ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Ν. Ροτσίδης, για τον Αιτητή. Λ. Ζαννέτου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-05-28 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο RAGAB RABIE ABDEL FATTAH MABROUK ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ, Υπoθεση Αρ. 1313/2012, 28/5/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D382

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 1313/2012)

 

 

28 Μαΐου, 2015

 

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

RAGAB RABIE ABDEL FATTAH MABROUK,

 

Αιτητής,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

ΔΙΑ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Ν. Ροτσίδης, για τον Αιτητή.

 

Λ. Ζαννέτου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αφίχθηκε νομίμως στην Κυπριακή Δημοκρατία από την Αίγυπτο στις 7 Απριλίου 2000, με σκοπό                     να εργαστεί ως εργάτης κτηνοτροφίας στη Λευκωσία και του παραχωρήθηκε επί τούτου άδεια παραμονής και απασχόλησης, η οποία στη συνέχεια ανανεώθηκε μέχρι τις 13 Ιουνίου 2002. Ο εργοδότης του αιτητή τον αποδέσμευσε, λόγω μείωσης του κύκλου εργασιών του, ώστε να δυνηθεί να εργοδοτηθεί από άλλο εργοδότη. Σχετική αίτηση για νέα εργοδότηση του αιτητή απορρίφθηκε στις 10 Ιουλίου 2002. Για να μπορέσει ο αιτητής να εργοδοτηθεί από άλλο εργοδότη θα έπρεπε να μεταβεί στο εξωτερικό για περίοδο τριών μηνών και ακολούθως να επιστρέψει ξανά στη Δημοκρατία.

 

Ο αιτητής αναχώρησε από την Κύπρο στις 12 Ιουνίου 2002 και επέστρεψε στις 16 Αυγούστου 2002, με σκοπό να εργαστεί ως εργάτης. Ο αιτητής στις 4 Οκτωβρίου 2002 εγκατέλειψε τον τόπο διαμονής και εργασίας του.

 

Στις 17 Οκτωβρίου 2002 ο αιτητής συνελήφθηκε από μέλη της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης και στις 23 Οκτωβρίου 2002 απελάθηκε. Τα στοιχεία του τοποθετήθηκαν στον κατάλογο των απαγορευμένων να εισέλθουν στη Δημοκρατία προσώπων.

 

Κατόπιν αιτήματος που υποβλήθηκε από το νέο εργοδότη του αιτητή στις 16 Δεκεμβρίου 2002, τα στοιχεία του αφαιρέθηκαν από τον πιο πάνω κατάλογο και στις 9 Φεβρουαρίου 2003 του παραχωρήθηκε άδεια για να εργαστεί ως εργάτης κτηνοτροφίας. Η παραχωρηθείσα άδεια ανανεωνόταν διαδοχικά μέχρι τις 16 Ιανουαρίου 2006.

 

Μετά το γάμο που τέλεσε ο αιτητής στις 10 Οκτωβρίου 2005 με Κυπρία, υπέβαλε στις 26 Οκτωβρίου 2005 αίτηση για εξασφάλιση προσωρινής άδειας παραμονής ως σύζυγος Κυπρίας. Η άδεια που του παραχωρήθηκε είχε ισχύ μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2006.

 

Στις 23 Φεβρουαρίου 2007 υποβλήθηκε από τον αιτητή αίτημα για εξασφάλιση άδειας προσωρινής παραμονής και εργασίας ως σύζυγος Κυπρίας πολίτου. Η άδεια εγκρίθηκε με ισχύ μέχρι τις 31 Μαρτίου 2008. Η εν λόγω άδεια ανανεώθηκε διαδοχικά μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 2012.

 

Σε μεταγενέστερο στάδιο ήτοι, στις 25 Ιουνίου 2009 ο αιτητής υπέβαλε νέα αίτηση για εγγραφή του ως πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας βασιζόμενος στο γεγονός ότι ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, σύζυγος πολίτη της Δημοκρατίας. Η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε καθότι, όπως  διαπιστώθηκε, ο αιτητής είχε παραμείνει κατά διάφορες περιόδους παρανόμως εντός της Δημοκρατίας. Ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή ημερ. 27 Οκτωβρίου 2011.

 

Στις 3 Δεκεμβρίου 2011 ο αιτητής καταχώρισε αίτηση διαζυγίου στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας και στις 19 Ιουνίου 2012 εκδόθηκε το διαζύγιο.

 

Ο αιτητής, επανήλθε με νέα αίτηση, μέσω του δικηγόρου του, στις                16 Νοεμβρίου 2011, υποβάλλοντας αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής του. Οι καθ'ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα του αιτητή επειδή, όπως αναφέρεται στην επιστολή ημερ. 15 Ιουνίου 2012, «από εξετάσεις που έγιναν για τη γνησιότητα του γάμου διαπιστώθηκε ότι ο γάμος του ήταν προβληματικός καθόλη τη διάρκεια της συμβίωσης».

 

Αυτή τούτη την απόφαση των καθ'ων η αίτηση προσβάλλει ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή επιδιώκοντας όπως κηρυχθεί άκυρη και/ή άνευ οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος. Παράλληλα, ο αιτητής υπέβαλε και δεύτερο αίτημα με το οποίο ζητά «διακήρυξη» του Δικαστηρίου ότι με βάση το άρθρο 2 του περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στην Επικράτεια της Δημοκρατίας Νόμου του 2007, είναι άκυρο και/ή αντίθετο με το άρθρο 28 του Συντάγματος και του άρθρου 2(1) της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ.

 

Ο αιτητής εισηγείται ότι η απόρριψη της αίτησης του ήταν αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και αυτή στερείται αιτιολογίας.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 7Α(1) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 αν ο Διευθυντής διαπιστώσει, με βάση τα στοιχεία που τείνουν να καταδείξουν ότι ο γάμος είναι εικονικός, και αφού συμβουλευθεί τη Συμβουλευτική Επιτροπή και οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι αλλοδαπός συνήψε εικονικό γάμο, τότε δεν ανανεώνει την άδεια διαμονής που παραχωρήθηκε στον αλλοδαπό.

 

Το άρθρο 7Α(3) παραθέτει τα στοιχεία τα οποία τείνουν να καταδείξουν ότι ένας γάμος είναι εικονικός:

 

"(α) Το ζεύγος δε συζεί κάτω από την ίδια στέγη·

 

(β) οι σύζυγοι δεν έχουν συναντηθεί ποτέ πριν από το γάμο τους·

 

(γ) η έλλειψη κατάλληλης συμβολής στην αντιμετώπιση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το γάμο·

 

(δ) οι δηλώσεις των συζύγων αναφορικά με στοιχεία της ταυτότητάς τους (όνομα, διεύθυνση διαμονής, ιθαγένεια και επάγγελμα), τις περιστάσεις της πρώτης τους γνωριμίας ή αναφορικά με άλλες σημαντικές πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν είναι αντιφατικές·

 

(ε) οι σύζυγοι δε μιλούν μια γλώσσα που να είναι αντιληπτή και από τους δύο·

 

(στ) έχει καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη σύναψη του γάμου (εκτός όπου τα χρήματα δίνονται υπό μορφή προίκας στις περιπτώσεις πολιτών χωρών όπου η καταβολή προίκας είναι συνήθης πρακτική

 

(ζ) υπάρχουν ενδείξεις ότι ο ένας ή και οι δύο σύζυγοι έχουν στο παρελθόν συνάψει εικονικό γάμο ή παρουσιάζουν προβλήματα σε ότι αφορά την άδεια διαμονής τους στη Δημοκρατία".

 

Ο γάμος του αιτητή με την Κυπρία σύζυγο του χαρακτηρίστηκε από τους καθ'ων η αίτηση, ως προβληματικός. Επί αυτού του στοιχείου στηρίχτηκαν για να απορρίψουν την αίτηση. Από την ανάγνωση του πιο πάνω άρθρου 7Α(3) σε κανένα σημείο δεν διαπιστώνεται να υπάρχει η αναφορά σε προβληματικό γάμο, πόσο μάλλον να εξηγείται τι έννοια έχει αυτός ο χαρακτηρισμός. Από το φάκελο της υπόθεσης απουσιάζουν στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να καταλήξουν σε συμπέρασμα περί εικονικότητας του τελεσθέντος γάμου, έτσι ώστε να δίδεται η δυνατότητα να χαρακτηριστεί ο εν λόγω γάμος ως εικονικός. Αντιθέτως, από το περιεχόμενο του φακέλου προκύπτει ότι οι καθ'ων η αίτηση είχαν προβεί σε σχετική έρευνα ως προς τη γνησιότητα του γάμου του αιτητή και η κατάληξη ήταν ότι αυτός ήταν γνήσιος.                     (30 Ιανουαρίου 2007, κυανούν 254-255, 1η Φεβρουαρίου 2010, κυανούν 313-317, 16 Ιανουαρίου 2011, κυανούν 354-358 και 29 Ιουνίου 2011, κυανούν 379-381).

 

Από το περιεχόμενο των εκθέσεων των εξεταστών, που επίσης περιέχονται στο διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε ενώπιον μου, γίνεται αναφορά στο στοιχείο ότι το ζεύγος επικοινωνούσε μεταξύ του στα ελληνικά, συζούσε, γνώριζε ο ένας προσωπικές πληροφορίες για τον άλλο. Η αρμονική συμβίωση του ζευγαριού επιβεβαιώθηκε και από το οικογενειακό περιβάλλον της συζύγου, όπως επίσης και από γείτονες. Ήταν επί τούτου η κατάληξη των εξεταστών ότι επρόκειτο για ένα γνήσιο γάμο. Περαιτέρω, κάθε χρόνο εδίδοντο από τον κοινοτάρχη βεβαιώσεις ότι, ο αιτητής διέμενε αρμονικά με τη σύζυγο του και ότι ο γάμος τους ήταν σε ισχύ (ημερ. 24/8/2006, 21/2/2007, 17/2/2008, 31/3/2009, 31/3/2009, 12/5/2010, 16/6/2011). Υπήρξαν προβλήματα στο γάμο του ζευγαριού, γεγονός που έγινε αποδεκτό τόσο από τον αιτητή όσο και από τη σύζυγο του.

 

Σε σχετικό σημείωμα που υποβλήθηκε από τον Ανώτερο Διοικητικό Λειτουργό του Υπουργείου Εσωτερικών, έγινε εισήγηση για έγκριση του αιτήματος που υπέβαλε ο αιτητής. Διαφώνησε επί του προκειμένου ο Υπουργός Εσωτερικών ο οποίος ανέφερε ότι δεν υπάρχει απόλυτο δικαίωμα διαμονής και ενόψει του γεγονότος ότι στην αίτηση διαζυγίου αναφερόταν ότι ο συγκεκριμένος γάμος είχε προβλήματα από το 2008, δεν είχαν επί τούτου συμπληρωθεί τα τρία χρόνια γάμου.

 

Το άρθρο 26(2) του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007                 (Ν. 7(Ι)/2007), προβλέπει ότι το διαζύγιο ή η ακύρωση του γάμου, δε συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος διαμονής των μελών της οικογένειας του πολίτη της Ένωσης, τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, αν ο γάμος διήρκησε τουλάχιστον τρία έτη μέχρι την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου.

 

Με βάση τα όσα παρέθεσα πιο πάνω, προκύπτει ότι ο γάμος διήρκεσε πέραν των τριών ετών δεδομένου ότι τελέσθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2005 και η διαδικασία διαζυγίου ξεκίνησε στις 8 Δεκεμβρίου 2011. Η δε απόφαση του Υπουργού ότι δεν είχαν συμπληρωθεί τρία χρόνια γάμου είναι εσφαλμένη εφόσον ο Νόμος ρητά αναφέρει για τρία χρόνια μέχρι την έναρξη της διαδικασίας διαζυγίου και όχι όταν παρουσιαστούν προβλήματα στο γάμο. Καθίσταται άξιον απορίας πώς από τη μια ο Διοικητικός Λειτουργός εισηγείται την έγκριση της αίτησης και από την άλλη ο Υπουργός βασιζόμενος επί ακριβώς των ιδίων στοιχείων καταλήγει σε απόρριψη της αίτησης. (Υπ. Αρ. 387/2014, Gayaran ν. Δημοκρατίας, ημερ. 9 Ιουλίου 2014).

 

Ενόψει του γεγονότος ότι, η δοθείσα αιτιολογία για απόρριψη της αιτήσεως δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία του φακέλου, όπως τα έχω παραθέσει πιο πάνω και δεν είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, θεωρώ ότι η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται με €1600 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

 

 

 

 

                                              Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,

                                                           Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο