ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D262
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 956/2013
7 Aπριλίου, 2015
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΕΤΑΞΥ:
ΝΑΤΑΛΙΑΣ ΓΚΡΙΚΟΡΙΕΒΑ,
Αιτήτριας,
και
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
(ΤΜΗΜΑ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ)
Καθ΄ων η αίτηση.
....
Αιτήτρια, προσωπικά
Τ. Καρακάννα, για τους καθ΄ ων η αίτηση
....
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια κατάγεται από τη Ρωσία, αλλά το 2002 παντρεύτηκε με κύπριο πολίτη με τον οποίο απέκτησε το 2005 και ένα υιό.
Ως αποτέλεσμα του γάμου της με κύπριο, ο οποίος υιοθέτησε και την 21χρονη (σήμερα) θυγατέρα της, απέκτησε και την κυπριακή υπηκοότητα, πλην όμως από το 2010 το ζεύγος βρίσκεται σε διάσταση.
Στις 19.5.11, η αιτήτρια, υπέβαλε αίτηση στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας (στο εξής οι Υπηρεσίες) για παροχή δημόσιου βοηθήματος, δηλώνοντας ότι τα μόνα έσοδα της προέρχονται από την εργασία του εν διαστάσει συζύγου της στο ποσό των €1.000 μηνιαίως, ενώ τα έξοδα της (ενοίκιο, μεταφορικά, σχολείο κλπ) στα €3.310.
Οι Υπηρεσίες ενέκριναν το αίτημα της δυνάμει του άρθρου 3(1) του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου του 2006 (Ν.95(1)/2006, στο εξής ο Νόμος) και της παραχώρησαν δημόσιο βοήθημα (στο εξής το Βοήθημα) ως μονογονιού το ποσό των €813,60 μηνιαίως. Ακολούθως, την 1.9.11, το Βοήθημα αυξήθηκε στα €1.220,40 μηνιαίως ενόψει του ότι είχε ενοικιάσει κατοικία και ως εκ τούτου το συνολικό ποσό που έλαβε ως Βοήθημα για την περίοδο από 19.5.11 - 28.2.13 ανήλθε στο ποσό των €23.263,56.
Κατά ή περί το Φεβρουάριο του 2013 παρελήφθη από τις Υπηρεσίες έντυπο του Γραφείου Εργασίας, στο οποίο αναφερόταν άρνηση της αιτήτριας να δεχθεί εργασία που της προσφέρθηκε στις 20.2.13 με ωράριο από τις 10.00 π.μ. μέχρι τις 6.00 μ.μ. Με αποτέλεσμα, οι Υπηρεσίες, να καλέσουν την αιτήτρια σε δύο συνεντεύξεις ημερ. 7.3 και 8.3.13 προς συζήτηση της εργοδότησης της. Όμως η αιτήτρια πρόβαλε ότι δεν έχει κάποιο συγγενικό πρόσωπο να φροντίζει τον ανήλικο γιο της μετά το σχολείο και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να εργάζεται πέραν της 1.00 μ.μ. Απόπειρα της Λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών να της εξηγήσει τη Νομοθεσία που αφορούσε την παροχή βοηθήματος, καθώς επίσης και τις επιλογές που είχε αναφορικά με τις δομές φροντίδας των παιδιών εργαζομένων για ασφαλή απογευματινή φροντίδα του παιδιού της - όπως φοίτηση τους σε κοινοτικά προγράμματα τα οποία λειτουργούν εγκεκριμένες παιδικές λέσχες και επιδότηση σε τέτοιες περιπτώσεις των εξόδων φροντίδας των παιδιών σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Ανέργων Γυναικών - δεν απέδωσε. Ενόψει τούτου προωθήθηκε η συζήτηση της περίπτωσης της και στις 15.3.13 αποφασίστηκε η διακοπή του Βοηθήματος από 1.3.13 ως εκούσια άνεργη βάσει του άρθρου 3(10)(β) του Νόμου. Ακολούθως οι Υπηρεσίες της απέστειλαν στις 27.3.13 σχετική επιστολή με το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Θέμα: Διακοπή Δημοσίου Βοηθήματος
Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα σας ενημερώνουμε ότι το Δ.Β. που σας παρείχετο έχει διακοπεί από 1/3/2013 λόγω της άρνησης σας για εργοδότηση, με αποτέλεσμα να θεωρείστε εκουσίως άνεργη βάσει του άρθρου 3 (10)(β) του Νόμου Δ.Β.
Έχετε δικαίωμα να προσβάλετε την απόφαση αυτή με προσφυγή σας στο Ανώτατο Δικαστήριο, εντός 75 ημερών, όπως προβλέπει το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Σωτηρούλα Φράγκου
Αν. Προϊστάμενη»
Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης και συναφώς είναι θέση της αιτήτριας ότι η μη αποδοχή της εργασίας που της προσφέρθηκε στις 20.2.2013, οφείλεται αποκλειστικά στο ωράριο που της προτάθηκε (10:00 π.μ. - 6:00 μ.μ.) καθότι έχει ανήλικο παιδί με προβλήματα υγείας και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να το φροντίζει. Άλλωστε, τονίζει, καμιά λέσχη δεν λειτουργεί πέραν των 4:30 μ.μ. (βλ. Παρ. Π στην απαντητική της αγόρευση).
Είναι η θέση της, ότι οι περιστάσεις και τα στοιχεία της υπόθεσης δεν δικαιολογούσαν το χαρακτηρισμό της ως εκουσίως άνεργης, εντός της έννοιας που αποδίδεται στον όρο από τη σχετική νομοθεσία, γιατί η περίπτωση της αφορά μία μόνο απόρριψη εργασίας και ως εκ τούτου ελλείπει το στοιχείο της επανάληψης. Ο Νόμος, επισημαίνει, θεωρεί ως εκούσια άνεργο «πρόσωπο το οποίο επίμονα αρνείται εργασία...».
Οι καθ΄ων η αίτηση απαντούν ότι λειτούργησαν εντός του νομοθετικού πλαισίου. Από τη στιγμή, σημειώνουν, που της προτάθηκε εργασία και λύση στο προτεινόμενο ως πρόβλημά της και αρνήθηκε, εμπίπτει στον ορισμό της έννοιας «Εκούσια άνεργος» του Νόμου. Ο Νόμος, συνεχίζουν, καθορίζει τους δικαιούχους δημόσιου βοηθήματος στη βάση αυστηρών κριτηρίων ώστε να μην γίνονται πληρωμές σε άτομα που δεν δικαιούνται κρατική βοήθεια.
Κατά την άποψή μου οι αιτιάσεις της αιτήτριας δεν ευσταθούν.
Σύμφωνα με το άρθρο 3(10)(β) του Νόμου (ως έχει τροποποιηθεί):
«Δημόσιο βοήθημα δεν παρέχεται:
(a)................
(β) για οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποίαν ο αιτητής εκούσια παραμένει άνεργος ή εκούσια υποαπασχολείται ή αρνείται να παρακολουθήσει πρόγραμμα επαγγελματικής αποκατάστασης εγκεκριμένο από οποιαδήποτε αρμόδια Αρχή της Δημοκρατίας.
«Εκούσια άνεργος», σημαίνει, κατά τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του Νόμου, «πρόσωπο το οποίο επίμονα αρνείται εργασία την οποία αυτό είναι ικανό να εκτελέσει ή, αν ήδη απασχολείται σε πλήρη ή μερική βάση, αρνείται νέα πιο προσοδοφόρα εργασία ή συμπληρωματική εργασία την οποίαν είναι ικανό να εκτελέσει ή αρνείται να παρακολουθήσει σειρά μαθημάτων για σκοπούς εκπαίδευσης ή κατάρτισης ή αρνείται να υποστεί ιατρική περίθαλψη ή εξέταση, η οποία θα υποβοηθούσε αυτό να εξασφαλίσει προσοδοφόρα εργασία ή αρνείται να αποδείξει την ανικανότητα του για εργασία.»
Στην παρούσα περίπτωση, έρεισμα για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, αποτέλεσε κυρίως η δικαιολογία που έδωσε η αιτήτρια προκειμένου να μην αποδεχτεί την εργασία που της προσφέρθηκε, ότι δηλαδή «θέλει να εργάζεται μέχρι τις 13.00» αλλά και το ότι δεν κατέβαλε οποιαδήποτε προσπάθεια διευθέτησης της φύλαξης του παιδιού της κατά τις απογευματινές ώρες παρά τις λύσεις που της προτάθηκαν. Παρόλο που με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, είναι άνεργη από τον Φεβρουάριο του 2011 όπως άνεργη είναι επίσης και η ενήλικη θυγατέρα της.
Ενόψει των πιο πάνω δεδομένων, θεωρώ πως παρά το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βασίστηκε πάνω σε μία και μόνο άρνηση δεν αναιρεί την ουσία της «επίμονης άρνησης» της αιτήτριας να δεχθεί εργοδότηση η οποία βρίσκεται στον πυρήνα του ορισμού της εκούσιας ανεργίας. Κι΄ αυτό, γιατί, όπως πολύ ορθά επισημαίνουν οι καθ΄ ων η αίτηση με τους οποίους συμφωνώ, η Αιτήτρια προέβαλε μια γενική άρνηση για εργασία μετά τις 13:00, απορρίπτοντας με τον τρόπο αυτό από τη μια, ένα ευρύ φάσμα εργασιών, κι από την άλλη εν γένει την πλήρη απασχόληση της. Η άρνηση της δηλαδή δεν ήταν εν προκειμένω μεμονωμένη, αφορώσα μια και μόνο θέση εργασίας για λόγους που έχουν να κάνουν με τη φύση της συγκεκριμένης εργασίας ή με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της τελευταίας. Είναι γενική άρνηση για εργασία μετά τις μία το μεσημέρι. Χαρακτηριστικό της επιμονής της είναι, η παρά την παραπομπή της από την αρμόδια λειτουργό σε προγράμματα φύλαξης ανηλίκων τις απογευματινές ώρες, επιμονή της για εργοδότηση στο συγκεκριμένο σχήμα εργασίας.
Συνεκτιμώντας τα πιο πάνω διαμόρφωσα τη γνώμη ότι η έρευνα ήταν εν προκειμένω επαρκής, η δε αρμόδια αρχή έδρασε εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας.
Ενόψει όλων των ανωτέρω η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος, με €500 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και προς όφελος των καθ΄ ων η αίτηση.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ