ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D330
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1964/2012)
13 Μαΐου, 2015
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΣΤΕΛΛΑ ΣΩΤΗΡΙΟΥ,
2. ΝΑΝΣΗ ΚΟΝΤΟΥ,
3. ΘΕΑΝΩ ΙΩΑΝΝΟΥ,
4. ΤΖΩΡΤΖΙΝΑ ΖΑΜΠΑΡΤΑ,
Αιτήτριες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
Καθ'ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τις Αιτήτριες.
Ε. Φλουρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι αιτήτριες είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι. Η αιτήτρια αρ. 1 κατέχει τη θέση Τεχνικού Χημείου Κλ. Α5-7-8, οι αιτήτριες 2 έως 4 κατέχουν τη θέση Βοηθού Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων Κλ. Α2-5-7. Οι αιτήτριες είχαν εξασφαλίσει υποτροφία, χρηματοδοτούμενη από τη Δημοκρατία, για εκπαίδευση στη Σχολή του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας και απέκτησαν πτυχίο Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας. Με βάση συμφωνία ημερ. 14 Ιανουαρίου 2009, που είχε υπογράψει η κάθε αιτήτρια με τη Δημοκρατία, «μετά τη συμπλήρωση της σειράς των μαθημάτων ο φοιτητής θα απασχοληθεί με επιμέλεια στην Κύπρο ανάλογα με τα προσόντα του για περίοδο 2 ετών». Ακολούθως, θα τοποθετούνταν για υπηρεσία στο Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας για εκτέλεση καθηκόντων ως Ελεγκτές Εναέριας Κυκλοφορίας. Μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης των αιτητριών ο Διευθυντής του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας με επιστολές ημερ. 28 Ιανουαρίου 2011, 30 Ιουνίου 2011, 16 Σεπτεμβρίου 2011 και 28 Φεβρουαρίου 2012 ζήτησε από τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων την απόσπαση των αιτητριών στο Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας. Παράλληλα, ζητούσε την αναπροσαρμογή της μισθοδοσίας (περιλαμβανομένων και των επιδομάτων βάρδιας) των αιτητριών.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αποφάσισε όπως αποσπάσει τις αιτήτριες για εκτέλεση καθηκόντων Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας, στο Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας με αναδρομική ισχύ για περίοδο τριών ετών ή μικρότερη σε περίπτωση πλήρωσης των κενών μόνιμων θέσεων Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας, Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας. Η απόσπαση της αιτήτριας 1 ήταν από 1η Φεβρουαρίου 2011, της αιτήτριας 2 από 24 Ιουνίου 2011, της αιτήτριας 3 από 16 Σεπτεμβρίου 2011 και της αιτήτριας 4 από 28 Φεβρουαρίου 2012 .
Ο Γενικός Διευθυντής του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού με επιστολή ημερ. 14 Μαρτίου 2011 προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων εισηγήθηκε, όπως, εξεταστεί, για όλους τους επηρεαζόμενους υπαλλήλους, η καταβολή τυχόν επιδόματος ή ειδικής μισθοδοσίας λόγω απόσπασης. Περαιτέρω, ζήτησε όπως, εάν κριθεί ότι η απόσπαση δημόσιων υπαλλήλων για εκτέλεση καθηκόντων Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας, είναι ειδική περίπτωση, η οποία δικαιολογεί την καταβολή ειδικών επιδομάτων ή ειδικής μισθοδοσίας, να τον πληροφορήσει:
"Α. Τους λόγους που δικαιολογούν την καταβολή αυτών.
Β. Για την πρακτική που ακολουθείται μέχρι σήμερα σε αντίστοιχες περιπτώσεις.
Γ. Για τον αριθμό, την οργανική θέση και την υφιστάμενη μισθοδοσία των μόνιμων δημόσιων υπαλλήλων που ολοκλήρωσαν ή αναμένεται να ολοκληρώσουν στο άμεσο μέλλον την εν λόγω εκπαίδευση.
Δ. Για την ύπαρξη των διαθέσιμων πιστώσεων για κάλυψη της συνεπαγόμενης δαπάνης."
Ο Διευθυντής του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας με επιστολή του ημερ. 18 Απριλίου 2011, προς το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Οικονομικών, ανέφερε ότι η απόσπαση δημόσιων υπαλλήλων για εκτέλεση καθηκόντων Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας κρίνεται ως ειδική περίπτωση που δικαιολογεί την καταβολή ειδικού επιδόματος ή ειδικής μισθοδοσίας. Παρείχε επίσης τις πληροφορίες που ζητήθηκαν.
Οι αιτήτριες απέστειλαν, μέσω του δικηγόρου τους, επιστολές ημερ. 24 Ιουλίου 2012 και 28 Αυγούστου 2012, προς τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων, με τις οποίες υπέβαλλαν παράπονο για άνιση μεταχείριση σε σχέση με το δικαίωμα ίσης αμοιβής για ίση εργασία. Συγκεκριμένα αιτήθηκαν ότι «ενώ εκτελούν την ίδια εργασία, τόσο με τους μόνιμους όσο και με τους επί συμβάσει συναδέλφους τους, αφού πρώτα έτυχαν ειδικής εκπαίδευσης, έχουν απολαβές μικρότερες των θέσεων στις οποίες προσφέρουν τις υπηρεσίες τους». Μέχρι την καταχώριση της προσφυγής δεν είχαν λάβει οποιαδήποτε απάντηση.
Η παράλειψη των καθ'ων η αίτηση ν' απαντήσουν στο πιο πάνω αίτημα των αιτητριών, σύμφωνα με το άρθρο 29 του Συντάγματος και τα άρθρα 33 έως 36 του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/99), είναι το αντικείμενο της καταχωρηθείσας, εκ μέρους τους, προσφυγής.
Εκκρεμούσης της προσφυγής οι καθ'ων η αίτηση απάντησαν στις αιτήτριες με επιστολή ημερ. 25 Νοεμβρίου 2013. Στην επιστολή αυτή, δίδονταν διάφορες εξηγήσεις ως προς την πορεία του αιτήματος και σε ποιο στάδιο βρισκόταν η εξέταση του. Με έναυσμα την εν λόγω απάντηση οι καθ'ων η αίτηση πρόβαλαν, προδικαστικώς, ότι η προσφυγή έχει απωλέσει το αντικείμενο της και οι αιτήτριες το έννομο τους συμφέρον.
Οι αιτήτριες με τη σειρά τους αντέκρουσαν το ζήτημα προβάλλοντας ότι η προσφυγή τους δεν στρεφόταν μόνο κατά της παράλειψης της απάντησης στο υποβληθέν αίτημα τους αλλά, και κατά της παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας, ήτοι της καταβολής ίσης αμοιβής με τους υπόλοιπους Ελεγκτές Εναέριας Κυκλοφορίας. Κατά συνέπεια πρόβαλαν ότι δεν έχει εκλείψει το έννομο τους συμφέρον.
Απαιτείται συνεπώς να εξεταστεί το αιτητικό της προσφυγής και ιδιαιτέρως αν προσβάλλεται και η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.
Θεωρώ χρήσιμο όπως παραθέσω αυτούσιο το αιτητικό της προσφυγής:
"Δήλωση του δικαστηρίου ότι παράλειψη του καθ'ου η αίτηση να εξετάσει κατά το άρθρο 29 του Συντάγματος και τα άρθρα 33/36 του Νόμου 158(Ι)/99 το υποβληθέν αίτημα των Αιτητριών ημερομηνίας 24.7.2012 και 28.8.2012 για καταβολή ίσης αμοιβής με τους υπόλοιπους Ελεγκτές Εναέριας Κυκλοφορίας που εκτελούν τα ίδια ακριβώς καθήκοντα όπως και οι αιτήτριες, είναι άκυρη, παράνομη, επιφέρει άνιση μεταχείριση εις βάρος των αιτητριών και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος και πως ότι παραλείπεται να διαταχθεί να γίνει."
Στα νομικά σημεία αρ. 2 και 3 της προσφυγής γίνεται αναφορά για την παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση προς άρση της ανισότητας εις βάρος των αιτητριών, αναφορικά με την ανισότητα στην καταβολή της αμοιβής τους.
Το ίδιο παρατηρείται και στην αγόρευση των αιτητριών όπου προβάλλονται και λόγοι ακυρώσεως για παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.
Από το πιο πάνω αιτητικό της προσφυγής είναι ξεκάθαρο ότι αυτή στρέφεται εναντίον της παράλειψης των καθ'ων η αίτηση να απαντήσουν στο υποβληθέν αίτημα των αιτητριών, σύμφωνα με το Άρθρο 29 του Συντάγματος και τα άρθρα 33-36 του Νόμου 158(Ι)/99. Δεν προσβάλλεται στο αιτητικό παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 4(2)(β)(ii) των περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1962, η αίτηση ακυρώσεως πρέπει να αναγράφει τη ζητούμενη θεραπεία. Όπως αναφέρεται στη Δημοκρατία ν. Σίλου (2009) 3 Α.Α.Δ. 615:
"Σύμφωνα με τους περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμούς του 1962 και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις τους η διαδικασία της προσφυγής αρχίζει με την καταχώριση αίτησης. Ο τύπος της αίτησης καθορίζεται από τον Κανονισμό 4. Στην αίτηση πρέπει να αναγράφεται, μεταξύ άλλων, και το αίτημα θεραπείας την οποίαν ζητά ο αιτητής καθώς και οι νομικοί λόγοι τους οποίους επικαλείται για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Ο Κανονισμός 4(2) (β) (ii) απαιτεί όπως στο δικόγραφο της προσφυγής καθορίζεται ειδικά η ζητούμενη θεραπεία. Ο προσδιορισμός της θεραπείας είναι άρρηκτα συνυφασμένος με τον καθορισμό της πράξης, απόφασης ή παράλειψης η οποία προσβάλλεται."
Το γεγονός ότι ορισμένοι λόγοι ακυρώσεως αναφέρονται στην παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας δεν διαφοροποιεί την κατάσταση. (Ch. P. Karakannas Electrical Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 1231, Υπ. Αρ. 255/2011, Τρακόσιη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 7 Μαρτίου 2014). Ως συνέπεια τούτου, οποιοιδήποτε λόγοι ακυρώσεως δεν αφορούν το αιτητικό δεν εξετάζονται.
Απομένει προς εξέταση αν η προσφυγή απώλεσε το αντικείμενο της και αν οι αιτήτριες εξακολουθούν να διατηρούν το έννομο τους συμφέρον, που υπήρχε κατά την καταχώριση της προσφυγής, μετά τη δοθείσα απάντηση.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Συγκοινωνιών με επιστολή του ημερ. 25 Νοεμβρίου 2013 πληροφορούσε τις αιτήτριες για την πορεία του αιτήματος τους. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι:
"Πληροφορείσθε ότι για το πιο πάνω θέμα διεξήχθη αλληλογραφία με το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού για εξέταση του λόγω αρμοδιότητας. Προκειμένου το εν λόγω τμήμα να προβεί σε περαιτέρω μελέτη για το ενδεχόμενο καταβολής τυχόν επιδόματος ή ειδικής μισθοδοσίας, λόγω απόσπασης των υπαλλήλων, ζητήθηκαν επιπρόσθετα στοιχεία και πληροφορίες που αφορούσαν:
(α) τους λόγους που δικαιολογούν την καταβολή τέτοιου επιδόματος/μισθοδοσίας,
(β) την πρακτική που ακολουθήθηκε μέχρι σήμερα σε αντίστοιχες περιπτώσεις,
(γ) τον αριθμό, την οργανική θέση και την υφιστάμενη μισθοδοσία των μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων που ολοκλήρωσαν ή αναμένεται να ολοκληρώσουν στο άμεσο μέλλον την εν λόγω εκπαίδευση, και
(δ) την ύπαρξη των διαθέσιμων πιστώσεων για κάλυψη της συνεπαγόμενης δαπάνης."
Ο Διευθυντής Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας μέσω του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων απάντησε στα πιο πάνω ερωτήματα με επιστολή του ημερ. 18 Απριλίου 2011, πλην, όμως, η αναμενόμενη τοποθέτηση επί του θέματος από πλευράς του αρμόδιου τμήματος, δεν έχει εισέτι γίνει.
Το Άρθρο 29 του Συντάγματος προβλέπει ότι:
"1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ατομικώς ή ομού μετ' άλλων να υποβάλλη εγγράφους αιτήσεις ή παράπονα προς οιανδήποτε αρμοδίαν δημοσίαν αρχήν δικαιούμενος ν' απαιτήση, όπως αύτη επιληφθή αυτών και αποφασίση ταχέως. Η απόφασις της αρχής ταύτης, δεόντως ητιολογημένη, γνωστοποιείται εγγράφως αμέσως εις τον υποβάλλοντα την αίτησιν ή τα παράπονα εν πάση περιπτώσει εντός προθεσμίας μη υπερβαινούσης τας τριάκοντα ημέρας.
2. Εφ' όσον ο ενδιαφερόμενος δεν ικανοποιείται εκ της αποφάσεως ή οσάκις ουδεμία απόφασις γνωστοποιήται προς αυτόν εντός της καθοριζομένης εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου προθεσμίας δύναται ο ενδιαφερόμενος ν' αγάγη ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου διά προσφυγής την υπόθεσιν, εις ην αφορά η αίτησις ή το παράπονον αυτού."
Το άρθρο 35 του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου αναφέρει ότι:
"Η υποχρέωση για απάντηση μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών υπάρχει, όταν η λήψη της απόφασης μέσα στην προθεσμία αυτή είναι εφικτή, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστατικών κάθε υπόθεσης. Η διοίκηση οφείλει σε όλες τις περιπτώσεις να δίνει εγγράφως μέσα στην προθεσμία των τριάντα ημερών πληροφορίες για την πορεία της υπόθεσης."
Η υποχρέωση της διοίκησης ν' απαντά, σε υποβληθέν αίτημα ή παράπονο, εντός της προθεσμίας που επιτάσσει το Άρθρο 29.2 του Συντάγματος, είναι δεδομένη. Αποτελεί δικαίωμα του υποκείμενου δικαίου ν' απευθύνεται στην αρμόδια αρχή και υποχρέωση της τελευταίας να εξετάζει το αίτημα και ν' απαντά χωρίς καθυστέρηση. (Archigos Kommatos Dikeosinis ν. Republic (1986) 3(Α) C.L.R. 187). Η πιο πάνω αρχή αποσκοπεί στη διασφάλιση της χρηστής διοίκησης, υποχρεώνοντας τη δημόσια αρχή να επιλαμβάνεται γραπτών αιτήσεων των πολιτών που έχουν δικαίωμα να αναμένουν απάντηση σε αυτές. (Papadopoulos and Others v. Municipality of Nicosia (1986) 3(C) C.L.R. 2046).
Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Πίτσιλλος ν. Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων (2000) 3 Α.Α.Δ. 777:
"Το άρθρο 29 του Συντάγματος έχει εξεταστεί σε αριθμό υποθέσεων στις οποίες τονίστηκε ότι η παράλειψη της αρμόδιας αρχής να δώσει απάντηση σε αίτημα ή παράπονο που άπτεται της άσκησης εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής. (Βλ. Xenophontos v. The Republic, 2 R.S.C.C. 89, Yialousa Savings Bank Ltd. v. The Republic (Minister of Finance as Controller of Banks) and another (1977) 3 C.L.R. 25). Το άρθρο 29 παρέχει το δικαίωμα στον πολίτη και δημιουργεί την υποχρέωση στην αρχή να αποφασίσει μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα και να δώσει μια αιτιολογημένη απόφαση (Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου ν. Χριστοφόρου και άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 434)."
Η υποχρέωση για απάντηση, εντός της προθεσμίας των 30 ημερών, υφίσταται όταν τούτο είναι εφικτό με βάση τα δεδομένα της κάθε υπόθεσης. (Υπ. Αρ. 306/2012, Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, 31 Μαρτίου 2014). Στην υπό εξέταση υπόθεση οι καθ'ων η αίτηση, με την απαντητική τους επιστολή, προέβαλαν διάφορους λόγους για τη μη έγκαιρη απάντηση. Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, στάληκε επιστολή στις αιτήτριες μετά την καταχώριση της προσφυγής. Όπως είναι νομολογιακά καθιερωμένο, ο αιτητής χάνει το έννομο συμφέρον του αν, μετά την προσβολή της παράλειψης απάντησης αυτή δοθεί, και η παράλειψη δεν έχει προκαλέσει σ' αυτόν, κατά τον χρόνο που υπήρχε, οποιαδήποτε βλάβη.
Όπως έχω προγενέστερα σημειώσει, η παράλειψη εξέτασης του υποβληθέντος αιτήματος των αιτητριών και η απουσία απάντησης, ήταν το αντικείμενο της προσφυγής. Με την απάντηση και τη γνωστοποίηση του σταδίου στο οποίο βρίσκεται το αίτημα, το αντικείμενο της προσφυγής έχει εκλείψει; Η απάντηση είναι αρνητική.
Η απαντητική επιστολή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι άρει την παράλειψη απάντησης. Με την επιστολή αυτή δεν απορρίπτεται το αίτημα αλλά, είναι απλώς πληροφοριακού περιεχομένου.
Γνωστοποιήθηκε στις αιτήτριες ως προς το στάδιο στο οποίο βρισκόταν το αίτημα τους και δεν απαντούσε επί της ουσίας σε αυτό, σύμφωνα με το Άρθρο 29 του Συντάγματος. Διαπιστώνεται συναφώς παραβίαση του πιο πάνω Άρθρου καθώς και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.
Όπως αναφέρεται στην Υπ. Αρ. 1212/2003, Κακαρή ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας, ημερ. 20 Ιανουαρίου 2005:
"Εδώ η απάντηση που έδωσαν οι καθών η αίτηση με την επιστολή τους ημερ. 26/7/02 δεν αποτελούσε σαφή απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας ούτως ώστε να θεωρείτο ότι η παράλειψη είχε αρθεί. (Βλ. Δημοτική Επιτροπή Αγ. Δομετίου ν. Χριστόφορος Α. Χριστοφόρου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 434 και Ανδρόνικος Μ. Κασάπης κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43). Ήταν μάλλον πληροφοριακού χαρακτήρα η οποία δεν υπέκειτο σε αναθεώρηση με προσφυγή. Επομένως οι καθών η αίτηση είχαν υποχρέωση να απαντήσουν στα αιτήματα της αιτήτριας που ακολούθησαν με τις προαναφερθείσες επιστολές. Θεωρώ λοιπόν ότι υπήρχε παράλειψη με την έννοια του Άρθρου 29 του Συντάγματος όπως υπήρχε και στην προαναφερθείσα υπόθεση Αλέξη Τρύφωνος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας."
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η παράλειψη των καθ'ων η αίτηση, να απαντήσουν στο προαναφερθέν αίτημα των αιτητριών κηρύσσεται άκυρη με βάση το Άρθρο 146.4(γ) του Συντάγματος και ό,τι παν το παραληφθέν δέον όπως εκτελεσθεί.
Επιδικάζονται έξοδα €1600, πλέον ΦΠΑ, προς όφελος των αιτητριών και εναντίον των καθ'ων η αίτηση.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΔΓ