευσης του Ιατρικού Συμβουλίου για σύνταξη ανικανότητας από 12/7/07 σε ποσοστό 75%.  Στις 16/5/11 επανεξετάστηκε από Ορθοπεδικό-Χειρουργικό Ιατροσυμβούλιο το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του από ορθοπεδικής πλευράς και συνέστησε παραπομπή του σε Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο. Το Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο που τον εξέτασε στις 28/11/11, γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του. Κατά συνέπεια ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υιοθετώντας τις γνωματεύσεις των Ιατρικών Συμβουλίων τερμάτισε τη σύνταξη ανικανότητας του αιτητή από 1/12/11.

 

Ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικά και με επιστολή ημερ. 22/12/11, προσέφυγε στην Υπουργό κατά της εν λόγω απόφασης και ζήτησε επανεξέταση. Το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο που εξέτασε τον αιτητή στις 8/3/12, γνωμάτευσε ότι με βάση την κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα , ο αιτητής ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του. Η Υπουργός δυνάμει του άρθρου 83 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου Ν.41/80 ως τροποποιήθηκε (εφεξής ο «Νόμος»), υιοθέτησε τη πιο πάνω γνωμάτευση και αφού μελέτησε τις ιατρικές μαρτυρίες και τα δεδομένα της υπόθεσης του αιτητή, απέρριψε την ιεραρχική του προσφυγή. Η σχετική ενημερωτική επιστολή προς τον αιτητή εστάλη στις 20/4/12, εξ' ου και η παρούσα προσφυγή.

 

Ο αιτητής προβάλλει βασικά δυο λόγους ακύρωσης. Προηγείται η εξέταση του λόγου που αφορά στη παράνομη, κατ΄ ισχυρισμό, συγκρότηση και/ή σύσταση του Νευρολογικού Ιατροσυμβουλίου που εξέτασε τον αιτητή στις 28/11/11.Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι κατά παράβαση του Καν.3 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ιατρικά συμβούλια, Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο και Ειδικοί Ιατροί) Κανονισμών του 2006,ΚΔΠ 169/2006 που προνοεί την σύσταση Ιατρικών Συμβουλίων «από δυο ειδικούς ιατρούς, από τους οποίους ο ένας εκτελεί καθήκοντα προέδρου», όπως ο ίδιος αντιλήφθηκε, κατά την εξέταση του, παρών ήταν ένας μόνο γιατρός και η λειτουργός του Γραφείου Εργασίας.

 

Ως αρχική επισήμανση θα πρέπει να σχολιάσω την επί του προκειμένου θέση των καθ' ών η αίτηση ότι  δεν είναι εδώ υπό κρίση τα ευρήματα των Πρωτοβάθμιων Ιατρικών συμβουλίων, αλλά τα ευρήματα Δευτεροβάθμιου Ιατρικού στα οποία στηρίχθηκε η έκδοση της επίδικης απόφασης.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία όταν η τελική απόφαση είναι αυτή στην ιεραρχική προσφυγή, αυτή δε συνιστά έφεση σύμφωνα με τη νομολογία, αλλά αντικείμενό της είναι η εξέταση της υπόθεσης εξ' υπαρχής, με την ίδια πρωτογενή δικαιοδοσία. (Δημοκρατία ν. Αλίκης Γεωργίου (2007) 3 Α.Α.Δ. 499, Δημοκρατία ν. Χριστοφόρου (2003) 3 Α.Α.Δ. 185). Παρόλο λοιπόν που ο λόγος που αφορά στη συγκρότηση του Ιατρικού Συμβουλίου πριν την έκδοση της απόφασης  τερματισμού δεν ηγέρθηκε από τον αιτητή στην ιεραρχική του προσφυγή και δεν εξετάστηκε από την Υπουργό κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης, θεωρώ ότι μπορεί να απασχολήσει στην παρούσα προσφυγή και επιτρέπεται παρεμπίπτον δικαστικός έλεγχος, επειδή για την έκδοση της λήφθηκαν υπόψη όχι μόνο η γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατροσυμβουλίου αλλά και οι προηγούμενες ιατρικές εκθέσεις.

 

Το σχετικό έντυπο της αναλυτικής ιατρικής έκθεσης του Ιατρικού Συμβουλίου (ερυθρά 73-83 στο τεκ.1), υπογράφεται από δυο ιατρούς της ειδικότητας (νευροχειρούργοι), τον Δρα Χριστόπουλο και Δρα Κιτρομιλήδη. Τα εν λόγω έντυπά καθώς και η δέουσα συμπλήρωση τους αποτελούν από μόνα τους το σχετικό πρακτικό ως απόρροια της πρόνοιας του Καν. 7(6) της Κ.Δ.Π. 169/06 για το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο και του Καν. 5(8) για το πρωτοβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, (Ανδρέας Ιωάννου ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υπόθ. αρ. 547/2011, ημερ. 24.1.2013, Χρήστος Ηροδότου ν. Δημοκρατίας, Υποθ.αρ.1671/2010 ημερ.23/04/13).  Συνεπώς ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Με τον επόμενο λόγο ακύρωσης ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και το Νόμο, στερείται αιτιολογίας και δέουσας έρευνας καθώς λήφθηκε με βάση ανεπαρκή στοιχεία. Ο αιτητής αναφέρεται στον Κ.4(1) και (2)[1] που επιβάλλουν στον Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων να εξασφαλίζει και να υποβάλει στο Ιατρικό συμβούλιο όλη την ιατρική μαρτυρία που έχει στην διάθεση του για κάθε αιτητή που παραπέμπει για εξέταση και μάλιστα επαρκή μαρτυρία ως προς την πάθηση και τη γενική κατάσταση υγείας του αιτητή. Στην περίπτωση του η ιατρική μαρτυρία του Ελβετού Ιατρού που τον εξέτασε και τον είχε παραπέμψει σε εγχείριση, παρόλο που ήταν ουσιώδης δεν παρουσιάστηκε από τον Διευθυντή ως όφειλε. Επίσης δεν λήφθηκαν υπόψη το Mri καθώς και η έκθεση του θεράποντος ιατρού του κ. Λοϊζίδη, με αποτέλεσμα να υπάρχει αντιφατική μαρτυρία εντός του φακέλου που έχρηζε περαιτέρω έρευνας.

 

Επίσης θεωρεί ότι τόσο από το φάκελο της Διοίκησης όσο και από το περιεχόμενο της έκθεσης του Δευτεροβάθμιου Ιατροσυμβουλίου ελλείπουν οι λόγοι για τους οποίους κρίθηκε ότι ήταν ικανός για εργασία, σε αντίθεση μάλιστα με το γεγονός ότι θα υποβαλλόταν για εγχείριση σχετικά με το ίδιο πρόβλημα υγείας για το οποίο είχε εγκριθεί ως δικαιούχος τον Ιούλιο του 2007 και υποβαθμίζοντας μάλιστα τα στοιχεία που είχε εγείρει ο αιτητής με την ιεραρχική του προσφυγή.

 

Οι καθ' ων η αίτηση διαφωνούν και υποστηρίζουν ότι στην ιατρική εκθεση του Δευτεροβαθμιου  καταγράφεται το ιστορικό του ασθενούς και επομένως λήφθηκαν υπόψη οι γνωματεύσεις του θεράποντος ιατρού του όπως και το Mri που σχολιάζεται στην παρ.3.1. της έκθεσης.  Καταγράφουν αναλυτικά τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης καθώς και τη διάγνωση «επωδ. Αριστερο ισχύο» και αιτιολογείται επαρκώς με βάση τα εργαστηριακά ευρήματα το συμπέρασμα ότι ήταν ικανός. Θεωρούν ότι η διαδικασία ενώπιον του Δευτεροβαθμίου τηρήθηκε πλήρως ενώ η πρόνοια του άρθρου 8(2) των Κανονισμών, βάσει της οποίας ο πρόεδρος του Δευτεροβαθμίου Ιατροσυμβουλίου δύναται να ζητήσει οποιεσδήποτε πρόσθετες πληροφορίες ή να διευθετήσει διενέργεια ιατρικών και άλλων εξετάσεων, δεν οδηγεί στο συμπέρασμα πώς ο πρόεδρος όφειλε να διασφαλίσει την παρουσίαση της ιατρικής έκθεσης του Ελβετού ιατρού, εφόσον αυτή δεν κρίθηκε αναγκαία για την εξέταση της προσφυγής.  Είναι φανερό , κατά τους καθ' ών η αίτηση, σύμφωνα με ρητή αναφορά στην ιατρική έκθεση ότι η χειρουργική επέμβαση δεν τον καθιστούσε ανίκανο για εργασία και περαιτέρω δεν τέθηκε θέμα ποσοστού ανικανότητας διότι ο αιτητής κρίθηκε ικανός. Καταλήγουν ότι δεν εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε πλάνη και ότι η απόφαση φέρει την δέουσα αιτιολογία.

 

Η κρίση του Ιατροσυμβουλίου, αποτελούμενο από ιατρούς εμπειρογνώμονες, ως προς ειδικά ιατρικά θέματα παραμένει ανέλεγκτη ως τεχνική κρίση της Διοίκησης και δεν αναθεωρείται, εκτός αν καταδειχθεί πρόδηλο λάθος στην όλη εξέταση του θέματος, πλάνη, έλλειψη δέουσας έρευνας και κακοπιστία ή υπέρβαση των ακρών ορίων της διακριτική εξουσίας της Διοίκησης με την έννοια ότι τα συμπεράσματα δεν ήταν εύλογα επιτρεπτά με βάση τα ενώπιον της στοιχεία (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 489,  και Ανδρέας Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 637/2011, ημερομηνίας 11.1.2013, Μάριος Φράγκος ν. Δημοκρατίας Υποθ. αρ. 1165/2011 ημερ. 4/6/13, Υποθ. 1918/12 Λουκάς Μιχαηλίδης ν. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ.19/05/14), ECLI:CY:AD:2014:D329. Ούτε βεβαίως υποκαθιστά το Δικαστήριο τις αποφάσεις της διοίκησης ή προβαίνει σε επανεκτίμηση πρωτογενών γεγονότων, εφόσον κρίνει ότι η έρευνα ήταν επαρκής.(Φράγκος ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

 

Στην προκειμένη όμως περίπτωση, ο αιτητής με την επιστολή του ημερ.22/12/11 (ερυθρό 91) κατέθεσε ιεραρχική προσφυγή ζητώντας επανεξέταση ενόψει της κλινικής εξέτασης στην οποία είχε υποβληθεί στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας με την παρουσία του Eλβετού Ορθοπεδικού Dr Spastuis και την άμεση παραπομπή του για χειρουργική επέμβαση.  Ρητά δε ζητά όπως στην επανεξέταση ληφθεί υπόψη η ιατρική γνωμάτευση από την τελευταία του επίσκεψη στην Ορθοπεδική κλινική που βρίσκεται στον προσωπικό του φάκελο.

 

Υπό τις περιστάσεις, και λόγω του ότι ήταν η πιο πρόσφατη διάγνωση του προβλήματος του αιτητή που μάλιστα τον παρέπεμπε σε χειρουργική επέμβαση, θεωρώ ότι όφειλε να είχε αναζητηθεί από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό συμβούλιο στην βάση της διακριτικής του ευχέρειας(Καν.7(2)).

 

Το Δευτεροβάθμιο ανέφερε σχετικά ότι «Ο αιτητής αναφέρει νέα στοιχεία τα οποία όμως δεν έχει παρουσιάσει και έτσι συνιστάται επαναξιολόγηση αφού παρουσιάσει τα νέα στοιχεία , από πρωτοβάθμιο ιατροσυμβούλιο».

 

Ούτε από το Νόμο (βλ αρθρο 38(3)) ούτε από τους Κανονισμούς προκύπτει οποιαδήποτε υποχρέωση του αιτητή να προσκομίσει τέτοια ιατρική γνωμάτευση, ιδιαίτερα αφού επρόκειτο για εξέταση που όφειλε να καταχωρηθεί στο ιατρικό αρχείο του ασθενούς σε κρατικό Νοσοκομείο και ήταν ευχερώς προσβάσιμη προς ενημέρωση του προσωπικού του φακέλου  στο τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Αντιθέτως ο Πρόεδρος είχε τη δυνατότητα να ζητήσει το ιατρικό πόρισμα από την τελευταία εξέταση του αιτητή, ώστε να διαπιστωθούν οι λόγοι που οδήγησαν στην παραπομπή του σε προγραμματισμένη εγχείριση και δεν το έκανε εναποθέτοντας πεπλανημένα στον αιτητή την ευθύνη της προσκόμισης τέτοιων ιατρικών στοιχείων.

 

Η δικαστική κρίση σε τέτοιες υποθέσεις ασκείται ως προς το εάν και κατά πόσο η κατάληξη  ήταν ή όχι αποτέλεσμα επαρκούς έρευνας, αν η δοθείσα αιτιολογία συνάδει με στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη, αν ήταν νόμιμος ο τρόπος αξιολόγησης, και τελικά βέβαια, αν το εξαχθέν συμπέρασμα που οδήγησε σε απορριπτική απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτό.

 

 Στην υπόθεση Ηροδότου ν. Δημοκρατίας(2010) 3 Α.Α.Δ. 220, 225 στην οποία παρέπεμψε και ο δικηγόρος του αιτητή, κρίθηκε:

 

«Έχει νομολογηθεί και κατ' επανάληψη επιβεβαιωθεί από τη νομολογία μας, ότι η αιτιολογία πρέπει να προσδιορίζει τη βάση της απόφασης και τους λόγους που την στοιχειοθετούν. Πρέπει να δίνονται σαφείς και ικανοποιητικοί λόγοι έτσι ώστε να καθίσταται δυνατό για το Δικαστήριο να διακριβώσει κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση εδράζεται επί του ορθού, πραγματικού και νομικού υπόβαθρου. Κοντολογίς, ότι δεν είναι προϊόν πλάνης είτε περί τα πράγματα είτε περί το Νόμο. (Βλ. Eleftheriou a.o. v. Central Bank (1980) 3 C.L.R. 85, Motorways Ltd. v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).

 

Μια απλή ανάγνωση της επιστολής του Εξεταστή Απαιτήσεων ημερ. 21/12/2004 είναι πιστεύουμε αρκετή για να διαπιστώσει ένας, διαπίστωση την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέκλεισε, ότι ο παράγοντας αιτιολογία κρινόμενος αποκλειστικά υπό το φως του περιεχομένου της εν λόγω επιστολής, στην ουσία απουσιάζει. Το γεγονός ότι οι λόγοι που οδήγησαν στον καθορισμό του ποσοστού ανικανότητας του αιτητή για εργασία κάτω του προβλεπομένου από το Νόμο ορίου, δεν αποκαλύπτονται στην απόφαση για τον τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας, μαρτυρεί του λόγου το ασφαλές. Η απουσία του εν λόγω παράγοντα, κρινόμενη πάντα υπό το φως του περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης, ως αυτή προκύπτει από το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής, καθιστά τους λόγους τερματισμού της σύνταξης ανικανότητας στον εφεσείοντα ασαφείς και συγκεχυμένους και αφήνει τον εφεσείοντα στο σκοτάδι ως προς τους λόγους που η σύνταξη ανικανότητας  που μέχρι την επανεξέταση του, του καταβαλλόταν, τερματίστηκε. Βέβαια το κενό που η απουσία αιτιολογίας δημιουργεί, μπορεί, σύμφωνα με τη νομολογία, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, να πληρωθεί από στοιχεία που προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο, νοουμένου ότι τα εν λόγω στοιχεία προκύπτουν ευθέως και «είναι σαφώς και άρρηκτα συνδεδεμένα με την ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση» (Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438).  Σχετικό με το συγκεκριμένο θέμα είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 185-186:

 

"Επί διοικητικής πράξης αιτιολογητέας, ως εκ της φύσεως της, δεν είναι απαραίτητον να υπάρχη αιτιολογία εις το σώμα της πράξεως, εφ' όσον η αιτιολογία δεν αξιούται ρητώς υπό του νόμου αλλά δύναται να αναπληρούται εκ των στοιχείων του φακέλου (πρώτη απόφασις: 775 (30), έκτοτε πάγια η νομολογία). Αλλά η εκ του φακέλου αναπλήρωση της ελλειπούσης αιτιολογίας δύναται να χωρήσει μόνο, εφ' όσον ευθέως και αμέσως προκύπτει τοιαύτη εκ των στοιχείων του φακέλου, διότι άλλως, το Σ.τ.Ε. θα έπρεπε να αναζητήση και σταθμίσει αυτό τα στοιχεία ταύτα, οπότε θα υποκαθίστατο εις την αρμοδίαν διοικητικήν αρχήν εν τη κατ' οποίαν εκτιμήσει των αποδεικτικών και λοιπών στοιχείων: 267(459), 114 (46)." »

 

Στην προκειμένη περίπτωση ενώ σημειώνεται ως παθολογικό εύρημα από το Δευτεροβάθμιο «επώδυνο αρ. ισχύο λόγω πιθανής..πρόσκρουσης'' και ότι ο αιτητής θα πραγματοποιήσει χειρουργική επέμβαση τον Απρίλιο του 2012, εντούτοις καταλήγει στο «τα μέχρι στιγμής παθολογικά ευρήματα δεν είναι τέτοιας βαρύτητας για να καθιστούν ανίκανο και πέραν τούτου μετά την χειρ. Επέμβαση και αναλόγως της εξέλιξης δύνανται να επαναπροσφύγει σε ΠΙΣ''.

 

Η πιο πάνω αιτιολογία σε συνδυασμό με το σύνολο της ιατρικής έκθεσης δεν θεωρώ ότι είναι ικανοποιητική, αφού δεν επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων από το Δικαστήριο για τους λόγους τερματισμού της σύνταξης που λάμβανε ο αιτήτής (σε ποσοστό 75%) από το 2007, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη ότι ούτε το Δευτεροβάθμιο ούτε η Υπουργός είχαν ενώπιον τους τα πορίσματα της γνωμάτευσης της τελευταίας εξέτασης του αιτητή από τον Ελβετό ιατρό και τον θεράποντα ιατρό του στις 16/11/11.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει λόγω μη δέουσας έρευνας και ελλιπούς αιτιολογίας.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 20/4/2012 ακυρώνεται με €1.300 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του αιτητή.

 

                                                                  Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 



[1]  «4(1)  Ο Διευθυντής υποβάλλει στο Ιατρικό Συμβούλιο όλη την ιατρική μαρτυρία που έχει στη διάθεσή του για κάθε αιτητή που παραπέμπει για εξέταση, καθώς και το ιστορικό των αιτήσεων του αιτητή για οποιαδήποτε παροχή σχετιζόμενη με ασθένεια, σωματική βλάβη ή αναπηρία.

 

(2)  Για τους σκοπούς της παραγράφου (1), ο Διευθυντής φροντίζει για την εξασφάλιση επαρκούς ιατρικής μαρτυρίας ως προς την πάθηση και τη γενική κατάσταση της υγείας του αιτητή.»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο